Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΣΣΥΡΟΒΑΒΥΛΩΝΙΑΚΟΙ ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ

Ο γιατρός    έδειξε στο μικροσκόπιο το γονιμοποιημένο της  ωάριο, μέσα απ το γυαλί   έμοιαζε με αυγό που φουσκώνει και πολλαπλασιάζεται  καθώς    μέσα   στο κύτταρο που περιέχει τα μυστικά της ζωής και του θανάτου  επιτελούνταν  οι μυστήριες διαδικασίες  της δημιουργίας.

 Τώρα έπρεπε να διαλέξουν  τον   δότη  σπέρματος που προτιμούσε,  έβαλαν μπροστά της μια λίστα  αντρών με χαρακτηριστικά συγκεκριμένα, εθνικότητα, ύψος, χρώμα ματιών, χρώμα μαλλιών, ηλικία,  επάγγελμα,   της είπαν πως όταν το παιδί γίνονταν δεκαοχτώ χρονών θα μπορούσε να  γνωρίσει τον πατέρα.

Είχε απίστευτο άγχος να πάνε όλα καλά, είχε κάνει ακόμα μια προσπάθεια αποτυχημένη,  η ταλαιπωρία ήταν φοβερή, αν αποτύγχανε ξανά δεν θα το άντεχε. Έμοιαζε χαμένη σ αυτή τη μακρινή χώρα, ποδήλατα περνούσαν  από μπροστά της,  κάποιος στέκονταν σε μια ψηλή μεταλλική σκάλα ενός κτηρίου,  όλοι έμοιαζαν εξυπηρετικοί, έτοιμοι  να της δείξουν κατά που πέφτει ο ξενώνας της, όταν σκόνταψε  σ ένα πεζοδρόμιο  και παραλίγο να τσακιστεί κάποιος έτρεξε κοντά της να την βοηθήσει, όλοι φαίνονταν τόσο καλοί, τόσο πονετικοί. Ο γέρο γιατρός  έδειχνε   επαγγελματίας άψογος, ούτε που κατάλαβε τι  της έκανε , οι κινήσεις του ήταν απαλές,   θα πρέπει να το είχε κάνει εκατοντάδες η και χιλιάδες φορές αυτό το πράγμα και μ όλα αυτά δεν της έφευγε απ το νου  ότι όλη η διαδικασία παραήταν ψυχρή γι αυτήν.

Φοβόταν πολύ, σε κάνα μήνα  οι εξετάσεις έδειξαν  ότι ήταν έγκυος, έπρεπε να κόψει μαχαίρι όλα τα φάρμακα που έπαιρνε , ηρεμιστικά,  υπνωτικά, όλα!  Έπαθε κρίση πανικού ,ένιωθε φαγούρες στο σώμα κι ανησυχίες τη νύχτα,  έτσι κι αλλιώς δε κοιμόταν ποτέ καλά αλλά τώρα ήταν πολύ χειρότερα. Πως θα το γεννούσε, πως θα το μεγάλωνε, τι θα του έλεγε σαν άρχιζε να κάνει ερωτήσεις περίεργες, πως θα το προστάτευε  απ τα άλλα μοχθηρά παιδιά.  Θα προτιμούσε αγόρι, να είναι διαφορετικό απ αυτήν, πιο σκληρό, όχι τόσο ευαίσθητο . Θα το μεγάλωνε διαφορετικά απ ότι  είχε  μεγαλώσει αυτή,  δεν θα έκανε τα ίδια λάθη, θα πρόσεχε αυτή τη φορά, το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της , σκεφτόταν σε ποιους  έπρεπε να το πει, συνήθως έκανε λάθος σ'  αυτά...

 Ήταν η μόνη γυναίκα που μου είχε  βάλει στο μυαλό την ιδέα να κάνω ένα παιδί, ήξερε ότι ήμουν καλός, ότι μπορούσε να μ εμπιστευτεί. Όταν μιλούσε γι αυτό το έκανε με τόση θέρμη, με τόση ζέση που σ έπειθε, σ'  εξιτάριζε, σ'  ερέθιζε όμορφα, σ έκανε να τρέμεις ελαφρά,   να το σκέφτεσαι  σοβαρά. Ήταν τόσο βαθύ, έβγαινε απ την ψυχή της,  τόσο αληθινό που έλεγες ''Ας πάει να γίνει ότι θέλει, ας ενωθώ μαζί της, ας γίνουμε ένα, ας καεί το σύμπαν!'' Είχες μια τρομερή επιθυμία να μπεις σ  αυτό το παιχνίδι, είναι τόσο ισχυρή αυτή η παρόρμηση που είναι πολύ δύσκολο ν αντισταθείς μ'  όλο που ξέρεις ότι πρέπει να σκεφτείς λογικά,  να δεις τι γίνεται κατόπι, τις συνέπειες, όλα αυτά  όμως μερικές φορές η φύση μοιάζει ανίκητη.

Όπως και να είχε ήταν μια σωστή κίνηση, δε μπορούσα να μη της το πω, να μη την καθησυχάσω  ''Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο!’’ έλεγε όλη την ώρα   κι εγώ : ''Είδες μωρό μου! ''.  Μου εξηγούσε για το πως είναι φτιαγμένο το γυναικείο σώμα ''  ….αν γεννούσαν οι άντρες θα είχαν πεθάνει απ τον πόνο!’’  Έλεγε για τη γιαγιά της που μέχρι τη τελευταία στιγμή  πριν τον τοκετό δούλευε στα χωράφια, είχε κάνει ένα σωρό παιδιά εκείνη, τελικά δεν άντεξε τη τελευταία γέννα,  τη βρήκαν  νεκρή σε μια αποθήκη  στο ύπαιθρο,  το βρέφος   είχε καταφέρει να  βγάλει το χέρι απ τη κοιλιά της σα να ζητούσε   βοήθεια ..

''Το ήξερα ότι είσαι ανοιχτό μυαλό..’’  μου είπε    ''.. ότι δε θα είχες πρόβλημα,  θα μπορούσα να  κάνω  μαζί σου ακόμα  ένα παιδί ώστε να έχω έναν πατέρα στο σπίτι! '' . Περπατούσαμε πλάι στην παραλία,  τα ψάρια  πηδούσαν έξω απ την γαλήνια  ακυμάτιστη επιφάνεια του νερού ,  κάνα δυο γνωστοί πέρασαν ,  σκέφτηκα ''Ωραία, ας κάνω λίγο φιγούρα, ας με δουν με μια ωραία γυναίκα ν ανεβάσω λίγο το πρεστίζ μου ’’,  ξέρεις τώρα πως γίνονται αυτά,  πέρασε κι εκείνη που είχα καιρό να δω,  θε μου πως είχε χοντρύνει, πως ασχήμυνε!
 

Δεν μπορούσα να την αφήσω ότι κι αν είχε κάνει, όταν σου ζητούν βοήθεια μερικοί άνθρωποι δε μπορείς να αρνηθείς,  δε μπορέςι να τους γυρίσεςι τη πλάτη. 
Αυτό που μου κάνει εντύπωση   τρομερή είναι το πόσο μύθος είναι η γυναικεία εξυπνάδα. Στην πραγματικότητα ελάχιστες σκέφτονται  λογικά,  δίχως παρορμήσεις και ξεσπάσματα.   Δε μπορούν να δουν καθαρά, ν’  αποφασίσουν τι θέλουν. Αφού το ξέρουν  πως  αυτός  είναι ο σκοπός τους, γι αυτό υπάρχουν, αυτό δίνει νόημα στη ζωή τους, προς τι όλη αυτή η φασαρία, τα ξωκλήσια στο δάσος,  τα σπίτια με θέα στο ποτάμι,  στη λίμνη ή  στη θάλασσα,  προς τι  όλες οι προδιαγραφές και τα πακέτα που πρέπει να έχει ο άντρας, ένα κάρο σχέδια άχρηστα! Κορίτσι μου σκέψου απλά, κι αν αποφάσισες να το κάνεις  έτσι  τι σε  νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι για ένα παιδί χωρίς πατέρα, μπορεί να σου βγει ένα πλάσμα θαυμάσιο, υπέροχο, που δε θα το ενδιαφέρουν καθόλου όλα τούτα. Γιατί να σκέφτεσαι αρνητικά , κάνε κάνα δυο τρία μωρά,  αφιερώσου σ αυτά, μα μη τα δίνεις όλα, κράτα κάτι για τον εαυτό σου και τον άντρα σου και για τις φίλες σου και για τον εαυτό σου . Άμα είσαι λίγο τυχερή μπορεί ένα απ αυτά  να βγει  καλό   και να   σου πει κάνα   ευχαριστώ, να σου φέρει κάνα ποτήρι νερό, όλα είναι θέμα γονιδίων, λίγα μπορείς να κάνεις εσύ,  σιχαίνομαι να δίνω συμβουλές αλλά μερικά πράγματα πρέπει να είσαι πραγματικά στραβός για να μη τα δεις !

Καθόμασταν κάπου στη παραλία, μια πορεία περνούσε, κάτι  παλαβοί με σημαίες κόκκινες φώναζαν συνθήματα. Αυτή φορούσε ένα φουστάνι κίτρινο με  τιράντες άσπρες, είχε μια βραχνή φωνή που σέρνονταν μαυλιστικά,  η πλάτη της ήταν τόσο όμορφη, μαυρισμένη, θυμήθηκα  ότι  παλιά αναρωτιόμουν που  στο διάβολο πάνε, τι  στη ευχή κάνουν  κι εμφανίζονται έτσι ηλιοκαμένες μετά το καλοκαίρι. Ένα δαχτυλίδι   ασημένιο, πλατύ,  περασμένο  στο δάχτυλο της,  ένα σημάδι από κάποια επέμβαση στο σημείο ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη,  όταν σηκώθηκε κινούνταν έτσι όπως μ αρέσει,   σταθερά, ωραία,   καθόμουν εκεί και  τη χάζευα…

Αναρωτιόμουν   γιατί να μπει σε τόσους κόπους,   γιατί να τραβήξει τόσα,  μπορούσε απλά να κοιμηθεί μαζί μου  όμως δεν το έκανε με κάτι δικαιολογίες  ότι νάναι.   Ότι δε την κυνηγούσα,  δεν τη ζήλευα,   δεν ήμουν ρομαντικός, δεν έκανα τον κακόμοιρο πράγμα που τις τραβά ξυπνώντας το μητρικό μέσα τους,  αυτό κι αν το μισώ όσο δε πάει.  Πρέπει λέει να τις πιάσεις  απ τα μαλλιά και να τις σούρεις   μέσα σε καμιά  σπηλιά όπως οι Νεάντερταλ για να πειστούν ότι τις θέλεις αληθινά. Τώρα αν ο άντρας μετά απ αυτό προκύψει κάνας βίαιος, κάνα βόδι που χτυπά και σου κάνει μελανιές  τις οποίες φωτογραφίζεις και κατόπι  φωνάζεις την αστυνομία, αυτό  δεν έχει σχέση  καμιά ! Υποτίθεται ότι  οι γυναίκες είναι σίγουρες κι ανεξάρτητες όμως στη πραγματικότητα είναι τόσο ανασφαλείς που τρελαίνεσαι, επιτρέπουν στους άντρες να τις μειώνουν, να τις ταπεινώνουν, να τις εξευτελίζουν, το τι πρέπει να γίνεται μέσα στα σπίτια και στις κρεβατοκάμαρες δε λέγεται!

 


 Στις ταβέρνες τεμάχιζαν ψάρια και κοτόπουλα , κάτι δέντρα πράσινα, ψηλά, αμάξια έστριβαν κορνάροντας, ο  ορίζοντας ανοιχτός. Είχα καλή διάθεση είναι  η εποχή μου άλλωστε, ξέρεις πως  είναι τώρα, μυρουδιά νοτισμένου χώματος, φύλλα βρεγμένα,  ήταν από κείνες τις στιγμές τις  μαγικές, τότε που  οι γυναίκες  είναι υπέροχες,  σε ηρεμούν, σε χαλαρώνουν,   άξιζε το κόπο όση υπομονή είχες κάνει.   Μακάρι να ήταν πάντα έτσι, να μη γκρίνιαζαν,  να μη προσπαθούσαν να σε υποτιμήσουν για να ισορροπήσουν τις ανεπάρκειες τους ,  μακάρι να κρατούσε για πάντα. Μπορεί να έλεγε ότι ήθελε όμως η γλώσσα του σώματος της άλλα εννοούσε, με ήθελε, ένιωθε σιγουριά κοντά μου, όσο δυνατές κι αν είναι δε μπορούν μόνες τους,  κανείς δε μπορεί μόνος του όμως στις γυναίκες δεν ισχύουν οι νόμοι της λογικής και της φύσης.   Μου είπε να έρθω  πιο κοντά της και να μη φωνάζω  γιατί μια  βλαμμένη  σα να παραμόνευε   ν  ακούσει  από δίπλα . Ήταν τόσο υπέροχο που την είχα πλάι  στο πρόσωπο μου,  μπορούσα να τη χαϊδέψω, ήταν όπως έχεις μπροστά σου  ένα φρούτο και μπορείς απλά ν απλώσεις το χέρι για να το κόψεις. Προσπαθούσα να τη  πλησιάσω, να μπω στο μυαλό της,  να βρω  έναν τρόπο για να συμβαδίσουμε,  με τρελαίνει αυτό πάντα,  θέλω να τις ευχαριστήσω, να τους κάνω το χατίρι όσο γίνεται, να νιώσουν όμορφα, όταν το πετυχαίνω δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση!
 

Είναι θλίβερό που όλα χαλάνε από ένα σωρό παρεξηγήσεις’’ Σε βλέπω σα φίλο,  όχι συγνώμη σε βλέπω ερωτικά’’ δες με όπως στο διάβολο  θες,   το θέμα είναι να περνάμε καλά, έλεος ! Μερικοί άνθρωποι έχουν  πρόβλημα να επικοινωνήσουν το μέσα με το έξω τους ,να εκφράσουν αυτό που θέλουν, συνήθως σημειώνουν αποτυχίες, παρεξηγούνται εύκολα, οι περισσότερες σχέσεις τους είναι αποτυχημένες,  πραγματικά δε ξέρω πως το κάνουν,  είναι ένα ταλέντο κι αυτό φαίνεται.

Όπως την έβλεπα  να φεύγει σκεφτόμουν ότι δεν επρόκειτο να  γίνει τίποτα  μεταξύ μας παρ όλο που κάτι πάνω της, μέσα της,  με τραβούσε με δύναμη.   Έκανε ήδη σχέδια για να πάει να ζήσει σε μια χώρα κάπου έξω  όπου δεν θα της έκαναν δύσκολες ερωτήσεις  για το που το βρήκε  και πως τόκανε και τι θα κάνει κι άλλα τέτοια.  Σκεφτόταν να πάει σ εκείνο  τον τόπο   με τα ποδήλατα και τα κτήρια τα μεταλλικά όπου είχε κάνει την επέμβαση όμως η γλώσσα που μιλούσαν εκεί  ήταν τόσο ακατάληπτη που    δε θα το άντεχε.  Είχε μια πρόταση από κάπου αλλού, σε μια χώρα του βορρά με βουνά και δάση πράσινα,  ίσως θα μπορούσε να το μεγαλώσει εκεί πέρα ήσυχη.  Απόμεινα  μοναχός ακούγοντας το βουητό των ανθρώπων που πηγαινοέρχονταν , στους καθρέφτες πρόσωπα γυναικεία,  έξω  το ανθρωπομάνι που έρχονταν κατά πάνω μου έμοιαζε με δάσος κινούμενο. Ένας τύπος μ ένα βαθούλωμα σα λακκούβα στο κρανίο του,  δυο γριές έγλειφαν παγωτά άσπρα και καφετιά,  μια γάτα σκαρφαλωμένη σ ένα τοίχο έγλειφε τα χείλια της,  μυρουδιά βροχής, καμιά φορά μπερδεύω τις εποχές, είναι φθινόπωρο ή άνοιξη, μήπως τα δέντρα θ αρχίσουν ν ανθίζουν, μη και πλησιάζουν οι Χαιρετισμοί...

 Πέρασα απ το   σουβλατζίδικο του φίλου μου, δεν ήθελα να πάω σπίτι, κάποιος είχε μεθύσει  εκεί πέρα  επειδή    του  είχανε φάει  κάπου δέκα χιλιάρικα σε μια υπόθεση.   Ένας τύπος με μουστάκι έλεγε για τότε που τον σύρανε στο τμήμα   κατά τη  μεταπολίτευση γιατί είχε απάνω του την’’Ελευθεροτυπία’’.  Ένας  βλογιοκομμένος τριγύριζε μ ένα μπουκάλι μπύρας στο χέρι. Ο φίλος μου  σε μια στιγμή μου είπε’’ Κάτσε μια λίγο  στο ταμείο, θα λείψω’’. Μπήκα πίσω απ τον πάγκο, κόσμος έρχονταν και ζητούσε σάντουιτς με σουτζουκάκια και σουβλάκια κι άλλα περίεργα, τι στο διάβολο έπρεπε να κάνω, άνοιγα συρτάρια τραβούσα σχάρες, αυτός με το μουστάκι μούλεγε ‘’Μην αγχώνεσαι!’’  Έψαχνα το φίλο μου  νάρθει για να σηκωθώ να φύγω , τράβηξα ένα στόρι στο πίσω μέρος του μαγαζιού κι αντίκρυσα  ένα πηγάδι σκοτεινό,    ένα ασανσέρ  φωτισμένο ανέβαινε προς τα πάνω.    Γύρισα πίσω  στις σχάρες και στα κάρβουνα και  τότε, άμα θες το πιστεύεις, πέρασε από κει  το κολλητάρι μου  ο Μαυρίδης που είχα  να τον δω από τότε που ταξίδευε με το ποδήλατο και τη Γερμανίδα φίλη του μέχρι την Περσία για να επισκεφτούν μουσεία με χιλιάδες  πινακίδες σε ασσυροβαβυλωνιακή γραφή, πινακίδες  που περιείχαν εξορκισμούς ενάντια στους επιλεγόμενους  ''Μανιασμένους ανέμους'' τους προκατακλυσμιαίους θεούς της πανώλους και της καταστροφής, αυτούς πού έφερναν το θανατικό στους άντρες και τη στειρότητα στις γυναίκες.

‘’ Τι στην οργή κάνεις εκεί μέσα ρε τρελέ!''  ούρλιαξε γελώντας και   σηκώνοντας τα χέρια '' Το ξέρεις ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου!’’

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...