« Εκείνες τις μεγάλες πλάκες δεν πρέπει να τις σηκώνεις ποτέ, από κάτω τους υπάρχουν δαιμόνια που αν βγουν στο φως μπορεί να σκορπίσουν παντού κι άντε να τα μαζέψεις έπειτα», τέτοιες ιστορίες άκουγε όταν ήταν παιδί. Άλλες φορές πάλι οι μεγάλοι έλεγαν για κάποιον που ξεκίνησε να πάει στο χωράφι πολύ πρωί, μέσα στη νύχτα, κι όταν πέρασε από τα μαντριά όπου υπήρχαν κοπάδια, οι σκύλοι όρμησαν στο κάρο, το άλογο που το έσερνε τρόμαξε κι άρχισε να τρέχει σαν παλαβό ρίχνοντας κάτω τον άνθρωπο που σκοτώθηκε. Μαζεύονταν τότε σε μια καφετέρια κι έβλεπαν βιντεοταινίες, ένας τύπος μελαχρινός με μια τούφα άσπρα μαλλιά στα δεξιά του κεφαλιού του, καθόταν στο μπαρ εκεί πέρα. Όλοι τον ήξεραν επειδή είχε βενζινάδικο, έπινε από ένα ποτήρι ψηλό, κι έλεγε όλη την ώρα τέτοιες ιστορίες, μιλούσε για μια παρέα που πήγε με το τρακτέρ να μαζέψει τσάι του βουνού που φύτρωνε σε μεγάλο υψόμετρο κι εκεί, σε μια στροφή του δρόμου, το τρακτέρ τους γλίστρησε κι έπεσε σ’ έναν γκρεμό. Τα τρακτέρ εκείνη την εποχή δεν είχαν κουβούκλιο κι οι δυο που επέβαιναν πήδηξαν από την αντίθετη μεριά όμως ο τρίτος που οδηγούσε, έκανε το λάθος μέσα στη σαστιμάρα του κι έπεσε από τη μεριά του γκρεμού για να σκοτωθεί τελικά. Αυτή ήταν μια ιστορία που τη συζητούσαν όλοι στο χωριό και την είχε ακούσει στην καφετέρια από τον τύπο με την άσπρη τούφα, πολλές φορές…
Το Πάσχα που επέστρεφε
στο χωριό θυμόταν κάθε φορά τις παλιές ιστορίες καθώς προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε αλλάξει γύρω.
Το βουνό έστεκε πάντα αγέρωχο ατενίζοντας τον κάμπο, όμως πολλά δεν ήταν όπως τα θυμόταν. Ψάχνοντας να βρει το
παλιό λιθόστρωτο παιδεύτηκε πολύ, εκεί πέρα υπήρχαν οι πλάκες που έλεγαν ότι
δεν έπρεπε να τις σηκώνεις για να μην
απελευθερώσεις τους δαίμονες.
Αναζητώντας τα παλιά σημάδια κατάλαβε ότι κάποιος ηλίθιος είχε φτιάξει ένα εργοστάσιο και τα είχε σκεπάσει
όλα, έβαλε φράχτες παντού, δεν άφησε τίποτα και κανείς δε σκέφτηκε να του πει «έ τι κανείς εδώ πέρα
!» Κι έπειτα το παλιό γεφύρι, το πέτρινο, στη στροφή καθώς έμπαινες στον παλιό
οικισμό, κι εκείνο το είχαν τσιμεντάρει
και πάει. Το παλιό σιντριβάνι απ’ όπου
έπιναν τα ζώα είχε εξαφανιστεί, είχαν χτίσει κάτι αποθήκες τεράστιες
δίπλα του που το έκρυβαν εντελώς. Στον κάμπο κάτω, τα μαντριά όπου ο σκύλοι
είχαν γκρεμίσει το κάρο κι είχαν σκοτώσει τον επιβάτη του, όλα είχαν εγκαταλειφθεί, οι ποτίστρες απ’ όπου έπιναν
κάποτε τα ζώα έμοιαζαν διαλυμένες, το νερό τους έτρεχε όπου να ναι. Ευτυχώς το τοπίο είχε μείνει ίδιο, το όρος εκεί
ψηλά όπου σκοτώθηκε ο άνθρωπος που είχε πάει να
μαζέψει τσάι άγριο, τον σιδερίτη όπως το
λέγανε τώρα, φάνταζε αγέρωχο όπως παλιά αν και δεν του φαινόταν πια τόσο
τεράστιο. Κάπου εκεί στις τρεις κορφές
που δέσποζαν πρέπει να βρίσκονταν το σημείο όπου είχε πέσει το τρακτέρ στο
γκρεμό, λογικά θα έπρεπε να υπήρχε ακόμα
εκεί πάνω. Περπατώντας στα παλιά μονοπάτια βρήκε έναν βράχο μεγάλο γύρω από τον οποίο έπαιζαν κάποτε, αλλιώς τον θυμόταν, σα να ήταν στραμμένος σε άλλη κατεύθυνση όμως
ήταν εκεί και κανείς δεν τον πρόσεχε αλλά γι αυτόν ήταν κάτι συγκινητικό να τον
ανακαλύπτει ξανά.
Εκτός από το τοπίο
κι οι άνθρωποι εκεί πέρα είχαν αλλάξει, βγαίνοντας καμιά βόλτα συναντούσε
εκείνους που γυρνούσαν από τη Γερμανία, είχαν ξενιτευτεί
πριν από δεκαετίες κι είχαν φτύσει
αίμα, ένας από αυτούς του είπε
«την επόμενη μέρα που θα βγω στη
σύνταξη γυρνώ εδώ, έχω κλείσει ήδη εισιτήριο !» Άλλοι πάλι είχαν φτιάξει ήδη τα
σπίτια τους τα πατρικά, τα είχαν κάνει καινούρια, ήθελε να τους ρωτήσει «έ
παιδιά που πήγατε, πως πήγατε, πως τα
περάσατε όλα αυτά τα χρόνια, πως ήταν οι
άνθρωποι εκεί πάνω;» όλοι όμως ήταν κουμπωμένοι. Συχνά έβλεπε τις αναρτήσεις
τους στο ιντερνέτ, όλοι φαίνονταν να είχαν μείνει στην εποχή που έφυγαν, που να
αφομοιώσουν τη νοοτροπία των σκοτεινών βόρειο ευρωπαίων, δεν μπορούσε να
καταλάβει γιατί έπρεπε να πάνε τόσο
μακριά ψάχνοντας την τύχη τους.
Όσοι είχαν μείνει
πίσω είχαν κλειστεί στο καβούκι τους καθώς ήταν πλέον
αυτάρκεις, είχαν φαγητό από το σούπερ
μάρκετ όποτε ήθελαν, είχαν
αυτοκίνητα για να ταξιδεύουν όλη την
ώρα, τηλεοράσεις και διαδίκτυο για τη διασκέδαση τους, τηλέφωνα για να επικοινωνούν
οπότε ο γείτονας δεν τους
ήταν απαραίτητος, αυτό όμως διέλυε τον ιστό κι εκείνης της
κοινότητας. Όλοι έμοιαζαν απόμακροι κι αν τους συναντούσες στο δρόμο μπορεί και
να μη σου έλεγαν καλημέρα. Όλοι φαίνονταν αλλιώτικοι εκτός από το παιδί που είχε το βενζινάδικο,
ήταν ο γιος του τύπου με την άσπρη τούφα που κάποτε διηγούνταν ιστορίες στην καφετέρια. Μια φορά που δεν μπορούσε
να βάλει μπρος στο χορτοκοπτικό τον είχε
βοηθήσει δοκιμάζοντας το πενήντα φορές, προσπαθούσε
επίμονα ώρα πολύ γυρίζοντας έναν διακόπτη και δοκιμάζοντας το γκάζι, τα χέρια του είχαν γδαρθεί τραβώντας το σκοινί
εκκίνησης με όλη του τη δύναμη και
τελικά το ξεμπούκωσε όπως είπε και το μοτέρ
δούλευε μια χαρά, δεν μπορούσε να
το πιστέψει ότι κάποιος εκεί πέρα θα τον βοηθούσε τόσο πολύ. Κι όταν είχε
τελειώσει η μεσινέζα, η σκληρή κλωστή που κόβει το γρασίδι, του έδωσε το δικό
το, ένα πολύ δυνατό μηχάνημα, «
πάρτο αλλά σε παρακαλώ πρόσεχε μην το χαλάσεις σε καμιά πέτρα !» - « εννοείται ρε φίλε!» του είπε
αυτός. Τελείωσε τη δουλειά του χρησιμοποιώντας
το καταπληκτικό χορτοκοπτικό του
βενζινά, και πήγε να του δώσει χρήματα όμως ο άλλος ήταν ανένδοτος, δεν ήθελε
τίποτα, δεν το συζητούσε, « Άμα κάνεις
το καλό θα το βρεις με κάποιο τρόπο» του
είπε, δεν το πίστευε ότι άκουγε τέτοια κουβέντα σ’ εκείνο το μέρος, δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει.
«Ερχόσουν στην καφετέρια του Ψ έτσι δεν
είναι;» άκουσε μια φωνή καθώς έφευγε. Γύρισε
και είδε τον τύπο που έλεγε ιστορίες παλιές,
τότε που πήγαιναν να δουν βιντεοταινίες. Τα μαλλιά του είχαν γίνει πια
όλα άσπρα, δεν ξεχώριζε η χαρακτηριστική
τούφα όμως κατά τα άλλα δεν είχε αλλάξει πολύ. «Ναι σε θυμάμαι, καθόσουν πάντα
στον πάγκο κι έπινες ουίσκι από ένα ψηλό ποτήρι» του είπε αυτός κι ο άλλος
γέλασε. «Άμα θες έλα το βράδυ στο Ρέμα, στην ταβέρνα όπου μαζευόμαστε και τα λέμε, θα είναι κι άλλοι που τους ξέρεις
σίγουρα» - «εντάξει» είπε αυτός.
Ήταν περίεργος να
μάθει τι είχαν κάνει οι φίλοι του από το σχολείο όλα αυτά τα χρόνια, όμως ήξερε
ότι αυτές οι συναντήσεις είναι πάντα περίεργες,
υπάρχει αμηχανία επειδή είναι σαν απολογισμός ζωής, καθένας πρέπει να δείξει αν πέτυχε ή αν απέτυχε
κι αυτό είναι οδυνηρό πολλές φορές. Στην
ταβέρνα που ήταν πολύ ωραία, υπήρχαν αρκετοί γνωστοί από το παρελθόν που δυσκολεύτηκε να
τους γνωρίσει. Άλλος είχε χάσει μαλλιά, άλλος είχε βάλει κιλά, οι γυναίκες είχαν μεταμορφωθεί περισσότερο, μερικές έστεκαν καλά αλλά και πάλι υπήρχε μια ατμόσφαιρα
φθοράς πάνω τους. Είπε μερικές κουβέντες
με όσους τον πλησίασαν, μερικοί
δεν ήρθαν καθόλου κοντά του, «καλύτερα» σκέφτηκε μέσα του και κάθισε με τον πατέρα του βενζινά που πρέπει να
πλησίαζε τα ογδόντα αλλά φαίνονταν σε πολύ καλή κατάσταση. «Πως έγινε έτσι ο Παλιόδρομος;»
τον ρώτησε, έτσι έλεγαν το παλιό λιθόστρωτο που πρέπει να είχε φτιαχτεί πριν
από εκατό ή και περισσότερα χρόνια. «Άσε,
μη τα συζητάς» του είπε ο βενζινάς, « έκανα φασαρία όταν τον χάλασαν, κόντεψα να πιαστώ στα χέρια με το
δήμαρχο, ευτυχώς άφησαν ένα κομμάτι
απείραχτο, άμα θέλεις μπορούμε να πάμε να το δούμε…»
«Όταν ήμουν μικρός…» συνέχισε θυμίζοντας τον άνθρωπο που έπινε
ουίσκι στην καφετέρια λέγοντας ιστορίες όπως τότε, «…περνούσαμε από κει με τα μουλάρια μας. Πηγαίναμε στον κάμπο να μαζέψουμε καπνό, πάντα μου άρεσε
να χαζεύω όπως καβάλαγα, το μέρος γύρω, ιδίως μια στροφή του Παλιόδρομου, κοντά σε μια
σπηλιά όπου φώλιαζαν αλεπούδες, ασβοί κι
άλλα ζώα που δεν τα βλέπαμε ποτέ, μόνο τα χώματα έξω από τις τρύπες που έσκαβαν φαίνονταν.
Tο μέρος λεγόταν Πηγές της
Αβύσσου επειδή εκεί έτρεχε κάποτε νερό
που στέρεψε μετά από έναν σεισμό πολύ
δυνατό. Εκεί ακριβώς, στη στροφή, υπήρχαν
οι πλάκες που έλεγαν ότι δεν έπρεπε να τις σηκώσεις» -- «θυμάμαι που το έλεγες » του είπε αυτός. «Μια από κείνες τις πλάκες είχαμε δοκιμάσει να τις σηκώσουμε κάποτε, ήμασταν εγώ κι ο Ψ, εκείνος που είχε την καφετέρια,
τον θυμάσαι;» «ναι βέβαια» είπε αυτός. «Μια νύχτα που λες πήγαμε να σηκώσουμε
την πλάκα, είμασταν γεροί τότε,
δεν ήταν πολύ βαριά, είχε φεγγάρι και μπορούσες να δεις όμως από κάτω δε φαίνονταν τίποτα. Στην αρχή δεν έγινε τίποτα
κι αρχίσαμε να γελάμε, «μα τι χαζομάρες μας έλεγαν οι παππούδες», όμως ύστερα ακούστηκε ένας
θόρυβος σαν να φυσούσε από κάπου,
σαν να έβγαινε αέρας με ορμή, ξαφνικά η
σπηλιά σαν να ζωντάνεψε και τα κλαδιά των δέντρων που
φύτρωναν στην είσοδο της άρχισαν να κουνιούνται, στις τρύπες των
αλεπούδων τα χώματα στριφογύριζαν σαν ανεμοστρόβιλοι, είδαμε τουλάχιστον τρία ζώα μικρά να βγαίνουν από τις φωλιές τους και να
χάνονται μέσα στα πουρνάρια σα να τα κυνηγούσε
κάτι. «Τι στο διάβολο γίνεται;» λέγαμε μεταξύ μας. Πάμε να φύγουμε! Φώναξα εγώ και τότε, το λέω κι
ανατριχιάζω, ακούστηκαν τα πέταλα αλόγου
που έτρεχε πάνω στις πλάκες αλλά γύρω
δεν φαίνονταν τίποτα, ήταν το πιο τρομαχτικό πράγμα που έχω νιώσει στη ζωή μου.»