Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

« Εκείνες  τις μεγάλες πλάκες δεν πρέπει να τις σηκώνεις ποτέ, από κάτω τους  υπάρχουν δαιμόνια που αν βγουν στο φως μπορεί να σκορπίσουν παντού κι άντε να τα μαζέψεις έπειτα», τέτοιες ιστορίες άκουγε όταν ήταν παιδί. Άλλες φορές πάλι οι μεγάλοι έλεγαν  για κάποιον που ξεκίνησε να πάει στο χωράφι πολύ πρωί, μέσα στη νύχτα,  κι όταν πέρασε από τα μαντριά όπου υπήρχαν κοπάδια, οι σκύλοι όρμησαν στο κάρο, το άλογο που το έσερνε τρόμαξε κι άρχισε να τρέχει σαν παλαβό ρίχνοντας κάτω τον άνθρωπο  που σκοτώθηκε.  Μαζεύονταν τότε σε μια καφετέρια κι έβλεπαν βιντεοταινίες, ένας τύπος μελαχρινός με μια τούφα άσπρα μαλλιά στα δεξιά του κεφαλιού του,  καθόταν στο μπαρ εκεί πέρα. Όλοι τον ήξεραν επειδή είχε βενζινάδικο,  έπινε  από ένα ποτήρι ψηλό, κι έλεγε όλη την ώρα  τέτοιες ιστορίες,  μιλούσε για μια παρέα που πήγε με το τρακτέρ  να μαζέψει τσάι του βουνού που φύτρωνε σε μεγάλο υψόμετρο κι εκεί, σε μια στροφή του δρόμου, το τρακτέρ τους γλίστρησε κι έπεσε σ’ έναν  γκρεμό. Τα τρακτέρ εκείνη την εποχή δεν είχαν κουβούκλιο κι οι δυο που επέβαιναν πήδηξαν από την αντίθετη μεριά όμως ο τρίτος που οδηγούσε, έκανε το λάθος μέσα στη σαστιμάρα του κι έπεσε από τη μεριά του γκρεμού για να σκοτωθεί τελικά. Αυτή ήταν μια ιστορία  που τη συζητούσαν όλοι στο χωριό και την είχε ακούσει στην καφετέρια από τον τύπο με την άσπρη τούφα,  πολλές φορές…

Το Πάσχα που επέστρεφε  στο χωριό  θυμόταν κάθε φορά τις παλιές ιστορίες καθώς  προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε αλλάξει γύρω. Το βουνό  έστεκε πάντα αγέρωχο  ατενίζοντας τον κάμπο, όμως πολλά  δεν ήταν όπως τα θυμόταν.  Ψάχνοντας να  βρει  το παλιό λιθόστρωτο παιδεύτηκε πολύ, εκεί πέρα υπήρχαν οι πλάκες που έλεγαν ότι δεν έπρεπε  να τις σηκώνεις για να μην απελευθερώσεις τους  δαίμονες. Αναζητώντας  τα παλιά σημάδια  κατάλαβε ότι κάποιος  ηλίθιος  είχε φτιάξει ένα εργοστάσιο και τα είχε   σκεπάσει όλα, έβαλε φράχτες παντού, δεν άφησε   τίποτα και κανείς  δε σκέφτηκε να του πει «έ τι κανείς εδώ πέρα !» Κι έπειτα το παλιό γεφύρι, το πέτρινο, στη στροφή καθώς έμπαινες στον παλιό οικισμό,  κι εκείνο το είχαν τσιμεντάρει και πάει.  Το παλιό σιντριβάνι απ’ όπου έπιναν  τα ζώα  είχε εξαφανιστεί,   είχαν χτίσει κάτι αποθήκες  τεράστιες  δίπλα του που το έκρυβαν εντελώς.  Στον κάμπο κάτω, τα μαντριά όπου ο σκύλοι είχαν γκρεμίσει το κάρο κι είχαν σκοτώσει τον επιβάτη του, όλα  είχαν εγκαταλειφθεί, οι  ποτίστρες απ’  όπου έπιναν  κάποτε τα ζώα έμοιαζαν διαλυμένες,  το νερό τους έτρεχε όπου να ναι.  Ευτυχώς το τοπίο είχε μείνει ίδιο, το όρος εκεί ψηλά όπου σκοτώθηκε ο άνθρωπος που είχε πάει   να μαζέψει  τσάι άγριο, τον σιδερίτη όπως το λέγανε τώρα, φάνταζε αγέρωχο όπως παλιά αν και δεν του φαινόταν πια τόσο τεράστιο. Κάπου  εκεί στις τρεις κορφές που δέσποζαν πρέπει να βρίσκονταν το σημείο όπου είχε πέσει το τρακτέρ στο γκρεμό, λογικά θα έπρεπε  να υπήρχε ακόμα εκεί πάνω. Περπατώντας στα παλιά μονοπάτια  βρήκε έναν βράχο μεγάλο γύρω από τον οποίο  έπαιζαν κάποτε,  αλλιώς τον θυμόταν,  σα να ήταν στραμμένος σε άλλη κατεύθυνση όμως ήταν εκεί και κανείς δεν τον πρόσεχε αλλά γι αυτόν ήταν κάτι συγκινητικό να τον ανακαλύπτει ξανά.

Εκτός από το τοπίο κι οι άνθρωποι εκεί πέρα είχαν αλλάξει, βγαίνοντας καμιά βόλτα συναντούσε εκείνους  που  γυρνούσαν από τη Γερμανία, είχαν ξενιτευτεί πριν από δεκαετίες   κι είχαν φτύσει αίμα,  ένας από αυτούς  του είπε  «την επόμενη μέρα που θα βγω   στη σύνταξη γυρνώ εδώ, έχω κλείσει ήδη εισιτήριο !» Άλλοι πάλι είχαν φτιάξει ήδη τα σπίτια τους τα πατρικά, τα είχαν κάνει καινούρια, ήθελε να τους ρωτήσει «έ παιδιά  που πήγατε, πως πήγατε, πως τα περάσατε όλα αυτά τα  χρόνια, πως ήταν οι άνθρωποι εκεί πάνω;» όλοι όμως ήταν κουμπωμένοι. Συχνά έβλεπε τις αναρτήσεις τους στο ιντερνέτ,  όλοι φαίνονταν  να είχαν μείνει στην εποχή που έφυγαν, που να αφομοιώσουν τη νοοτροπία των σκοτεινών βόρειο ευρωπαίων, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε  να πάνε τόσο μακριά ψάχνοντας την τύχη τους.

Όσοι είχαν μείνει πίσω  είχαν  κλειστεί στο καβούκι τους καθώς ήταν πλέον αυτάρκεις,  είχαν φαγητό από το σούπερ μάρκετ όποτε ήθελαν,  είχαν αυτοκίνητα  για να ταξιδεύουν όλη την ώρα, τηλεοράσεις και διαδίκτυο για τη διασκέδαση τους, τηλέφωνα για να  επικοινωνούν  οπότε ο γείτονας  δεν τους ήταν  απαραίτητος,  αυτό όμως διέλυε τον ιστό κι εκείνης της κοινότητας. Όλοι έμοιαζαν απόμακροι κι αν τους συναντούσες στο δρόμο μπορεί και να μη σου έλεγαν καλημέρα. Όλοι φαίνονταν  αλλιώτικοι  εκτός από το παιδί που είχε το βενζινάδικο, ήταν ο γιος του τύπου με την άσπρη τούφα που κάποτε διηγούνταν  ιστορίες στην καφετέρια. Μια φορά που δεν μπορούσε να βάλει μπρος στο χορτοκοπτικό  τον είχε βοηθήσει  δοκιμάζοντας το πενήντα φορές, προσπαθούσε επίμονα ώρα πολύ γυρίζοντας έναν διακόπτη και δοκιμάζοντας το γκάζι,  τα χέρια του είχαν γδαρθεί τραβώντας το σκοινί εκκίνησης  με όλη του τη δύναμη και τελικά το ξεμπούκωσε όπως είπε και το μοτέρ   δούλευε μια χαρά,  δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι κάποιος εκεί πέρα θα τον βοηθούσε τόσο πολύ. Κι όταν είχε τελειώσει η μεσινέζα, η σκληρή κλωστή που κόβει το γρασίδι, του έδωσε το δικό το,  ένα πολύ δυνατό μηχάνημα, « πάρτο  αλλά σε παρακαλώ πρόσεχε  μην το χαλάσεις σε καμιά πέτρα !» -  « εννοείται ρε φίλε!»   του είπε  αυτός. Τελείωσε  τη δουλειά του χρησιμοποιώντας το καταπληκτικό χορτοκοπτικό  του βενζινά,  και πήγε  να του δώσει χρήματα  όμως ο άλλος ήταν ανένδοτος, δεν ήθελε τίποτα, δεν το συζητούσε, «  Άμα κάνεις το καλό θα το βρεις με κάποιο τρόπο»  του είπε,  δεν το πίστευε ότι  άκουγε τέτοια κουβέντα σ’  εκείνο το μέρος, δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει.  «Ερχόσουν στην καφετέρια του Ψ έτσι δεν είναι;»  άκουσε μια φωνή καθώς έφευγε. Γύρισε και είδε τον τύπο που έλεγε ιστορίες παλιές,  τότε που πήγαιναν να δουν βιντεοταινίες. Τα μαλλιά του είχαν γίνει πια όλα άσπρα,  δεν ξεχώριζε η χαρακτηριστική τούφα όμως κατά τα άλλα δεν είχε αλλάξει πολύ. «Ναι σε θυμάμαι, καθόσουν πάντα στον πάγκο κι έπινες ουίσκι από ένα ψηλό ποτήρι» του είπε αυτός κι ο άλλος γέλασε. «Άμα θες έλα το βράδυ στο Ρέμα, στην  ταβέρνα όπου μαζευόμαστε και τα  λέμε, θα είναι κι άλλοι που τους ξέρεις σίγουρα» - «εντάξει» είπε αυτός.  

Ήταν περίεργος να μάθει τι είχαν κάνει οι φίλοι του από το σχολείο όλα αυτά τα χρόνια, όμως ήξερε ότι  αυτές οι συναντήσεις είναι πάντα περίεργες, υπάρχει αμηχανία επειδή είναι σαν απολογισμός ζωής,  καθένας πρέπει να δείξει αν πέτυχε ή αν απέτυχε κι αυτό  είναι οδυνηρό πολλές φορές. Στην ταβέρνα που ήταν πολύ ωραία, υπήρχαν αρκετοί  γνωστοί από το παρελθόν που δυσκολεύτηκε να τους γνωρίσει. Άλλος είχε χάσει μαλλιά, άλλος είχε βάλει κιλά, οι γυναίκες  είχαν μεταμορφωθεί περισσότερο,  μερικές έστεκαν καλά αλλά και πάλι υπήρχε μια ατμόσφαιρα φθοράς πάνω τους. Είπε μερικές κουβέντες  με όσους τον πλησίασαν,  μερικοί δεν ήρθαν καθόλου κοντά του, «καλύτερα» σκέφτηκε μέσα του και  κάθισε με τον πατέρα του βενζινά που πρέπει να πλησίαζε τα ογδόντα αλλά φαίνονταν σε πολύ καλή κατάσταση. «Πως έγινε έτσι ο Παλιόδρομος;» τον ρώτησε,  έτσι έλεγαν το παλιό  λιθόστρωτο που πρέπει να είχε φτιαχτεί πριν από εκατό ή και περισσότερα χρόνια.  «Άσε, μη τα συζητάς» του είπε ο βενζινάς, « έκανα φασαρία όταν τον χάλασαν,  κόντεψα να πιαστώ στα χέρια με το δήμαρχο,  ευτυχώς άφησαν ένα κομμάτι απείραχτο, άμα θέλεις μπορούμε να πάμε να το δούμε…»

 «Όταν ήμουν μικρός…»  συνέχισε θυμίζοντας τον άνθρωπο που έπινε ουίσκι στην καφετέρια λέγοντας ιστορίες όπως τότε,  «…περνούσαμε από  κει με τα μουλάρια μας. Πηγαίναμε  στον κάμπο να μαζέψουμε καπνό, πάντα μου άρεσε να χαζεύω όπως καβάλαγα,  το μέρος γύρω,  ιδίως μια στροφή του Παλιόδρομου, κοντά σε μια σπηλιά  όπου φώλιαζαν αλεπούδες, ασβοί κι άλλα ζώα που δεν τα βλέπαμε ποτέ,  μόνο  τα χώματα έξω από τις τρύπες που έσκαβαν φαίνονταν. Tο μέρος λεγόταν Πηγές της Αβύσσου επειδή εκεί  έτρεχε κάποτε νερό που στέρεψε μετά  από έναν σεισμό πολύ δυνατό.  Εκεί ακριβώς, στη στροφή, υπήρχαν οι πλάκες που έλεγαν ότι δεν έπρεπε να τις σηκώσεις» -- «θυμάμαι που το έλεγες »  του είπε αυτός. «Μια από κείνες τις πλάκες  είχαμε δοκιμάσει να τις σηκώσουμε κάποτε,  ήμασταν εγώ κι ο Ψ, εκείνος που είχε την καφετέρια, τον θυμάσαι;» «ναι βέβαια» είπε αυτός. «Μια νύχτα που λες πήγαμε να σηκώσουμε την   πλάκα, είμασταν  γεροί τότε,  δεν ήταν πολύ βαριά, είχε φεγγάρι και μπορούσες να δεις όμως από  κάτω δε φαίνονταν τίποτα.  Στην αρχή δεν έγινε  τίποτα  κι αρχίσαμε να γελάμε, «μα τι χαζομάρες μας έλεγαν οι παππούδες»,  όμως ύστερα  ακούστηκε ένας  θόρυβος σαν  να φυσούσε από κάπου,  σαν να έβγαινε αέρας με ορμή, ξαφνικά η σπηλιά  σαν να  ζωντάνεψε και τα κλαδιά των δέντρων που φύτρωναν στην είσοδο της   άρχισαν να κουνιούνται, στις τρύπες των αλεπούδων τα χώματα στριφογύριζαν σαν ανεμοστρόβιλοι,  είδαμε τουλάχιστον τρία ζώα μικρά  να βγαίνουν από τις φωλιές τους και να χάνονται  μέσα στα πουρνάρια σα να τα κυνηγούσε κάτι. «Τι στο διάβολο γίνεται;» λέγαμε μεταξύ μας. Πάμε να φύγουμε!  Φώναξα εγώ και τότε, το λέω κι ανατριχιάζω,  ακούστηκαν τα πέταλα αλόγου που έτρεχε  πάνω στις πλάκες αλλά γύρω δεν φαίνονταν τίποτα, ήταν το πιο τρομαχτικό πράγμα που έχω νιώσει στη ζωή μου.»

 

 

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

ΩΣ ΚΟΙΝΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΝ

Κοίταξε τον κάμπο απέναντι που είχε γεμίσει από σκηνές  και άλογα, ένα λεφούσι πελώριο απλώνονταν   μέχρι εκεί που έβλεπε  το μάτι σου. Έξω από τα τείχη  οι πολιορκητές  τραγουδούσαν σαν να ήταν σίγουροι ότι η πόλη θα έπεφτε στα χέρια τους γρήγορα, ήχοι από όργανα,  κρότοι κι αλαλαγμοί που έφταναν ως τον ουρανό. Ο Καστροφύλακας περνούσε όλη την ώρα   να επιθεωρήσει τις σκοπιές και τους στρατιώτες  που αναστήλωναν τα τείχη,  στις  πολεμίστρες και στους προμαχώνες  οι τοξότες και  οι πετροβολιστές   ξαγρυπνούσαν γεμάτοι αγωνία, πελεκυφόροι ακόνιζαν τις λεπίδες από τα τσεκούρια τους κι άλλοι διόρθωναν τις χάλκινες πανοπλίες τους. Κατά το ξημέρωμα συνάντησε τον   καρδινάλιο  που είχε στείλει ο πάπας  κι ετοιμάζονταν να φύγει πριν ξεκινήσει το γιουρούσι. Ο Λατίνος ιερέας ήθελε να βοηθήσει όπως μπορούσε και να πείσει τον πάπα να στείλει στρατό σε μια στιγμή τόσο δύσκολη όμως  ο κόσμος δεν πίστευε στην ένωση. Οι οιωνοί δεν προμήνυαν τίποτα καλό , ένα βράδυ έπεσε από τη θέση της η εικόνα του Χριστού στη μητρόπολη, ύστερα  έγινε έκλειψη σελήνης που την ακολούθησαν  χείμαρροι βροχής και χαλαζιού,  ομίχλη σκέπασε την πόλη και κάποιοι είδαν μια λάμψη  που βγήκε από τα  θεμέλια του καθεδρικού ναού,  ανέβηκε στον  τρούλο και χάθηκε  μέσα στα σύννεφα. Μέσα σε τούτη την ατμόσφαιρα κανείς δε σκεφτόταν λογικά , κανείς  δεν πλησίαζε  τη μονή του Παντοκράτορα  όπου είχε γίνει η από κοινού λειτουργία με τους Λατίνους,   τα καντήλια έστεκαν άδεια  από λάδι,  τα μανουάλια σκοτεινά,  πίστευαν ότι  το μέρος  είχε γίνει καταφύγιο δαιμόνων.  Όλοι εκείνοι οι καλόγεροι κι οι ιερείς είχαν διασπείρει το φόβο και την αμφιβολία στον κόσμο την πιο κρίσιμη στιγμή που απαιτούνταν πίστη και ομόνοια.

Ο μεγαλύτερος υπεύθυνος  το κλίμα που είχε διαμορφωθεί  ήταν  ο δεσπότης που είχε  ταξιδέψει  μαζί τους μέχρι τη σύνοδο στη  χώρα των Φράγκων, όταν είχαν πάει να μιλήσουν με τους δυτικούς αντιπροσώπους . Ο δεσπότης   δεν άνοιξε το στόμα του ούτε μια φορά,  καθόταν μονάχα και παρακολουθούσε  τις διαπραγματεύσεις ,  όλοι πίστευαν  ότι συμφωνούσε ,  δεν είχε εκφράσει ούτε μια αντίρρηση στην ένωση και μόλις γύρισε σαν  να σεληνιάστηκε.  Άρχισε να κατηγορεί τους Λατίνους,  να τους αναθεματίζει, την ώρα που το πλήθος έλεγε «καλύτερα να πάμε με τους καθολικούς   που αναγνωρίζουν το Χριστό και  τη  Θεοτόκο παρά να ξεπέσουμε στα  χέρια των ασεβών»,  τη στιγμή που έδειχνε ότι υπήρχε μια σανίδα σωτηρίας,  εκείνος  είχε γυρίσει την πλάστιγγα στρέφοντας τον κόσμο υπέρ των τούρκων σα να ήθελε να βγάλει τα μάτια του. Ο βασιλιάς οργίστηκε τόσο  πολύ  μαζί του που τον  καθαίρεσε  την ίδια στιγμή όμως εκείνος συνέχισε απτόητος,  έγραψε σε κάτι περγαμηνές  τις αλάνθαστες θέσεις  του και τις τοιχοκόλλησε στην πόρτα του μοναστηριού όπου βρήκε καταφύγιο.  Όλοι περνούσαν να διαβάσουν τα σοφά υποτίθεται λόγια του, κι έφευγαν μουρμουρίζοντας κατάρες για τους δυτικούς, πίστευαν  ότι αυτοί ήταν οι μόνο  καθαροί επειδή δεν έτρωγαν τον άζυμο άρτο, φώναζαν ότι   το μυστήριο της θειας  κοινωνίας των Λατίνων   δεν ήταν κανονικό επειδή το νερό που χρησιμοποιούσαν δεν ήταν ζέον κι ένα σωρό τέτοιες αηδίες.  Ο  βασιλιάς  ήταν έξαλλος με τον επίσκοπο, ήθελε να τον αποκεφαλίσει,  να τον κάψει, να τον  ρίξει  στον ασβέστη όμως φοβόταν την οργή  του  όχλου που είχε αποκτηνωθεί εντελώς και δε σκεφτόταν λογικά.

Όταν είχε δει που πήγαινε το πράγμα πρότεινε του αυτοκράτορα να δραπετεύσουν ,  ακόμα κι εκείνη τη στιγμή   μπορούσαν να αποδράσουν με όλους τους μαχητές για να συνεχίσουν τον πόλεμο με άλλο τρόπο,  έτσι κι οι άμαχοι   θα γλύτωναν  τη σφαγή.  Όμως ο βασιλιάς ήταν αποφασισμένος να πεθάνει συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων,  «δεν μπορώ!» του είχε πει μια μέρα, «Έχω στις πλάτες μου  όλο το βάρος της ιστορίας κι όλων αυτών που είχαν  τούτο το θρόνο.  Έχω το  βάρος της θρησκείας και του λαού  που κάποτε ήταν κραταιός και τώρα βυθίστηκε στα  τάρταρα από το γύρισμα του τροχού της μοίρας . Ο θεός δε  ρίχνει πια το βλέμμα του πάνω μας και πρέπει να πληρώσουμε  για όλες τις αμαρτίες των προγόνων μας». Τα λόγια του αυτοκράτορα ήταν συγκινητικά όμως δεν τον έπεισαν,  μέσα του ούτε κι εκείνος πίστευε  στην ένωση,  το είχε νιώσει  όποτε συζητούσαν κι επιπλέον είχε  κάνει ένα σωρό λάθη.  Είχε εμπιστευτεί λάθος ανθρώπους ,  ειδικά τον  μεγάλο δούκα,  τον πρωθυπουργό της συγκλήτου που ήταν  ο  χειρότερος υπονομευτής του, αυτός κινούσε υπόγεια όλα τα νήματα προκαλώντας αναταραχή στο λαό και στο στράτευμα . Το πιο μεγάλο του λάθος όμως ήταν ότι  δεν είχε τολμήσει να χτυπήσει τον αντίπαλο  την ώρα που συγκέντρωνε τα στρατεύματα του και δεν ήταν τόσο δυνατός.  Εκείνη ήταν η κρίσιμη στιγμή κι ο βασιλιάς  δεν μπόρεσε να διακρίνει την ευκαιρία,  του το είχε πει άπειρες φορές καθώς έβλεπε την τύχη  να περνά από  πάνω τους και να χάνεται . Όμως ο βασιλιάς βυθίστηκε μέσα στις σκοτεινές του σκέψεις, καθόταν με τις ώρες και διάβαζε προφητείες για  καταστροφές που είχαν  γίνει χιλιάδες χρόνια πριν, από τον βασιλιά  Ναβουχοδονόσωρα  όταν κατέλαβε την Ιερουσαλήμ κι έκαψε το ναό του Σολομώντα. Μελετούσε τους προφήτες που είχαν προαναγγείλλει καταστροφές σαν αυτή που έρχονταν καλπάζοντας κι η διάθεση του γινόταν ζοφερή.  Ζυγίζοντας την κατάσταση ο Καστροφύλακας  αποφάσισε να μείνει και να βοηθήσει  όσο μπορούσε,  όμως εξασφάλισε και τη διαφυγή του.  Ένα γέρος του είπε για ένα παραπόρτι καλά ασφαλισμένο, υπόγειο, που οδηγούσε έξω από τα τείχη,  στα χωράφια. Από κει θα έφευγε όταν τα πράγματα έφταναν  σε αδιέξοδο…

Κοντά στα μεσάνυχτα σηκώθηκε να δει τι γίνεται.  Βλέποντας  φως στην κάμαρα του  βασιλιά, πέρασε μπροστά από τους σωματοφύλακες και τον βρήκε ξάγρυπνο να σκέφτεται κρατώντας το κεφάλι  ανάμεσα στις παλάμες του. Εκείνη την ώρα άρχισαν ξαφνικά την επίθεση τους σα λυσσασμένοι οι τούρκοι σπρώχνοντας σκάλες μπροστά στα τείχη και δοκιμάζοντας να σκαρφαλώσουν σε όποια μεριά μπορούσαν. Έτρεξε κατά κει που ακούγονταν η μεγαλύτερη αναταραχή και  με τον Μαύρο Όλαφ άρχισε να χτυπά τα κεφάλια που προεξείχαν μέσα από τις ασπίδες,  είδε κάμποσους να  καταποντίζονται  στο χάος πέφτοντας. Καθώς είχαν προετοιμαστεί καλά η αντίδραση τους ήταν επιτυχημένη, το πρώτο κύμα αποκρούστηκε  κι όλοι έμοιαζαν ανακουφισμένοι όταν ακούστηκε μια κραυγή κι είδαν έντρομοι να ανοίγει μια μεγάλη πύλη από όπου  μπήκε αλλάζοντας μια μεγάλη ομάδα σαρικοφόρων. Αμέσως ο τόπος όλος γέμισε από τούρκους μανιασμένους που έκαιγαν κι έσφαζαν όποιον έβρισκαν στο δρόμο τους,  φώναξε μερικούς από τους πιο σκληρούς φύλακες του βασιλιά κι επιτέθηκε με όλη του την ορμή πάνω στους εισβολείς που δεν περίμεναν  τέτοια  αντίσταση κι αποτραβήχτηκαν πτοημένοι. Μονάχα  ένας απ’  αυτούς , ένας γίγαντας  που κρατούσε στο χέρι ένα τεράστιο διπλό  τόξο,  χίμηξε κατά πάνω του. Τον άφησε να έρθει κοντά  κι έπειτα γέρνοντας στο πλάι τον κάρφωσε στο δίπλωμα της πανοπλίας του,  ο γίγαντας σωριάστηκε άψυχος στο χώμα κοιτάζοντας τον με απορία.  «Μάρκο!»  φώναξε καλώντας τον βενετό λοχαγό που ήταν ο πιο γενναίος μισθοφόρος που μάχονταν μαζί τους, «πιάσε την πόρτα από την άλλη μεριά να την κλείσουμε γρήγορα!»  ο Μάρκος δεν μιλούσε ελληνικά όμως κατάλαβε αμέσως τι του ζητούσε. Έτρεξε κι άρχισε να σπρώχνει την τεράστια πόρτα κατεβάζοντας ταυτόχρονα έναν σύρτη  σιδερένιο  ενώ όλοι  έσπευσαν να τοποθετήσουν πίσω  από  την πύλη όποιο  αντικείμενο έβρισκαν ώστε να τη σφραγίσουν. Ο  Καστροφύλακας είχε λυσσάξει από το κακό του,  «ποιος διάβολος άνοιξε την πύλη ;» ούρλιαξε κι ο Μάρκος που ήταν κοντά του εξήγησε με νοήματα και σκόρπιες λέξεις ότι οι άνδρες του είχαν δει τον δεσπότη  μαζί με μια καλογριά να κινούνται ύποπτα κοντά στην είσοδο  ακριβώς πριν εισβάλουν οι τούρκοι.

«Ο δεσπότης  λοιπόν!»»  φώναξε μιλώντας στον εαυτό του κι εκείνη η καταραμένη καλόγρια  που ωρύονταν  όταν ανακοινώθηκε η ένωση « δε μας νοιάζει, ας πέσουμε στους τούρκους,  μόνο η πίστη μας να μείνει καθαρή!» Το πιο εξωφρενικό ήταν ότι  την είχε δει με τα μάτια του μια νύχτα, εκεί κοντά στο Πάσχα,   να τρώει κρέας στην αυλή του μοναστηριού.  Αυτή η ίδια μιλούσε με τον πιο μεγάλο φανατισμό καλώντας τις γυναίκες  να αποφεύγουν τους Λατίνους κι όλους όσους είχαν  σχέσεις με καθολικούς,  είχε καταφέρει να πείσει ένα σωρό από κείνες  που την ακολουθούσαν. Μια απ’ αυτές που επρόκειτο να γεννήσει , ήθελε να εξομολογηθεί,  όμως ο παπάς της εκκλησίας της είχε παραβρεθεί σε μια συνάντηση με τους Λατίνους.   Στην προηγούμενη γέννα της είχε  κινδυνέψει, για  βδομάδες βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου και τώρα φοβούνταν  πάρα πολύ.  Ο πνευματικός της είπε,  «μη φοβάσαι, δεν έκανε  καμιά αμαρτία  ο ιερέας,   μπορείς να κοινωνήσεις άφοβα» όμως εκείνη είχε το μικρόβιο μέσα της, δεν της άρεσε η παραίνεση του πνευματικού,  χάλασε τον κόσμο, ρώτησε παντού  για να βρει κάποιον  άλλον  που θα της έλεγε αυτά που ήθελε να ακούσει. Τελικά απευθύνθηκε στην καλογριά που έτρωγε κρέας η οποία  της απαγόρεψε  να κοινωνήσει από τα χέρια του ιερέα που είχε μιλήσει με τους καθολικούς, «θα  είσαι καταραμένη, θα καείς στην κόλαση  αν κοινωνήσεις απ’  αυτόν  τον αμαρτωλό»  της είπε κι εκείνη τελικά δεν μετάλαβε ακολουθώντας το απύθμενο πείσμα της. 

Όλοι οι προδότες έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά,  όμως μέσα στο χαλασμό που επικρατούσε δεν υπήρχε χρόνος για  τίποτα.  Οι  εισβολείς είχαν επιτείνει τις επιθέσεις τους καθώς πλησίαζε το ξημέρωμα,  κλονίζοντας τους υπερασπιστές που είχαν αρχίσει  να κουράζονται επειδή δεν υπήρχαν ενισχύσεις να τους δώσουν μια ανάσα. Στο πιο χαμηλό σημείο των τειχών οι τούρκοι είχαν καταφέρει να φτιάξουν ένα προγεφύρωμα ανατρέποντας τους αμυνόμενους , από κει ανέβηκε ένα πλήθος κραυγάζοντας σα να ήταν διάβολοι της κολάσεως. Ο βασιλιάς που δεν είχε σταματήσει να πολεμά όλο τούτο το διάστημα,  έσπευσε να κλείσει το ρήγμα και βρέθηκε απέναντι στους εισβολείς μαζί με τους πιο έμπιστους σωματοφύλακες του.  Οι τούρκοι δεν είχαν καταλάβει με ποιον είχαν να κάνουν  και τον χτυπούσαν ως  κοινό στρατιώτη   απ’ όλες τις μεριές. Ο Καστροφύλακας που είχε αφαιρεθεί για μια στιγμή-  επειδή  κι εκείνος βρισκόταν σε κίνδυνο-   είδε το βασιλιά και ράγισε η καρδιά του.  Ήταν μόνος εκεί πέρα και πολεμούσε σα να ήθελε να τα βάλει με τη μοίρα που τον είχε ήδη καταδικάσει. Όπως στεκόταν κραδαίνοντας τη ρομφαία  του,   ένα βέλος τρύπησε τη σιδερένια πανοπλία του κι  έπεσε αιμόφυρτος , ο Καστροφύλακας αισθάνθηκε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του,  δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, το παιχνίδι είχε χαθεί οριστικά. 

Μέσα στη σύγχυση αποσύρθηκε κραδαίνοντας  το ξίφος του μαύρου Όλαφ που πλέον είχε κοκκινίσει από τα αίματα τόσων χτυπημάτων. Μόλις ένιωσε ασφαλής, έτρεξε μέσα από τα στενά και βρήκε το πορτάκι που του είχε δείξει ο γέρος,  τράβηξε ένα κάγκελο σιδερένιο που έφραζε την είσοδο του,  και βγήκε μέσα σε μια στοά γεμάτη νερά. Τσαλαβουτώντας περπάτησε κάμποσα μέτρα μέχρι που βγήκε στην έξοδο μια τρύπα κρυμμένη ανάμεσα στις φυλλωσιές.  Από κει σύρθηκε και βγήκε στην επιφάνεια γεμίζοντας με αέρα φρέσκο τα πνευμόνια του.  Πίσω  ακούγονταν  κραυγές και κρότοι από μέταλλα, στάθηκε μια στιγμή μαζεύοντας τη σκέψη και  ψάχνοντας τον προσανατολισμό του. Ύστερα  σήκωσε το κεφάλι ψάχνοντας  τον ουράνιο σχηματισμό  που έδειχνε προς το  βορρά. Ο αστερισμός ανέτειλε εκείνη τη στιγμή αντίθετα από την πορεία του φεγγαριού που καταποντίζονταν στην άλλη πλευρά τους στερεώματος. Σίγουρος  πλέον για την πορεία του , κινήθηκε κατά κει που έδειχναν  τα άστρα.  

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΑΔΩΝ

 Δεν περίμενε ποτέ ότι θα έρχονταν έτσι τα πράγματα κι ένα σπίτι ολόκληρο θα γινόταν δικό του, συχνά έβλεπε στον ύπνο του ότι δεν είχε που να μείνει όμως κάπου υπήρχε ένα κλειδί, μια καμαρούλα, ένα δωμάτιο όπου μπορούσε  να κοιμηθεί για το βράδυ, αυτή ήταν μια σκηνή που επανέρχονταν στον ύπνο του.  Το είχε συζητήσει με τους φίλους του κι εκείνοι του έλεγαν ότι  σκέφτονταν το ίδιο,  φοβούνταν μήπως βρεθούν στο δρόμο γι αυτό και είχαν δανειστεί ένα κάρο λεφτά   για ν’ αγοράσουν κάποια  κατοικία όμως αυτός δεν είχε ασχοληθεί μ’ αυτά  ποτέ, δεν τον έκαιγε, όμως  όταν του άφησαν  τα  αδέλφια του το σπίτι που είχε μεγαλώσει σοκαρίστηκε, δεν το περίμενε, καθόταν και το κοιτούσε έτσι όπως ορθώνονταν αγέρωχο, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει .

Την πρώτη φορά που είχε πάει  και δεν βρήκε κανέναν εκεί πέρα  δεν ήξερε τι να κάνει,  ο αδερφός του είχε πάρει τον  πατέρα τους   χωρίς να του πει τίποτα, όταν πήγε να δει τι γίνεται βρήκε την πόρτα ξεκλείδωτη κι αυτό ήταν ένα σοκ,  έμοιαζε σα να του έλεγαν «αφού το ήθελες τόσο  πολύ πάρτο και βγάλε τα μάτια σου!» Έπρεπε  να προστατέψει ότι θεωρούσε πολύτιμο εκεί μέσα,  να ψάξει για κλειδαρά,  να μην το αφήσει στο έλεος του θεού. Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκε εκεί μοναχός του ένιωθε τα φαντάσματα των αδερφών και των γονιών του να τριγυρνούν στα δωμάτια, οι παλιές μνήμες ζωντάνευαν,   ήταν ένα αίσθημα πολύ παράξενο. Όποιο ντουλάπι  κι αν άνοιγε του θύμιζε τον πατέρα και τη μάνα του που είχε πεθάνει εδώ και μια δεκαετία,   στα συρτάρια υπήρχαν φωτογραφίες που του θύμιζαν άλλες εποχές,  σκηνές από το γάμο των γονιών του,  από το σχολείο όπου είχαν πάει τα αδέρφια του, τα  ανίψια του τότε που ήταν μωρά,  όλα αυτά ξέθαβαν αναμνήσεις στο μυαλό του που τις είχε αφήσει πίσω. Κάθε σημείο στις αποθήκες και τους στάβλους του θύμιζε τα παιδικά του χρόνια,  όλα είχαν γίνει τόσο ξαφνικά που δεν μπορούσε να τα αφομοιώσει , ο χώρος εκείνος είχε κατοικηθεί για δεκαετίες από άλλους και τώρα έπρεπε  με κάποιον τρόπο να τον κάνει δικό του,  ήταν μια διαδικασία δύσκολη .

Βέβαια  όλα αυτά τα χρόνια  επισκέπτονταν το πατρικό  να δει τους γέρους γονείς του, πλήρωνε τους φόρους,  στη διαθήκη που είχαν κάνει, τότε που μιλούσαν ακόμα τα αδέρφια,  όριζαν ότι αυτός θα είχε την ιδιοκτησία  μετά τον θάνατο του πατέρα του  και φυσικά το είχε δεχτεί αφού οι άλλοι πήραν όλα τα υπόλοιπα. Πρώτη φορά του πρόφεραν κάτι τόσο μεγάλο, είχε συνηθίσει να παλεύει μοναχός του, του είχε γίνει δεύτερη φύση.  Ένιωσε να φορτώνεται μια ευθύνη τεράστια,  δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι στη μοίρα του.  Ξεκίνησε  να κάνει δουλειές στο τεράστιο κτήμα που περιέβαλε το σπίτι, ύστερα  έπρεπε  ν’  ασχοληθεί με τους δύο  ορόφους που είχαν ένα  σωρό δωμάτια κι έπειτα έπρεπε να φροντίσει με κάποιον τρόπο όλα  εκείνα τα οικοδομήματα  που είχε φτιάξει κάποτε ο πατέρας του για να στεγάσει  τα ζώα και να φυλάει τις σοδειές τους. Όλα εκεί πέρα χρειαζόταν κάποια  συντήρηση, κάποια επισκευή,  ευτυχώς ο κάτω όροφος όπου ζούσε  ο πατέρας του,  ήταν σε καλή κατάσταση, ο αδελφός  του, που είχε αναλάβει την κηδεμονία του και διαχειρίζονταν όλη την περιουσία, είχε ξοδέψει ένα σωρό λεφτά  φτιάχνοντας  μια σειρά από πράγματα, παράθυρα, κουζίνες, μπάνια, ηλιακούς, σόμπες, έκανε σχέδια να βάλει χέρι κι εκεί μέσα κάποια στιγμή.

Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη, με το που έπιασαν  οι βροχές κι ανέβηκε  η θερμοκρασία  τα χόρτα  πήραν να θεριεύουν από το πουθενά, ο τόπος ολόκληρος είχε γίνει μια ζούγκλα, πήρε έναν τύπο ντόπιο που τα έκοψε με το μηχανάκι όμως  εκείνα σε λίγο θέριεψαν ξανά. Αγόρασε ένα χορτοκοπτικό και βάλθηκε να τα κόψει  μόνος του,  ήταν μια δουλειά πολύ κουραστική όμως του άρεσε, είχε κάτι το καλλιτεχνικό, το μέρος  γινόταν πολύ όμορφο, σαν γήπεδο ή σαν πάρκο με τα δέντρα να δεσπόζουν κι ένα πράσινο χαλί να απλώνεται,  όμως όλο αυτό  ήθελε δουλειά πολύ. Το μηχάνημα μπλοκάριζε κι έσβηνε, τ’ αυτιά του βούιζαν από το κροτάλισμα της μηχανής  το σώμα του  τραντάζονταν και πονούσε.  Ο ήλιος τον χτυπούσε στο κεφάλι,  σε κάποιο  σημείο  τα χόρτα ήταν τόσο σκληρά που έπαιρνε ώρα για να τα κόψει  η μηχανή,  βενζίνη τελείωνε  γρήγορα κι έπρεπε  να ξαναγεμίσει το μικρό ντεπόζιτο,  σε κάποιες γωνιές υπήρχαν πέτρες που χαλούσαν τα μαχαίρια, αλλού  πάλι είχαν φυτρώσει θάμνοι που αντιστέκονταν,  τον είχε ζορίσει πολύ όμως στο τέλος όταν αντίκρισε όλη εκείνη την  έκταση κουρεμένη σα να ήταν ένα γήπεδο του γκολφ, έμεινε πολύ ευχαριστημένος,  ήταν όμορφο πραγματικά,  έβγαλε  μια φωτογραφία  με το κινητό και την  έστειλε στη γυναίκα του.

Σαν ήρθαν οι ζέστες,  συνειδητοποίησε ότι όλα τα δέντρα και τα φυτά έπρεπε  να ποτιστούν προτού πιάσουν να ξεραίνονται, αγόρασε ένα τεράστιο λάστιχο και ξεκίνησε  να γεμίζει με νερό τους λάκκους γύρω από τις ρίζες. Η  καλύτερη ώρα γι αυτή  τη δουλειά  ήταν αργά το βράδυ,  κοντά στη δύση. Τη μέρα δεν μπορούσες να σταθείς, είχε ξεχάσει ότι ο ήλιος ήταν τόσο δυνατός στο χωριό, υποτίθεται ότι στην ύπαιθρο είχε δροσιά όμως η ζέστη ήταν κι εδώ αφόρητη. Στην αρχή η βρύση έβγαζε ελάχιστο νερό, φώναξε έναν  υδραυλικό που τη διόρθωσε, τώρα  το νερό ήταν άφθονο και τα δέντρα χόρταιναν τη δίψα τους . Πάντα του άρεσε να δουλεύει μες τα νερά και καθώς το κτήμα ήταν τεράστιο, χρειαζόταν τουλάχιστον ένα δίωρο μέχρι να τελειώσει όταν νύχτωνε πια. Όταν  δοκίμασε να κοιμηθεί εκεί πέρα του έκανε εντύπωση η απόλυτη ησυχία, τόσα χρόνια  στην πόλη είχε μάθει τους θορύβους της νύχτας,  τα αμάξια, τις φωνές, τους καυγάδες που άκουγες από τα ανοιχτά παράθυρα,  τα ραδιόφωνα των αυτοκινήτων που περνούσαν.  Εδώ δεν υπήρχε τίποτα,  μέσα στην ησυχία  άκουγε κάποιο χορτάρι που τσακίζονταν,  σκεφτόταν  «τι να είναι   αυτό τώρα , γάτα  ή κλέφτης;"  και πετάγονταν όρθιος,  ευτυχώς  στο σπίτι υπήρχε ένα μεγάλο κλιματιστικό,  το άναψε και παρόλο που δεν συμπαθούσε τούτα  τα μηχανήματα κοιμήθηκε  χωρίς να παίρνει φωτιά  το σώμα του από τη ζέστη.

Εκεί ησύχαζε κι από τη γυναίκα του, μπορούσε να κυκλοφορεί με τα παπούτσια μέσα στο σπίτι και να μη φοβάται μήπως πέσουν ψίχουλα στο πάτωμα.  Άρχισε  να κουβαλά  τα βιβλία του που έπιαναν  ένα δωμάτιο ολόκληρο κι η γυναίκα  του δεν ήξερε τι να τα κάνει. Εδώ υπήρχε  χώρος άφθονος και σύντομα έφτιαξε μια   βιβλιοθήκη πολύ ωραία.  Όταν δεν είχε τι να κάνει καθόταν και τα ξεφύλλιζε, ιδίως κάτι αρχαίους συγγραφείς που αγαπούσε,  στην ερημιά και την ησυχία συγκεντρωνόσουν αλλιώτικα, έβρισκες πράγματα που δεν είχες το χρόνο να προσέξεις μέσα στο άγχος της πόλης. Γυρνούσε πίσω ανανεωμένος, δεν χρειαζόταν διακοπές , του  αρκούσε να  πηγαίνει εκεί,  να ποτίζει τα δέντρα και να περιποιείται το μέρος, να κάνει  διορθώσει στις παλιές πόρτες, να βάφει τα δωμάτια που είχαν να δουν μπογιά  χρόνια. Κάθε φορά  ανακάλυπτε μια γωνιά καινούρια, ένα σημείο που δεν το είχε προσέξει, μια πόρτα, το πατάρι, τη στέγη, τα παλιό, μεγάλο τζάκι που είχε χτίσει  ο παππούς του τοποθετώντας χρωματιστά πλακάκια γύρω από την εστία, ένα σημείο στο χωράφι, μια πέτρα, έναν θάμνο που δεν είχε δει πρωτύτερα. Τη νύχτα αντίκριζε  τα αστέρια που φαινόταν πεντακάθαρα να αυλακώνουν  τον  φωτεινό ουρανό, ξυπνούσε  από τον ήχο της βροχής,  ένιωθε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του…

Γύρω στα τέλη του  φθινοπώρου, με τη δύση των Πλειάδων όπως έγραφαν τα βιβλία των αρχαίων που είχε φέρει  μαζί του, συνειδητοποίησε ότι πρέπει  να μαζεύει  τα ξύλα από το κλάδεμα των δέντρων που υπήρχαν στο κτήμα, όχι μόνο των χοντρών αλλά και των πιο λιανών  που χρειάζονταν για προσανάμματα. Άρχισε  να τα συγκεντρώνει ,  στοίβαξε ένα βουνό από κλωνάρια   στον τεράστιο στάβλο και τα άφησε εκεί για  να μένουν στεγνά. Όπως κουβαλούσε τα κλαδιά,  ένας γείτονας του είπε ότι  μια φλαμουριά  είχε ψηλώσει πάρα πολύ κι αν έπιανε κανένας αέρας από το νοτιά θα μπορούσε να ρίξει το δέντρο πάνω στο σπίτι και να γκρεμίσει τη στέγη του,  αυτό ήταν άλλο ένα σοκ. Πήρε ένα πριόνι και σκαρφάλωσε στο τεράστιο δέντρο. Με πολύ κόπο  έκοψε ένα πελώριο,  κάθετο κλαδί που  κατρακύλησε κι έσκασε με πάταγο στο χώμα .Κατεβαίνοντας , πάτησε κάπου κι ένιωσε ένα κρακ,  κάποιο ξύλο ήταν σάπιο, αισθάνθηκε το σώμα του να κρεμιέται μια στιγμή κι ύστερα να πέφτει , αντανακλαστικά δοκίμασε να πιαστεί από κάπου όμως δεν τα κατάφερε κι έπεσε στο έδαφος. Ήταν σίγουρος ότι θα πάθαινε μεγάλη  ζημιά όμως δεν τραντάχτηκε άσχημα όταν ακούμπησε στο χώμα. Δοκίμασε να κουνήσει τα μέλη του και ήταν εντάξει, πρέπει να είχε πέσει από ένα ύψος άνω των τριών μέτρων. Ψηλάφισε γύρω το σημείο  και είδε ότι είχαν φυτρώσει ένα κάρο παρακλάδια κοντά στη ρίζα. Είχαν φτιάξει ένα είδος μαλακού υποστρώματος, εκείνα τον είχαν σώσει, μπορούσε να είχε σπάσει τη μέση του ή κάποιο άλλο μέλος , μπορούσε απλά να είχε σκοτωθεί και να μη τον πάρει κανένας χαμπάρι.

Το δεξί του πόδι πονούσε , σήκωσε τη φόρμα και είδε  κάτι γδαρσίματα  και κάτι μελανιές που δεν τον ένοιαζαν όμως είχε τρομάξει πολύ. Πήγε στον ντους κι έκανε ένα μπάνιο καυτό, ύστερα άναψε το μεγάλο τζάκι κι άρχισε να ρίχνει ότι κούτσουρα και ξύλα είχε  φέρει, βλέποντας τις φλόγες η ψυχολογία του που ήταν χάλια άρχισε ν’  ανεβαίνει ξανά. Πάντα του άρεσε η φωτιά και είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να την ανάψει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Έφερε από το στάβλο ένα σωρό προσανάμματα που τα έκοβε με το κλαδευτήρι, όταν τα έριχνε στη φωτιά εκείνα καίγονταν κάνοντας έναν ήχο χαρακτηριστικό ,κρατς –κρατς, αυτός ο ήχος του άρεσε πολύ. Τράβηξε έναν καναπέ και τον έφερε ακριβώς  αντίκρυ στο τζάκι , καθόταν  εκεί πέρα ενώ  στο μυαλό του στριφογύριζε η ιδέα ότι μπορούσε να είχε σκοτωθεί. Κοιτούσε τα κάρβουνα που είχαν γίνει  κατακόκκινα και πύρωναν εξαπολύοντας τη θερμότητά  τους, κι έπειτα εστίαζε στα χρωματιστά πλακάκια με τα κόκκινα και τα άσπρα σχέδια γύρω από την εστία.   Για ώρα πολύ  οι σκέψεις στριφογυρνούσαν στο νου και δεν τον άφηναν να ησυχάσει,  σηκώθηκε  και βγήκε στην αυλή να δει  το δέντρο που παραλίγο να τον σκοτώσει, ο πατέρας του το είχε φυτέψει τότε που ήταν μικρά,  δίπλα σε μια βρύση όπου πότιζαν τα ζώα τους, κι εκείνο, βρίσκοντας υγρασία μπόλικη  είχε γίνει θηρίο. Μέσα στο φως των αστεριών  έμοιαζε επιβλητικό δίπλα στο παλιό  σπίτι.  Γύρισε πίσω να ρίξει κι άλλα ξύλα, το θέαμα των φλογών τον απορροφούσε  ολοένα και περισσότερο ώσπου σιγά- σιγά το μυαλό του άδειασε  από κάθε σκέψη. Κοντά στα μεσάνυχτα  κοιμήθηκε ακούγοντας φωνές από τα παλιά,  φιγούρες έμοιαζαν να κινούνται στα σκοτεινά δωμάτια, φοβήθηκε λίγο έπειτα  όμως σκέφτηκε ότι όλα αυτά δεν μπορούσε να είναι αληθινά. Όταν ξύπνησε οι φλόγες ακόμα έκαιγαν .  

 

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΑΘΕΟΣ ΡΥΑΚΟΣ

Η ομίχλη έμοιαζε να κατεβαίνει από το λόφο, τράβηξε τις κουρτίνες να δει καλύτερα, τα σπίτια απέναντι είχαν καλυφθεί από το άσπρο στρώμα των υδρατμών, κάθισε να δει κάτι στην τηλεόραση κι όταν κοίταξε πάλι από το παράθυρο η ομίχλη είχε φτάσει μέχρι εκεί, άνοιξε την εξώπορτα και είδε έκπληκτος ότι έξω είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που κάλυπτε τα πάντα σα να είχε γίνει έκλειψη ηλίου, το τοπίο είχε μεταβληθεί σε μια στιγμή, τόσα χρόνια που ζούσε εκεί πέρα πρώτη φορά έβλεπε τόσο πυκνή ομίχλη, ακόμα κι ο σκύλος του που ήταν δεμένος στην αυλή φάνηκε παραξενεμένος, σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να αλυχτά όπως κάνουν οι λύκοι, οι γάτες πάλι είχαν μαζευτεί στο μπαλκόνι και κοιτούσαν κατά το λόφο, από κει που είχε έρθει το άσπρο πέπλο, όλα έμοιαζαν πολύ παράξενα. 

Χρόνια πολλά ζούσε σ’ εκείνο το σπίτι που ανήκε στον πεθερό του, όταν είχε πάει πρώτη φορά εκεί πάνω δεν υπήρχε κανένας, μονάχα ένα κέντρο εξοχικό που μάζευε κάθε σαββατοκύριακο ένα σωρό κόσμο. Εκείνου όμως του άρεσε η ησυχία, ήθελε τα παιδιά του να μεγαλώσουν σε σπίτι με αυλή, να περπατούν στα χώματα και να συνηθίζουν τη φύση όπως είχε συνηθίσει κι εκείνος στο χωριό όπου μεγάλωσε. Αυτό που τον είχε τραβήξει περισσότερο ήταν το ρέμα που έτρεχε ανάμεσα σε δυο υψώματα στο λόφο απέναντι, υπήρχε ένα χωράφι που έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής καθώς απλώνονταν στην πλαγιά και είχε ένα μεγάλο δέντρο στη μέση, έμοιαζε με απεικόνιση του Βαν Γκογκ. Ένας φίλος του καθηγητής που διάβαζε ιστορία, του είχε πει πως εκείνο το μέρος λέγονταν παλιά Βαθύς Ρύαξ, ήταν πέρασμα στρατηγικό, εκεί είχε γίνει κάποτε μια μεγάλη μάχη, αυτό του είχε αρέσει πολύ. Το πιο ωραίο πράγμα που είχε δει όλα αυτά τα χρόνια εκεί πέρα ήταν το χιόνι που είχε πέσει πρόσφατα, οι κορυφές των λόφων απέναντι από το σπίτι του είχαν ασπρίσει και τη νύχτα αντανακλούσαν το φως του φεγγαριού, όλος ο χώρος γύρω έφεγγε λες και υπήρχε κάποιος προβολέας πάνω στους λόφους, η σκηνή όλη ήταν μαγική. 

«Με τέτοια ομίχλη που να πάμε;» είπε κοιτάζοντας το σκύλο που αδημονούσε και γαύγιζε σα να έλεγε «έλα τώρα, σιγά το πράγμα, μια βόλτα θα κάνουμε» , «εντάξει!» είπε κι έλυσε το σκοινί του. Το ζώο πετάχτηκε αμέσως κουνώντας την ουρά του, ήταν ένας μεγαλόσωμος ποιμενικός, του τον είχε δώσει ένα φίλος κτηνοτρόφος από το χωριό, τον είχε πάρει κουτάβι, μια σταλιά, τον είχε εκπαιδεύσει υπομονετικά για χρόνια κι ο σκύλος τον άκουγε . Ο μικρός του γιος αγαπούσε πολύ το σκυλί, το φώναζε ‘’Μαν’’ , θα είχε δει σίγουρα κανένα έργο αμερικάνικο ή θα είχε ακούσει κανένα τραγούδι όμως του ταίριαζε κι αποκρίνονταν πάντα όταν το φώναζαν μ’ αυτό το όνομα. Μεγαλώνοντας ο σκύλος είχε γίνει θηρίο, έφτανε μέχρι την κοιλιά του κι όποιος ερχόταν στο σπίτι απορούσε μ’ εκείνο το ζώο, τα παιδιά όλη την ώρα έτρεχαν μαζί με το σκυλί στην αυλή τους, τον έβγαζαν βόλτα πάνω στους λόφους μαζί μ’ ένα άλλο μικρό σκύλο που είχαν, πολλές φορές τον έπαιρναν και στο δωμάτιο τους αν και τους είχε πει ότι αυτό απαγορεύονταν…  

Έβαλε τα αθλητικά του παπούτσια, φόρεσε το λουρί στο λαιμό του σκύλου, βγήκαν σ’ ένα χωματόδρομο κι από κει ακολούθησαν ένα μονοπάτι που ακολουθούσε την πορεία του Βαθέος Ρύακος . Παντού γύρω υπήρχαν μονοπάτια ανάμεσα στα πουρνάρια που είχαν φυτρώσει, κι αν δεν ήξερες το μέρος μπορούσες να χαθείς μέσα σε τόσο πυκνή ομίχλη. Σε κάποιο σημείο έπρεπε να περάσουν από ένα κομμάτι ασφαλτοστρωμένο που χρησιμοποιούσε πολύ κόσμος για να κόψει δρόμο και να βγει στην Εθνική Οδό. Όπως διέσχιζαν την άσφαλτο είδε ξαφνικά μέσα από την ομίχλη να βγαίνει ένα αμάξι μ’ ένα φανάρι μονάχα αναμμένο, το αυτοκίνητο έτρεχε με τόση φόρα που παρά λίγο να τους χτυπήσει, ο σκύλος πετάχτηκε στην άκρη κι άρχισε να γαυγίζει ενώ το αμάξι πήγε να πάρει μια στροφή απότομη κι όπως έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα βγήκε από το δρόμο και κατέληξε φρενάροντας πάνω σε κάτι θάμνους.  

Έτρεξε αμέσως κατά κει μαζί με το σκυλί να τον ακολουθεί γεμάτο έξαψη και περιέργεια, το αυτοκίνητο είχε καταλήξει ανάμεσα σε δυο μικρά δέντρα, δεν φαινόταν να είχε χτυπήσει σοβαρά. Πλησίασε να δει τι συνέβαινε , έσκυψε πάνω από το τζάμι του οδηγού και είδε έναν τύπο να προσπαθεί ν’ ανοίξει την πόρτα. Τράβηξε με δύναμη το χερούλι αλλά έμοιαζε κολλημένο, έβαλε το πόδι του σαν μοχλό πάνω στο αμάξι και τράβηξε με όλη του τη δύναμη, χρειάστηκε να ζοριστεί πολύ μέχρι επιτέλους να την ανοίξει. Ο άνδρας βγήκε σέρνοντας το σώμα του και σωριάστηκε στο χώμα, πλησίασε να δει αν ήταν καλά, τον γύρισε για να κοιτάξει το πρόσωπο του κι έμεινε άναυδος «ρε Π εσύ είσαι, τι στο διάβολο κάνεις εδώ; » φώναξε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, ο οδηγός ήταν το παλιό του αφεντικό, εκείνος ο παλαβός με τον οποίο δούλευε ένα καιρό σε κάποιο γυράδικο, είχε αφήσει μια γενειάδα γεμάτη άσπρες τρίχες και φορούσε κάτι ρούχα παλιά, ξεθωριασμένα, φαινόταν σε άσχημη κατάσταση. «Τι κάνεις εδώ πέρα ρε;» τον ρώτησε ο τραυματίας που τον αναγνώρισε αμέσως «καλά ρε σε σένα βρήκα να πέσω;» συνέχισε με φωνή ξεψυχισμένη ενώ το πρόσωπο του σφίγγονταν από τον πόνο, «πρέπει να έχω χτυπήσει το πόδι, κάλεσε ασθενοφόρο» συμπλήρωσε πιάνοντας το γόνατό του. Σήκωσε το κινητό αλλά εκεί πάνω δεν έπιανε τίποτα, δεν είχε σήμα, «έχουμε πρόβλημα» του είπε καθησυχάζοντας το σκύλο που όλη την ώρα γρύλιζε και κοιτούσε μια αυτόν, μια τον τραυματισμένο άντρα, «ήσυχα Μαν!» φώναξε, «κάτσε καλά !»  

Στέκονταν εκεί στη μέση του πουθενά τυλιγμένος από κείνη την καταραμένη ομίχλη και σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Και να σκεφτείς ότι πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο του εκείνο το διαβολεμένο γυράδικο όπου του είχε βγει η πίστη. Ήταν μια εποχή δύσκολη, είχε χρεωθεί, τον κυνηγούσαν οι τράπεζες, είχε δανειστεί από φίλους ,είχε μαζέψει ένα σωρό χρέη, είχε στριμωχτεί, ένιωθε πόνους στο στήθος, ήταν σίγουρος ότι θα κατέληγε άσχημα και τότε έπεσε πάνω στον Π. Ήταν η μόνη του ελπίδα, τον πήρε στη δουλειά, σ’ ένα γυράδικο της κακιάς ώρας όπου όμως πήγαινε όλη η πόλη, όλος ο λούμπεν πληθυσμός και όχι μόνο. Γινόταν εκεί πράγματα τρελά, φασαρίες, χαβαλές, ένα σωρό κόσμος έτρωγε τζάμπα, στους έξω φαινόταν ότι ο Π ήταν ένας άγιος άνθρωπος όμως αυτούς τους είχε στην πείνα, πολλές φορές αναγκάζονταν να φύγει άρον άρον από κει πέρα για να μη γίνει καμιά φάση χοντρή, μάλωνε μαζί του μπροστά στον κόσμο, έπρεπε να δείχνει ψυχραιμία ολύμπια, ούτε κι ο ίδιος πίστευε ότι μπορούσε να κάνει τόση υπομονή όμως τη χρειαζόταν απελπισμένα εκείνη τη δουλειά κι ο άλλος δεν τον έδιωχνε με τίποτα, «μ’ αρέσεις γιατί δε λες όχι ποτέ» του είχε πει κάποτε και πράγματι έτσι ήταν πάντα, ότι και να του έλεγε κάποιος προσπαθούσε να το φέρει εις πέρας ακόμα κι αν δεν το είχε ξανακάνει ποτέ του. Ήταν μια πενταετία τρέλας, «δουλεύεις για τον Π, είσαι τρελός !» του είχε πει κάποτε κάποιος που γνώριζε το αφεντικό του κι απορούσε, το διάστημα εκείνο δεν ήθελε να το θυμάται όμως εκεί γνώρισε τη γυναίκα του, μέσα από τους εξευτελισμούς κατάλαβε τον περίγυρο του, και με κάποιο τρόπο όταν έφυγε από κει είχε βάλει σε τάξη τα οικονομικά του, δεν το πίστευε ότι είχε συμβεί όμως του είχε στοιχίσει, για καιρό δεν ήθελε ούτε να περνά από το στενό όπου υπήρχε το μαγαζί, αν έμενε ακόμα λίγο θα είχε αρρωστήσει...  

Τα είχε αφήσει όλα αυτά πίσω του και να τώρα που τα έβρισκε πάλι μπροστά του, «τελικά δεν ξεφεύγεις από το παρελθόν» έκανε τη σκέψη, «Μαν, κάτσε εδώ και πρόσεχε τον!» φώναξε κι ο σκύλος κατάλαβε αμέσως, πλησίασε τον άνδρα κι άρχισε να του γλείφει τα χέρια. Έτρεξε κατά το σπίτι του να ειδοποιήσει για βοήθεια, η γυναίκα του έλειπε, είχε πάει τα αγόρια στο ποδόσφαιρο κι η κόρη του ήταν στο φροντιστήριο. Κάλεσε ασθενοφόρο κι αμέσως έτρεξε πίσω ενώ η ομίχλη συνέχιζε να καλύπτει το σύμπαν γύρω του, πλησιάζοντας στο σημείο όπου είχε γίνει το ατύχημα άκουσε γαυγίσματα, όταν έφτασε είδε έναν άγνωστο να στέκεται πάνω από τον Π ενώ ο σκύλος είχε λυσσάξει και δεν τον άφηνε να πλησιάσει. «Τι θέλεις εδώ;» ρώτησε τον άγνωστο «μου έχει φάει δέκα χιλιάρικα» είπε ο άλλος « αγόρασα το μαγαζί του και τη νύχτα ήρθε και πήρε όλα τα ψυγεία, ξέρω ότι τα λεφτά τάχει πάνω του, αν δε μου τα δώσει θα τον φάω εδώ επί τόπου !» - «μη τον ακούς!» φώναζε ο Π που ήταν σε άσχημο χάλι αλλά ούρλιαζε σα λυσσασμένος, « ψέματα λέει, θα τον πάω στα δικαστήρια, είναι λαμόγιο!» Η σκηνή ήταν λίγο σουρεαλιστική, ο σκύλος ετοιμάζονταν να ορμήσει στον άγνωστο, ο Π αν και τραυματίας δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει, ο άγνωστος πήγαινε να τον αρπάξει αλλά φοβόταν, η ομίχλη αντί να καθαρίζει είχε γίνει πιο πυκνή.  

Ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να φύγει από κει πέρα κι ας γινόταν ότι ήθελε όταν φάνηκε ένα όχημα με δυο διασώστες που σήκωσαν προσεχτικά τον Π. «Θα πάω μαζί του στο νοσοκομείο» φώναξε ο άγνωστος, « δεν τον θέλω, είναι επικίνδυνος, διώξτε τον!» ούρλιαζε ο Π που είχε αναθαρρήσει. Έδωσε τα στοιχεία του στους διασώστες, μίλησε λίγο με τον άγνωστο που έδειχνε σκασμένος από την εξέλιξη και σηκώθηκε να φύγει από κει. «Ε Μαν ήρεμα!» φώναξε στο σκύλο που είχε ενθουσιαστεί από την ξαφνική περιπέτεια. Κοίταξε το ρολόι του, τώρα πια είχε πραγματικά νυχτώσει, «τι ήταν αυτό πάλι» σκεφτόταν κατεβαίνοντας το αρχαίο πέρασμα όταν ξαφνικά ένας αέρας άρχισε να φυσά από κάπου κι η ομίχλη εξαφανίστηκε σα να τράβηξε κάποιος μια κουρτίνα αόρατη. Οι χιονισμένοι λόφοι άρχισαν να φωτίζουν από ψηλά αντικατοπτρίζοντας μέσα στη ρεματιά το φως του φεγγαριού που είχε ανατείλει, κάπου στο βάθος το ασθενοφόρο έφευγε στριφογυρίζοντας τη φωτισμένη σφαίρα στην οροφή του, ο σκύλος έτρεχε μπροστά ενθουσιασμένος. 

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

« Εκείνες  τις μεγάλες πλάκες δεν πρέπει να τις σηκώνεις ποτέ, από κάτω τους  υπάρχουν δαιμόνια που αν βγουν στο φως μπορεί να σκορπίσουν πα...