Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΡΟΤΟΥ

Όταν έλειπε το αφεντικό κλέβαμε το ταμείο, έπρεπε να είσαι πολύ προσεκτικός αλλά δε γίνονταν διαφορετικά, μας είχε σκίσει, τρέχαμε σαν παλαβοί όλη μέρα κι αυτός ήταν όλο γλύκες μαζί μας, όμως όταν ερχόταν η ώρα να πάρουμε το μεροκάματο μας σάπιζε, μας έδινε ψίχουλα το καταλαβαίνεις, έτσι, δίχως να ντρέπεται, καθόσουνα εκεί πέρα λιώμα στην κούραση έχοντας εξυπηρετήσει ένα κάρο κόσμο κι αυτός ο κύριος αραχτός όλη μέρα ερχόταν το βράδυ, πήγαινε κατευθείαν στο ταμείο να πάρει το χρήμα και μετά μας έβαζε χέρι ότι ήμασταν άχρηστοι, ότι η επιχείρηση ήταν ολονών και αηδίες, ότι δεν μπορούσαμε να την κρατήσουμε χωρίς αυτόν, όπως τον έβλεπες να ωρύεται ήθελες να του στρίψεις το λαρύγγι επί τόπου, έτσι όποτε μας δίνονταν η ευκαιρία παίρναμε κάτι απ’ το ταμείο στη ζούλα ελπίζοντας ότι δεν θα το καταλάβαινε μες το χαμό.


Όλη την ώρα μας είχαν στη μπούκα, τη μια πλάκωνε το υγειονομικό και ζητούσε χαρτιά και βιβλιάρια, εμείς τρέχαμε να κρυφτούμε, δεν είχαμε καιρό να πάμε σε κάνα ιατρείο να πάρουμε χαρτιά ώσπου βγάλαμε κάποια στιγμή και ησυχάσαμε. Άλλοτε πάλι ερχόταν κάτι ντερέκια σαν τοίχοι, τους είχαν διαλέξει επίτηδες γιατί οι μαγαζάτορες τρελαίνονταν όποτε τους βλέπανε, έκαναν έλεγχο για τα καθίσματα, πρόστιμο κι από κει, άλλες φορές έρχονταν από το υπουργείο εμπορίου για έλεγχο στα τρόφιμα κι όλο και κάτι ανακάλυπταν, άλλη καμπάνα, δεν προλαβαίναμε να συνέλθουμε. Τελικά είχαμε αποκτήσει πείρα, τους καταλαβαίναμε από μακριά ότι ήταν ύποπτοι, μια βραδιά είχε πέσει βέβαια και μια καρφωτή και μας έριξαν καμπάνα για μια μπύρα που υπήρχε σ’ ένα τραπέζι δίχως απόδειξη, υποψιαζόμασταν ποιος μας κάρφωνε, εκείνος ο γλοιώδης τύπος με την άλλη τη μελαχρινή που έπινε, τά σπαγε κι έκανε ένα σωρό αηδίες, εκείνοι μας είχαν καρφώσει!


Το μαγαζί όπου δουλεύαμε ονομάζονταν ‘’Ο ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΟΤΟΥ’’ από κείνο το παιδί που έπαιζε με τις μούσες στα βουνά κι όταν πέθανε μεταμορφώθηκε σε αστερισμό, όπως έμπαινες υπήρχε ένας στενός διάδρομος με ζωγραφιές στον τοίχο που έδειχναν τον Ηρακλή να πιάνει εκείνο το ελάφι με τα χρυσά κέρατα και τα χάλκινα ποδάρια που τον παίδευε ένα χρόνο, την Κερυνίτη Έλαφο, πρέπει να τον είχε ζορίσει πολύ ρε φίλε μέχρι που το πέτυχε να περνά το ποτάμι και τό πιασε ζωντανό, καλά πρέπει να ήταν πολύ όμορφο πλάσμα !

 
Το μέρος που ήμασταν ήταν παραθαλάσσιο, περίεργο, σ’ όλη την έκταση τριγύρω έβλεπες δέντρα και πράσινο, πολύ πράσινο, μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω ένα ποτάμι άδειαζε τα νερά του, πιο πάνω υπήρχε ένα φράγμα υδροηλεκτρικό σε μια στροφή του ποταμιού, κάποιοι κολυμπούσαν σ εκείνο το ποτάμι, άλλοι ψάρευαν κιόλας , η παραλία πάντως όπου βρίσκονταν το εστιατόριο μας ήταν απέραντη, με το που έμπαινες μερικά βήματα μέσα στη θάλασσα τα νερά γίνονταν πολύ βαθιά, το χάος έχασκε κάτω απ’ τα πόδια σου, λέγανε ότι πολλοί είχαν πνιγεί εκεί πέρα, εμείς πάντως δεν είχαμε δει κανένα…


Τα βράδια κοιμόμασταν για οικονομία σ ένα γιαπί, σε κάτι κρεβάτια πρόχειρα, προηγουμένως είχαμε κάνει ένα ντους στην τεράστια κουζίνα του εστιατορίου με το λάστιχο της βρύσης που είχε και ζεστό νερό, με το που ξυπνούσαμε μια γάτα καταραμένη, γκρίζα, στρουμπουλή, πάρα πολύ όμορφη, έβγαινε στο μπαλκόνι του απέναντι σπιτιού κι άραζε στο πατάκι να τη φυσήξει ο αέρας, καθόταν εκεί και μας χάζευε μ’ ένα βλέμμα σα να μας κορόιδευε ‘’Μα τι ηλίθιοι που είστε να τρέχετε όλη μέρα, δεν σας κόβει καθόλου!’’ έμοιαζε ότι έλεγε από μέσα της...


Δε μ’ άρεσε η δουλειά, βαριόμουν, δεν το είχα, στα τραπέζια πήγαινα ότι να ναι, άδειαζα δίσκους πάνω στον κόσμο, έσπαγα ποτήρια και πιάτα, όλη την ώρα τα μπέρδευα, ούζο αντί νερό, μα γιατί τά βαζαν σε παρόμοια μπουκαλάκια δε μπορούσα να καταλάβω, ξεχνούσα τις παραγγελίες μετά από μερικά δευτερόλεπτα, οι πελάτες είχαν απαυδήσει ‘’Μη μας ξαναρωτήσεις!’’ μου λέγανε.

Καλά εκείνο το καλοκαίρι τα είχα δει όλα όμως είχα στριμωχτεί, έπρεπε να δουλέψω, δε γίνονταν, ο καιρός περνούσε, τα έξοδα μαζεύονταν, κάτι έπρεπε να κάνω και χωρίς να το καταλάβω κόλλησα εκεί πέρα και δεν μπορούσα να φύγω, δεν είχα κάτι καλύτερο, έπρεπε να κάνω υπομονή...


Δίπλα από μας ένα μαγαζί με φρουτάκια είχε ανοίξει όπου μαζεύονταν όλη η μαφία, κάτι γέροι, κάτι γριές με πρόσωπα ύποπτα, έμπαιναν μέσα και χάνονταν για ώρες, το βράδυ τους έβλεπα να φεύγουν με το μάτι να γυαλίζει επειδή είχαν χάσει. Μια μέρα δυο μούτρα που έβγαιναν από τα φρουτάκια, ο ένας με καπέλο σαν τραγιάσκα, ο άλλος σαν Αλβανός, παρήγγειλαν τ΄ άντερα τους, έφαγαν του σκασμού και μετά ρε φίλε αν έχεις το θεό σου σηκώθηκαν κι έφυγαν έτσι απλά, σαν να μη τρέχει τίποτα, ‘’ Ρε συ πλήρωσαν αυτοί; ‘’ με ρώτησε ο μάγειρας που έκοβε την κίνηση, ‘’Όχι !’’ του είπα κι έτρεξα, τους πρόλαβα λίγο παρακάτω, ‘’Παιδιά συγνώμη δεν πληρώσατε!’’ - ‘’Όχι κάνεις λάθος πληρώσαμε!’’ , έτρεξα πίσω, ‘’Ρε, αυτοί λένε ότι πλήρωσαν!’’- ‘’Σου είπα δεν πλήρωσαν!’’ μου απάντησε άγρια ο μάγειρας, έτρεξα πάλι να τους βρω, δεν φαίνονταν πουθενά, τα στενά άδεια, ένας λαχειοπώλης μονάχα γερμένος σ’ ένα σκαμπό λαγοκοιμόταν , τελικά τους ανακάλυψα σε μια στοά, κρύβονταν τα καθάρματα, ‘’Παιδιά δεν έχετε πληρώσει!’’, καλά άμα λέγανε τίποτα εκεί πέρα μπορεί να τους πλάκωνα, τελικά μου δώσανε κάτι χρήματα λειψά, ‘’Πάλι καλά !’’ σκεφτόμουν ...


Επειδή ήμουν λίγο της εκκλησίας το αφεντικό μ έβαζε κάθε φορά ν’ ανάβω το καντήλι που είχε στο πατάρι πάνω απ’ το μαγαζί, ήταν και θρήσκος τρομάρα του, εκεί πάνω επικρατούσε χάος, μια ζέστη τόσο αποπνικτική που μπορούσε να σε τρελάνει, ήθελες να φύγεις όπως ήσουνα, παντού υπήρχαν μπουκάλια νερού, κουτάκια αναψυκτικών, ποτήρια, ένας ανεμιστήρας στριφογύριζε αέναα, κάτω από ένα ράφι είχαν στοιβάξει ανταλλακτικά απ’ τα μηχανήματα για το κόψιμο του κρέατος, βίδες διάφορες μέσα σε κουτιά πλαστικά, καταψύκτες, αποδείξεις, χαρτάκια με σημειώσεις απ’ τις οποίες δεν έβγαζες άκρη, ζυγαριές και τιμολόγια παντού πεταμένα.


Κανείς δεν ήθελε να ανέβει σε εκείνο το πατάρι εξαιτίας της διαβολικής ζέστης που επικρατούσε εγώ όμως το επεδίωκα, ηρεμούσα λίγο από τον χαμό που επικρατούσε κάτω και κυρίως γιατί είχα ανακαλύψει κάτι συρτάρια από ένα έπιπλο σαραβαλιασμένο που αν τα σκάλιζες έβρισκες παντού χρήματα, ψιλά δηλαδή και κέρματα όμως αν τα άθροιζες σχημάτιζαν ένα ποσό καλό κι αυτό ήταν μια μικρή ικανοποίηση για την ταλαιπωρία που τραβούσα όλη μέρα. Όλο σκάλιζα κι όλο έβρισκα από κάτι, κάτω απ’ τα χαρτιά, μέσα σε μπλοκάκια και τετράδια, στα ράφια, παντού το αφεντικό άφηνε λεφτά τις εποχές που υπήρχαν άφθονα, ήταν ευχάριστο ν’ ανακαλύπτεις χρήματα χαμένα και ξεχασμένα, μια φορά που δεν έβρισκα κέρματα σήκωσα ολόκληρο το παλιό έπιπλο κι από κάτω του μάζεψα μερικά χαρτονομίσματα, βέβαια μ’ αυτόν τον τύπο έπρεπε να είσαι πολύ προσεκτικός, πολλές φορές το έκανε επίτηδες, άφηνε λεφτά όπου να ναι κι εσύ σκεφτόσουν ‘’Να τα πάρω τώρα ή όχι;’’ οι άλλοι δεν τα ακουμπούσαν, ήταν οφθαλμοφανής η παγίδα, όμως εγώ ρε φίλε τα έπαιρνα κι ότι ήθελε ας γίνονταν, τα έβαζα μες την τσέπη μου και ποτέ δε μου ζήτησε εξηγήσεις, ίσως ένιωθε τύψει που μας σάπιζε όλη μέρα και τ άφηνε για να ελαφρύνει τη συνείδηση του. Ανέβαινα λοιπόν στο πατάρι και καθόμουν εκεί χώνοντας το κεφάλι μου στο ψυγείο για να δροσιστώ μέχρι να μου βάλουν τις φωνές, τότε ξεκινούσα ν’ ανάβω το καντήλι , μια φορά μου είχε παραγγείλει το αφεντικό να θυμιάσω κιόλας κι όλη η πελατεία απορούσε από πού έρχονταν εκείνο το λιβάνι που διαχέονταν στην ατμόσφαιρα, εμένα όμως μου άρεσε όλο το πράγμα, να ανάβω το καντήλι, να το βάζω δίπλα στα εικονίσματα κι ύστερα ν’ ανάβω το καρβουνάκι και να τοποθετώ το θυμίαμα από πάνω, όλο αυτό το τελετουργικό με ηρεμούσε…


Ένα βράδυ έπρεπε εγώ να κλείσω το μαγαζί, το αφεντικό θα πήγαινε σε κάποια αγρυπνία σ ένα μοναστήρι κάπου εκεί κοντά. Μερικοί αργόσχολοι τύποι είχαν απομείνει και τους ξαπόστειλα στα γρήγορα, ΄΄Άντε παιδιά στα σπιτάκια σας!’’ ένας τύπος με κόκκινα μαλλιά μακριά σαν σκοινιά καθόταν μοναχός εκεί σε μια μεριά και με κοιτούσε όπως κουβαλούσα τις καρέκλες, πως μου την έδινε που αυτός ήταν αραχτός κι εγώ ίδρωνα σαν βλάκας μες τη βραδινή κάψα, ‘’Μπορείς να μου φέρεις μια μπύρα !’’ φώναξε σέρνοντας τα λόγια του‘’ Όχι!’’ όχι άκουσα τη φωνή μου να λέει.


Σηκώθηκε νωχελικά κι άρχισε να περπατά προς το μέρος μου ‘’ Φίλε γιατί δε μου φέρνεις μια μπύρα; ’’ επέμεινε, καλά το άτομο πήγαινε γυρεύοντας, είχα σχεδόν τελειώσει ρε φίλε, λίγο ακόμα ήθελα να ξεμπερδέψω και να πάω να τη πέσω όμως αυτός ο ηλίθιος δε μ’ άφηνε να φύγω, πλησίασε ακόμα περισσότερο και στήθηκε μπροστά μου σα μπάστακας, καλά ήμουν έξαλλος, είχα σαλτάρει, ποιος ήταν αυτός ο βλάκας που μου κολλούσε εκείνη την καταραμένη ώρα ενώ εγώ ήθελα να ξεκουμπιστώ, μα πόσα νεύρα είχα, το μόνο που επιθυμούσα ήταν να φύγει εκείνο το εμπόδιο που δε μ άφηνε να κάνω τη δουλειά μου, έπεσα μ’ όλη μου τη δύναμη πάνω του να τον ξεκουνήσω όμως ήταν σα να χτυπώ ντουβάρι, δεν κουνιόταν με τίποτα, ούτε εκατοστό σα να ήταν φυτεμένος στο δάπεδο, πρέπει να είχε πιει τόσο πολύ που είχε γίνει αναίσθητος, έριξα μια ματιά γύρω, κανείς δεν υπήρχε να βοηθήσει κι ο άλλος στεκόταν εκεί μπροστά μου, με είχε στριμώξει άσχημα, ήμουν σε δεινή θέση.


‘’Γιατί να τυχαίνουν όλα σε μένα;‘’ σκεφτόμουν απελπισμένος, τι καλοκαίρι ήταν εκείνο, γιατί τα καλοκαίρια να είναι πάντα ατελείωτα και να πρέπει να δουλεύεις λουσμένος στον ιδρώτα μέχρι να εξαντληθείς, καλοκαίρια στην πόλη μ’ όλους τους πειναλέους να ζητιανεύουν και να λιώνουν σαν παγωτά, καλοκαίρια σκληρά, ζόρικα, πως τα άντεξαν οι άλλες γενιές πιο παλιά δουλεύοντας στα χωράφια και στη σκόνη, τι άνθρωποι ήταν εκείνοι ; Θα μου πεις καλοκαίρι είναι κι όλα εκείνα τα φρούτα τα ατελείωτα και τα υπέροχα, οι θάλασσες με τα κρυστάλλινα νερά, τα χαλίκια και τα βότσαλα που ξασπρίζουν στον ήλιο,τα δελφίνια που γλιστρούν στην επιφάνεια κοπαδιαστά δείχνοντας τις γυαλιστερές τους ράχες, τα παιδιά που τρέχουν στην άμμο, οι πικροδάφνες στις άκρες των εθνικών δρόμων, τα παλιά σίριαλ στην τηλεόραση, αλλά γιατί να μη μπορείς να τα χαρείς όλα αυτά, ποιος στέκεται εμπόδιο και δε σ αφήνει;


Τελικά υποχώρησα κατά το μαγαζί, τράβηξα την πόρτα και κλείδωσα, όπως ήμουν κλεισμένος εκεί μέσα άκουγα τα ψυγεία να τρίζουν, μια μυρουδιά από θυμίαμα έρχονταν από το πατάρι, καθώς δεν έμπαινε αέρας από πουθενά το σώμα μου είχε αρχίσει να γίνεται μούσκεμα. Αφού πέρασε λίγη ώρα έριξα μια ματιά έξω , ένα μικρό φορτηγό ήταν σταματημένο στο δρόμο, δυο παιδιά φόρτωναν κάσες με άδεια μπουκάλια στην καρότσα, ο άλλος είχε εξαφανιστεί, το φορτηγάκι είχε το ραδιόφωνο ανοιχτό, μια αύρα θαλασσινή φυσούσε, μερικά άστρα φαίνονταν στον ουρανό, μάζεψα τις τελευταίες καρέκλες και πήγα για ύπνο.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...