Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΞΑΚΟΥΣΤΟ ΣΚΥΛΙ ΤΟΥ ΤΡΕΜΟΚΕΦΑΛΟΥ

Είχε κλείσει πόρτες και παράθυρα, κοιμόταν με τον ανεμιστήρα αγκαλιά, ήμουν σίγουρος ότι καμιά ώρα θ' άρπαζε καμιά ψύξη που θα τη σακάτευε, φοβόταν, είχε ψύχωση με τα φίδια, τις σαύρες, τις αράχνες κι όλα τ άλλα έντομα και τα μαμούνια.

Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι , σκιές και θόρυβοι ύποπτοι παντού , τριξίματα και ήχους περίεργους άκουγα παντού , ο αέρας μετακινούσε τις κουρτίνες, σκιές σέρνονταν στο πάτωμα, μου φαίνονταν ότι κάποιος μπαινόβγαινε στο σπίτι. Προσπαθούσα να μη κάνω θόρυβο, περπατούσα ξυπόλητος στα πλακάκια όλη την ώρα, έβλεπα μια πόρτα μισάνοιχτη και νόμιζα ότι κάποιος είχε μπει στο σπίτι, έψαχνα τα δωμάτια να δω αν ήταν όλα στη θέση τους, έριχνα μια μάτια και στο δικό της, κοιμόταν πολύ βαριά. Χάζευα τα αντικείμενα εκεί μέσα, ένα τόξο καλοδουλεμένο από ξύλο κρανιάς σε μια γωνιά στέκονταν, μια κουδουνίστρα παιδική μου έκανε μεγάλη εντύπωση, προσπαθούσα ώρα πολλή να καταλάβω τι είδους αντικείμενο ήταν εκείνο. Στη κουζίνα ποτήρια τόσο γυαλιστερά - πως στο διάβολο το κάνουν οι γυναίκες ! Στο σαλόνι ένα πιάνο ξύλινο, γερμανικό, ώρες ώρες χτυπούσα κανένα πλήκτρο, στο τοίχο κρεμασμένες φωτογραφίες, παιδιά έτρεχαν σ ένα χωράφι πράσινο, ένα κοριτσάκι έσβηνε τα τέσσερα κεράκια μιας τούρτας, μια έφηβη πολύ όμορφη...

Ξυπνούσα νωρίς , προσπαθούσα να μη τη ξυπνήσω, όσο λιγότερο μ έβλεπε τόσο το καλύτερο, ανοίγοντας το παράθυρο της κουζίνας προτού ν ανατείλει ο ήλιος, αντίκριζα μια θάλασσα από φώτα μπροστά μου , ένα άστρο φωτεινό κατά την ανατολή φαίνονταν και δίπλα του ένα πιο μικρούτσικο πρώτη φορά τόβλεπα αυτό. Με το που έφεγγε μια θέα εκπληκτική, ολόκληρη η σειρά των βουνών απέναντι βάφονταν μαβιά και μενεξεδιά, πιο χαμηλά από κει που είμαστε ένα σπιτάκι πνιγμένο στη βλάστηση. Τα πρωινά έβγαζε ψύχρα, ένας κούκος ακούγονταν από κάπου, η μέρα είχε αρχίσει να μικραίνει, αργούσε να ξημερώσει πια.

Δεν είχα παράπονο, μ άρεσε εκείνο το σπίτι, περνούσα καλά, η γυναίκα ήταν εντάξει, με βοηθούσε να κλείσω πληγές παλιές, δεν είχε εκείνη τη καταραμένη μανία να ελέγχει, να καθοδηγεί, να κρατά τα ηνία, πεθαίνουν για τέτοια οι πιο πολλές γυναίκες. Ήταν πολύ απαλή, πολύ τρυφερή, μπορούσες να την αγαπήσεις, μπορούσε να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος,  είχε μια γλύκα στο πρόσωπο τέτοια που σου ήταν δύσκολο ν αντισταθείς, μπορούσες να χαζέψεις το τατουάζ που είχε στον αστράγαλο, τα χέρια της που έπαιζαν στο κινητό στέλνοντας μηνύματα, τη φωνή , τα χείλια της όταν βάφονταν μ ένα κραγιόν, την αλογοουρά που έπεφτε στο πλάι, το στήθος της όταν δε φορούσε στηθόδεσμο παρά μονάχα ένα φανελάκι εφαρμοστό....



Ο κήπος ήταν γεμάτος ντάλιες υπέροχες σ όλες τις αποχρώσεις, ροζ, κίτρινες, μαβιές, άσπρες, μέλισσες ζουζούνιζαν μέσα στα πέταλα τους, στο γρασίδι ένας γάτος άραζε προσπαθώντας να δροσίσει τη κοιλιά του, ύστερα γύριζε ανάσκελα ο τεμπέλαρος, άμα τον πλησίαζες σε κοίταζε μ εκείνα τα γυαλιστερά μάτια που θύμιζαν πάνθηρα.

Πηγαίναμε για μπάνιο σ ένα μέρος όπου υπήρχε μια πισίνα φυσική, οι βράχοι είχαν φτιάξει ένα πλαίσιο τετράγωνο, τα νερά δεν άλλαζαν μέσα του μέχρι να φυσήξει και ν’ αδειάσει το περιεχόμενο του, ήταν σα να έμπαινες σε μια μπανιέρα. Μετά μαζευόμασταν κάτω από μια μουριά και τρώγαμε, κοίταζα τα κοίλα ποτήρια να γεμίζουν με ποτά κι αναψυκτικά που άφριζαν ανάμεσα σε παγάκια τετράγωνα και φέτες από λεμόνι, ήθελα να πέσω με τα μούτρα στο φαΐ όμως η Κ. Έλεγε ''Όχι ακόμα, πρέπει να μάθεις τρόπους περίμενε να καθίσουν όλοι πρώτα!''

Πλησίαζε το φθινόπωρο, η αγαπημένη μου εποχή, ο καιρός δρόσιζε όλο και περισσότερο, ο κόσμος έμοιαζε να βρίσκεται σ' ένα λήθαργο παρατεταμένο, δεν ήθελε να ξυπνήσει από τη πιο μεγάλη κοιλιά του καλοκαιριού, τότε που όλα βυθίζονται στο χαμηλότερο σημείο του χρόνου και μοιάζουν να κινούνται σ άλλη διάσταση. Δε χρειάζεται να περνάς τέλεια, μέρα με τη μέρα η ένταση που συσσωρεύεται κάνοντας πράγματα διαφορετικά απ ότι έχεις συνηθίσει σε μεταφέρει κάπου αλλού, σε μια άλλη κατάσταση απ όπου δε θες να βγεις, ξεχνάς τι θες, τι ζητάς, τι σκοπούς και τι στόχους είχες…


Ποτέ δεν είμαστε μόνοι, όλο και κάποια φίλη ή γνωστή περνούσε από κει, μερικές ήταν συμπαθητικές, άλλες για τα μπάζα , τέλος πάντων. Πηγαίναμε στα πανηγύρια στα γύρω χωριά, σε μια εκκλησία με θόλους πανύψηλους είχαμε βρεθεί , σ ένα στασίδι μια τσάντα ξεχασμένη είχα βρει, έριξα μια ματιά μέσα της, ένα μπουκαλάκι με νερό, κουτιά από φάρμακα, ένα κινητό, είπα να το πάρω αλλά σκέφτηκα ‘’Δε βαριέσαι’’ βιαζόμουν κιόλας, την άφησα όπως ήταν. Σε μια δεξίωση, ένας δεσπότης γηραλέος κάτι έλεγε σιγανά, κανείς δε τον άκουγε, ένα μπολ με σταφύλια και φέτες από καρπούζι είχαν βάλει μπροστά του. Τη νύχτα γίνονταν συναυλίες, μερικές φορές καθόμασταν μέχρι πολύ αργά, όταν φεύγαμε από κει σταματούσαμε σ ένα στέκι κοντά σε κάτι φανάρια , άνθρωποι με σακίδια που τα έσερναν βαριεστημένα σταματούσαν για έναν καφέ, ένα λάστιχο έτρεχε ποτίζοντας κάτι καλαμπόκια, ένα χωράφι πίσω μας. Την ώρα που φεύγαμε άλλαζαν βάρδιες, μια κοπέλα μας χαιρετούσε κι ένας άντρας ερχόταν ν αναλάβει για το υπόλοιπο της νύχτας, το μαγαζί δεν έκλεινε ποτέ. Πιάναμε συζητήσεις ατέλειωτες, μαζί της δε βαριόμουν ποτέ να μιλάω, ένα πράγμα παράξενο, δε ξέρω πως τόκανε, ίσως ήταν το πιο γοητευτικό που είχε, και δεν έλεγε βλακείες, όλα ήταν σοβαρά ...

Πολλές φορές ξεσπούσα στα χορτάρια, καθάριζα με μανία το κήπο, έκοβα τις αγριάδες, τις μοχρίτσες και τα βλίτα που είχαν φυτρώσει, άμα αφήσεις τη φύση θα χωθεί παντού, θα τα κάνει όλα σμπαράλια, θα σε πνίξει μες τα βάτα, δε καταλαβαίνει τίποτα ! Κάτι μ είχε πιάσει σα να μου έφταιγαν τα αγριόχορτα που φύτρωσαν εκεί πέρα, μια τσάπα είχα σπάσει έτσι όπως τα κοπανούσα, οι γείτονες ξυπνούσαν κι αναρωτιόντουσαν τι στο διάβολο έκανα πρωί πρωί. To πιο δύσκολο ήταν όταν πήγα να κόψω ένα κλαδί τεράστιο που είχε τσακίσει ο αέρας, έπρεπε να χρησιμοποιήσω εκείνο το δολοφονικό εργαλείο το αλυσοπρίονο που το φοβόμουν, τελικά τα κατάφερα αν και παρά λίγο να φύγει απ τα χέρια μου . Όταν έλειπε η Κ. τ’ απογεύματα καθόμουν ώρες πολλές μοναχός, ένας τεχνίτης μια φορά είχε έρθει να φτιάξει κάτι, μου φάνηκε λίγο χαμένος, πεσμένος ιδρωμένος, δεν είχε πάει διακοπές, ‘’Φίλε!’’ του είπα ‘’...τράβα να βουτήξεις κάπου να ξελαμπικάρεις!’’. Όλο παιδικά έβλεπα στη τηλεόραση, δε μπορούσα να δω ούτε ταινίες ούτε εκπομπές μαγειρικής, κάτι μ είχε πιάσει, ιστορίες για χώρες ονειρικές παρακολουθούσα, μάχες με τέρατα κι άλλα παλαβά, όλο οι καλοί νικούσαν...

Απ το μπαλκόνι μπορούσες να δεις τα φύλλα από μια συστάδα λεύκες που σάλευαν στο φύσημα του ανέμου, ένα έλος βρίσκονταν στην άλλη άκρη του λόφου γι αυτό μας είχαν φάει τα κουνούπια. Ένα γήπεδο καταπληκτικό, καταπράσινο, το είχαν κατασκευάσει οι εκτοπισμένοι που τους κουβαλούσαν μέχρι εκεί πάνω για να τους έχουν μακριά όσο γίνονταν, το μέρος γέμιζε από αντιφρονούντες έναν καιρό. Μέσα στα δέντρα είχαν χτίσει μια πισίνα θαυμάσια όπου τσαλαβουτούσαν όλη την ώρα οι πιτσιρικάδες , ένα εκκλησάκι ήταν χτισμένο λίγο πιο ψηλά, ένα παλιό σπίτι πέτρινο, αψηλό, με παράθυρα που έχασκαν γυμνά από δίπλα . Λέγανε ότι ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού ο Τρεμοκέφαλος, όπως φώναζαν τον παππού της Κ. είχε πολλά λεφτά, τάλιρα ασημένια και χρυσά, τα έκρυβε στις υπόγειες γαλαρίες και στις στέρνες που είχε για το κρασί.

Μια μέρα που μου την είχε δώσει κι έκοβα φλέβες απ τη βαρεμάρα σκέφτηκα να πεταχτώ σ εκείνο το σπίτι χαμηλά όπου ζούσε η γιαγιά της Κ. Παρέκαμψα το παλιό πέτρινο κτήριο που δέσποζε στη κορφή του λόφου, το μικρό σπιτάκι ήταν χτισμένο στο χείλος μιας ρεματιάς, επειδή υπήρχε κίνδυνος για καθίζηση ο Τρεμοκέφαλος το είχε επενδύσει με σκυρόδεμα σκάβοντας πέντε ολόκληρα μέτρα γύρω απ τα θεμέλια, θα έπρεπε να ταρακουνηθεί το σύμπαν για να το γκρεμίσει. Οι τοίχοι της αυλής είχαν πέσει χάμω, μια συκιά, είχε πνίξει όλο το κήπο απλώνοντας τα τεράστια κλαδιά της, αναρριχώμενα προχωρούσαν απειλητικά σκεπάζοντας τα πάντα, μια γριά μ ένα νυχτικό άσπρο κάθονταν στο μπαλκόνι. Στο κεφαλόσκαλο ένα λιθάρι στρόγγυλο, στα μάρμαρα της αυλής ένας σκύλος ξαπλωμένος ένα λυκόσκυλο περίφημο με τρίχα που έλαμπε, μου έριξε μια ματιά κι ούτε που σάλεψε λέγανε πως αυτός κατάγονταν απ τα ξακουστά σκυλιά του Τρεμοκέφαλου, ολόκληρο κοπάδι ήταν κάποτε, μόνο αυτός ήξερε τα κατατόπια μες τις γαλαρίες και τις στέρνες.

Η γριά μου έγνεψε να πάω κατά κει, μ έμπασε μέσα, είχε πιάσει ζέστη πια. Το εσωτερικό ήταν απίστευτα ταχτοποιημένο, παλιά βιβλία, μια συρταριέρα με πόμολα αστραφτερά που είχαν λουλούδια πάνω του χρωματιστά ποτήρια κι άλλα γυαλικά στο μπουφέ, αντικείμενα ασημένια κι επάργυρα, σ’ ένα παλιό κρεβάτι από μέταλλο γυαλιστερό , θα πρέπει να ήταν πάνω από εκατό χρόνων το έπιπλο εκείνο όμως εξακολουθούσε να είναι γερό και όμορφο, μια φωτογραφία φθαρμένη από γυμναστικές επιδείξεις, , ένα κορίτσι λεπτό σ ένα στάδιο παλιό έδειχνε, ωραίο σώμα πρέπει να είχε . Μου έφερε καφέ, όταν τον ήπια πήρε το φλιτζάνι στα κοκαλιάρικα χέρια της ‘’ Βλέπεις αυτό το κρεβάτι, κάποιος θ αρρωστήσει όχι εσύ, κάποια που θέλει το κακό σου, εσύ δε θέλεις να πάθει ζημιά, δε μπορείς !’’ -'' Ναι ρε γιαγιά αλλά άμα σ έχουν αδικήσει, άμα σ έχουν σκίσει, άμα σ έχουν ποδοπατήσει πως μπορείς να μην αντιδράς, γιατί να τους αφήνεις ν αλωνίζουν;’’- ’’Άστο σου είπα, δεν είναι δουλειά σου, κοίτα τα δικά σου, θα το βρουν απ αλλού, μοναχοί τους θα μείνουν, όλοι θα φύγουν από κοντά τους, θα γεράσουν, θα μαραζώσουν, θα σβήσουν, το κακό θα τους φάει από μέσα, μην ασχολείσαι, μείνε καθαρός!’’


Η Κ θα είχε ξυπνήσει και θα μ έψαχνε, έπρεπε να φύγω, αποφάσισα να κόψω δρόμο απ το σπίτι με τις στέρνες. Πήδηξα το φράχτη, το πόδι μου σκίστηκε σε κάτι βατομουριές , μπήκα στο γκρεμισμένο σπίτι, μια καταπακτή, την άνοιξα μια σκάλα κατέβαινε σένα επίπεδο χαμηλότερο, μια στέρνα μπορεί να ήταν εκεί πέρα όμως είχα ακούσει ότι παλιά όλα τα σπίτια επικοινωνούσαν μέσα από στοές υπόγειες, θα μπορούσα να βγω σε καμιά απ αυτές , κι αν παγιδευόμουν και χανόμουν εκεί μέσα, κι αν με πλάκωνε κάνας τοίχος ετοιμόρροπος, ε τότε την είχα βάψει, μάγκα μου ότι είδες, αυτό ήταν, τελικά κατέβηκα. Άνοιξα το κινητό να φέξει και να δω τι γίνεται, ένα πηγάδι με κάγκελα σκουριασμένα γύρω του , βαρέλια με κάνουλες, ένας σωρός από κόκαλα καφετιά, αράχνες, κελάρια, διάδρομοι , από κάπου έσταζαν νερά, μαδέρια έτριζαν από κάτω μου, μια κάννη όπλου σκουριασμένη, το φως που έπεφτε από ένα άνοιγμα έφτιαχνε σχέδια κάτω από μια σχάρα. Σκεφτόμουν αυτά που λέγανε για το γέρο Τρεμοκέφαλο, ότι χτυπούσε τη γυναίκα του που την περνούσε είκοσι χρόνια, αυτή κρύβονταν κάτω απ το κρεβάτι. Δεν είχε καλό τέλος ο γέρος, είχε μανία με τα όπλα, μια φορά που έδειχνε σ ένα γιο του ένα πιστόλι ο μικρός το έστρεψε στον πατέρα του ''Μπαμπά κοίτα!'', τον πυροβόλησε, του τίναξε τα μυαλά στον αέρα!

Τα πόδια μου πονούσαν απ τις αμυχές και τα σκισίματα , τι ήταν αυτά που μου είχε πει γριά , ποιος αποφασίζει πως θα τιμωρηθούν οι κακοί, γιατί να τους αφήνεις, κι αν τη γλυτώσουν και δεν πληρώσουν ποτέ, πολλοί από δαύτους περνούν ζωή χαρισάμενη, απ την άλλη γιατί να ξοδεύεις τον πολύτιμο χρόνο σου σε αντιπαλότητες κι έχθρες με άτομα άχρηστα; Κάτι κεραμίδια σπασμένα μπροστά μου έβλεπα, σίγουρα κι άλλοι είχαν κατέβει εκεί κάτω γυρεύοντας τα ασημένια τάλιρα του γέρου , έψαχνα για μια έξοδο, ο ήλιος που έμπαινε από ένα παραθυράκι με τύφλωσε για μια στιγμή, σκόνταψα κι έριξα κάτω το κινητό, μου ήρθε να βρίσω, ένα γατάκι ακούγονταν να φωνάζει στριγκά ξεχασμένο κάπου, αν είχα μαζί μου εκείνο το περίφημο λυκόσκυλο που ήξερε τα κατατόπια θα ήμουν καλύτερα, μια τεράστια σχάρα έχασκε από κάτω μου, ξαφνικά μια ακτίνα τρύπησε το τοίχο και περνώντας τη σχάρα έφτιαξε σχέδια αμέτρητα από λωρίδες και σκιές αλλόκοτες... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...