Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΣΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ ΤΩΝ ΗΛΙΑΧΤΙΔΩΝ

Δε μπορούσα να καταλάβω ότι εκείνη τη στιγμή ακριβώς πάθαινε το έμφραγμα, που να το ξέρω ρε φίλε, είχα ακούσει αλλά πρώτη φορά μου τύχαινε κάτι τέτοιο, τον έβλεπα εκεί μπροστά μου να ιδρώνει και να σφίγγεται  δίχως λόγο και δεν ήξερα τι να κάνω, έμοιαζε αποκαμωμένος, του έδωσα ένα ποτήρι  νερό που μου ζήτησε καθώς βαστούσε το στήθος του σα να υπέφερε, τον έβαλα να καθίσει και κάλεσα ασθενοφόρο.

Δουλεύαμε μαζί αρκετό καιρό εκεί κάπου  στο κέντρο, κόντευε τα εξήντα κι η ράχη του είχε αρχίσει να κυρτώνει, κάπνιζε βέβαια και κάνα δυο πακέτα, έπινε κιόλας. Τον καταλάβαινα, δεν αντέχονταν διαφορετικά εκείνη η δουλειά ειδικά με το αφεντικό που είχαμε, σου μιλάω ήταν εντελώς παλαβός , όταν δεν ήταν πιωμένος έψαχνε κάποιον να ξεσπάσει τη μανία του, δε μπορούσες να καθίσεις μαζί του πολύ καιρό. Μια παραμονή της πρωτοχρονιάς είχαμε δουλέψει όσο δε πήγαινε, είχαμε βγάλει καλά λεφτά, όλοι ήταν χαρούμενοι, οι παρέες έρχονταν γελώντας  και πλήρωναν ότι κι αν τους ζητούσαμε, κι εγώ είχα πάρει καλό μεροκάματο, όλοι έμοιαζαν σε καλή διάθεση, ήταν από κείνες τις σπάνιες στιγμές . Κι όμως κι εκεί βρήκε ευκαιρία και τον δάγκωσε τον άλλον, τον έκανε άνω κάτω για μερικά καταραμένα φραγκοδίφραγκα που υποτίθεται ότι έλειπαν απ’ το ταμείο, έτσι ήταν, δεν άντεχε να σε βλέπει χαρούμενο, κάτι πάθαινε, μια ζήλια αφόρητη τον έπιανε, ένα κόμπλεξ χαοτικό, μιλάμε πολύ ηλίθιος!

Βέβαια κι ο άλλος πήγαινε γυρεύοντας, με είχε σκάσει, μου την είχε δώσει, τον είχα προειδοποιήσει, είχε νοσηλευτεί μια φορά τότε που τα πόδια του είχαν πρηστεί κι έτρεχε στους γιατρούς, στην αρχή πρόσεχε μετά ξεχνιόταν κι έκανε ότι να ναι. Τον έβλεπα τα βράδια να δουλεύει για κάτι αργόσχολους, βαρεμένους πελάτες και τρελαινόμουν, ‘’’Ρε, σήκω φύγε, θα κάτσω εγώ, πήγαινε σπίτι !’’ - ‘’Όχι, δε φεύγω!’’ απαντούσε με πείσμα  ‘’Εσύ άμα θες φύγε!’’ και φυσικά εγώ την κοπανούσα ‘’Δε πα να κάνει ότι θέλει ο βλαμμένος!’’ έλεγα από μέσα μου και τον άφηνα εκεί πέρα μέχρι αργά.

Όμως θάπρεπε να προσέχει, κόντευε τα εξήντα κι οι γιατροί του συνιστούσαν ξεκούραση, ήταν ζήτημα χρόνου να πάθει κάτι . Και δεν ήταν ο μόνος, όλοι εκεί πέρα στο κέντρο έτσι ήτανε, δε μπορούσα να τους καταλάβω, έρχονταν το πρωί κι έφευγαν αργά το βράδυ, πότε ξεκουράζονταν, πότε κοιμόντουσαν, πότε βλέπανε τις γυναίκες και τα παιδιά τους; Κάτι πάθαιναν όλοι εκεί πέρα και δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν, μιλάμε για εθισμό κανονικό, την αγαπούσαν βέβαια την αγορά, ήταν η ντόπα τους, εκεί είχαν φάει όλη τη ζωή τους κι ήταν σα να ήθελαν να πεθάνουν εκεί πέρα…

Του άρεσαν όλα στην αγορά,  τα πρωινά ιδίως.  Οι φούρνοι είχαν ξεκινήσει από νωρίς, τα καφέ ετοίμαζαν τυρόπιτες βάζοντας τη μουσική λίγο δυνατά, καθόταν έξω απ’  τις πόρτες στήνοντας αυτί ν’ ακούσει κανένα τραγούδι που θα έδινε λίγο χρώμα στη μέρα του. Είχε ζήσει  τις καλές  εποχές,  τότε   που το χρήμα έρρεε άφθονο κι όλοι έβγαζαν γούστα,   καμιά φορά όταν είχε πιει  λίγο παραπάνω  μιλούσε για  το κέντρο με τις φωτεινές επιγραφές και τη φασαρία, εκεί που χτυπά η καρδιά της πόλης. Μια εποχή,   μου έλεγε,   είχε τόσο κόσμο έξω απ’ το μαγαζί που άμα σήκωνες το κεφάλι έβλεπες μια θάλασσα να περιμένει μέχρι το απέναντι στενό, ‘’ Δεν μπορείς να το πιστέψεις αν δεν το δεις!’’ μουρμούριζε...

Πιο πολύ του άρεσε η αγορά την άνοιξη τότε που μεγαλώνει η μέρα συνέχεια και το καλοκαίρι μοιάζει να πλησιάζει καλπάζοντας. Περνούσε κάθε πρωί απ’ τα λουλουδάδικα εκεί όπου έβγαζαν ζουμπούλια γαλάζια και ροζ, η μυρουδιά που απλώνονταν στον αέρα θύμιζε Πάσχα. Οι εργάτες του δήμου κλάδευαν δέντρα ρίχνοντας φως στους σκοτεινούς δρόμους και μπορούσες πλέον να δεις μέχρι κάτω μακριά κατά τη θάλασσα. Τα μεσημέρια τα συνεργεία του δήμου περνούσαν ν’ αδειάσουν τους κάδους κι οι εργάτες με τα φωσφοριζέ γιλέκα έριχναν νερό άφθονο ξεπλένοντας τα πεζοδρόμια. Τα απογεύματα κοπάδια ανθρώπων διέσχιζαν τις διαβάσεις, γυναίκες στέκονταν μπροστά στις βιτρίνες με τ’ ανοιξιάτικα φορέματα, αμάξια περνούσαν με πάταγο πάνω απ’ τα μεταλλικά καπάκια των φρεατίων. Τα βράδια τα λεωφορεία όργωναν τους κεντρικούς δρόμους έχοντας σβήσει τις οθόνες τους καθώς τραβούσαν για το αμαξοστάσιο. Πολλές φορές κατέβαινε απ’  τα χαράματα τότε που ο ήλιος σκόρπιζε κίτρινους λαμπυρισμούς στην άσφαλτο κι οι μορφές των ανθρώπων έμοιαζαν να εξαϋλώνονται μες το φως  σα να χόρευαν στις κορφές των ηλιαχτίδων, α τότε ήταν όλα μαγεία αληθινή!

Ήταν ωραίο το κέντρο, είχε τη γοητεία του αλλά μέχρι ένα σημείο, παραπάνω δε μπορούσα, κάποια στιγμή ήθελα να φεύγω από κει. Κι έπειτα τον τελευταίο καιρό όλα είχαν αλλάξει, δεν ήταν όπως παλιά, είχε γίνει πιο βρώμικο, πιο άγριο, μαγαζιά εμπορικά έκλειναν αβέρτα  και τα μόνα που άνοιγαν ήταν κάτι φαγάδικα και κάτι καφέ που μάζευαν όλους τους αργόσχολους και τα ραμολιμέντα. Ζητιάνοι με μάτι που γυάλιζε κυκλοφορούσαν παντού και κάτι άλλοι τύποι ύποπτοι που διακινούσαν λαθραία, τα έβγαζαν μπροστά στα μάτια σου  από κρυψώνες ύποπτες, από τρύπες και κτίρια εγκαταλειμμένα, χρήμα μαύρο διακινούνταν και κανείς δεν έλεγε τίποτα, η αστυνομία είχε εξαφανιστεί, έλεγχοι δε γίνονταν, όλοι το είχαν συνηθίσει αν και τους φαινόταν περίεργο…

Κάποιοι  πρέπει να έβγαζαν πολύ χρήμα μ’ όλα αυτά, μια φήμη κυκλοφορούσε για ένα καράβι που  είχε  φέρει λέει  ένα φορτίο από λαθραία τσιγάρα, όλα από κείνες τις μάρκες τις πιο ακριβές, ακούγονταν ότι πουλιόταν ήδη, κάποιοι που τα είχαν δοκιμάσει λέγανε ότι δεν είχαν καμιά διαφορά από τα γνήσια.  Έλεγαν ότι όλο το φορτίο άξιζε κάπου διακόσια χιλιάρικα κι ότι μια παρέα τα είχε πάρει στη ζούλα με εβδομήντα χιλιάρικα μόνο για να τα διακινήσει μέσω αλλοδαπών κι άλλων μυστήριων που τα πουλούσαν στα πεζοδρόμια, λέγανε ότι απ’ αυτή τη μπίζνα οι τύποι είχαν βγάλει πολλά λεφτά, αρχηγός τους ήταν λέει  ένας  με σημάδια στο πρόσωπο σα να είχαν σβήσει στο μέτωπο του ένα πακέτο γόπες, τον είχα δει κι εγώ μια φορά να μιλά ψιθυριστά με το αφεντικό στο μαγαζί μας, ύστερα πέταξε το τσιγάρο που κάπνιζε έξω από έναν  κάδο…

Είχα κλείσει δυο χρόνια εκεί πέρα κι είχε αρχίσει να μου τη δίνει όλη αυτή η παρακμή, ήταν θέμα χρόνου να την κοπανήσω, είχα σκοτωθεί με το αφεντικό άπειρες φορές, όλοι μας κοιτούσαν με μάτια γουρλωμένα, δεν το πίστευαν, κάνα δυο φορές μετά από τέτοιες σκηνές είχα φύγει νομίζοντας ότι πάει τέλειωσε, ήμουν σίγουρος ότι δεν θα επέστρεφα, ότι θα με σούτερνε από κει πέρα. ‘Όμως πάντα, σου μιλάω πάντα, μου τηλεφωνούσε, είχε αυτό το συνήθειο, να σε χτυπά πρώτα κι ύστερα να σε γλείφει, έτσι γύριζα καθώς δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω.

Έπρεπε μαζί του να σκέφτεσαι διαφορετικά, να μη λειτουργείς λογικά, να είσαι απρόβλεπτος όπως ήταν κι αυτός, σε τελική ανάλυση όλο το θέμα ήταν ποιος θα προλάβαινε να φάει πρώτος τον άλλον, κάπως έτσι λειτουργούσε το πράγμα, κάπως έτσι πρέπει να είναι το εμπόριο, εγώ τουλάχιστον αυτό είχα καταλάβει. Κι έπειτα τα χρειαζόμουν τ’ αναθεματισμένα τα λεφτά του, τα πράγματα είχαν ζορίσει πολύ, έτσι συνέχιζα χωρίς να ξέρω που θα κατέληγε όλο αυτό. Με τον καιρό είχα μάθει απ αυτόν και τους νόμους της αγοράς, σ’ ένα μαγαζί μπορούσε να γίνεται κόλαση, οι υπάλληλοι να πλακώνονται όλη την ώρα κι όμως ο κόσμος συνέχιζε να έρχεται σα να τον τραβούσε αυτή η ανωμαλία, την έβρισκε κάπως εξωτική, μπορούσε να δει κάτι διαφορετικό και να διασκεδάσει τη βαρεμάρα και τη πλήξη του...

Όμως ο άλλος που ήταν εκεί μια ζωή δούλευε σα σκυλί και κατάπινε όλες τις αηδίες του αφεντικού δίχως να λέει τίποτα, του άρεσε το κέντρο και η αγορά, έτσι είχε μάθει, αυτή ήταν η τακτική του, κι έπειτα στην ηλικία που ήταν ποιος θα τον έπαιρνε. Δεν είχε επιλογή, όμως στο τέλος δικέ μου το πληρώνεις, αυτά μαζεύονται, δεν περνούν απέξω, καρφώνονται βαθιά μέσα σου.

Όλοι τον προειδοποιούσαν να έχει το νου του και να φυλάγεται, ο Αντώνης που είχε κάνει αυτή τη δουλειά έλεγε ότι από τους πέντε βοηθούς που είχαν δουλέψει σ’ ένα μαγαζί σαν το δικό μας πιο κάτω, οι τέσσερεις είχαν πεθάνει και μόνο αυτός την είχε γλυτώσει. ‘’Πρόσεχε!’’ μου φώναζε. Εγώ είχα βρει μια λύση βέβαια , σηκωνόμουν κι έφευγα όποτε δεν ήμουνα καλά κι ούτε έλεγα που πάω, απλά δεν άντεχα άλλο, ήθελα ένα διάλειμμα επειγόντως, οι πελάτες με ψάχνανε, αναρωτιόταν τι συνέβαινε ‘’Άστους να με ψάχνουν!’’ σκεφτόμουν. Πήγαινα μια βόλτα στα μαγαζιά, χάζευα τις εφημερίδες, έβρισκα κάνα φίλο και τα λέγαμε λιγάκι. Με είχαν μάθει κι όποτε μ’ έβλεπαν να βάζω το σακάκι τους έπιανε πανικός, μετά από κάποια ώρα μου τηλεφωνούσαν ‘’Που είσαι, έλα γρήγορα, έχουμε δουλειά!’’ και τότε γυρνούσα…

Και τώρα νάτος μπροστά μου ρε φίλε να κρατά το στήθος του και να μη ξέρεις τι να τον κάνεις,  σε μια φάση πήγε να σηκωθεί αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να σταθεί σα να μετεωρίζονταν μπροστά σε κάποιο φανταστικό κενό, έδειχνε εξαντλημένος, καθόμουν και τον κοίταζα σα βλάκας περιμένοντας βοήθεια που μου φάνηκε ότι έκανε διακόσια χρόνια να έρθει, ο μοναδικός πελάτης μάρτυρας  όλης  της  σκηνής  ήταν ένας χοντρός που είχε πιει το καταπέτασμα,  δεν ήταν ο πιο κατάλληλος για παρέα εκείνη τη στιγμή  αλλά και μόνο που βρίσκονταν εκεί πέρα ήταν μια παρηγοριά,  ‘’ Παππού μη στεναχωριέσαι ! ’’είπε σε μια στιγμή…

Το ασθενοφόρο που ήρθε τελικά  δεν ήταν αυτοκίνητο αλλά μια μηχανή μεγάλη, ο νοσοκόμος, ένας ψηλός γεροδεμένος με λίγα μαλλιά κατέβηκε από το μηχανάκι κουβαλώντας μια βαλίτσα μικρή, τον ήξερε τον δικό μου, είχε έρθει άπειρες φορές στο μαγαζί, ‘’Τι έγινε παππού; ‘’ του πέταξε ‘’Πως είμαστε;’’, του έδεσε τη συσκευή στο μπράτσο και  μέτρησε τη πίεση, προσπάθησε να τον χαλαρώσει, ύστερα έβγαλε μια μάσκα οξυγόνου απ’  την τσάντα του και του τη φόρεσε,  μετά κάλεσε ασθενοφόρο κανονικό.

Το βράδυ μάθαμε ότι ο ‘’παππούς’’ είχε πάθει το έμφραγμα και μπήκε στο χειρουργείο, όλη νύχτα είχα αγωνία μη χτυπήσει κανένα τηλέφωνο και μου πουν το χειρότερο, αυτό που δεν αντέχω σε τέτοιες φάσεις είναι να με πιάσουν απροετοίμαστο, θέλω λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσω, να το καταλάβω, να το χωνέψω,  μετά ας γίνει ότι θέλει, τελικά αφού δε με πήραν μέχρι το πρωί σήμαινε ότι την είχε γλυτώσει, ησύχασα.

Την άλλη μέρα γύρω στο απόγευμα πέρασε κείνος ο χοντρός ‘’Tι έγινε ο παππούς;’’ρώτησε κι όταν του εξήγησα ‘’ Φτηνά τη γλύτωσε! είπε σχεδόν από μέσα του και τράβηξε κατά τη παραλία.  Κείνη την ώρα ο ήλιος χαμήλωνε βάφοντας μενεξεδιές τις κορυφογραμμές των αντικρινών βουνών,  πλήθη κόσμου περνούσαν τις διαβάσεις των δρόμων κι  οι ακτίνες του ήλιου που έγερνε αλλοίωναν τις φιγούρες κάνοντας τες  να χορεύουν ξανά,  το κέντρο της πόλης  ζωντάνευε όπως κάθε βράδυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...