Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

ΔΑΡΔΑΝΕΙΕΣ ΠΥΛΕΣ

...οσσάκι δ' (Έκτωρ) ορμήσειε πυλάων Δαρδανιάων
αντίον αϊξασθαι  ευδμήτους υπό πύργους,
εί πώς οί καθύπερθεν αλάλκοιεν βελέοισι,
τοσσάκι μίν προπάροιθεν (Αχιλεύς) αποστρέψασκε παραφθάς
 προς πεδίον...

ΙΛΙΑΔΟΣ  Χ 194- 198

Τυλιγμένο σε μια χαρτοσακούλα στη γωνία του κάτω συρταριού   υπήρχε ένα πιστόλι , έμοιαζε με παιχνίδι μόνο που αυτό εδώ μπορούσε να σκοτώσει. Ψηλάφισε τη σκανδάλη, τον επικρουστήρα, γύρισε το μύλο να δει αν ήταν οπλισμένο, είχε ακούσει συζητήσεις γι αυτό αλλά  πρώτη φορά το έβλεπε.  Ένα καλό λάδωμα χρειάζονταν άμα ήθελες να το χρησιμοποιήσεις και σφαίρες βέβαια αν και το καλύτερο θα ήταν να το ξεφορτωθείς όμως αυτό για το οποίο είχε έρθει   τώρα που έπρεπε ν αδειάσει το σπίτι για να το νοικιάσει,  ήταν το αρχαίο κύπελλο, ο κύλικας.

Τριγύρω απ το σπίτι δεν υπήρχε ψυχή, το χωριό ερήμωνε τέτοια εποχή καθώς πολλοί γυρνούσαν πίσω στις πόλεις τους, το ζευγάρι που ήθελε να  το νοικιάσει  δούλευε κάπου εκεί κοντά, χρειαζόταν ένα τέτοιο σπίτι, ο άντρας ήταν οικοδόμος άρα θα μπορούσε να φτιάξει τους ετοιμόρροπους τοίχους για να μη μιλήσουμε για τις ρωγμές τις τεράστιες που σ έκαναν να το σκεφτείς καλά προτού κοιμηθείς εκεί μέσα.

Ο κύλικας ήταν οικογενειακό μυστικό, τελευταία  του τόχαν πει κι αυτού.  Μια νύχτα  είχε στο νοσοκομείο  τον πατέρα του,   τρόμαξε όπως τον είδε πνιγμένο ανάμεσα σε σωληνάκια κι ορούς, το πρόσωπο του είχε χλομιάσει, είχε μαυρίσει ολόκληρο, βαριανάσαινε, τρόμαξε να τον γνωρίσει. Του έκανε νόημα  να πλησιάσει,  του μίλησε αρκετή ώρα, όσο άντεχε, του τα είπε όλα, ίσως ήταν η τελευταία φορά που μιλούσαν, του εξήγησε για τον κύλικα, για το πιστόλι ήξερε ...


Μεγάλα έργα έπαιρνε ο πατέρας του, εργολάβος ήτανε, σταθμούς εμπορικούς, κτήρια, έργα δημόσια, τέτοια πράγματα. Μια φορά έπρεπε να στερεώσουν τα χαλύβδινα αντερείσματα σε μια βραχώδη πλαγιά για να φτιάξουν μια γέφυρα. Έσπαγαν πέτρες με το τρυπάνι μιας μπουλντόζας κοιτάζοντας τα νερά του ποταμού που λιγόστευαν το καλοκαίρι και κυλούσαν ανάμεσα στα στρογγυλά γυαλιστερά βότσαλα. Ήταν βραδάκι, λίγο προτού νυχτώσει ,σε λίγο θα σχολούσαν όταν ένας εργάτης του φώναξε, κάτι είχαν βρει. Πάντα είχαν το νου τους για αρχαία, το μέρος εκείνο ήταν πέρασμα από παλιά, δυο βουνά στις δυο μεριές έφτιαχναν μια χαράδρα και το ποτάμι περνούσε ανάμεσα, ήταν ο μοναδικός δρόμος  σε μια έκταση  τεράστια τριγύρω . Λαοί, στρατοί, λεγεώνες είχαν παρελάσει από κει πέρα, σπαθιά και δόρατα, άλογα κι υποζύγια, κράνη κι ασπίδες κορμιά άφθονα θα μπορούσαν να είχαν θαφτεί εκεί πέρα μετά από φονικές μάχες για την κατάληψη του περάσματος, μάλιστα υπήρχε κι ένα μύθος για ένα τέχνασμα κάποιου στρατηγού που είχε θάψει εκατοντάδες αμφορείς κι όταν το αντίπαλο ιππικό επιχείρησε να διαβεί εκείνη την έκταση τσακίστηκε κι εξολοθρεύτηκε…

Προτού νυχτώσει για τα καλά και φύγουν οι εργάτες ο πατέρας του είχε ρίξει μια ματιά σ ένα μικρό κοίλωμα που είχε ανοιχτεί, διέκρινε μια γωνία περίεργη, φόρεσε τα γυαλιά του, γονάτισε και ξέθαψε εκείνο το πράγμα. Το ξεσκόνισε όσο πιο απαλά μπορούσε, κατάλαβε αμέσως ότι ήταν κάτι σημαντικό. Το έβαλε πίσω απ το κάθισμα του αυτοκινήτου, δεν είπε σε κανέναν τίποτα, είχε σκοπό να το παραδώσει στους αρχαιολόγους όμως για τον έναν η τον άλλον λόγο το κράτησε, ήταν τόσο όμορφο που δεν ήθελε να το αποχωριστεί.

 Εκείνο το βράδυ στο νοσοκομείο ο ετοιμοθάνατος πατέρας του  αποκάλυψε  ότι το φύλαγε   σε μια κρύπτη σκαμμένη στον τοίχο πίσω από μια ντουλάπα ασήκωτη.

Έτρεμε απ την αγωνία, έσυρε με κόπο το βαρύ έπιπλο κι έψαξε το κρυφό ντουλαπάκι που δε φαίνονταν με τη πρώτη ματιά. Όσο κι αν είχε προετοιμαστεί δεν περίμενε κάτι τέτοιο, τα χρώματα ήταν ολόλαμπρα, κόκκινα και μαύρα, έπιασε μαλακά το πήλινο κύπελλο, το γυρόφερε μια στιγμή να το δει καλά απ όλες τις μεριές, δε ξέρω αν έχεις πιάσει στα χέρια σου αρχαίο αντικείμενο, είναι πολύ παράξενη αίσθηση. Το σχέδιο έδειχνε τον Έκτορα οπλισμένο να  τρέχει  απελπισμένα προς τις Δαρδάνειες πύλες της Τροίας ζητώντας καταφύγιο κάτω απ τους  ψηλούς καλόχτιστους πύργους  μήπως ξεφύγει τη μοίρα του. Οι τοξότες     ακροβολισμένοι  ψηλά έριχναν βροχή τα βέλη μα δε μπορούσαν να σταματήσουν τον μανιασμένο φονιά τον  Αχιλλέα που ήθελε να τον γυρίσει κατά την  αυχμηρή πεδιάδα μπροστά για να τον αποτελειώσει με την ησυχία του  κι  όπως λέει ο ποιητής είναι όπως στα όνειρα,  δε μπορείς να ξεφύγεις ότι και να κάνεις  απ αυτόν που σε κυνηγά.


Ο άνθρωπος που τόφτιαξε ήταν σίγουρα τεχνίτης μεγάλος, οι γραμμές έδειχναν χέρι σίγουρο, οι λεπτομέρειες ήταν δουλεμένες μ εξαιρετική προσοχή και φροντίδα ο ίδιος ζωγράφος λέει είχε κάνει ένα σωρό κύπελλα με το ίδιο θέμα, θα πρέπει να είχε πάθει ψύχωση . Όλα ήταν όμορφα, αρμονικά, τα δάχτυλα, οι λεπτομέρειες, οι αρματωσιές,  ένα δέντρο,  ο τρόμος στα μάτια του Έκτορα,  το ψηλό κάστρο.

Καθισμένος  στο σαλονάκι που βρίσκονταν λίγο χαμηλότερα απ την είσοδο χάζευε τα δυο αντικείμενα το πιστόλι και πιο πολύ τον κύλικα. Δεν είχε πάρει μαζί του τη γυναίκα του, δεν ήθελε να της το πει ακόμα μέχρι ν αποφασίσει τι θα έκανε. Πήρε στα χέρια του το κύπελλο , το χτύπησε ελαφρά, ακουγόταν σαν κούφιο, θα έλεγες ότι τα τοιχώματα του ήταν πολύ εύθραυστα, πρόσεχε μη του φύγει απ τα χέρια έτσι άγαρμπος που ήτανε και γίνει θρύψαλα, φαντάσου το σταμνί να έχει ζήσει για τόσους αιώνες κι αυτός να το διαλύσει με τις δαχτυλάρες του μιλάμε για μεγάλη ειρωνεία ! Σκεφτόταν όταν ότι αυτό ήταν το πιο παλιό αντικείμενο που είχε πιάσει στα χέρα του, θα πρέπει να ήταν δυο χιλιάδων χρόνων τουλάχιστον κι είχε επιζήσει σχεδόν όπως όταν το είχαν φτιάξει, από μόνο του αυτό είναι καταπληκτικό θα μου πεις οι πέτρες και τα βράχια είναι εκατομμυρίων ετών και δε σου κάνουν καμιά εντύπωση αλλά αυτό ήταν ανθρώπινο δημιούργημα, κάποιος το είχε κατασκευάσει απ το τίποτα, είναι άλλη αίσθηση!


Έκανε μια βόλτα  στα δωμάτια , ένα σωρό πράγματα έπρεπε να φύγουν από κει πέρα, αυτό ήταν δουλειά της γυναίκας του. Στο γραφείο του πατέρα του μια σαύρα και μερικοί σφραγιδόλιθοι μπρούτζινοι που τους είχε για πρες παπιέ, ημερολόγια παλιά απ τον καιρό του παππού του , ένα κουτί από τσιγάρα μ ένα όνομα γραμμένο απάνω του, μερικοί λίθοι ημιπολύτιμοι ο ένας πρέπει να ήταν αδιαφανής χαλαζίας. Ο παππούς του ήταν μυστήριος τύπος,  πολέμησε ως εθελοντής  στον πρώτο πόλεμο, είχε υπηρετήσει πάνω από δέκα χρόνια, βαρέθηκε τη ζωή του, μια φορά ένας αξιωματικός είχε στηθεί πίσω απ τους στρατιώτες και πυροβολούσε με το πιστόλι εν ψυχρώ όποιον δοκίμαζε να υποχωρήσει, έτσι γίνονταν ο πόλεμος τότε. Όταν τον είδε ο παππούς του του γύρισαν τα μυαλά, τον άρπαξε απ το γιακά της χλαίνης του, τον σκυλόβρισε και του άρπαξε το πιστόλι, το ίδιο  πιστόλι ήταν αυτό που κρατούσε η οικογένεια. Ο παππούς το έχε σκάσει, έφυγε, τη κοπάνισε, τον γύρευαν, τον κήρυξαν λιποτάκτη, είχε πάει να κρυφτεί στο Όρος, έγινε καλόγερος, η γυναίκα του και τα παιδιά του τον έψαχναν, αυτός τους παρήγγειλε ότι δε βγαίνει από κει πέρα με τίποτα,  τελικά πέθανε σ ένα μοναστήρι, τον έθαψαν εκεί σε μια ξερολιθιά …

Πήρε ξανά στα χέρια του το πιστόλι, ένα λάδωμα χρειάζονταν κι ένα τρίψιμο να γυαλίσει ξανά , ποτέ δε τα πήγαινε τα όπλα, όταν οι φίλοι του στο χωριό σκότωναν  το χειμώνα  πουλιά με ράμφος που θύμιζε σπυρί καλαμποκιού μες το χιόνι καθώς τα κοτσύφια  δε μπορούσαν να κρυφτούν  αδυνατούσε  να καταλάβει γιατί το κάνουν. Στο στρατό ήταν ο χειρότερος σκοπευτής, σ ένα πεδίο βολής απίστευτο κάπου στα σύνορα είχε καθηλωθεί, έμεινε μετέωρος, δεν είχε δει ξανά τέτοιο τοπίο, δέντρα πελώρια σε χρώμα κίτρινο, κόκκινο, καφέ, που να σκεφτεί να πυροβολήσει εκεί μέσα, άδειασε τον γεμιστήρα  στον αέρα κι  έσπευσε να φύγει από κει.

Θα μπορούσε  βρει το μπελά του μ αυτά τα πράγματα,  όχι τόσο με το πιστόλι όσο με το αρχαίο, βέβαια θα μπορούσε   να βγάλει  και λεφτά,  πόσο άραγε να κοστολογούνταν  ντο κύπελλο,  σίγουρα θα έπιανε καλά χρήματα  όμως έπρεπε  να βρει άκρες ,  να ρωτήσει στοιχεία ύποπτα, δεν ήταν για τέτοιες δουλειές, δεν το άντεχε, καλύτερα να τον κρατούσε ή να τον χάριζε σε κάνα μουσείο να ξεμπερδεύει.  Καθόταν εκεί στη κουζίνα και το χάζευε, έσυρε τα δάχτυλα του πάνω στην επιφάνεια του χωμάτινου ποτηριού να  αισθανθεί  την υφή του, το ένιωσε κάπως απαλό αν και τραχύ, ήταν εκλεκτό κομμάτι οπωσδήποτε.


Βγήκε στο μπαλκόνι να δει τη θέα όπως τη θυμόταν, ένα δέντρο με δαμάσκηνα βανίλιες, ένα κλίμα με σταφύλια κόκκινα, ο αέρας παρέσερνε τα φύλλα , μια πλατανομουριά που είχε φυτέψει η μάνα του έριχνε ακόμα τον παχύ της ίσκιο.  Τα κυδώνια είχαν αρχίσει να παίρνουν εκείνο το γλυκό, κίτρινο, φθινοπωρινό χρώμα, κοπάδια από πουλιά πετούσαν ψηλά. Παλιά ερχόντουσαν εδώ τα Χριστούγεννα να κάνουν τις γιορτές, είχαν βελέντζες χοντρές , κάτι κοκκινωπές, ασήκωτες, ακόμα θα βρίσκονταν στο πατάρι. Έριχνε χιόνια πολλά παλιά, ένα μέτρο, δυο μέτρα, μια φορά είχαν αποκλειστεί και το καταχάρηκαν, δεν ήθελαν με τίποτα να γυρίσουν στη πόλη.

Έφερε ένα γύρο  με το βλέμμα, του τα ράφια, κάτι βιβλία κι αυτά του παππού θα ήτανε, όλα στο πρωτότυπο φυσικά, ''  τόμοι του Σέξπιρ, ''ο Ριχάρδος, ο Τρίτος''  '' ο Ερρίκος ο Δεύτερος'', άνοιξε έναν, το μάτι του έπεσε στη φράση ''Long live the king – του βασιλιά Σπολλάτη !'' Ένα αστυνομικό του Σιμενόν μ ένα θαυμάσιο εξώφυλλο, μια γυναίκα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου, φιγούρα θολή, ακαθόριστη, απροσδιόριστη, ομιχλώδης χάνονταν στο βάθος, ένας τόμος του Έντγκαρ Άλαν Πόε στ αγγλικά, άνοιξε το βιβλίο, οι σελίδες  μύριζαν μούχλα, η πρώτη νουβέλα ''Ο χρυσός σκαραβαίος'' διάβασε το μότο στην αρχή '' Έι! Γιατί χορεύει σα παλαβός αυτός ο τύπος εκεί πέρα- τον τσίμπησε μια ταραντούλα!''

Όλα εκεί μέσα θύμιζαν τον πατέρα του που είχε πεθάνει η μάνα του ζούσε ακόμα.  Ήθελε να κάνει κάτι στη μνήμη του μακαρίτη, ένα μνήμα καινούριο ίσως ή μια δωρεά σ ένα ίδρυμα,  του το είχε τάξει.  Στη κρεβατοκάμαρα, κάτι ρούχα παιδικά, φανελάκια λευκά του αδερφού του, θυμόταν τη μάνα του που τα σταύρωνε διπλώνοντας τη παλάμη καθώς τα σιδέρωνε , τα είχε στείλει αυτά μια θεία του απ τον Καναδά.   Γύρισε πίσω, πήρε στα χέρια του το πιστόλι, όπως καθόταν σε μια γωνιά  το μάτι του  κεντράρισε  στη γωνιά του τζακιού,  θυμήθηκε ξαφνικά μια σκηνή από τότε που ήταν πολύ μικρός, ίσως μωρό, ίσως να ήταν η πρώτη εικόνα που είχε κρατήσει στη μνήμη του, μια φλόγα   πορτοκαλιά  έβγαινε από κάπου  που τον   τρόμαζε και τον τραβούσε  μαζί , τώρα μόλις την θυμήθηκε την σκηνή, την είχε ξεχάσει ολωσδιόλου, ήταν τόσο αληθινή, αποκλείεται να τη φαντάστηκε.  Σήκωσε το κεφάλι στο τοίχο, ένα εικονοστάσι ξύλινο, το είχε κουβαλήσει η προγιαγιά του από ένα μέρος κοντά στην αρχαία Τροία, εκεί όπου  διαδραματίζονταν η σκηνή  στον  κύλικα, κοίτα να δεις τι απίθανοι συσχετισμοί που γίνονται.

 Έγειρε στο παλιό ντιβανομπάουλο,   ένιωθε κουρασμένος, τα μάτια του βάραιναν, λίγο ύπνο χρειάζονταν να ξελαμπικάρει,   γύρισε να κοιτάξει αν  το κύπελλο ήταν στη θέση του  και τότε είδε απ το πουθενά να εμφανίζεται  ένας τεράστιος πολεμιστής  με πανοπλία σιδερένια που γέμιζε μοναχός του την κάμαρα ολόκληρη,  είχε μια γενειάδα  κατάμαυρη και  τόσο μακριά που σκέπαζε το στήθος του,  στέκονταν από πάνω του και τον κοίταζε με τα πελώρια μάτια του,  κινήθηκε προς το μέρος του,  το βήμα του ήταν τόσο βαρύ   που  τα τζάμια έτριξαν όπως όταν γίνεται σεισμός,  ο πολεμιστής έκανε ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του,  αυτός νόμιζε ότι θα σήκωνε την τεράστια σπάθη του και θα τον έκοβε στη μέση  όμως ο γίγαντας άρπαξε τον  κύλικα   με το αριστερό ελεύθερο του χέρι,  πέρασε μέσα απ τον τοίχο με μια δρασκελιά κι εξαφανίστηκε.    

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...