Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΚΩΔΩΝΙΣΚΟ

Η πάχνη που είχε πέσει το πρωί πάνω στα παρμπρίζ  του αυτοκινήτου του  έμοιαζε με λεπτό χιόνι, το αεράκι που φυσούσε δεν τον ενοχλούσε καθόλου και το τοπίο γύρω του έφτιαχνε τη διάθεση,  καθώς  έτρεχε ένιωθε τον κρύο αέρα να μπαίνει  στα πνευμόνια του και να καθαρίζει τον οργανισμό και το μυαλό του,  αισθάνονταν  μια φρεσκάδα πρωτόγνωρη  όπως τότε  που ήταν παιδί και  πήγαινε στο  σχολείο το πρωί με τη μητέρα του, προτιμούσε να τρέχει στο μικρό δάσος έξω απ’  την πόλη κάνοντας μια διαδρομή γύρω από ένα παλιό  νταμάρι, η άνοιξη  πλησίαζε πια και   μια αμυγδαλιά  ετοίμαζε  τα άσπρα μπουμπούκια της ενώ είχαν αναδυθεί  μερικοί βολβοί άγριοι  βγάζοντας λουλούδια  μαβιά και κίτρινα.

 Ήταν  Σάββατο, η αγαπημένη του μέρα, τα χαράματα που είχε ξυπνήσει  πολύ νωρίς βγήκε  στο μπαλκόνι να δει τον κεραμιδόγατο που πηδούσε από το διπλανό διαμέρισμα κι ερχόταν στο δικό του, δεν  άντεχε για πολύ  κλεισμένος μες το σπίτι, πιο πολύ με σκύλο έμοιαζε,  μια φορά μάλιστα είχε γκρεμιστεί κάτω,  ευτυχώς που δεν ήταν πολύ ψηλά.  Φόρεσε  τις φόρμες του και πήρε  το αμάξι του  την ώρα που  οι γριές πήγαιναν  στην εκκλησία κουβαλώντας πιατέλες σκεπασμένες μ’  ασημόχαρτο, οδήγησε με κατεύθυνση  την έξοδο από την πόλη  κατά το δάσος,   έτρεξε χαλαρά  για καμιά ώρα κι ύστερα  κατέβηκε όπως ήταν με τις φόρμες  στην πόλη, κάπου  στο κέντρο,  σε μια στοά όπου υπήρχε  ένα μαγειρείο,  ήθελε κάτι να  φάει.  Στην είσοδο της στοάς  άκουσε  καναρίνια να χαλούν τον κόσμο  πίσω από κάποιο παράθυρο,  ένιωθαν σίγουρα κι αυτά την  άνοιξη που πλησίαζε,  το γκαρσόνι τον έβαλε μέσα και κάθισε σε μια γωνιά. Ένα ζευγάρι από δίπλα του  έτρωγε σούπα,  η γυναίκα ήταν όμορφη,  μια μπλούζα κοντομάνικη φορούσε,  άλλοι τύποι μυστήριοι που ήξεραν το μαγειρείο κι ερχόντουσαν τακτικά  παράγγελναν  αν και ήταν  νωρίς  ακόμα,  κεφτεδάκια,  φασόλια, λαχανοντολμάδες και  βέβαια σούπες .  Μια μουσική έπαιζε κι από την  γυάλινη πόρτα μπορούσες να δεις  το απέναντι  εστιατόριο  όπου κάποιος  έριχνε ψάρια και καραβίδες πάνω στον άσπρο πάγο,  πολύ του άρεσε εκείνο το μέρος μέσα στη στοά,  μες το κρύο και  την υγρασία του χειμώνα  είχε μια ζέστη που σε τραβούσε.  Έριξε μια ματιά γύρω κι έπειτα  ζήτησε κι αυτός  μια σούπα όπως αυτή που είδε να τρώει το ζευγάρι, του φάνηκε τόσο νόστιμη που δεν χόρταινε,  μα πόσο πεινούσε! 

 Όπως έτρωγε  παρακολουθούσε όλη την ώρα   την γυναίκα με την κοντομάνικη μπλούζα,  ξένη σίγουρα,  έμοιαζε κάπως με  τη δικιά του γυναίκα που δε την έβλεπε πια κάτι που  δεν τον πείραζε και πολύ,  αυτό που  δεν μπορούσε ν’ αντέξει ήταν  να μη μπορεί να δει το παιδί του,  ευτυχώς είχε φτάσει το σαββατοκύριακο και θα το είχε  κοντά του. Το αγαπούσε πολύ,  όλη του η ζωή ήταν το μικρό του  κοριτσάκι,  μπορούσε να πεθάνει γι’ αυτό, του φαινόταν τόσο όμορφο,  τόσο καθαρό. Ήξερε βέβαια ότι είχε χάσει την αθωότητα του όπως συμβαίνει στα κορίτσια από μικρή ηλικία καθώς καταλαβαίνουν τον κόσμο πολύ γρηγορότερα απ’  ότι τ’ αγόρια, όμως όποτε έπαιζε μαζί του κι όποτε  του γελούσε ένιωθε ότι άξιζε που ζούσε, έβρισκε νόημα σ’ ότι έκανε, για αυτό το παιδί θα μπορούσε ν’  αντέξει οτιδήποτε,   ήθελε εκείνες οι ώρες να μη τελείωναν ποτέ. Είχε αλλάξει βέβαια,  είχε μεγαλώσει, άρχιζε να σκέφτεται σα γυναίκα, αυτή είναι η φύση των κοριτσιών και ήταν  τετραπέρατο ρε φίλε,  δε μπορούσες να το κοροϊδέψεις, αν του έλεγες ψέματα  αμέσως το καταλάβαινε και γυάλιζε το μάτι του,  τα έπιανε όλα στον αέρα με τη μία,  μιλάμε το μικρό ήταν έξυπνο σα διάβολος !

Όσο και να είχε ξεψαρώσει πάντως  οι άσπρες μπούκλες του ήταν πάντα ίδιες όπως τότε που είχανε πάει εκδρομή σε κάποιο  βουνό κι ανακάλυψαν ένα μικρό ελαφάκι  άκου τώρα  ιστορία: ένας θεός ήξερε που στο καλό είχε βρεθεί εκεί το ζωάκι και γιατί το είχαν αφήσει  οι γονείς του,  ήταν μικρούτσικο,  πανέμορφο με τις άσπρες βούλες   στην άκρη της ράχης του  αλλά  αγρίμι.  Κανείς δε μπορούσε  να το πλησιάσει,  έφευγε κάθε φορά  σα δαιμονισμένο τρεκλίζοντας  με τα λιγνά ποδαράκια του, δεν άφηνε κανέναν  να το αγγίξει  εκτός από τη μικρή βέβαια,  αυτή δεν είχε  πρόβλημα.  Μόνο αυτή δεχόταν το ελαφάκι σαν η οσμή της να του ήταν οικεία,  την άφηνε να το χαϊδεύει κι αυτή πάλι σα να το καταλάβαινε το καλούσε με τα δαχτυλάκια της να την ακολουθήσει καθώς περπατούσε γελώντας  κι έτρεχε πάνω στα ξερά φύλλα που είχαν πέσει στο χώμα, όλη η σκηνή ήταν  μαγική, ήταν  σα να έβλεπες  ζωντανό ένα παραμύθι να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του,  εκείνη την εικόνα δεν θα την ξεχνούσε  …

 Μετά το μαγειρείο πέρασε απ’  το  προποτζίδικο να παίξει ένα παιχνίδι, καμιά φορά έβρισκε εκεί πέρα  κανέναν  γνωστό να πουν καμιά κουβέντα,  μπαίνοντας  το πρώτο που αντίκρισε  ήταν  ένα πράσινο χαρτονόμισμα κάτω από ένα τραπέζι,  ένα εκατοστάευρο διπλωμένο στα δύο,  δεν κυκλοφορούσαν πολλά τέτοια στην πιάτσα πλέον  αλλά  ήταν σίγουρος χίλια τα εκατό  ότι δεν ήταν κανένα  απλό χαρτί.  Κι άλλη φορά είχε βρει χρήματα στο προποτζίδικο  και είχε το νου του πάντα,   τα τελευταία βράδια  όλο χρήματα έβλεπε στον ύπνο του κι αυτό λένε δεν είναι καλό σημάδι, άλλωστε δεν ήταν τυχαίο,  συνέχεια γύρω απ’  τα λεφτά γυρνούσε το μυαλό του.   Μπορεί να μη πίστευε σ’  αυτά   όμως  δε μπορούσες  να κάνεις τίποτα άμα  δεν τα είχες,   και δεν ήταν  μόνο η μικρή που του ζητούσε όλο  και κάτι διαφορετικό όποτε τον έβλεπε, όπως και νάχει τα λεφτά σου  δίνουν  άλλη αίσθηση,  άλλον αέρα,  δεν χρειάζεται να παρακαλάς  κανένα ηλίθιο, έχεις  την ησυχία σου, κάνεις ότι θέλεις, δε δίνεις λόγο σε κανέναν, είσαι άνετος ρε φίλε πως  να το κάνουμε τώρα, το γεγονός  μάλιστα ότι   έλειπε ένα χαρτονόμισμα απ’ το πορτοφόλι του και δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί που το είχε ξοδέψει  του είχε φανεί  μεγάλη  γρουσουζιά,  έτσι όταν  βρήκε εκείνο το κατοστάευρο  δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσει, θα το έπαιρνε  ακόμα κι αν χρειαζόταν να το καταπιεί!

Έκανε ένα βήμα μπρος  και το πάτησε με το αθλητικό του παπούτσι   ενώ ταυτόχρονα έσκυβε τάχα να δέσει το κορδόνι  του και με μια γρήγορη κίνηση το έβαλε στην τσέπη της φόρμας του ‘’Μ’  αυτό και τ’ άλλα που έχω παίρνω το κινητό για τη μικρή!’’  έκανε τη σκέψη,  τον είχε φάει τον τελευταίο καιρό  κι άντε να της  πεις όχι. Δεν είχε προλάβει  να σηκωθεί όταν ένας άντρας μπήκε στο προποτζίδικο και ρώτησε  τον τύπο πίσω από τον πάγκο αν είχε βρει τίποτα χρήματα εκεί μέσα,  ο υπάλληλος  κούνησε τους ώμους εξηγώντας ότι δεν είχε  πάρει τίποτα το μάτι του όμως καθώς ο άνθρωπος που είχε  χάσει τα λεφτά, ένας  μεσήλικας  με μαλλί περίεργο,   ετοιμάζονταν να  φύγει  μια   ξανθιά  που βρίσκονταν κι αυτή πίσω απ’  τον πάγκο πετάχτηκε και φώναξε ‘’Ο Δ ήταν σκυμμένος πριν από λίγο στο πάτωμα,  μήπως είδε τίποτα;’’  Εκείνη τη στιγμή ήθελε να την πνίξει, να την βαρέσει στον τοίχο,  τι κάθαρμα ρε φίλε,   έκρυψε την ταραχή του και είπε οργισμένος  ‘’Είσαι καλά  κοπέλα μου,  το κορδόνι μου έδεσα μη μου λες βλακείες!’’ ενώ από μέσα του σκεφτόταν  ότι αν την πετύχαινε μοναχή κάπου  θα της  έδινε ένα χαστούκι να τον θυμάται.

Ευτυχώς αυτός με το περίεργο μαλλί,  φορούσε περουκίνι σίγουρα,  φαινόταν ήσυχος άνθρωπος και δεν επέμενε,φορούσε μια καμπαρντίανα μακριά,  έμοιαζε  καλοστεκούμενος οπότε δεν είχε και τύψεις  γιατί κανονικά η αντίδραση του τον είχε προδώσει ; Πήρε κάνα δυο δελτία κι έφυγε συγχυσμένος όμως όσο περνούσε η ώρα ένιωθε ευχαριστημένος, το πολύ -πολύ να μην ξαναπατούσε σ’ εκείνο το μαγαζί,  δόξα το θεό προποτζίδικα άνοιγαν κάθε μέρα λες κι όλος ο κόσμος κάτι είχε πάθει κι έτρεχε σαν παλαβός ν’  αγοράσει λαχεία κι άλλα χαρτάκι περίεργα. 

Με τα χρήματα που είχε στην τσέπη  του και το κατοστάευρο αγόρασε ένα κινητό σούπερ, γυαλιστερό κι απαστράπτον, μ’ ένα κάρο εφαρμογές και κόλπα περίεργα,  κάμερες, μεγκαπίξελ,  αισθητήρες, η μικρή θα το τσάκιζε αν κι έπρεπε νάχει το νου του γιατί τα παιδιά αποβλακώνονται εντελώς μ’ αυτές τις αηδίες. Κοντά στο σπίτι του που βρισκόταν ψηλά πάνω απ’  την πόλη,  υπήρχε ένα  μαγαζί με  ξηρούς  καρπούς,  αγόρασε φρούτα αποξηραμένα,  παπάγια κόκκινη από την Ταϊλάνδη,  ανανά κίτρινο από  την Κόστα Ρίκα,  μάνγκο,  πεπόνι και χουρμάδες  από χώρες εξωτικές, το κοριτσάκι  τρελαίνονταν για δαύτα. Την ώρα που έβγαινε από το κατάστημα  με τις χαρτοσακούλες στο χέρι  ο ήλιος  πέρα  μακριά  έδυε βγάζοντας  μια λάμψη σα να υπήρχε ένας προβολέας ή  σα να είχε  ανάψει μια φωτιά  πίσω απ’  τα βουνά που φώτιζε όλη την περιοχή απέναντι. Το σούρουπο έπεφτε αργά κι  ένα  κοπάδι από πουλιά που έκανε φασαρία είχε μαζευτεί  πάνω στις κορυφές των κλαδιών.

Όταν επιτέλους ήρθε το παιδί ήταν σαν ο χρόνος να σταμάτησε και δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο εκτός  απ’  την κόρη του,  όλη τη βδομάδα αυτό περίμενε,  της έδειξε πρώτα το κινητό κι η μικρή άρχισε να ξεφωνίζει και να χορεύει,  έπειτα της έδειξε τα αποξηραμένα,  πολύχρωμα φρούτα που είχε αγοράσει κι αυτή τα αράδιασε στο τραπέζι σα να ήταν χάντρες από κάποιο κόσμημα. Την πήρε στο μπαλκόνι να δουν την απόκοσμη λάμψη που έβγαζε ο ήλιος στη δύση του, ’Πάει τώρα  να κρυφτεί στη σπηλιά του…’’ της είπε ‘’…εκεί πίσω  έχει μια σπηλιά τεράστια όπου τον περιμένει η μάνα του να τον  πλύνει και να τον ταΐσει γιατί έχει διασχίσει όλη τη γη!’’ Έφτιαξαν ύστερα  μαζί ένα κέικ στην κουζίνα και κάθισαν μπροστά στο τζάμι του  φούρνου να δουν πως φουσκώνει, το παιδί πάντα ήθελε να βλέπει αυτή τη διαδικασία καθώς μεγάλωνε ο όγκος της ζύμης κι έπαιρνε ένα χρώμα καφετί γλυκό,  του φαινόταν κάτι εξωπραγματικό κι απίθανο, Έβγαλαν το κέικ που είχε γίνει πολύ νόστιμο  κι ετοίμασαν μια σοκολάτα να πιούν  ’’ Το ξέρεις…’’  της είπε καθώς της έδινε τη ζεστή φλιτζάνα  ‘’…ότι εκεί που βρήκαν πρώτη φορά  τη σοκολάτα   την έπιναν  παγωμένη,  ο βασιλιάς μάλιστα έστελνε έναν άντρα που  φορούσε έναν  σιδερένιο κωδωνίσκο,  κουδουνάκι δηλαδή,  και είχε αυτό το καθήκον και μόνο,  να φέρνει χιόνι παγωμένο  από την κορυφή του βουνού  μέσα σ’ ένα  δοχείο μεταλλικό  που δεν το άφηνε  να λιώσει.  Διέσχιζε  κοιλάδες και κάμπους ατέλειωτους μέχρι να φτάσει  ψηλά στις οροσειρές,  ταξίδευε  μέρα νύχτα δίχως σταματημό κι ο ήχος από το κουδουνάκι του ειδοποιούσε τον ‘’προστάτη των νυχτερινών οδοιπόρων’’ ένα πνεύμα καλό με τη μορφή του μαύρου πάνθηρα που τον φύλαγε από κάθε κακοτοπιά . Όταν γυρνούσε  πίσω στο παλάτι  έβαζε μια χούφτα χιόνι  στο κύπελο του βασιλιά που μόνο τότε  απολάμβανε τη σοκολάτα του όπως ήθελε…’’ η μικρή τον κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα...

Αργά το βράδυ την πήγε στο δωματιάκι της να κοιμηθεί, δεν τον άφηνε να φύγει αν δεν του έλεγε ώρα πολύ μέχρι να κουραστεί,  ιστορίες  για τον ήλιο και για κείνον τον  βασιλιά με την παγωμένη σοκολάτα έβαζε χιόνι μέσα στην κούπα του, το μικρό έκλεισε επιτέλους  τα μάτια του τη στιγμή ακριβώς που το  φεγγάρι έβγαινε  τεράστιο  και γυαλιστερό  μέσα από το δάσος των κεραιών που άπλωναν  τα πλοκάμια τους  πάνω από  τις πολυκατοικίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...