Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ

’’Θα ρίξεις αυτόν το φάκελο κάτω απ’ την πόρτα και θα φύγεις !’’ μου είχαν πει, ψάχνοντας την διεύθυνση αναρωτιόμουν τι στον εξαποδό είχε μέσα εκείνος ο φάκελος, όπως διέσχιζα μια διασταύρωση η άσφαλτος έκαιγε, δυο μελαχρινοί πουλούσαν τσιγάρα λαθραία ψαρεύοντας τους περαστικούς με βλέμμα σκοτεινό, μια σκηνή άγρια είχα δει, ένας γέρος γρονθοκοπούσε κάποιον ξένο που είχε χώσει το χέρι στην τσέπη του, οι περαστικοί είχαν σταματήσει και κοίταζαν…

Όλο αγγαρείες μου ανέθεταν, το καλοκαίρι έφευγε κι εγώ έτρεχα εξυπηρετήσω το αφεντικό, μια μέρα μου είχε παραγγείλει ν’ αδειάσω μια αποθήκη, κουβαλούσα καθίσματα, βιβλιοθήκες, φακέλους, συρτάρια και τα τοποθετούσα σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, τα πόδια και τα μπράτσα μου πονούσαν, είχα σακατευτεί, όπως κατέβαζα ένα έπιπλο μεταλλικό μου διαλύθηκε στα χέρια, κατρακύλησε στις σκάλες προκαλώντας ένα θόρυβο τρομακτικό μες το καταμεσήμερο, τώρα σκεφτόμουν θα με βρίσουν άσχημα, θα τ’ ακούσω για τα καλά, θα φωνάξουν την αστυνομία, θα με σκίσουν, περίμενα να ανοίξει καμιά πόρτα και να βγει κάνας γίγαντας αγριεμένος έτοιμος να με τσαλαπατήσει, όλως παραδόξως καμιά αντίδραση, καμιά πόρτα δεν άνοιξε, ησυχία απόλυτη, σα να μην ζούσε κανένας σ εκείνο το κτήριο...

Γυρνώντας στο σπίτι μετά απ’ την ταλαιπωρία της μέρας μια πείνα απερίγραπτη μ’ έπιανε, ειδικά για κάτι φρούτα γυαλιστερά με είχε πιάσει μια λαχτάρα τρομερή, απερίγραπτη, ήθελα να τα καταβροχθίσω όλα, να φάω άφθονα, να πιω νερά, χυμούς, αναψυκτικά, τι ήταν εκείνο το πράγμα, έτρωγα άγαρμπα ότι έβρισκα, τελικά το στομάχι μου έγινε χάλια, το βράδυ δε μ έπιανε ο ύπνος.

Δεν ήμουνα καλά, έπρεπε να είχα φύγει διακοπές να μην παιδεύομαι στην άχαρη πόλη σα χαμένος, και μου το είχε πει ο Λάζαρος ‘’Θες να έρθεις μαζί μας με το καράβι, όλα πληρωμένα, διαμονή, φαγητό, μόνο κάτι ψιλά θα δίνεις για τις βενζίνες… ’’ ρε φίλε ήταν πολύ καλή πρόταση!

Αυτός περνούσε καλά, πριν μια βδομάδα είχε πάει μ έναν φίλο περιοδεία στις Σποράδες, πέρασαν νύχτα αντίκρυ απ’ τον Βόλο κοιτάζοντας τα φώτα του, η Σκόπελος τους άρεσε πολύ, φαίνονταν το πιο ωραίο νησί, το πιο πράσινο, σταμάτησαν στη Σκιάθο όπου ο Λάζαρος είχε μια φίλη με διαμέρισμα κοντά στο σπίτι του Παπαδιαμάντη, έμειναν εκεί ένα βράδυ κι από κει τράβηξαν κατά το νοτιά, ένα νησί εντελώς απομονωμένο είδανε, η Σκύρος, εκεί που έκρυψαν τον Αχιλλέα για να μη τον πάρουν στην Τροία όπου θα σκοτώνονταν. Περνούσαν καλά στο καράβι, φυσούσε όμορφα, έπλεαν δίπλα από βραχονησίδες γεμάτες γλάρους και ψαροπούλια, απ’ την Σκύρο βγήκαν στην Εύβοια, το βόρειο κομμάτι πνιγμένο στη βλάστηση, εντυπωσιακό, έφτασαν μέχρι τη Χαλκίδα, εκεί τους είπαν ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν γιατί τα νερά τραβιούνταν εκείνη την ώρα, είχε πανσέληνο και τα νερά λέει γίνονται τότε ακόμα πιο περίεργα…

Τελικά είχαν καταλήξει σ’ ένα χωριό κάποιου νησιού, μου είπε τ’ όνομα του αλλά το ξεχνώ τώρα, φαίνονταν πολύ όμορφο, χτισμένο αμφιθεατρικά, περιβάλλονταν από λόφους δασωμένους, παλιά λέει υπήρχαν ξυλοκόποι που δούλευαν εκεί πέρα κι έβγαζαν πολύ ξυλεία για να φτιάξουν καράβια, ένα τσιμεντένιο ρέμα τεράστιο περνούσε απ’ τη μέση του οικισμού για να μαζεύει τα νερά των βροχών. Ψηλά σ’ έναν λόφο ένας φοίνικας μοναχικός δέσποζε και πιο πίσω είχαν βρει κάτι αρχαίες κολώνες, λέγανε ότι ήταν ένας ναός προς τιμήν του Δία, κάποιος ντόπιος τον είχε αμφισβητήσει, τον είχε βρίσει, τον είχε κοροϊδέψει κάτι τέτοιο τέλος πάντων, θα σε γελάσω τώρα, κι ο θεός είχε ρίξει αστροπελέκι που κατέκαψε εκείνον τον βλαμμένο μαζί με τ άλογα και τον ηνίοχο, κι ότι βρίσκονταν εκεί πέρα είχε γίνει στάχτη! Όλο το μέρος με τ’ αρχαία γκρεμίσματα απέπνεε μια γαλήνη που σε ηρεμούσε, μια εκκλησία πέτρινη, παλιά, ήταν χτισμένη κοντά στη θάλασσα, παραδίπλα υπήρχε μια προβλήτα απ’ όπου βουτούσαν πιτσιρικάδες κάνοντας μακροβούτια…

Περνούσε καλά ο τύπος, αλώνιζε τις θάλασσες, την είχε βρει την άκρη αυτός και τώρα μου πρότεινε να πάω μαζί του, έπρεπε να είχα φύγει με το κότερο όμως καθόμουν σα βλάκας στην πόλη ψάχνοντας λίγη δροσιά, χαζεύοντας τους φοιτητές να σέρνουν βαλίτσες τεράστιες, τι μαρτύριο κι αυτό ρε φίλε, το βράδυ οι γριές έβγαιναν στα μπαλκόνια να πάρουν μια ανάσα, ένα πρωί σ’ ένα ιντερνέτ καφέ είχα δει ένα ζευγάρι παράξενο, έναν τυφλό και μια κοπέλα, κάτι άκουγαν στον υπολογιστή και μετά φιλιόντουσαν, όταν έφυγαν πέρασαν από μπροστά μου, της κρατούσε το χέρι, αυτή έβλεπε και τον καθοδηγούσε, ήταν ψηλή, ωραία, εντυπωσιακή θα έλεγα, γιατί να είναι μ’ έναν τυφλό, τι του έβρισκε, μου φάνηκε πολύ περίεργο θέαμα…

Έπρεπε να την είχα κοπανήσει με το κοτεράκι όμως όλο σε αγγαρείες με βάζανε να τρέχω και τώρα έπρεπε να παραδώσω τον ελεεινό εκείνον φάκελο που είχα σιχαθεί να τον κουβαλώ αλλά δεν έβρισκα με τίποτα τη διεύθυνση, όποιον κι αν ρωτούσα δεν ήξερε, όπως στεκόμουν ζαλισμένος στην είσοδο ενός κτιρίου ένας τύπος 60- 70 χρονών μου χαμογέλασε, κρατούσε την πόρτα της εισόδου ανοιχτή, με κάποιο τρόπο δημιουργούνταν ρεύμα αέρα που κυκλοφορούσε από τα παράθυρα κι από τον εξαερισμό κι έβγαινε ακριβώς στην είσοδο, σ εκείνο το σημείο μόνο, πουθενά αλλού, ο τύπος εκείνος το είχε βρει και δεν το άφηνε, ‘’Μπορείς να κρατάς λίγο την πόρτα;’’ μου είπε, στάθηκα κι εγώ εκεί πέρα με τον άγνωστο τύπο κρατώντας το πόμολο, γυρεύοντας το μαγικό αεράκι να με ξανανιώσει...

Καλά το καλοκαίρι είναι ζόρικη φάση, τι να λέμε τώρα, άλλη κατάσταση, άλλος κόσμος, όλα τα παλαβά και τα κακά τότε συμβαίνουν, καταστροφές εθνικές, εισβολές αλλοφύλων, πυρκαγιές, σεισμοί, πόλεμοι, πραξικοπήματα, αιματοχυσίες, τραγωδίες, προσφυγιές, ο κόσμος σα να το προαισθάνεται προσπαθεί να φύγει, όλοι θέλουν να το σκάσουν, κάποιος μου έλεγε ότι θέλει να πάει σε μια παραλία πλατιά με αμμουδιά απαλή σαν σιμιγδάλι, ένα παιδί μιλούσε για κάμπινγκ καλοκαιρινά, βράχια, γυναίκες γυμνές , σκηνές, βράχια, νύχτες ζεστές, στο μυαλό στριφογυρνούν αδιάκοπα εικόνες από νησιά, θάλασσες, καράβια, τουρίστες, σπίτια άσπρα, κύματα, ένα άλλο παιδί θα πήγαινε Πελοπόννησο, οι θείοι του είναι κατά κει, πολύ του αρέσει ο ξερότοπος της Μάνης, μπορεί να πάει και πεζοπορία στον Ταΰγετο, λέει ότι είναι πολύ ωραίο βουνό…

Όλα το καλοκαίρι συμβαίνουν κι έμενα από κάπου θα μού ρχονταν, δεν τα έβλεπα καλά, ευτυχώς που είχα την Β και ξεχνιόμουν, αυτηνής το αυτάκι δεν ίδρωνε, είχε κάνει τα μπανάκια της το μωρό μου και ήταν άνετο, μαζί είχαμε πάει σ ένα υπόγειο όπου ήθελε να δοκιμάσει γυαλιά, έβαζε κάτι τεράστια σαν αυτά που φορούν οι πρωταγωνίστριες στις παλιές ασπρόμαυρες αμερικάνικες ταινίες, και κάτι άλλα φορούσε σε σχήμα καρδιάς, και κάτι άλλα με καθρέφτες χρωματιστούς, και κάτι άλλα όλα της πήγαιναν! Είχε εκείνον τον ιδιαίτερο τύπο προσώπου που ταιριάζει με όλους τους τύπους των φακών, καθόμουν εκεί σε μια καρέκλα και την χάζευα που καμάρωνε και χαμογελούσε, ήταν σωστό φωτομοντέλο φίλε μου, έπαιρνε εκείνο το ύφος το ψαρωτικό φορώντας γυαλιά όπως αυτά των μπάτσων κι όλοι εκεί στο μαγαζί την χαλβάδιαζαν ενώ εγώ ήθελα να τους πω ‘’ Μάγκες μακριά απ’ το μωρό μου!

Θα μπορούσα να την είχα πάρει μαζί μου στο κότερο, αυτή πέθαινε για τέτοια κι ο Λάζαρος δεν θα είχε αντίρρηση, το αντίθετο μάλλον, στο κατά κάτω θα έδινα κάτι παραπάνω, ήθελα κι εγώ να διασχίσω το Αιγαίο χαζεύοντας τη νύχτα τα φώτα των πόλεων στις απέναντι ακτές, να αντικρίσω νησιά κατάφυτα και βράχια άσπρα γεμάτα θαλασσοπούλια, ήθελα να δω κι εκείνη την αρχαία πόλη με το ναό του Δία και τις κολώνες λουσμένες στο φως του ήλιου...

Μα πιο πολύ ρε φίλε ήθελα να δω ένα θέατρο αρχαίο που υπήρχε σ εκείνη την ερειπωμένη πόλη χτισμένο σε μια πλαγιά αντίκρυ ακριβώς στη θάλασσα, ο Λάζαρος είχε πάθει πλάκα, δεν είχε ξαναδεί πιο ωραίο θέατρο στη ζωή του, ‘’Φαντάσου…’’’ μου έλεγε ‘’…να βλέπεις από κει το απομεσήμερο αγώνες, αθλητές απ’ την Σικελία, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, απ’ όλες τις πόλεις της μεσογείου να τρέχουν απέναντι στο ηλιοβασίλεμα και στο κύμα κουβαλώντας το κράνος και την πανοπλία τους, άλογα να γεμίζουν σκόνη τον τόπο καλπάζοντας, σέρνοντας άρματα, στρίβοντας απ’ τον στίβο κάθε φορά με τους αφρούς να τρέχουν απ’ τα ρουθούνια τους, φαντάσου δίσκους μεταλλικούς, σφαίρες πέτρινες, ακόντια να φεύγουν ψηλά και να καρφώνονται στην άμμο, κόσμο και θεατές να επευφημούν και να φωνάζουν όρθιοι, να παραληρούν από ενθουσιασμό όποτε κάποιος δικός τους κέρδιζε στην πάλη , καλά δεν πρέπει να υπήρχε ωραιότερο θέαμα!’’
Ήμουν σα ζαλισμένος, για λίγο ένιωθα ότι ήμουν κι εγώ σ εκείνο το στάδιο το αρχαίο αντίκρυ στο κύμα βλέποντας αθλητές να τρέχουν στην άμμο, ‘’Ποιον ψάχνεις νεαρέ;’’ με ρώτησε ο ασπρομάλλης που κρατούσε την πόρτα για ν τον φυσά το ρεύμα, του έδειξα τη διεύθυνση, ‘’Για μένα είναι, έλα μαζί μου!’’

Ανεβήκαμε με τα πόδια κάνα δυο ορόφους, σχεδόν έτρεχε, δεν τον προλάβαινα, φαινόταν πολύ αθλητικός, σταματήσαμε μπροστά από μια πόρτα μ’ ένα πλέγμα σιδερένιο μπροστά της, ξεκλείδωσε τη σιδεριά πρώτα και μετά την βαριά πόρτα που έτριξε, μπήκαμε στο γραφείο του, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι μ’ έπιασε τότε και ήθελα να μάθω ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος, από πού έρχονταν, τι έκανε εκεί πέρα, γιατί δεν πήγαινε σε καμιά παραλία όπως όλος ο κόσμος, κι ακόμα τι στο διάβολο είχε εκείνος ο φάκελος που του έφερνα, σα να κατάλαβε τι σκεφτόμουν άρχισε να μουρμουρίζει πολύ χαμηλά, τόσο σιγά που έπρεπε να προσπαθώ για να καταλάβω τι έλεγε...

‘’ Το γραφείο αυτό τόχω εδώ και πενήντα χρόνια, από τότε που τελείωσα με το στρατό, τώρα το κρατά ο γιος μου, ακριβώς προτού απολυθώ μια νύχτα, ήρθε εντολή να βγούμε με τα άρματα στην πόλη, ήμουν επικεφαλής πληρώματος, όταν έδωσαν σε όλους μας από τρεις γεμιστήρες με σφαίρες άρχισα να φοβάμαι, που πηγαίναμε, τι ήθελαν από μας, στο άρμα μέσα κανείς δε μιλούσε, διασχίσαμε την πόλη που κοιμόταν, οι δρόμοι έρημοι, περάσαμε από μια μεγάλη λεωφόρο και βρεθήκαμε μπροστά σ ένα σιντριβάνι , έλα να δεις!’’ Άνοιξε το παράθυρο ‘’Το βλέπεις, μέχρι εκείνη την ημέρα δεν το είχα προσέξει, καθόμουν στον πυργίσκο και χάζευα το συντριβάνι, ένιωθα όμορφα, ‘’Τελικά δεν ήταν τίποτα!’’ σκεφτόμουν όταν ένα κορίτσι μια σταλιά με μαλλιά μαύρα εμφανίστηκε πίσω απ’ το σιντριβάνι κι άρχισε να με βρίζει, εμένα προσωπικά, που στο διάβολο με ήξερε, τι της είχα κάνει, φώναζε τόσο υστερικά, έβριζε τόσο άσχημα που ήθελα να το σκοτώσω, είχα λυσσάξει, μπορούσα να την πυροβολήσω εκεί επί τόπου και κανείς δε θα μού λεγε τίποτα, πραξικόπημα γίνονταν φίλε, την κοίταξα λίγο καλύτερα και κατάλαβα ότι την ήξερα, το πιστεύεις, την ήξερα, η πόλη αυτή είναι τόσο μικρή, δεν θυμόμουν που αλλά την είχα ξαναδεί, την ήξερα σίγουρα κι όμως ήμουν έτοιμος να τη γαζώσω εκεί επί τόπου, πήρα μια ανάσα βαθιά μέσα μου και διέταξα τον οδηγό να στρίψει και να συνεχίσει, το άρμα βόγκηξε λίγο κι έπειτα ξεκίνησε πάλι να προχωρά στη λεωφόρο γδέρνοντας την άσφαλτο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...