Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

ΧΕΡΣΟΝ ΑΒΥΣΣΟΤΟΚΟΝ

Στα μαγαζιά τα κορίτσια είχαν αποτρελαθεί εντελώς μιλάμε, είχαν δαιμονιστεί, έπαιρναν ότι έβλεπαν μπροστά τους σα τυφλές, δεν είναι να βγαίνεις μαζί τους για ψώνια, πρέπει να τις αμολάς μονάχες τους  ν’ αγοράσουν το καταπέτασμα!

Δε ξέρω πως βρέθηκα μαζί τους και με σέρνανε εκεί μέσα, τελικά κάθισα σε μια καρέκλα παρακολουθώντας εκείνο το χάος. Άνθρωποι πίσω από πάγκους μετρούσαν χρήματα, πωλήτριες βαρεμένες, πόδια γυναικεία ξεχώριζαν κάτω από παραβάν, ρούχα φτηνιάρικα, αξεσουάρ της κακιάς ώρας, κοπέλες στέκονταν με τη πλάτη γυρισμένη, το ένα πόδι λυγισμένο, άλλες γυάλιζαν τα τζάμια της βιτρίνας, κάποιες κουβαλούσαν καροτσάκια με τα μωρά τους μέσα, ρολόγια στο τοίχο έδειχναν ότι ώρα νάναι, θόρυβος, φωνές, σκάλες σιδερένιες ανεβοκατέβαιναν μοναχές τους. Έξω στο δρόμο αμάξια περνούσαν, ένα ποτήρι σπασμένο στη ρίζα ενός δέντρου, χρώματα ζαλιστικά, γυναίκες παντού με σορτσάκια κοντά πολύ κι άλλες με φουστάνια που σκούπιζαν το δάπεδο, κάποια έβγαλε ένα μπουκαλάκι και ψέκασε το σώμα της μ ένα αποσμητικό, δέρματα διάφορα, μερικές είχαν εκείνο το πράγμα που απλώνεται και κάνει χλωμή την επιδερμίδα, άλλες είχαν ραφές από κάποια εγχείριση ‘’Όχι άλλα θηλυκά!’’ σκεφτόμουν, σε μια στιγμή εκεί που καθόμουν μια αράχνη  είδα να περπατά, ο ίσκιος της σέρνονταν στο πάτωμα …

 Ένιωθα ότι κάτι γίνονταν μέσα μου,το παθαίνω κάθε χρόνο,  μια στενοχώρια ανεξήγητη απλώνεται  χωρίς λόγο φανερό , μια μελαγχολία  σε πιάνει έτσι ξαφνικά, τώρα, στο τέλος του καλοκαιριού, στη τελευταία καμπή του λίγο προτού το δεκαπενταύγουστο, όλα ξεχειλίζουν μέσα σου ανεξέλεγκτα,  αναμνήσεις κατακλύζουν το μυαλό....


Τέτοιο καιρό ήταν που απολύθηκε απ το στρατό ο αδερφός μου, ήρθε στο σπίτι με τις σαγιονάρες προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια του, ο παππούς με τη γιαγιά μου τον είχαν φέρει σ ένα ταξί μέσα, τον βαστούσαν απ τις μασχάλες να μη καταρρεύσει, δεν ήξερε τι του γίνονταν, έναν γιατρό είχαμε φέρει να τον δει. Όταν συνήλθε λίγο, μας έλεγε για την Αθήνα όπου έκανε περιπολίες μες τη κολασμένη καλοκαιρινή πόλη με τους αερονόμους, στο Λυκαβηττό σταματούσαν για καφέ με κάτι άλλους, στη Πάρνηθα κοιμόταν σ ένα στρατόπεδο, πρέπει να έκανα κι εγώ μια σκοπιά κατά κει αργότερα, το κατάλαβα μόλις είδα το μέρος, θυμήθηκα αυτά που μου έλεγε για εκεί κάτω, ένας αξιωματικός μου είχε κάνει έφοδο, εμφανίστηκε απ το πουθενά μες τα σκοτεινά...

Τέτοια εποχή θα πηγαίναμε στο μοναστήρι για το πανηγύρι που γίνονταν,  πηδούσαμε  στις καρότσες φορτηγών, κάτι κορίτσια είχαμε γνωρίσει σε μια πλατφόρμα, όλη νύχτα τα κασετόφωνα των αυτοκινήτων αντιλαλούσαν στις κοιλάδες του οροπεδίου, μυρουδιά από ψησταριές τραγούδια ακούγονταν : ’’ ...και τώρα τρελοκόριτσο γελάς!''. Το πρωί ψαλμωδίες στο ναό με τις ψηλές μαρμάρινες κολώνες που τυλίγονταν απ το λιβάνι των θυμιατών  '' Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι παρθένε άχραντε....'' εκεί είχα ακούσει μια φορά και το άλλο που μου είχε κάνει εντύπωση  ''Χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος επεπόλευσε ποτέ!''  Το πρωί επιστρέφαμε στο χωριό μες το λιοπύρι διασχίζοντας μονοπάτια στρωμένα με πλάκες ξεπλυμένες απ τις βροχές που τις είχαν πατήσει χιλιάδες πέλματα ανθρώπων και ζώων. Περνούσαμε από δρομάκια κάτω από καστανιές, μέσα από φτέρες που μας έσκιζαν το κρέας, γλιστρούσαμε σε χώμα κοκκινωπό μέχρι να βγούμε σε ένα χέρσο ατέλειωτο που δεν είχε ούτε κλαράκι για σκιά, μπροστά μας λιόδεντρα, καρυδιές, ακακίες, σπίτια που άσπριζαν στον ήλιο, λατομεία  όπου έσπαγαν  πέτρες  άνθρωποι μαυρισμένοι, λόφοι, κεραίες  καρφωμένες στο έδαφος,  κοπάδια ζώων,  η θάλασσα στραφτάλιζε στο βάθος, τα ρεύματα έφτιαχναν ραβδώσεις στην επιφάνεια του νερού,  καραβάκια, ένα νησάκι χαμένο στη θολούρα ...


Τέτοιο καιρό ψάχναμε για το μέρος όπου είχε κρύψει τα κόμικς ο παλαβός ο αδερφός μου, στο στάβλο σε μια γωνιά ήτανε όπως μας αποκάλυψε χρόνια αργότερα , πίσω απ τις μπάλες του άχυρου και του τριφυλλιού, σε μια κρύπτη. Έκανε ζέστη απίστευτη εκεί μέσα και θα έσκαγε σίγουρα γι αυτό κι είχε αφαιρέσει ένα τσιμεντόλιθο από τον τοίχο, για να παίρνει αέρα. Εκεί κλείνονταν, χάνονταν με τις ώρες διαβάζοντας τα χρωματιστά βιβλιαράκια, ποτέ δε καταφέραμε να τη βρούμε τη κρύπτη του, μονάχα ο Ζώης όπως προσπαθούσε να ισορροπήσει σ ένα δοκάρι της οροφής του στάβλου, γκρεμίστηκε και τσάκισε το σαγόνι του. Μια φορά μόνο είχα ανακαλύψει ένα απ τα κόμικς του, χάθηκα κι εγώ, το διάβαζα σ ένα μέρος με κυπαρίσσια, νεκροταφείο πρέπει να ήτανε, ένα τοίχο ασβεστωμένο θυμάμαι, κάτι συνθήματα παιδιών που θα έφευγαν για το στρατό ‘’Αλέκα φεύγω, θα με ψάχνεις!’’, ένα αυλάκι δίπλα στο τοίχο, νερό έτρεχε μέσα του . Λίγο μούχει μείνει η ιστορία απ το κόμικ, κάποιος είχε πέσει σ ένα γκρεμό να ξεφύγει από μια καταδίωξη κι εκεί τελείωνε απότομα , είχα πεθάνει να μάθω τι γίνονταν κατόπι μ εκείνο τον τύπο που έπεφτε στο γκρεμό, δε μπορεί να πέθαινε, ήταν ήρωας, κάτι θα συνέβαινε!

Τέτοιο καιρό θα πηγαίναμε με τα παιδιά για μπάνιο σ ένα μέρος μες τα χωράφια, περνώντας από χωματόδρομους γεμάτους σκόνη, η ζέστη έμοιαζε να εξαϋλώνει τα πάντα, στην άκρη του δρόμου ένα νόμισμα είχα δει να γυαλίζει μισοθαμένο στο μαλακό χώμα, το πήρα στη χούφτα μου , φίδια σέρνονταν με θόρυβο ξαφνικό ανάμεσα στα χορτάρια, από μακριά ακούγονταν ήχος νερού που κυλάει...


 Τελειώσαν τα ψώνια κάποια στιγμή, στο δρόμο φώτα, φασαρία,  κόσμος, τουρίστες, χέρια ζητιάνων απλωμένα, κουβέντες σλάβικες παντού , όλα τα  Βαλκάνια έχουν ξαμοληθεί στη Σαλονίκη, σ ένα μέρος όπου καθίσαμε επιτέλους, γκαρσόνια με ποδιές μαύρες πηγαινοέρχονταν, τα κορίτσια ήταν ψόφια,   τα είχαν δώσει όλα σήκωσαν ότι μπορούσαν. Το προηγούμενο βράδυ είχαν βγει μ έναν βλάκα, αυτός είχε μεθύσει αφού ήπιε ότι νάναι, το πρωί τον τραβολογούσαν, αυτός ξερνούσε τ άντερα του, έπεσε ξερός για ύπνο, όταν σηκώθηκε είχε ένα ύφος χαμένο, προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν, ολόκληρη τη μέρα τη πέρασε καθισμένος σε μια πολυθρόνα απ όπου ατένιζε το κενό σα να είχε αδειάσει το μυαλό του ολόκληρο απ οτιδήποτε υπήρχε εκεί μέσα…

Καθόμασταν που λες εκεί πέρα πίνοντας καφέ κι αναψυκτικά όταν κατέφθασαν κι άλλοι στη παρέα, μερικοί επιθυμητοί άλλοι ανεπιθύμητοι, τέλος πάντων, άρχισαν τα γνωστά για μένα ‘’Μη φωνάζεις, μίλα σαν άνθρωπος!’’,  για τον Αχιλλέα ρώτησα, μούπαν ότι είναι κάπου στη Καρδίτσα, στο πατρικό του, ο Φώτης  στο Ναύπλιο, ο Πέτρος στο Λιτόχωρο, ένας άλλος  στην Ηγουμενίτσα, στον Αχέροντα, κάνει ράφτινγκ  γυρεύοντας  την είσοδο για τον άλλο κόσμο.  Ο Πάτερ Αστέριος μου είπανε, έφυγε για το κτήμα του στη Γαλάτιστα, κοντά στο μεταλλείο όπου δούλευε στα νιάτα του τα καλοκαίρια βγάζοντας σκόνη πορσελάνης για να τη στείλουν στη Γερμανία από ένα λιμανάκι στις ακτές της Χαλκιδικής. Εκεί πέρα  σακάτεψε  το χέρι του δουλεύοντας ώρες ατελείωτες, ίδρωνε όλη την ώρα και σκούπιζε τον ιδρώτα του καθώς δε φυσούσε σχεδόν ποτέ στην καταραμένη κοιλάδα Της Γαλάτιστας. Η Βίκυ   πάλι είναι λέει κάπου μεταξύ Πάρου και Νάξου, εκεί όπου ο καβαλάρης Ποσειδώνας έσωσε τον Κοίρανο  στέλνοντας ένα δελφίνι να τον κουβαλήσει στη πλάτη του, εκεί όπου κάποιος που λέγονταν Κόρακας σκότωσε τον ποιητή  τον Αρχίλοχο, εκεί όπου ο αφρός της θάλασσας βγάζει στην αμμουδιά χιλιάδες φύκια  στην άκρη του γιαλού, εκεί όπου τα ψάρια χοροπηδούν στη κόψη του κύματος... 

 

Τα κορίτσια είχαν ησυχάσει πια, κοίταζαν όσα ψώνισαν μες τη μανία τους, μερικά ήταν πραγματικά καλά κομμάτια, ένα μπλουζάκι πράσινο ιδίως. Μια όμορφη μελαχρινή με μαλλιά σα δαχτυλίδια καθόταν όλη την ώρα δίπλα μας, αναρωτιόμουν από πού στο δαίμονα μπορεί να ήταν, καμιά Τυνήσια, απ το Μαρόκο ίσως, από κάπου κατά κει τέλος πάντων, αγγλικά μιλούσε πάντως με τη φίλη της. Ήρθε αυτός που τις συνόδευε, ένας μελαχρινός ηλιοκαμένος, μιλούσε ελληνικά, τι στο διάβολο γίνονταν! Φαίνονταν πολύ ανοιχτός, δεν υπήρχε περίπτωση να μη τον ρωτήσω από πού ήταν’’ Απ τη Κάλυμνο’’ - ‘’Απ τη Κάλυμνο; ‘’ πετάχτηκε η Κ. ‘’…ήμουνα στη Κω πριν λίγες μέρες, σκεφτόμασταν να πεταχτούμε μέχρι τη Κάλυμνο, είναι είκοσι λεπτά μόνο!’’, ο άλλος τράβηξε τη καρέκλα του κοντά μας.

Αποδείχτηκε ότι εκείνη η κοπέλα που κοίταζα όλη την ώρα ήταν η γυναίκα του, Ελληνίδα απ τη Μάνη που μεγάλωσε στην Ολλανδία, σ ένα ταξίδι  την είχε γνωρίσει.   Μας είπε ο τύπος ότι έμενε στην Αυστραλία, στο Ντάργουιν, μπροστά στον πράσινο Ινδικό Ωκεανό, εκεί πέρα λέει δε μπορείς να κολυμπήσεις γιατί θα σε φάνε ζωντανό οι μέδουσες, οι καρχαρίες τα γιγάντια σαλάχια και τ άλλα τέρατα της κολάσεως. Το μεροκάματο του ήταν καμιά τρακοσαριά δολάρια για να βάφει σπίτια, αυτές είναι δουλειές! Μας είπε για την Ολλανδία όπου παλεύουν με τη στάθμη της θάλασσας που ανεβαίνει ολοένα, προσπαθούν να κρατήσουν  με φράγματα τα νερά για να μη τους πνίξουν, θαυμάσια χώρα  αλλά απίστευτα επίπεδη, βαρετή,  εγώ θ'  αυτοκτονούσα παρά να ζω κάτω απ τη θάλασσα. Μας είπε ο τύπος για το νησί του  όπου τα πετρώματα  είναι σκληρά και  τα βουνά απότομα, κάθε χρόνο έρχονται απ όλο το κόσμο τρελαμένοι να σκαρφαλώσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα κατσάβραχα, ακόμα κι απ τη Παταγονία λέει καταφθάνουν. Η Κ   ρώτησε   για την Αλικαρνασσό,  σκέφτονταν να πάνε κατά κει απ τη Κω μα δεν το επιχείρησαν, σε κάτι αρχαία  μόνο πήγανε, μια πολιτεία είχε ισοπεδωθεί εκεί πέρα από ένα μικρό τσουνάμι που προκλήθηκε από έναν σεισμό τοπικό όπως οι γιγάντιες τεκτονικές πλάκες μετακινούνταν αδιάκοπα στο βυθό του Αιγαίου,   τους άρεσε το κλίμα στο νησί του Ιπποκράτη,  εξαίρετο, ξηρό, δροσερό,  δίχως  εκείνο τον καταραμένο αέρας των Κυκλάδων που σου φέρνει την άμμο στο πρόσωπο  το καιρό των μελτεμιών και των νοτιάδων....

 Όλοι έμοιαζαν κάπως σκεφτικοί σαν να   φαντάζονταν πως θα ήταν σε κάποια ακτή του Ινδικού  ή σε κάποια παραλία του πελάγου. Όλους κάτι τους πιάνει τον Αύγουστο στην τελευταία καμπή του θέρους,  όλοι θέλουν  να πάρουν μια γεύση τελευταία του καλοκαιριού που φεύγει, όλοι τρέχουν στις  ακρογιαλιές  για μια βουτιά τελευταία,  όλοι θέλουν να πάνε σε μέρη που δεν έχουν ξαναδεί, όλοι ονειρεύονται  το κύμα που  σκάει με πάταγο στις ακτές της Σερίφου,   τον ήλιο που  χτυπά τις κολώνες της Νάξου,   τα σύκα  που ωριμάζουν στη Πάρο,  τα πελώρια πιθάρια στ' ανάκτορα της Κνωσού,  τα  καταποντισμένα  αργυροχοεία της Σίφνου  που βυθίστηκαν ένα καιρό  όταν  οι νησιώτες   έπαψαν να κάνουν προσφορές στον Απόλλωνα....


Σηκωθήκαμε να πληρώσουμε και τότε η Κ. πήρε χαμπάρι ότι έλειπε το πορτοφόλι της.  Χλόμιασε, της κοπήκανε τα πόδια, άρχισε να ψάχνει σ όλες τις θήκες της τσάντας της,  τ άλλα κορίτσια σηκώθηκαν κι έτρεξαν  πανικόβλητα προς  στο τελευταίο μαγαζί  απ όπου είχαμε ψωνίσει. Καθόμασταν εκεί και  τις περιμένανε,   η μελαχρινή  που  μεγάλωσε  στην Ολλανδία  είχε πεθάνει στο γέλιο με κάποιον που κοιμόταν όρθιος στη καρέκλα του, τα χέρια του ήταν γεμάτα τατουάζ, μιλάμε ήταν έτοιμος να γκρεμιστεί στο δάπεδο, το κορίτσι γελούσε βουβά τόσο πολύ που τραντάζονταν ολόκληρη.  Την κοίταζα εκεί πέρα να γελά πανέμορφη  ενώ στο μυαλό μου στροβιλίζονταν  βουνά, θάλασσες, εκκλησιές, καράβια, λιόδεντρα, κύματα, δελφίνια, φύκια,  κολώνες καρφωμένες στο χώμα  που μοιάζουν να έχουν φυτρώσει εκεί απ το πουθενά,  χέρσα  κατάξερα, άνθρωποι ηλιοκαμένοι  να πολεμούν  με τις  πέτρες, σπηλιές που οδηγούν στον κάτω κόσμο, φτέρες πρασινωπές και καφετιές και κόκκινες,     μια φωνή με ξύπνησε  ''  Έ, σήκω,  το βρήκαμε το πορτοφολάκι !''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...