Δεν περίμενε ποτέ ότι θα έρχονταν έτσι τα πράγματα κι ένα σπίτι ολόκληρο θα γινόταν δικό του, συχνά έβλεπε στον ύπνο του ότι δεν είχε που να μείνει όμως κάπου υπήρχε ένα κλειδί, μια καμαρούλα, ένα δωμάτιο όπου μπορούσε να κοιμηθεί για το βράδυ, αυτή ήταν μια σκηνή που επανέρχονταν στον ύπνο του. Το είχε συζητήσει με τους φίλους του κι εκείνοι του έλεγαν ότι σκέφτονταν το ίδιο, φοβούνταν μήπως βρεθούν στο δρόμο γι αυτό και είχαν δανειστεί ένα κάρο λεφτά για ν’ αγοράσουν κάποια κατοικία όμως αυτός δεν είχε ασχοληθεί μ’ αυτά ποτέ, δεν τον έκαιγε, όμως όταν του άφησαν τα αδέλφια του το σπίτι που είχε μεγαλώσει σοκαρίστηκε, δεν το περίμενε, καθόταν και το κοιτούσε έτσι όπως ορθώνονταν αγέρωχο, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει .
Την πρώτη φορά που είχε πάει και δεν βρήκε κανέναν εκεί πέρα δεν ήξερε τι να κάνει, ο αδερφός του είχε πάρει τον πατέρα τους χωρίς να του πει τίποτα, όταν πήγε να δει τι γίνεται βρήκε την πόρτα ξεκλείδωτη κι αυτό ήταν ένα σοκ, έμοιαζε σα να του έλεγαν «αφού το ήθελες τόσο πολύ πάρτο και βγάλε τα μάτια σου!» Έπρεπε να προστατέψει ότι θεωρούσε πολύτιμο εκεί μέσα, να ψάξει για κλειδαρά, να μην το αφήσει στο έλεος του θεού. Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκε εκεί μοναχός του ένιωθε τα φαντάσματα των αδερφών και των γονιών του να τριγυρνούν στα δωμάτια, οι παλιές μνήμες ζωντάνευαν, ήταν ένα αίσθημα πολύ παράξενο. Όποιο ντουλάπι κι αν άνοιγε του θύμιζε τον πατέρα και τη μάνα του που είχε πεθάνει εδώ και μια δεκαετία, στα συρτάρια υπήρχαν φωτογραφίες που του θύμιζαν άλλες εποχές, σκηνές από το γάμο των γονιών του, από το σχολείο όπου είχαν πάει τα αδέρφια του, τα ανίψια του τότε που ήταν μωρά, όλα αυτά ξέθαβαν αναμνήσεις στο μυαλό του που τις είχε αφήσει πίσω. Κάθε σημείο στις αποθήκες και τους στάβλους του θύμιζε τα παιδικά του χρόνια, όλα είχαν γίνει τόσο ξαφνικά που δεν μπορούσε να τα αφομοιώσει , ο χώρος εκείνος είχε κατοικηθεί για δεκαετίες από άλλους και τώρα έπρεπε με κάποιον τρόπο να τον κάνει δικό του, ήταν μια διαδικασία δύσκολη .
Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια επισκέπτονταν το πατρικό να δει τους γέρους γονείς του, πλήρωνε τους φόρους, στη διαθήκη που είχαν κάνει, τότε που μιλούσαν ακόμα τα αδέρφια, όριζαν ότι αυτός θα είχε την ιδιοκτησία μετά τον θάνατο του πατέρα του και φυσικά το είχε δεχτεί αφού οι άλλοι πήραν όλα τα υπόλοιπα. Πρώτη φορά του πρόφεραν κάτι τόσο μεγάλο, είχε συνηθίσει να παλεύει μοναχός του, του είχε γίνει δεύτερη φύση. Ένιωσε να φορτώνεται μια ευθύνη τεράστια, δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι στη μοίρα του. Ξεκίνησε να κάνει δουλειές στο τεράστιο κτήμα που περιέβαλε το σπίτι, ύστερα έπρεπε ν’ ασχοληθεί με τους δύο ορόφους που είχαν ένα σωρό δωμάτια κι έπειτα έπρεπε να φροντίσει με κάποιον τρόπο όλα εκείνα τα οικοδομήματα που είχε φτιάξει κάποτε ο πατέρας του για να στεγάσει τα ζώα και να φυλάει τις σοδειές τους. Όλα εκεί πέρα χρειαζόταν κάποια συντήρηση, κάποια επισκευή, ευτυχώς ο κάτω όροφος όπου ζούσε ο πατέρας του, ήταν σε καλή κατάσταση, ο αδελφός του, που είχε αναλάβει την κηδεμονία του και διαχειρίζονταν όλη την περιουσία, είχε ξοδέψει ένα σωρό λεφτά φτιάχνοντας μια σειρά από πράγματα, παράθυρα, κουζίνες, μπάνια, ηλιακούς, σόμπες, έκανε σχέδια να βάλει χέρι κι εκεί μέσα κάποια στιγμή.
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη, με το που έπιασαν οι βροχές κι ανέβηκε η θερμοκρασία τα χόρτα πήραν να θεριεύουν από το πουθενά, ο τόπος ολόκληρος είχε γίνει μια ζούγκλα, πήρε έναν τύπο ντόπιο που τα έκοψε με το μηχανάκι όμως εκείνα σε λίγο θέριεψαν ξανά. Αγόρασε ένα χορτοκοπτικό και βάλθηκε να τα κόψει μόνος του, ήταν μια δουλειά πολύ κουραστική όμως του άρεσε, είχε κάτι το καλλιτεχνικό, το μέρος γινόταν πολύ όμορφο, σαν γήπεδο ή σαν πάρκο με τα δέντρα να δεσπόζουν κι ένα πράσινο χαλί να απλώνεται, όμως όλο αυτό ήθελε δουλειά πολύ. Το μηχάνημα μπλοκάριζε κι έσβηνε, τ’ αυτιά του βούιζαν από το κροτάλισμα της μηχανής το σώμα του τραντάζονταν και πονούσε. Ο ήλιος τον χτυπούσε στο κεφάλι, σε κάποιο σημείο τα χόρτα ήταν τόσο σκληρά που έπαιρνε ώρα για να τα κόψει η μηχανή, βενζίνη τελείωνε γρήγορα κι έπρεπε να ξαναγεμίσει το μικρό ντεπόζιτο, σε κάποιες γωνιές υπήρχαν πέτρες που χαλούσαν τα μαχαίρια, αλλού πάλι είχαν φυτρώσει θάμνοι που αντιστέκονταν, τον είχε ζορίσει πολύ όμως στο τέλος όταν αντίκρισε όλη εκείνη την έκταση κουρεμένη σα να ήταν ένα γήπεδο του γκολφ, έμεινε πολύ ευχαριστημένος, ήταν όμορφο πραγματικά, έβγαλε μια φωτογραφία με το κινητό και την έστειλε στη γυναίκα του.
Σαν ήρθαν οι ζέστες, συνειδητοποίησε ότι όλα τα δέντρα και τα φυτά έπρεπε να ποτιστούν προτού πιάσουν να ξεραίνονται, αγόρασε ένα τεράστιο λάστιχο και ξεκίνησε να γεμίζει με νερό τους λάκκους γύρω από τις ρίζες. Η καλύτερη ώρα γι αυτή τη δουλειά ήταν αργά το βράδυ, κοντά στη δύση. Τη μέρα δεν μπορούσες να σταθείς, είχε ξεχάσει ότι ο ήλιος ήταν τόσο δυνατός στο χωριό, υποτίθεται ότι στην ύπαιθρο είχε δροσιά όμως η ζέστη ήταν κι εδώ αφόρητη. Στην αρχή η βρύση έβγαζε ελάχιστο νερό, φώναξε έναν υδραυλικό που τη διόρθωσε, τώρα το νερό ήταν άφθονο και τα δέντρα χόρταιναν τη δίψα τους . Πάντα του άρεσε να δουλεύει μες τα νερά και καθώς το κτήμα ήταν τεράστιο, χρειαζόταν τουλάχιστον ένα δίωρο μέχρι να τελειώσει όταν νύχτωνε πια. Όταν δοκίμασε να κοιμηθεί εκεί πέρα του έκανε εντύπωση η απόλυτη ησυχία, τόσα χρόνια στην πόλη είχε μάθει τους θορύβους της νύχτας, τα αμάξια, τις φωνές, τους καυγάδες που άκουγες από τα ανοιχτά παράθυρα, τα ραδιόφωνα των αυτοκινήτων που περνούσαν. Εδώ δεν υπήρχε τίποτα, μέσα στην ησυχία άκουγε κάποιο χορτάρι που τσακίζονταν, σκεφτόταν «τι να είναι αυτό τώρα , γάτα ή κλέφτης;" και πετάγονταν όρθιος, ευτυχώς στο σπίτι υπήρχε ένα μεγάλο κλιματιστικό, το άναψε και παρόλο που δεν συμπαθούσε τούτα τα μηχανήματα κοιμήθηκε χωρίς να παίρνει φωτιά το σώμα του από τη ζέστη.
Εκεί ησύχαζε κι από τη γυναίκα του, μπορούσε να κυκλοφορεί με τα παπούτσια μέσα στο σπίτι και να μη φοβάται μήπως πέσουν ψίχουλα στο πάτωμα. Άρχισε να κουβαλά τα βιβλία του που έπιαναν ένα δωμάτιο ολόκληρο κι η γυναίκα του δεν ήξερε τι να τα κάνει. Εδώ υπήρχε χώρος άφθονος και σύντομα έφτιαξε μια βιβλιοθήκη πολύ ωραία. Όταν δεν είχε τι να κάνει καθόταν και τα ξεφύλλιζε, ιδίως κάτι αρχαίους συγγραφείς που αγαπούσε, στην ερημιά και την ησυχία συγκεντρωνόσουν αλλιώτικα, έβρισκες πράγματα που δεν είχες το χρόνο να προσέξεις μέσα στο άγχος της πόλης. Γυρνούσε πίσω ανανεωμένος, δεν χρειαζόταν διακοπές , του αρκούσε να πηγαίνει εκεί, να ποτίζει τα δέντρα και να περιποιείται το μέρος, να κάνει διορθώσει στις παλιές πόρτες, να βάφει τα δωμάτια που είχαν να δουν μπογιά χρόνια. Κάθε φορά ανακάλυπτε μια γωνιά καινούρια, ένα σημείο που δεν το είχε προσέξει, μια πόρτα, το πατάρι, τη στέγη, τα παλιό, μεγάλο τζάκι που είχε χτίσει ο παππούς του τοποθετώντας χρωματιστά πλακάκια γύρω από την εστία, ένα σημείο στο χωράφι, μια πέτρα, έναν θάμνο που δεν είχε δει πρωτύτερα. Τη νύχτα αντίκριζε τα αστέρια που φαινόταν πεντακάθαρα να αυλακώνουν τον φωτεινό ουρανό, ξυπνούσε από τον ήχο της βροχής, ένιωθε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του…
Γύρω στα τέλη του φθινοπώρου, με τη δύση των Πλειάδων όπως έγραφαν τα βιβλία των αρχαίων που είχε φέρει μαζί του, συνειδητοποίησε ότι πρέπει να μαζεύει τα ξύλα από το κλάδεμα των δέντρων που υπήρχαν στο κτήμα, όχι μόνο των χοντρών αλλά και των πιο λιανών που χρειάζονταν για προσανάμματα. Άρχισε να τα συγκεντρώνει , στοίβαξε ένα βουνό από κλωνάρια στον τεράστιο στάβλο και τα άφησε εκεί για να μένουν στεγνά. Όπως κουβαλούσε τα κλαδιά, ένας γείτονας του είπε ότι μια φλαμουριά είχε ψηλώσει πάρα πολύ κι αν έπιανε κανένας αέρας από το νοτιά θα μπορούσε να ρίξει το δέντρο πάνω στο σπίτι και να γκρεμίσει τη στέγη του, αυτό ήταν άλλο ένα σοκ. Πήρε ένα πριόνι και σκαρφάλωσε στο τεράστιο δέντρο. Με πολύ κόπο έκοψε ένα πελώριο, κάθετο κλαδί που κατρακύλησε κι έσκασε με πάταγο στο χώμα .Κατεβαίνοντας , πάτησε κάπου κι ένιωσε ένα κρακ, κάποιο ξύλο ήταν σάπιο, αισθάνθηκε το σώμα του να κρεμιέται μια στιγμή κι ύστερα να πέφτει , αντανακλαστικά δοκίμασε να πιαστεί από κάπου όμως δεν τα κατάφερε κι έπεσε στο έδαφος. Ήταν σίγουρος ότι θα πάθαινε μεγάλη ζημιά όμως δεν τραντάχτηκε άσχημα όταν ακούμπησε στο χώμα. Δοκίμασε να κουνήσει τα μέλη του και ήταν εντάξει, πρέπει να είχε πέσει από ένα ύψος άνω των τριών μέτρων. Ψηλάφισε γύρω το σημείο και είδε ότι είχαν φυτρώσει ένα κάρο παρακλάδια κοντά στη ρίζα. Είχαν φτιάξει ένα είδος μαλακού υποστρώματος, εκείνα τον είχαν σώσει, μπορούσε να είχε σπάσει τη μέση του ή κάποιο άλλο μέλος , μπορούσε απλά να είχε σκοτωθεί και να μη τον πάρει κανένας χαμπάρι.
Το δεξί του πόδι πονούσε , σήκωσε τη φόρμα και είδε κάτι γδαρσίματα και κάτι μελανιές που δεν τον ένοιαζαν όμως είχε τρομάξει πολύ. Πήγε στον ντους κι έκανε ένα μπάνιο καυτό, ύστερα άναψε το μεγάλο τζάκι κι άρχισε να ρίχνει ότι κούτσουρα και ξύλα είχε φέρει, βλέποντας τις φλόγες η ψυχολογία του που ήταν χάλια άρχισε ν’ ανεβαίνει ξανά. Πάντα του άρεσε η φωτιά και είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να την ανάψει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Έφερε από το στάβλο ένα σωρό προσανάμματα που τα έκοβε με το κλαδευτήρι, όταν τα έριχνε στη φωτιά εκείνα καίγονταν κάνοντας έναν ήχο χαρακτηριστικό ,κρατς –κρατς, αυτός ο ήχος του άρεσε πολύ. Τράβηξε έναν καναπέ και τον έφερε ακριβώς αντίκρυ στο τζάκι , καθόταν εκεί πέρα ενώ στο μυαλό του στριφογύριζε η ιδέα ότι μπορούσε να είχε σκοτωθεί. Κοιτούσε τα κάρβουνα που είχαν γίνει κατακόκκινα και πύρωναν εξαπολύοντας τη θερμότητά τους, κι έπειτα εστίαζε στα χρωματιστά πλακάκια με τα κόκκινα και τα άσπρα σχέδια γύρω από την εστία. Για ώρα πολύ οι σκέψεις στριφογυρνούσαν στο νου και δεν τον άφηναν να ησυχάσει, σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή να δει το δέντρο που παραλίγο να τον σκοτώσει, ο πατέρας του το είχε φυτέψει τότε που ήταν μικρά, δίπλα σε μια βρύση όπου πότιζαν τα ζώα τους, κι εκείνο, βρίσκοντας υγρασία μπόλικη είχε γίνει θηρίο. Μέσα στο φως των αστεριών έμοιαζε επιβλητικό δίπλα στο παλιό σπίτι. Γύρισε πίσω να ρίξει κι άλλα ξύλα, το θέαμα των φλογών τον απορροφούσε ολοένα και περισσότερο ώσπου σιγά- σιγά το μυαλό του άδειασε από κάθε σκέψη. Κοντά στα μεσάνυχτα κοιμήθηκε ακούγοντας φωνές από τα παλιά, φιγούρες έμοιαζαν να κινούνται στα σκοτεινά δωμάτια, φοβήθηκε λίγο έπειτα όμως σκέφτηκε ότι όλα αυτά δεν μπορούσε να είναι αληθινά. Όταν ξύπνησε οι φλόγες ακόμα έκαιγαν .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου