Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΧΝΑΡΙ ΤΟΥ ΧΙΟΝΟΚΥΝΗΓΟΥ

Παντού μες τα χορτάρια φύτρωναν λουλούδια άσπρα σα καμπανούλες, εκείνα τα λουλούδια που τα λένε ‘’κρίνα της κοιλάδας’’ ή ‘’δάκρυα της Παναγίας’’ γιατί φύτρωσαν λέει από τα δάκρυα της όταν είδε το Χριστό στο σταυρό. Όπως προχωρούσε στο δάσος άκουγε όλο και πιο δυνατά τον ήχο νερών που έπεφταν, διέσχισε ένα ξέφωτο και πίσω απ’ τα φυλλώματα είδε χιλιάδες πεταλούδες άσπρες, γαλάζιες και κίτρινες να πετούν γύρω από έναν μικρό καταρράκτη, τα φύλλα απ’ το γρασίδι αναταράζονταν κάθε φορά που έπεφτε πάνω τους μια σταγόνα, κοίταζε έκθαμβος το θέαμα, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ποτέ κανείς δεν του είχε μιλήσει για κείνο το μέρος, πώς είχε μείνει κρυφό!

Το δάσος έμοιαζε, τόσο καθαρό, τόσο όμορφο, τόσο παρθένο που σ’ έκανε να νιώθεις αποστροφή για τα πάρκα της πόλης , οι κηπουροί δεν έδιναν δυάρα για τις αλέες και τα άλση, όλα έδειχναν παρατημένα, διαλυμένα, εγκαταλειμμένα, σαν μη νοιάζονταν κανείς γι’ αυτά, τη νύχτα κοπάδια σκύλων τριγύριζαν μέσα στους θάμνους ψάχνοντας τίποτα φαγώσιμο, οι άνθρωποι φοβούνταν να τα πλησιάσουν.

Είχε καιρό να έρθει στην πόλη, έλειπε χρόνια κι όταν γύρισε του φάνηκε ότι τίποτα δεν ήταν όπως παλιά, ένα βράδυ περνώντας έξω από ένα αστυνομικό τμήμα είδε έναν παλαβό που είχε στηθεί ώρα πολλή μπροστά στο κουβούκλιο του φρουρού μιλώντας ασυνάρτητα και βρίζοντας θεούς και δαίμονες , ο αστυνόμος καθόταν εκεί και τον άκουγε χωρίς να κάνει τίποτα, το περιστατικό του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση.

Όλα έμοιαζαν να έχουν αλλάξει, δεν ήταν όπως τα ήξερε, ο τόπος είχε γεμίσει από τύπους μυστήριους που αυξάνονταν μέρα με τη μέρα, έμπαιναν μες στα λεωφορεία κι όλοι στριμώχνονταν να τους αποφύγουν, αν κάποιος πήγαινε να πει μια κουβέντα αυτοί οι μυστήριοι άνοιγαν το στόμα τους και τότε δεν ήξερες που να κρυφτείς, ακούγονταν ότι έμπαιναν στις πολυκατοικίες μέρα μεσημέρι και παίρνανε ότι ήθελαν με θράσος απίστευτο. Οι γέροι ειδικά τους φοβόταν περισσότερο, τα βράδια δεν κοιμόταν, κλείδωναν τις εξώπορτες με δεκαοχτώ αντικλείδια κι ύστερα έβλεπαν τηλεόραση ώρες ατέλειωτες με το αυτί τους σ’ επιφυλακή μήπως ακούσουν κάτι ύποπτο.

Πιο επικίνδυνες μέρες ήταν οι αργίες, τότε ανοίγονταν τα περισσότερα διαμερίσματα, όλοι φοβόταν, η αστυνομία είχε εξαφανιστεί, ο κόσμος δεν ήξερε που να κρύψει τα λεφτά του, λέγανε ότι άμα τα έβαζες στη τράπεζα θα σου τα παίρνανε, ότι μπορούσαν να σου αδειάσουν λογαριασμούς, να σου πάρουν χρήματα χωρίς να σε ρωτήσουν, ακόμα και να ανοίξουν θυρίδες εν αγνοία σου ψάχνοντας να δουν αν υπήρχε μέσα κρυμμένο τίποτα πολύτιμο!

Τι είχε συμβεί κι είχαν αλλάξει όλα δε μπορούσε να καταλάβει, τη νύχτα έβγαινε στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου του και χάζευε τη θάλασσα των αυτοκινήτων που διέσχιζε το δρόμο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του, ασθενοφόρα περνούσαν από κάτω του ουρλιάζοντας κι όλοι έκαναν στην άκρη. Η άνοιξη είχε μπει επιτέλους αν και κάθε τρεις και λίγο συννέφιαζε κι έπιανε να βρέχει σα να μην ήθελε να ξεκουμπιστεί ο καταραμένος ο χειμώνας, ένα βράδυ που ψιχάλιζε μαλακά όλα έγιναν όμορφα ξανά, οι σταγόνες της βροχής που κρέμονταν από τα κλαδιά των δέντρων γυάλιζαν σα λαμπιόνια χριστουγεννιάτικα, τελικά ίσως δεν ήταν και τόσο άσχημη πόλη…

Μπορεί όλα να του φαίνονταν αλλιώτικα τα κάστρα πάντως στις παρυφές της πόλης τα βρήκε όπως τα είχε αφήσει, εκείνο το σημείο όπου είχε σκαρφαλώσει μικρός το βράδυ της ανάστασης και είχε καρφώσει ένα σωρό πυροτεχνήματα ήταν ακριβώς όπως το θυμόταν! Μόλις είχε πει ο παπάς το ‘’Χριστός ανέστη’’ έτρεξε, σκαρφάλωσε στο τείχος- τότε ήταν ευκίνητος σαν αίλουρος, κι άναψε όλα τα δυναμιτάκια που είχε κρεμάσει στις πολεμίστρες φωτίζοντας όλη την περιοχή μ’ εκρήξεις απανωτές που έφταναν ως τα βάθη του ουρανού, ήταν σα να είχε γίνει μέρα. Δεν είχαν κτιστεί οι πολυκατοικίες τότε κι όλος ο χώρος από την εκκλησία μέχρι τα τείχη ήταν μια αλάνα ανοιχτή, τέτοιο θέμα δεν είχε ξαναγίνει, όλοι έτριβαν τα μάτια τους, τα μικρά κρύβονταν στις αγκαλιές των μανάδων τους κάθε φορά που μια πύρινη δεσμίδα εξακοντίζονταν σα βέλος φλεγόμενο ψηλά στους αιθέρες κι ύστερα βυθίζονταν άλλοτε προς τη μεριά των πολυκατοικιών και των σπιτιών κι άλλοτε προς τη μεριά του δάσους που υπήρχε δίπλα στα κάστρα και έλεγαν ότι το είχε φυτέψει κάποτε κάποιος αυτοκράτορας ….

Τα κάστρα ήταν όπως τα θυμόταν, οι οχτώ πολεμίστρες όπου είχε βάλει τα δυναμιτάκια έχασκαν αγέρωχες, εκεί κοντά είχε χτιστεί μια εκκλησιά τεράστια, θυμόταν προτού φύγει που έριχναν τα θεμέλια. Από την αυλή της έβλεπες κάτω το λιμάνι κι όλες τις κορυφογραμμές πέρα μακριά που στεφάνωναν το τοπίο, σ ένα τσιμεντάκι εκεί στο προαύλιο της εκκλησιάς ένας τεμπέλαρος ξάπλωνε κάθε πρωί όποτε είχε λιακάδα κι αγνάντευε την πόλη που απλώνονταν από κάτω αραχτός. Σ’ ένα άλλο σημείο όπου το τείχος είχε ισοπεδωθεί από τις επιδρομές, τα κανόνια, τους βομβαρδισμούς, τις πολιορκίες, τα χτυπήματα και ποιος ξέρει τι άλλο, σ εκείνο το σημείο των κάστρων είχε σχηματιστεί ένα είδος μονοπατιού επίπεδου. Ένα απόγευμα όπως περπατούσε χαζεύοντας είδε μια νέα γυναίκα με φόρμα κόκκινη να περπατά γρήγορα πάνω σ’ εκείνο το επίπεδο σημείο των τειχών σα να έτρεχε, του φάνηκε περίεργο, τι ζητούσε εκεί πάνω, γιατί έτρεχε, ποιος τη κυνηγούσε, δε φαινόταν με τα καλά της. Περνώντας από κει μια άλλη μέρα την είδε ξανά να στέκεται εκεί πάνω και μετά να κατεβαίνει από κάτι σκαλοπατάκια που είχαν σχηματιστεί στα ερείπια από ανθρώπους που σκαρφάλωναν εκεί πέρα για ένα κάρο λόγους, από τότε την έβλεπε συχνά εκεί πάνω να στέκεται κι απορούσε….

Ένα απόγευμα αποφάσισε να την ακολουθήσει για να δει που θα πάει, δεν είχε να κάνει κάτι καλύτερο εκείνη τη μέρα και ήθελε να σκοτώσει με κάποιον τρόπο την ώρα του. Την είδε να στρίβει σ’ ένα δρομάκι γεμάτο σπίτια παλιά και βίλες κι από κει να βγαίνει απ’ την πόλη και να κατευθύνεται προς το ‘’δάσος του αυτοκράτορα’’. Ήταν σα να είχε μεταφερθεί με κάποιον τρόπο σ’ έναν άλλο κόσμο, σα να έβλεπε κάποια ταινία ή έναν πίνακα, τα άσπρα λουλουδάκια σαν καμπανούλες φύτρωναν παντού μες το χορτάρι και ο καταρράχτης έμοιαζε παραμυθένιος καθώς έριχνε τα νερά του ψηλά από ένα ρέμα που το περιστοίχιζαν περικοκλάδες κι αναρριχώμενα.

Προχώρησε προς το νερό που έπεφτε από ψηλά προσέχοντας μη πατήσει τις μικρές καμπανούλες που ήταν γεμάτες δροσοσταλίδες διάφανες, όσο πλησίαζε ένιωθε άπειρες σταγόνες να βρέχουν το πρόσωπο του, το θέαμα όλων εκείνων των δέντρων και των λουλουδιών τον έκαναν να ξεχνά γιατί είχε έρθει και τι γύρευε εκεί πέρα. Είχε πλησιάσει πολύ και μπορούσε να δει τις νεροσυρμές που έτρεχαν πάνω σε τεράστιες πέτρες από βασάλτη, μια πέτρα απ’ αυτές τις ηφαιστειακές εξείχε μέχρι έξω πολύ και μπορούσε να δεις μια σειρά από ίχνη σαν πέλματα ανθρώπινα που είχαν σχηματιστεί σαν κάποιος να είχε περπατήσει πάνω της ενώ ήταν ακόμα ζεστή . Καθώς ήταν πολύ κοντά παρατήρησε ότι πίσω από τον καταρράκτη σχηματίζονταν ένα κενό, τι να υπήρχε εκεί πέρα άραγε, έσκυψε στο πλάι από το άνοιγμα, πέρασε πίσω απ’ το νερό και κοίταξε από τη μέσα μεριά του καταρράκτη, από κείνη την οπτική γωνία οι ακτίνες του ήλιου έμοιαζαν να παραμορφώνονται μέσα από το υδάτινο πρίσμα αναδείχνοντας όλα τα χρώματα τους το μενεξελί, το κίτρινο, το λευκό, ένιωσε σαν να περνούσε σε άλλη διάσταση.

Είχε ξεχάσει γιατί είχε έρθει εκεί πέρα κι ούτε που τον ένοιαζε, ήθελε απλά λίγο ακόμα να χαρεί αυτό το εξαίσιο το μέρος, κάθισε σ’ εκείνη τη πέτρα με το χνάρια από τα ανθρώπινα πέλματα κι αισθάνθηκε το μυαλό του να αδειάζει απ’ ότι υπήρχε εκεί μέσα, ήταν μια κατάσταση μαγική μεθυστική απίστευτη, η καρδιά του αναπαύτηκε, έχασε την αίσθηση του χρόνου κι έτσι δεν κατάλαβε ότι είχε περάσει η ώρα και πήρε να βραδιάζει, δοκίμασε να βρει το δρόμο απ’ όπου είχε έρθει μα δε μπορούσε, δεν ήχε κανένα σημείο να προσανατολιστεί, σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν και τόσο τρομερό να περάσει μια βραδιά εκεί πέρα.

Στην αρχή ήταν καλά αλλά όσο σκοτείνιαζε η νύχτα γίνονταν απειλητική, έκανε κρύο, ο μοναδικός ήχος που άκουγε ήταν το πλατάγισμα του νερού πάνω στους βράχους, δεν έβλεπε ούτε φεγγάρι ούτε άστρα ούτε κανένα φως, μόνο κάποια στιγμή που άνοιγαν τα σύννεφα έβλεπε για λίγο μια δέσμη από άστρα που έμοιαζε με μαχαίρι.


Την άλλη μέρα καθώς τραγουδούσαν οι κορυδαλλοί του λιβαδιού τον βρήκε μέσα σε μια λόχμη μια ομάδα από περιπατητές που είχαν βγει εκδρομή ανάμεσα τους κι εκείνη η γυναίκα με την κόκκινη φόρμα, το μέρος όπου είχε κοιμηθεί ήταν γνωστό ως ‘’Το χνάρι του χιονοκυνηγού’’ από κείνο το σημάδι πάνω στο βράχο. Όταν του μίλησαν απάντησε με κάτι λόγια που δεν καταλάβαιναν, μιλούσε για κάποιο ζώο σα ζαρκάδι άσπρο που είχε έρθει τη νύχτα και κοιμήθηκε εκεί κοντά του δίχως να τον φοβάται όμως δεν υπήρχε περίπτωση κανείς να τον πιστέψει, όπου κι αν το έλεγε όλοι κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά κι ύστερα φεύγανε. Μετά απ αυτό κλείστηκε στον εαυτό του, δεν ήθελε να δει κανένα, , όσο κι αν το ήθελε οι συγγενείς του δεν τον άφηναν να πάει ξανά στο δάσος, του πήρε καιρό πολύ να συνέλθει.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...