Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Από τότε που η κόρη του είχε έρθει να μείνει μαζί του είχε χάσει την ισορροπία του, δεν κοιμόταν καλά, ήταν σε μια διαρκή ένταση. Είχαν φύγει με τη μάνα της στο εξωτερικό  τότε που χώρισαν,  και δεν μπορούσε να τη δει, είχε χαλάσει τον κόσμο όμως η γυναίκα του για να τον εκδικηθεί έκανε ότι μπορούσε να μην έρχεται σε επαφή με το παιδί, μονάχα στις γιορτές τον άφηνε να το βλέπει κι έτσι δεν είχε χάσει την εικόνα του. Εκείνο το διάστημα είχε πεθάνει και η αδερφή του που αγαπούσε πολύ και είχε ζοριστεί άσχημα. Για χρόνια  έστελνε στη γυναίκα και στην κόρη του χρήματα κι όταν ενηλικιώθηκε το παιδί έχασε κάθε επαφή . Έτσι όταν  μια μέρα του είπε ότι θα έρθει να μείνει στην Ελλάδα αιφνιδιάστηκε. Το κορίτσι ήθελε να σπουδάσει στην Αθήνα κι όταν τελείωσε ήθελε να έρθει κοντά του,  στη Θεσσαλονίκη,  «μπαμπά θα μείνω  για λίγο μαζί σου μέχρι να τελειώσω το μεταπτυχιακό» - «εντάξει» της απάντησε «θα το πληρώσω εγώ μην ανησυχείς»  όμως ήταν λίγο περίεργο. Είχε ξεχάσει πως είναι να ζεις με κάποιον άλλον,  πόσο μάλλον μ’ ένα κορίτσι που πλησίαζε τα τριάντα. Το σπίτι του ήταν μικρό, δυο δωμάτια όλα κι όλα,  το κορίτσι βολεύτηκε στην κρεβατοκάμαρα κι αυτός κοιμόταν στον καναπέ της κουζίνας. Ήταν πολύ διακριτική, πολλές φορές χάνονταν και την έψαχνε, ήξερε ότι πήγαινε να μείνει με το φίλο της . Όταν γυρνούσε  προσπαθούσε να μην κάνει θόρυβο, καμιά φορά μαγείρευε, του είχε λείψει το σπιτικό φαγητό.  Ένα σαββατοκύριακο τον πήρε μαζί της να ψωνίσουν από τα μαγαζιά, « καλό είναι αυτό μπαμπά;»  τον ρωτούσε κάθε φορά που δοκίμαζε ένα  φόρεμα κι από την έκφραση του καταλάβαινε.  Όταν την είδε ντυμένη μ’ ένα ωραίο άσπρο φουστάνι  της έκανε νόημα ότι της πήγαινε πολύ,  το κορίτσι  χάρηκε, «μπαμπά  έχεις γούστο,  θα το πάρω εντάξει;»,  οκ ένευσε αυτός.

Τον περίμενε κάθε φορά να γυρίσει,  της είχε λείψει η επαφή μαζί του και προσπαθούσε να καλύψει το κενό. Περνούσε πολλές ώρες διαβάζοντας στο γραφείο του ενώ παράλληλα ταχτοποιούσε ό,τι έβλεπε.  Καθάρισε την κουζίνα,  το μπάνιο, γυάλισε τα μπαλκόνια που είχαν χρόνια να πλυθούν,  δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το σπίτι του ήταν τόσο καθαρό.  «Μπαμπά τι είναι εκείνος ο κατάλογος με  τις ταινίες που έχεις πάνω στο γραφείο σου;» τον ρώτησε μια μέρα, « ά είναι ταινίες,  ντοκιμαντέρ και σειρές που έχω ξεχωρίσει.  Όποτε έχω χρόνο  κάθομαι και βλέπω καμιά ταινία ή καμιά σειρά,  είναι το χόμπι μου». Το κορίτσι καθόταν και χάζευε τον κατάλογο,  μερικές ταινίες ήταν παλιές, ασπρόμαυρες, «είναι καλές μπαμπά;» - « πολύ καλές,  άμα θέλεις να καθίσουμε να  δούμε καμιά,  πολλές τις βρίσκεις δωρεάν  κι αν βάλεις  υποτίτλους είναι μια χαρά» -«πάντως μπαμπά είδα και κάτι ντοκιμαντέρ με δολοφόνους  και ανώμαλους, δεν είναι πολύ σκληρά αυτά;» - « ναι αυτά μη τα βλέπεις καλύτερα,  είναι λίγο ψυχοπλακωτικά,  εγώ τα παρακολουθώ όταν  είμαι σε καλή διάθεση αλλιώς με ρίχνουν πολύ, με χαλάνε,  δεν είναι εύκολο να βλέπεις τον κάθε διεστραμμένο»-  « μπαμπά είναι αλήθεια ότι ο κόσμος ήταν τόσο άγριος παλιά,  υπήρχαν τόσο πολλοί δολοφόνοι;» - « κοίτα,  τότε όλα έμοιαζαν πιο ήσυχα αλλά ο κακοί υπήρχαν πάντοτε.  Κι όπως ο κόσμος ήταν  πιο αθώος τότε μπορούσαν να κάνουν τα αίσχη τους πιο άνετα». «Μπαμπά τις έχεις δει στο σινεμά αυτές τις  ταινίες,  πως ήταν  τότε;» «Ήταν κάπως περίεργα.  Στο κέντρο είχε ένα σωρό κινηματόγραφους,  μπορούσες να δεις όσα έργα ήθελες . Πολλές φορές  πήγαινα μόνος μου.  Αν δε μου άρεσε  το έργο σηκωνόμουν   κι έφευγα στη μέση της ταινίας. Καθόμουν πάντα στα πίσω καθίσματα για να μην ανησυχώ τον κόσμο, αυτή ήταν η τακτική μου». Τις στιγμές που  μιλούσε στο παιδί του  για το παρελθόν  η ζωή περνούσε μπροστά από τα μάτια του, ήθελε  να το ρωτήσει πως τα περνά,  τι σκέφτεται, τι θέλει που πηγαίνει όταν λείπει  όμως πάντα κάτι τον σταματούσε αν  και είχε την αίσθηση ότι κάτι του έκρυβε...

Με το κορίτσι στο σπίτι όλα είχαν ζωντανέψει,  είχε χάσει τη ρουτίνα  και την άνεση του, δεν κοιμόταν καλά τα βράδια και για κάποιο λόγο σκεφτόταν συνέχεια την αδελφή του που είχε πεθάνει  εκεί κοντά στα σαράντα. Την έβλεπε στον ύπνο του  όπως τότε που ήταν ένα πανέμορφο ξανθό παιδάκι κι η μάνα τους του έλεγε να την προσέχει.  Καθόταν τότε  και την κοιτούσε να παίζει  με κάτι  χρυσά παιχνίδια που έβγαζε  όλη την ώρα από το  συρτάρι μιας μικρής  ντουλάπας . Ο ερχομός του κοριτσιού είχε  χαλάσει τις ισορροπίες του, δεν μπορούσε να ησυχάσει,  χρειαζόταν κάποιον  περισπασμό για να ξαναβρεί τον εαυτό του  κι όταν του είπαν απ’  το γραφείο ότι θα πήγαινε να εκπαιδεύσει μια καινούρια ομάδα σε κάποια πόλη γειτονική , το θεώρησε ως μια καλή ευκαιρία να ξεφύγει λίγο.   Τις πρώτες μέρες  χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο  όμως σε κάποιο ταξίδι έβγαλε ένα πρόβλημα με τη μηχανή,  το πήγε στο συνεργείο όπου του είπαν ότι δεν μπορούσαν να βρουν την αιτία , έτσι τώρα  έπρεπε να παίρνει το  λεωφορείο  των ΚΤΕΛ . Οι οδηγοί τον είχαν μάθει κι έπιαναν  κουβέντα μαζί του.  Εκτός από τα λεωφορεία είχαν και χωράφια έξω, στην επαρχία,  και  του έλεγαν ένα σωρό πράγματα, πως πότιζαν τα καλαμπόκια, πως τα ράντιζαν με τα ντρόοουν, πως οδηγούσαν τα καινούρια τρακτέρ που πρέπει  να τα ρυθμίσεις σωστά  αλλιώς σου σβήνουν και πρέπει να κάνεις επανεκκίνηση . Του έλεγαν για τις τιμές του σιταριού και του ηλιόσπορου,  για το πώς περιποιούνταν τα αμπέλια τους, για τον καιρό και το μικροκλίμα που επικρατούσε σ’  εκείνη τη περιοχή,  για τις βροχές και για τα χώματα,  για την υγρασία  που μάζευε το καλαμπόκι και χρειάζονταν   τον αέρα για να στεγνώσει.  Του εξηγούσαν  πως ξεκούραζαν τα χωράφια φυτεύοντας  ζωοτροφές  κάθε τρία τέσσερα χρόνια για να  καθαρίσουν  το χώμα από τα ζιζάνια και να το εμπλούτιζαν με άζωτο,  παρατηρούσαν τον καιρό  μέσα από ιστοσελίδες,  μιλούσαν με γεωπόνους και δοκίμαζαν καινούρια  λιπάσματα, όλα αυτά του είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση.

Τα ταξίδια εκείνα κι οι συζητήσεις με τους οδηγούς  τον βοηθούσαν να ξεχαστεί,  να ξεφύγει από τις σκέψεις του. Είχε συνηθίσει να ζει μόνος του,  έπρεπε  να μάθει πως είναι να είσαι πατέρας κι επιπλέον η εταιρεία του περνούσε μια δύσκολη περίοδο . Το δάνειο του σπιτιού του  έτρεχε, στα σούπερ μάρκετ όλα έμοιαζαν πιο ακριβά,  οι λογαριασμοί ερχόταν  ο ένας πίσω από τον άλλον χωρίς τελειωμό, έπρεπε  να είσαι προσεκτικός και μετρημένος υπολογίζοντας το καθετί αλλιώς  ήσουν καταδικασμένος. Όλοι γύρω του γκρίνιαζαν, κανείς δεν έμοιαζε ευχαριστημένος,  μιλούσαν άσχημα για τους πολιτικούς και για τις κυβερνήσεις,  έβγαζαν ένα μίσος απίστευτο για τους ξένους,  ήθελαν να τους  κρεμάσουν, να τους πετσοκόψουν, να ρίξουν αλάτι στις πληγές τους. Όσοι είχαν μάθει από παλιά  να ξοδεύουν και να περνούν καλά έδειχναν  χαμένοι,  χρειάζονταν ένα κάρο λεφτά,  έπρεπε να πουλήσουν σπίτια και να αδειάσουν λογαριασμούς,  όλοι δούλευαν αγωνιώντας, το μέλλον έμοιαζε αβέβαιο,  δεν ήταν εύκολη εποχή.

Μια  μέρα η κόρη του έφερε στο σπίτι το φίλο της, έναν τύπο με μακριά μαλλιά και μούσι, θα τρώγανε όλοι μαζί.   Ο  τύπος σπούδαζε διεθνείς σχέσεις  και του  άρεσε η μπύρα,  είχε πιει δυο ποτήρια όταν  πιάσανε κουβέντα για τον πόλεμο της Ουκρανίας,  ο μακρυμάλλης υποστήριζε τους ρώσους,  έπρεπε να μην  αφήσουν το ΝΑΤΟ έλεγε, να πλησιάσει στη Ρωσία, « και γιατί θα πρέπει οι ουκρανοί να τους δώσουν λογαριασμό ;»   του είχε αντιτείνει αυτός κι ο άλλος έδειχνε να τα χάνει , τα επιχειρήματα του  έμοιαζαν σαθρά, τι στο καλό σπούδαζαν αυτά τα παιδιά;  Η συζήτηση έδειχνε  να ξεφεύγει και πρόσεξε ότι το μουστάκι  του νεαρού  είχε αρχίσει  να ιδρώνει καθώς ζορίζονταν ενώ η κόρη του χαμογελούσε πνιχτά όπως κρατούσε με τα χέρια μια μπριζόλα.  «Καλά του  τα είπες μπαμπά !»  του είπε αργότερα, έμοιαζε ευχαριστημένη που ο πατέρας της είχε τον είχε βάλει στη θέση του.  

Όταν έμεινε μόνος του σκεφτόταν τη σκηνή με τον τύπο που ίδρωνε. Δεν του άρεσε αλλά δεν ήθελε να το πει στη κόρη του όμως από την άλλη ίσως θα έπρεπε  να πει κάποια κουβέντα,  να καθοδηγήσει το παιδί του,  τι στο καλό έκαναν οι άλλοι γονείς σε τέτοιες περιπτώσεις; Βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει κοιτάζοντας το δέντρο που άπλωνε τα φύλλα του μπροστά στην πολυκατοικία, εκείνο το διάστημα άλλαζε η εποχή,  είχε αρχίσει να φυσά τα μεσημέρια εκείνος ο κρύος αέρας που δρόσιζε τα χέρια σου, το νερό της βρύσης κρύωνε  κι οι νύχτες μεγάλωναν επιτέλους.  Το πρωί που πήγαινε στα ΚΤΕΛ αργούσε να ξημερώσει κι εκείνος  χάζευε  τους  αλβανούς  ελαιοχρωματιστές με τις ξασπρισμένες φόρμες,  αγόραζαν καφέδες και νερά από τα μαγαζιά που έμεναν ανοιχτά όλη νύχτα,  κι έπειτα καθόταν στα πεζοδρόμια με τις τσάντες τους περιμένοντας τα αμάξια που  τους έπαιρναν κάθε μέρα για τη δουλειά.

«Άμα γίνει κανένας πόλεμος εσείς  στην πόλη θα πεινάσετε!»  του είπε  ένας  χοντρός οδηγός εκείνη τη μέρα και σκεφτόταν όλη την ώρα τούτη τη φράση . Του άρεσε η επαρχία όμως οι άνθρωποι εκεί πέρα  έμοιαζαν να νιώθουν φθόνο κι απέχθεια για τους ανθρώπους της πόλης που τα είχαν όλα στα πόδια τους. Είχε συγχυστεί με τον οδηγό κι όταν γύρισε στο σπίτι δεν είχε όρεξη για τίποτα.  Άνοιξε το ψυγείο και πήρε να φάει μια πάστα για να γλυκάνει το στόμα του. Η  πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν κλειστή,  η κόρη του ίσως να κοιμόταν, «άστην να κοιμηθεί»  είπε μέσα του,  όμως  αφού πέρασε λίγη ώρα σκέφτηκε ότι ίσως το κορίτσι ήθελε να βγει καμιά βόλτα και το είχε πάρει ο ύπνος. Άνοιξε μαλακά  την πόρτα  και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.  Ένα κοριτσάκι, ολόιδιο με την  αδερφή του  όπως τη θυμόταν μικρή,  καθόταν στη μέση του κρεβατιού έχοντας ένα σεντόνι τσαλακωμένο δίπλα του.  Τα μαλλιά του ήταν ξανθά κι έπεφταν σε μπούκλες στη δεξιά μεριά ακριβώς όπως της αδερφής του. Φορούσε  ένα ροζ φορεματάκι  και δε μιλούσε μοναχά τον κοίταζε στα μάτια.  Ήθελε να το ρωτήσει «ποια είσαι, πως βρέθηκες εδώ, που είναι η μαμά σου;»  ενώ ταυτόχρονα δεν ήθελε να το τρομάξει όπως το έβλεπε εκεί πέρα να τον κοιτάζει  σαν να  ήταν η προσωποποίηση μιας αθωότητας  απέραντης που αντικρίζει  για πρώτη φορά τον κόσμο. Έκλεισε μια στιγμή τα μάτια προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε,  όλο αυτό ήταν παρά πολύ για το μυαλό  του που δεν μπορούσε να το χωρέσει .

 

 

 

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΕΛΑΦΙ

«Έ τραγουδιστή πες μας ένα σκοπό !» του φώναξαν κι εκείνος  αφού κούρδισε μια στιγμή το όργανο του, έναν ταμπουρά με χορδές από έντερα ζώου,  άρχισε να παίζει και να τραγουδά με μια φωνή τραχιά που είχε όμως  αίσθημα και σου περνούσε μια ανατριχίλα :

 

Για φάτε, πιέτε, φίλοι μου κι εγώ σας μολογάω

Στης Αλεξάντρας το βουνό στο σκοτεινό τον τόπο,

εκεί που πέντε δεν περνούν και δέκα δεν διαβαίνουν

περνούν πενήντα κι εκατό κι εκείν’ αρματωμένοι.

Κι εγώ ο μαύρος πέρασα πεζός κι αρματωμένος

και πέτυχα και βάρεσα το στοιχειωμένο λάφι,

πούχε σταυρό στα κέρατα κι αστέρι στο κεφάλι,

κι ανάμεσα στις πλάτες του είχε την Παναγία.

Όλοι σταμάτησαν ότι έκαναν για ν’ ακούσουν  κι  ο Καστροφύλακας  ένιωσε  να τρέχουν δάκρυα στα μάγουλα του, αυτό ήταν το τραγούδι που έλεγαν όταν φυλούσαν σκοπιά, τότε που ήταν νέος ακόμα.

Βγήκε από την ταβέρνα και πήγε κατά το ποτάμι να πλύνει το πρόσωπο του, ύστερα  κάθισε σε μια πέτρα να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει .  Οι στρατηγοί του είχαν αναθέσει να κλέψει  το χρυσό κύπελλο, τα ασημένια ποτήρια  και τα μαλαματένια κηροπήγια του βασιλιά  των κελτών σταυροφόρων    που είχαν εισβάλει στην περιοχή τους. Είχαν μάθει ότι τα σκεύη εκείνα  ήταν από τα πιο πολύτιμα και ακριβά που υπήρχαν,  φτιαγμένα από τους καλύτερους  χρυσοχόους της οικουμένης,   ειδικά το χρυσό δισκοπότηρο  είχε κατασκευαστεί στα περίφημα  εργαστήρια των κελτών   που  είχαν  δώσει στον ατόφιο χρυσό ένα χρώμα κοκκινωπό,  χρησιμοποιώντας μια τεχνική σφυρηλάτησης που κανένας δεν γνώριζε. Πάνω στο κύπελλο  είχαν  δέσει μαργαριτάρια και κομμάτια από ορείτη κρύσταλλο  τόσο όμορφα που σου έπαιρναν το νου όταν τα κοιτούσες. Τα ποτήρια ήταν κι εκείνα εξαίρετης τέχνης με λαβες από μαλαχίτη και μαρμαρυγία. Ο  Κέλτης   ηγεμόνας  τα είχε  πάντα μαζί του γιατί  πίστευε ότι του έφερναν τύχη κι αν  κατάφερνε  να τα αρπάξει και να τα φέρει στο παλάτι  θα τους έλυναν ένα σωρό προβλήματα. Τα ταμεία τους είχαν   αδειάσει,  δεν είχαν χρήματα για να πληρώσουν τους στρατιώτες, τη μισθοφορική φρουρά  και τους δανειστές τους.  Αν είχαν τα πολύτιμα σκεύη  θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν ως ενέχυρα,  να τα λιώσουν και να πάρουν το χρυσό τους ή να τα πουλήσουν, δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρουν αγοραστή για τόσο σπουδαία κομμάτια.

Ο σταυροφόρος   βασιλιάς είχε εγκατασταθεί  στο μεγάλο χάνι  που ήταν κτισμένο γύρω από την ταβέρνα όπου έπαιζε ο τραγουδιστής . Το μέρος ήταν γνωστό παντού  για το περίφημο κρασί που έβγαζε από κάτι αμπέλια  φυτεμένα στις όχθες ενός ποταμού που διέσχιζε την καταπράσινη  πεδιάδα.  Σ’ εκείνο το σημείο   είχε χτιστεί  η ταβέρνα για να προσφέρει μια στιγμή ξεκούρασης στους ταξιδιώτες και στους πλάνητες που περιφέρονταν  από τη μια πόλη στην άλλη κι από το ένα κτήμα στο γειτονικό ψάχνοντας  για δουλειά κι εμπορεύματα.  Το κτίσμα του καπηλειού  ήταν ψηλό και στηρίζονταν σε δυο τεράστια ξύλινα δοκάρια,  μπροστά σ’ αυτά τα δοκάρια είχε στήσει το τραπέζι  του ο  αρχηγός των Κελτών   τοποθετώντας έναν δίσκο ασημένιο με τα  χρυσά κηροπήγια, το μεγάλο δισκοπότηρο και  τα ασημένια ποτήρια. Στην άκρη του δίσκου υπήρχε  μια μποτίλια κρυστάλλινη γεμάτη με κρασί που είχε ένα χρώμα πορφυρό , όπως άκουγε τον τραγουδιστή ο κέλτης σήκωνε το κόκκινο δισκοπότηρο  κι έπινε μεγάλες γουλιές  γλύφοντας κάθε φορά τα χείλη του από ευχαρίστηση. Το κρασί μέσα στην κρυστάλλινη κανάτα   φαίνονταν τόσο όμορφο και τόσο ελκυστικό που ο Καστροφύλακας  αισθάνθηκε  μια δίψα απίστευτη,  ήθελε να πάρει το  κύπελλο και να πιει το περιεχόμενο του εκεί μπροστά σε όλους, η τρομερή ζέστη ήταν ασφαλώς η αιτία, ο καύσωνας που επικρατούσε εκείνες τις μέρες και τους είχε τρελάνει όλους καθώς δεν έλεγε να δροσίσει ακόμη και τη νύχτα.

Κάθισε σε μια γωνιά παρακολουθώντας  τον κέλτη,  δεν πρέπει να ήταν πάνω από σαράντα χρονών και κρατούσε ένα  κράνος με  λοφίο από φτερά. Δίπλα του στέκονταν μια γυναίκα με άσπρο δέρμα , πανέμορφη με κάτι μπράτσα ολόασπρα και χαλκάδες περασμένους στους καρπούς της. Φορούσε  ένα φουστάνι πράσινο κι  όλη την ώρα έπαιζε με τα μαλλιά της,  φαίνονταν  ότι βαριόταν αφόρητα εκεί μέσα και ζητούσε κάτι να διασκεδάσει την πλήξη της. Ο Καστροφύλακας καθόταν σε μια σκοτεινή γωνιά και  κοιτούσε μια τα καταπληκτικά σκεύη με το κρασί που ήταν  μπροστά στον κέλτη  βασιλιά,  και μια την υπέροχη γυναίκα  δίπλα του. Η  αφόρητη δίψα που ένιωθε όλη μέρα τον έκανε να λαχταρά το κρασί  που υπήρχε μέσα στην κρυστάλλινη κανάτα,   είχε την εντύπωση ότι το ποτό μέσα από κείνα τα σκεύη θα ήταν εξόχως δροσιστικό . Από την άλλη μεριά είχε πολύ καιρό να δει γυναίκα πολεμώντας  όλη την ώρα με άνδρες κτηνώδεις, τυλιγμένος μέσα στη σκόνη, φορώντας τα ίδια ρούχα για μήνες . Τούτη η ζωή  τον έκανε  ν’  αναζητά την επαφή με μια γυναίκα σαν κι αυτή με το άσπρο δέρμα και τους  χαλκάδες στα όμορφα  μπράτσα της,  θα μπορούσε να τη φάει έτσι όπως ήταν κοιτάζοντας την και μόνο,  φοβήθηκε μην τον προσέξουν κι έριξε την κουκούλα από το μανδύα που φορούσε πάνω  στο κεφάλι του. Ήταν  δύσκολο να πλησιάσει καθώς δίπλα στον αρχηγό των σταυροφόρων  υπήρχε η συνοδεία του, κάτι θηριώδεις  τύποι που κρατούσαν μακριά  ακόντια κι όλο κατόπτευαν τριγύρω για κάθε ύποπτη κίνηση.   Απ’  ότι είχε μάθει ο αρχηγός τους  ήθελε να γνωρίσει εκείνον τον τόπο γι αυτό είχε ζητήσει να τον φέρουν στην ταβέρνα. Είχε  καταλάβει όλους του στάβλους και τα χάνια κι όσοι έρχονταν διώχνονταν  κακήν κακώς από τον ταβερνιάρη που ήταν μέσα στη χαρά  για  την ανέλπιστη τύχη   και κάθε μέρα μάζευε στο σακούλι του νομίσματα  που γυάλιζαν.

Βρίσκονταν για ώρα πολλή εκεί πέρα παρατηρώντας πότε τους χαρτοπαίχτες που είχαν μαζευτεί γύρω από ένα στενόμακρο τραπέζι,  και πότε τους σταυροφόρους  φρουρούς. Ο ταβερνιάρης του είχε φέρει έναν μαστραπά με κρασί όμως παρά τη δίψα του δεν το ακουμπούσε,  ήθελε να έχει το μυαλό του καθαρό.  Κοιτούσε τη γυναίκα με τα κάτασπρα μπράτσα και σε μια στιγμή την είδε να χαμηλώνει  τα βλέφαρα,  να  χαλαρώνει  και  να σωριάζεται στο πάτωμα[προφανώς από την αποπνικτική ζέστη που επικρατούσε στην ταβέρνα. Έγινε μια αναταραχή,  οι  φρουροί έτρεξαν κατά το μέρος της ενώ ο κέλτης  βασιλιάς   πετάχτηκε από τη θέση του κι έσκυψε πιάνοντας το χέρι της για αν δει το σφυγμό.  Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε,  έτρεξε ανάμεσα στα καθίσματα,  πλησίασε το τραπέζι με τα πολύτιμα σκεύη,  τα έχωσε στο σακί που κουβαλούσε κι έτρεξε κατά την έξοδο. Όπως δρασκέλιζε  την εξώπορτα γύρισε   για  να δει τι γίνεται, οι φρουροί είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί και είχαν ξεχυθεί πίσω του, βγήκε  στον ανοιχτό χώρο κι αμέσως τον χτύπησε μια τέτοια ζέστη που του έκοψε τα πόδια,  σήκωσε το κύπελλο όπου είχε απομείνει λίγο πιοτό και το κατάπιε λαίμαργα για να πάρει  δύναμη, αμέσως  αισθάνθηκε κάτι να του καίει τα σωθικά,  τι στο διάβολο ήταν εκείνο το ποτό,  όμως ταυτόχρονα η καρδιά του σαν  να ζεστάθηκε και βρήκε θάρρος. Κοίταξε τριγύρω και στράφηκε κατά τη μεριά του ποταμού που περνούσε από το κέντρο της πεδιάδας,  έφτασε τρέχοντας μέχρι  την όχθη,  πέταξε από πάνω του τον μανδύα  που τον βάρυνε και βούτηξε στα  παγωμένα νερά ενώ πίσω του έτρεχαν σαν  μανιασμένοι οι σταυροφόροι  φύλακες. Το πλάτος  του ποταμού πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα μέτρα, μια απόσταση όχι μεγάλη,  έβαλε τα δυνατά του κι όπως ήταν ζαλισμένος από το ποτό παραλίγο να χάσει το σακί με τα πολύτιμα σκεύη,  την τελευταία  στιγμή απλώνοντας τα δάχτυλα του το κράτησε και με μερικές απλωτές βρέθηκε στην άλλη όχθη,  οι σταυροφόροι  έριχναν  βέλη τώρα προσπαθώντας να τον πετύχουν ενώ μερικοί είχαν βουτήξει και τον ακολουθούσαν οπότε δεν είχε χρόνο για να σκεφτεί τι θα κάνει .

Με όση δύναμη είχε άρχισε να τρέχει, είδε μπροστά του μια συστάδα από θάμνους ψηλούς και κίνησε κατά κει, οι θάμνοι θα τον έκρυβαν από τους διώκτες του, στο τέλος του θαμνότοπου υπήρχε ένα  μικρό δάσος,  το διέσχισε με την ανάσα κομμένη και είδε μπροστά του έναν  λόφο ,  βρήκε ένα μικρό κοίλωμα σε κάποιον βράχο και χώθηκε εκεί μέσα λαχανιασμένος. Περίμενε λίγο,  γύρω δεν ακούγονταν τίποτα, όταν η αναπνοή του  ησύχασε  άνοιξε τον ασκό με τα πολύτιμα σκεύη, ήταν όλα στη θέση τους, μάλιστα το χρυσό δισκοπότηρο που είχε ξεπλυθεί στο ποτάμι έμοιαζε να αστράφτει  ακόμα περισσότερο. Ξάπλωσε πάνω στο χώμα και κοιμήθηκε για κάμποση ώρα . Οι ήχοι από σάλπιγγες και κέρατα που φυσούσαν κάποιοι με μανία τον ξύπνησαν,  όπως ήταν ζαλισμένος από το ποτό κι από την εξάντληση δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε,  χρειάστηκε μερικά λεπτά για να συνειδητοποιήσει ότι εκεί κοντά γινόταν μια μάχη. Έτρεξε κατά την κορυφή του λόφου όπου υπήρχε ένας γκρεμός , κι από κει ψηλά είδε τις δυο παρατάξεις που συγκρούονταν. Από τη μια ήταν οι σταυροφόροι με τον αρχηγό τους που τον αναγνώρισε από το λοφίο στο κεφάλι του,  κι από τη άλλη ήταν τα  δικά τους τα στρατεύματα που έδειχναν να επικρατούν στη δεξιά μεριά,  όμως στο κέντρο, εκεί που βρισκόταν ο κέλτης αρχηγός,  οι σταυροφόροι έδειχναν να κερδίζουν και να  πιέζουν προς τα πίσω τους δικούς του. 

Ήταν η πρώτη φορά που παρακολουθούσε  μια μάχη από τόσο κοντά χωρίς  να συμμετέχει κι αναρωτήθηκε πως άντεχαν οι στρατιώτες μέσα στο βουητό,  τη σκόνη και τις φωνές που τρυπούσαν τ’  αυτιά  καθώς ο ένας καβαλάρης  έπεφτε πάνω στον άλλον  κι οι πεζικάριοι αγωνίζονταν να κρατήσουν τις γραμμές τους μέσα στο χαμό. Από την εμπειρία του ήξερε ότι όλο το παιχνίδι παίζονταν γύρω από τον αρχηγό,  αν κατάφερνε να τον εξουδετερώσει η μάχη θα τελείωνε. Πήρε μια μεγάλη πέτρα, τη  σήκωσε ψηλά και την έριξε από κει πάνω στον κέλτη που ανέμιζε το σπαθί του αλλά ο κουρνιαχτός που είχε σηκωθεί, μαζί με την ζαλάδα που ένιωθε από το δυνατό ποτό, τον έκαναν να αστοχήσει. Πήρε μια δεύτερη πέτρα,  στρογγυλή,  και σημάδεψε πιο προσεκτικά,  αυτή τη φορά η  πέτρα  βρήκε τον κέλτη  ακριβώς στο κεφάλι και τον σώριασε στο χώμα,  οι φρουροί του δεν μπορούσαν ν’  αντιληφθούν τι είχε συμβεί κι οι δικοί του ενθαρρυμένοι,  άρχισαν να τους χτυπούν με λύσσα μέχρι που τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, η μάχη είχε τελειώσει…

Στο παλάτι όλοι ήταν ενθουσιασμένοι με τον Καστροφύλακα, τους είχε σώσει πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή κι είχε φέρει μαζί του τα χρυσά και τα ασημένια  σκεύη που χρειάζονταν επειγόντως. Οι θησαυροφύλακες ήδη συνεδρίαζαν ν’  αποφασίσουν τι θα έκαναν με το δισκοπότηρο και τα’  άλλα  πολύτιμα κομμάτια,  ο βασιλιάς ήθελε να τον δει για  να τον ευχαριστήσει και να του προτείνει προαγωγή,  σκέφτονταν να τον κάνει παρακοιμώμενο για να  φυλάει τη  βασιλική κλίνη,  όμως ο Καστροφύλακας κατά πως το είχε συνήθειο,   πήγε κατευθείαν στα λουτρά του παλατιού να λούσει το σώμα του,  αυτό έκανε  κάθε φορά που γύριζε από κάποια δοκιμασία. Στα λουτρά επικρατούσε ησυχία,  μόνο μερικές γυναίκες σε μια γωνία κάτι ψιθύριζαν,  μόλις τον είδαν έσπευσαν ν’  απομακρυνθούν. Δοκίμασε το νερό που του φάνηκε πολύ δροσερό και γλίστρησε στη δεξαμενή καθώς συλλογίζονταν τους ψιθύρους που είχε ακούσει, κάποιοι  δεν έβλεπαν με καλό μάτι  τις επιτυχίες του,  έπρεπε να φυλάγεται . Είχε σχεδόν βουλιάξει κάτω από το νερό  όταν είδε  μια από τις γυναίκες  να τον πλησιάζει και να του λέει:  «θέλεις να σε βοηθήσω να πλυθείς;» Της έγνεψε να έρθει.  Η κοπέλα που πρέπει να ήταν περίπου είκοσι χρονών,  άρχισε να του τρίβει την πλάτη μ’ ένα εργαλείο που υπήρχε εκεί πέρα,  ενώ τραγουδούσε χαμηλόφωνα,  «Στης Αλεξάντρας τα βουνά στο σκοτεινό τον τόπο» . Ο Καστροφύλακας  ανατρίχιασε, «που το ξέρεις αυτό το τραγούδι;» τη ρώτησε,   εκείνη του χαμογέλασε  και συνέχισε να τραγουδά και να τρίβει την πλάτη του . Όπως χαλάρωνε   ένιωσε τα χείλη της στο πρόσωπο του και γύρισε να τη δει, ήταν πολύ όμορφη, άγγιξε  το στόμα της κι έπειτα την αγκάλιασε και την τράβηξε μέσα στο νερό, τα σώματα τους βυθίστηκαν  μέσα στην υγρή επιφάνεια . 

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΡΕΑΝ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

 Πρέπει  να κολυμπούσαν πάνω  από δεκατέσσερις ώρες, βρίσκονταν  στο νερό όλη  νύχτα κοιτάζοντας κατά την ακτή όπου υπήρχαν λίγα φώτα που τους καθοδηγούσαν,  ευτυχώς  ήταν μια μεγάλη παρέα κι ο ένας εμψύχωνε τον άλλον,  από μωρά άλλωστε είχαν μεγαλώσει μέσα στη θάλασσα .  Έπαιζαν όλο το καλοκαίρι στο παραλιακό χωριό τους   κολυμπώντας   μέχρι τα βαθειά, βουτούσαν από τα βράχια,  εκεί στην άκρη της παραλίας,  ήταν όλοι τους άριστοι κολυμβητές κι όταν κουράζονταν χαλάρωναν για λίγο ξαπλώνοντας στην επιφάνεια, για να συνεχίσουν έπειτα προσπαθώντας να βγουν στη στεριά. Νωρίς  το απόγευμα είχαν μπει στη βάρκα ενός  τύπου  που τους είχε προτείνει να τους πάει μια βόλτα,  όταν όμως ξανοίχτηκαν κι άρχισαν να βλέπουν  στο αντικρινό νησί κάποιο κάστρο παλιό  με δυο μεγάλους πύργους και μια εκκλησιά,  τους είπε  βαστώντας  ένα  τεράστιο κουπί , «τώρα θα πέσετε  στο  νερό αλλιώς θα σας σπάσω τα κόκαλα !» Όλοι τρομοκρατήθηκαν  και βούτηξαν κοιτάζοντας τη βάρκα να απομακρύνεται και το βαρκάρη  να τους κοιτά με χαιρεκακία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το είχε κάνει.  Μια άλλη φορά είχε πάρει κάποιον από το χωριό που δούλευε στο  απέναντι νησί  και βιαζόταν. Το πλοίο  της γραμμής θα έφευγε μετά από  μέρες και δέχτηκε να πάει με τη βάρκα.   Μόλις όμως ξανοίχτηκαν ο βαρκάρης  έκανε το ίδιο κόλπο,  «τώρα βούτα  αλλιώς θα σε τσακίσω»  του είπε  δείχνοντας του το πελώριο  κουπί κι ο άλλος δεν είχε άλλη επιλογή από το να πέσει στα παγωμένα νερά. Όλοι τον ήξεραν τον παλαβό βαρκάρη  όμως για κάποιο λόγο έχαιρε μιας  ιδιότυπης ασυλίας.

Με τα χρόνια  το χωριό είχε αδειάσει, όλοι έφυγαν για τις πόλεις όμως με την άνοδο του τουρισμού άρχισε πάλι  να αναπτύσσεται κι οι κάτοικοι του επέστρεφαν χτίζοντας ξανά  τα εξοχικά  και τα πατρικά τους. Εκείνα τα παιδιά που είχαν ριχτεί στη θάλασσα μεγάλωσαν πια και θυμόταν κάθε καλοκαίρι την περιπέτεια τους καθώς παραθέριζαν  πίνοντας καφέ σ’ ένα μαγαζάκι, κάπου εκεί κοντά στα  βράχια της παραλίας απ’ όπου βουτούσαν. «Θυμάσαι ρε που μου έλεγες ότι ήθελες να τα  παρατήσεις κι εγώ σου φώναζα ‘’κάνε λίγο ακόμα κουράγιο!»  έλεγε ο Μπάμπης, ένας χοντρός  τύπος   ρουφώντας καφέ με το καλαμάκι του. Τον αγαπούσαν όλοι τον Μπάμπη, είχε τη φήμη του άριστου μάστορα,  μπορούσε να λύσει και να δέσει οποιαδήποτε μηχανή ψάχνοντας για το πρόβλημα της,   οι ιδιοκτήτες των μεγάλων θαλαμηγών και των γιοτ που αρμένιζαν γύρω από το χωριό ήξεραν ότι ήταν ο μόνος που θα τους διόρθωνε οποιαδήποτε βλάβη, τον πλήρωναν  όσο- όσο όμως εκείνος αδιαφορούσε για τα χρήματα τους. Ήταν παράξενος άνθρωπος κι έπασχε από βαθιά μελαγχολία.  Όταν τον έπιανε  ένιωθε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του  σα να τον ρουφούσε μια δύναμη εξωπραγματική. Οι γιατροί του συνιστούσαν χάπια όμως εκείνος δεν τα ήθελε με κανένα τρόπο.  Κάποτε  είχε δοκιμάσει να αυτοκτονήσει πέφτοντας σ’ ένα πηγάδι παλιό το οποίο  αποδείχτηκε πολύ ρηχό, στεκόταν εκεί  με τα νερά μέχρι τα γόνατα και παρακαλούσε  φωνάζοντας ,«βγάλτε με από δω ρε έχω παγώσει!» Η νύχτα,  τότε που βρέθηκαν στη θάλασσα και κόντεψαν να πνιγούν,  τον είχε σημαδέψει. Ήταν ο μόνος από την παρέα που δεν είχε φοβηθεί σαν  να υπήρχε κάτι  μέσα του που τον κρατούσε ζωντανό κι εμψύχωνε όλους τους  άλλους. Πλησίαζε όποιον έδειχνε να αποθαρρύνεται και τον βοηθούσε, έκανε χαβαλέ για να τους ηρεμεί , ήταν ο μόνος που φαινόταν να το διασκεδάζει  μέχρι που τελικά βγήκαν στη στεριά,  σ’ ένα σημείο κάτω από το κάστρο  που ήταν χτισμένο στα βράχια της απέναντι ακτής,  πολλά χιλιόμετρα  μακριά από το χωριό τους.  Εκεί υπήρχε  μια αμμουδιά  κι ένα  λιμανάκι με κάτι δέντρα από πολύ ψηλά . Μόλις σύρθηκαν στην παραλία, ξάπλωσαν σε μια  πέτρα μεγάλη  που έμοιαζε με τεράστια σέλλα αλόγου,  κι αφού περπάτησαν λίγο   βρήκαν μια γυναίκα που ειδοποίησε την αστυνομία. Οι γονείς τους είχαν χαλάσει τον κόσμο, τους έψαχναν όλη νύχτα, και σε λίγο ήρθαν αλαφιασμένες οι μάνες τους  βρίζοντας τον καταραμένο βαρκάρη.

Όταν άρχισαν να φεύγουν οι φίλοι  του για τις πόλεις ο Μπάμπης έμεινε πίσω, δεν ήθελε ν’  αφήσει  το χωριό  κι έχασε όλες τις παρέες του.  Είχε δουλέψει στα ψαροκάικα ένα φεγγάρι όπως ο πατέρας κι παππούς του,  και του είχε φανεί απίστευτα δύσκολο.  Όταν δεν έπιαναν  ψάρια έτρωγαν τα δολώματα που είχαν ετοιμάζει για τα παραγάδια, κοιμόταν στο κατάστρωμα, ήταν  μια ζωή πρωτόγονη εντελώς που τον είχε σκληραγωγήσει στο έπακρο. Επειδή ήξερε να πλοηγεί  οι πλούσιοι ιδιοκτήτες τον φώναζαν  στα σκάφη τους  όταν ήταν να περάσουν μια διώρυγα,  στην αρχή του ακρωτήριου.  Καθόταν στο τιμόνι χωρίς να φοβάται καθόλου,   τοποθετούσε το σκάφος ακριβώς στη μέση του στενού  υπολογίζοντας με το μάτι τις αποστάσεις και περνούσε απέναντι με μεγάλη ευκολία ενώ οι άλλοι γύρω του χειροκροτούσαν . Εκτός από τα σκάφη δοκίμαζε και κάθε είδους πλεούμενο, κάποτε  είχε περάσει στο  νησί που υπήρχε αντίκρυ   χρησιμοποιώντας μια ιστιοσανίδα,  ένας ξένος την χρησιμοποιούσε εκεί πέρα και  του τη ζήτησε, δεν είχε ιδέα πως το κουμαντάρεις εκείνο το πράγμα αλλά τελικά δοκιμάζοντας κατάλαβε τη λειτουργία του  και κατάφερε να φτάσει μέχρι το νησί . Σε όλη τη διαδρομή ένιωθε τον θαλασσινό αέρα να τον χτυπά στο πρόσωπο και να τον δροσίζει, ήταν πολύ περήφανος με τον εαυτό του ύστερα από αυτήν την επιτυχία.  Όποτε ένιωθε να στενοχωριέται κι όταν  τον έπιανε η κατάθλιψη,  έπαιρνε το φουσκωτό του κι έψαχνε το μέρος όπου είχαν βγει τότε που ο  βαρκάρης τους είχε πετάξει στη θάλασσα. Είχε ψάξει κάθε πιθανό σημείο, όμως στη διάρκεια των χρόνων όλα εκεί πέρα είχαν  αλλάξει,  είχαν χτιστεί  ξενοδοχεία και σπίτια στην ακτή,  το τοπίο αλλοιώθηκε, οι χείμαρροι που κατέβαζαν νερό από τα βουνά είχαν γεμίσει προσχώσεις όλο το μήκος της ακτογραμμής,  ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει τα σημεία όπως τα θυμόταν. Κάθε φορά που δοκίμαζε να ψάξει για την αμμουδιά όπου είχαν συρθεί   απογοητεύονταν ,  «δεν μπορεί!»  έλεγε μέσα του,  «κάπου εδώ  ήτανε» .

Ένα βράδυ τον έπιασε μια  μελαγχολία τόσο δυνατή που  δεν ήξερε τι να κάνει. Τέτοιες στιγμές ήθελε κάποιον δίπλα του,  συνήθως πήγαινε στην αδερφή του που είχε  ένα σπίτι στην άλλη μεριά του χωριού όμως τούτη τη φορά δεν ήταν εκεί,  είχε πάει για κάτι εξετάσεις ιατρικές  στην πόλη. Σκεφτόταν πώς να ξεφύγει, μια λύση ήταν να βγει μια βόλτα με τη βάρκα  για να αποσπαστεί η προσοχή του, αντί γι αυτό όμως   κατέβηκε στο υπόγειο όπου υπήρχαν αντικείμενα παλιά από τον πατέρα κι από τον παππού, νταμιτζάνες,  ταψιά μπακιρένια  κι ένα σωρό σκεύη και εργαλεία που χρησιμοποιούσαν κάποτε , ένα σωρό βιβλία, έγγραφα, συμβόλαια και διαθήκες,  χαρτιά  και χαρτάκια όπου σημείωναν τις τοποθεσίες των χωραφιών και των οικοπέδων, φωτογραφίες αρχαίες από τους παππούδες του που καθόταν τις χάζευε για ώρα πολύ μέχρι να ξεθυμάνει το κακό από μέσα του. Αυτή ήταν η δεύτερη οδός  διαφυγής  όποτε τον έπιανε η κατάθλιψη,  εκείνα τα χαρτιά  και τα αντικείμενα του ασκούσαν κάποια επίδραση κατευναστική,  σαν να  έβγαινε από μέσα τους η εμπειρία  των προγόνων του και τον καθησύχαζε. Πήρε να σκαλίζει τα συρτάρια  και τα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία του πατέρα του όμως τούτη τη φορά δεν του έλεγαν τίποτα,  η μελαγχολία δεν έλεγε να φύγει και βάραινε το στήθος του. Ετοιμάζονταν να σβήσει το φως του υπογείου και να φύγει με τη βάρκα, καθώς έκλεινε ένα συρτάρι στον πάτο ενός  επίπλου πρόσεξε ένα βιβλιαράκι που δεν είχε προσέξει  ποτέ,  νόμιζε ότι ήταν ένα ευχολόγιο από κείνα που διάβαζε όλη την ώρα η μακαρίτισσα  η μάνα του,  όπως το άνοιξε διάβασε στην πρώτη σελίδα :

Το παρόν βιβλίον υπάρχει εμού Γρηγορίου ιερομονάχου και πρωτοσυγγέλου του Αγίου Προϊλάβου και όποιος το αποξενώσει να έχει τας αράς των τριακοσίων δέκα οκτώ πατέρων

Τα  να σήμαιναν εκείνα τα λόγια δεν μπορούσε να καταλάβει, γύρισε την επόμενη σελίδα όπου  έγραφε :

Χάρτης περιέχων τα πόρτα και τους λιμένας πάντας, που είναι χρεία ναράξεις και που να πιάσεις πλωρίσι και πόσες οργιές νερόν έχει  και εις ποίον άνεμον ανοίγει η μπούκα του λιμένος και που έναι ξέρα και που έναι καλός τόπος  και που έναι οδί’ αναβολάρην και καταβολάρην. Και άρχεται από τον πουνέντε έως τον λεβάντε.  

Όλα αυτά του φαινόταν κάπως μαγικά κι απόκοσμα, δεν καταλάβαινε όλες τις λέξεις όμως αντιλαμβάνονταν ότι  το βιβλιαράκι  ήταν κάποιος παλιός οδηγός για τα καράβια από τα χρόνια  του παππού του που ήξερε γράμματα και είχε τελειώσει μια σχολή εκκλησιαστική,  γεγονός απίστευτα σπάνιο για κείνη την εποχή. Το κείμενο ήταν χειρόγραφο, γραμμένο με   ωραία γράμματα,  στρογγυλά, ομοιόμορφα, τα  περιθώρια ήταν προσεγμένα ενώ στην αρχή κάθε κεφαλαίου υπήρχαν σχέδια καλλιγραφικά με περικοκλάδες και ρόδακες, πως είχε βρεθεί εκεί πέρα και πως δεν τον είχε βρει τόσα χρόνια, σίγουρα ήταν μεγάλης αξίας,  θα έπρεπε  να το δείξει σε κάποιον ειδικό. Τα μάτια του δεν ξεχώριζαν  καλά τα λόγια,  φόρεσε τα γυαλιά του και προσπάθησε να διαβάσει τι έγραφε παρακάτω, το κείμενο έλεγε τα εξής :  

εις τον εγκρεμνόν τον κόκκινον απάνω εις το νησίν στέκουν δυο πύργοι μικροί εκεί είναι  το κάστρον της Ταρτούζας είναι κάστρον μέγα και δέρνει το η θάλασσα και είναι χαλασμένον. Εις την μέσην της χώρας έχει μιαν εκκλησίαν  μεγάλην και φαίνεται από μακρέα. Εις την μερέαν του μεσημερίου έχει δένδρα έξι. Και μαυρίζουν από μακρέα. 

Η φράση αυτή  τον χτύπησε αμέσως,  το μυαλό του φωτίστηκε, αυτό ήταν  το σημείο που έψαχνε,  το κάστρο ήταν σίγουρα το τείχος εκείνο  με τους πύργους στις δυο μεριές του. Πήρε αμέσως τη βάρκα του και κατευθύνθηκε στην ακτή απέναντι,  αυτή τη φορά έψαξε πιο επισταμένα και διαπίστωσε ότι πίσω από έναν όρμο υπήρχε μια άλλη αμμουδιά,  οι προσχώσεις τόσων χρόνων την είχαν κρύψει  ενώ τα δέντρα που υπήρχαν  κάποτε είχαν κοπεί ή ξεράθηκαν. εκεί στην αμμουδιά βρήκε και την πέτρα που έμοιαζε με σέλλα τεράστια.  Εδώ βρισκόταν λοιπόν,  εκεί είχαν βγει τότε που τους  πέταξε ο βαρκάρης στη θάλασσα,   ξάπλωσε στην άμμο  ακούγοντας τα κύματα που συνέχιζαν την αέναη πορεία βουίζοντας καθώς κουβαλούσαν την αρμύρα του πελάγους,  αισθάνθηκε όλη τη μελαγχολία να αδειάζει το σώμα του και να φεύγει,  επιτέλους μπορούσε να ησυχάσει.

 

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

ΕΡΜΗΣ ΩΚΥΠΕΔΙΛΟΣ

Δεν περίμενε να γίνει έτσι, εκείνος  ήθελε μόνο  να ψάξει μέσα στο διαμέρισμα για τα λεφτά που λέγανε  ότι είχε ο γέρος.  Όλοι στην πολυκατοικία ήξεραν  ότι είχε κάπου κρυμμένα  πάνω από διακόσια  χιλιάρικα. Ο παππούς ήταν έμπορος  μεγάλος κάποτε,  κι είχε ένα κάρο ακίνητα σ' όλη την πόλη   Δεν είχε σκοπό να τον πειράξει. Θα έπαιρνε μόνο  τα χρήματα  και θα έφευγε. Όλοι γνώριζαν  ότι ζούσε μόνος  του. Ο γέρος δεν είχε παιδιά κι ήταν ο πιο στρυφνός άνθρωπος που υπήρχε, έτσι δεν είχε κανέναν δικό του να τον κοιτάξει κι η μόνη που έμπαινε στο σπίτι του ήταν μια ξένη γυναίκα, αντιπαθητική,  που δεν σου έλεγε ούτε καλημέρα, εκείνη θα τα έπαιρνε όλα σίγουρα. Με μια ταυτότητα άνοιξε την πόρτα που ήταν ξεκλείδωτη, είχε ξαναμπεί στο διαμέρισμα και ήξερε περίπου τη διαρρύθμιση,  στο βάθος του σαλονιού υπήρχε ένα γραφείο όπου ο γέρος  κρατούσε όλα τα χαρτιά του, εκεί πέρα πήγε αμέσως  να ψάξει όμως καθώς σκάλιζε κάτι φακέλους  είδε το γέρο  να έρχεται από το βάθος του διαδρόμου κυλώντας  ένα καροτσάκι, ο γέρος  που δεν φορούσε τίποτα από τη μέση και πάνω, μόλις τον αντίκρισε   άρχισε να τρέμει ψελλίζοντας κάτι λέξεις ακατανόητες , δεν  μπορούσε να καταλάβει τι προσπαθούσε να πει, ύστερα σκίρτησε ολόκληρος  σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα,  κι έμεινε ακίνητος  εντελώς στο καροτσάκι του με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Αυτός φοβήθηκε, ήθελε να φύγει αλλά  κρατήθηκε κι  άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια του γραφείου, σ’ ένα απ’ αυτά  βρήκε ένα χαρτονάκι τσακισμένο, το άνοιξε και είδε ότι  περιείχε μια άσπρη κάρτα τράπεζας, πάνω στο χαρτονάκι ήταν ζωγραφισμένος ένα θεός αρχαίος με σανδάλια που είχαν φτερούγες, στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς έγραφε ‘’ΕΡΜΗΣ ΩΚΙΠΕΔΙΛΟΣ’’, τι στο δαίμονα σημαίνει τούτο;»  ψιθύρισε. Τώρα  χρειαζόταν τον κωδικό, κοίταξε γύρω μήπως υπήρχε κάποιο σημείωμα με νούμερα μα  δεν βρήκε τίποτα. Έπρεπε να φύγει επειγόντως από κει μέσα,  κρατώντας την κάρτα στράφηκε κατά την πόρτα για να βγει,  γυρίζοντας το βλέμμα είδε   το γέρο   που ξαφνικά  άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε με μια κακία απέραντη σαν να ήθελε να τον σκοτώσει με το βλέμμα του, ύστερα  έγειρε τον γερασμένο του λαιμό σαν να παρέλυσε .   Ήταν το πιο τρομακτικό πράγμα που του είχε συμβεί, ένιωσε τα γόνατα του να κόβονται, βιάστηκε να κλείσει την πόρτα και κατρακύλησε σαν τρελός τις σκάλες κρατώντας την κάρτα στη χούφτα του.

Όταν έμεινε μόνος στο μαγαζί του σκεφτόταν τι θα έκανε τώρα,  μπορούσε να ψωνίσει μερικά πράγματα  μέχρι να ακύρωναν την κάρτα όμως εκείνος ήθελε να δει πόσα λεφτά υπήρχαν στο λογαριασμό κι αν υπήρχε κάποιος τρόπος να τα βγάλει από κει μέσα.  Ένα εκατομμύριο σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του αλλά δεν είχε ιδέα για το πώς θα ξεκλείδωνε  την καταραμένη κάρτα. Αν ο λογαριασμός είχε μέσα τα λεφτά που λέγανε  θα μπορούσε να πληρώσει όλα τα χρέη του, να κανονίσει την  ασφάλεια  από το ψιλικατζίδικο του που ετοιμάζονταν να κλείσει. Μπορούσε να ταχτοποιήσει την εφορία του που δεν είχε πληρώσει εδώ και δέκα  χρόνια, να δώσει σε κάτι  γνωστούς  όσα χρωστούσε και ντρεπόταν να τους δει, να εξοφλήσει κάτι παλιούς προμηθευτές  και πάλι θα του περίσσευε ένα ποσό για ν’ αγοράσει κανένα  διαμερισματάκι δικό του . Ένα σωρό κινήσεις μπορούσε  να κάνει μ’  εκείνα τα λεφτά και να  απεγκλωβιστεί από τη διαβολεμένη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει  αυτά τα χρόνια, όλα αυτά όμως προϋπόθεταν κάποιον  τρόπο  για να μάθει τον κωδικό και δεν είχε σκοπό να ξαναμπεί σ’  εκείνο το διαβολεμένο διαμέρισμα όπου θα έβρισκε το μπελά του,  ούτε είχε πολύ χρόνο καθώς η άτιμη εκείνη η ξένη που μπαινόβγαινε στο σπίτι θα καταλάβαινε γρήγορα ότι κάτι είχε συμβεί.

Όλη τούτη η ένταση τον είχε καταβάλει, τα βλέφαρα του έγειραν κι αποκοιμήθηκε εκεί  στην πολυθρόνα όπου καθόταν. Όταν ξύπνησε  του φάνηκε ότι μπήκε στο μαγαζί  ένας ηλικιωμένος μ’ ένα άσπρο κουστούμι γυαλιστερό, ήταν σίγουρος ότι τον είχε ξαναδεί κάπου κι  όταν πλησίασε κατάλαβε  ότι ήταν ο γέρος με τα λεφτά, «μπορείς να περπατήσεις;»  τον  ρώτησε  "σε συγχωρώ γι αυτό που έκανες" του είπε εκείνος  με μια φωνή παράξενη  και σκύβοντας στο αυτί του  ψιθύρισε τέσσερα νούμερα «3, 7, 1 7, αυτά είναι τα νούμερα όμως πρόσεχε,  θα πάρεις μόνο τα μισά χρήματα,  τα αλλά δεν θα τα πειράξεις», αυτό κράτησε μερικά δευτερόλεπτα, έπειτα ο  γέρος   βγήκε στο δρόμο και χάθηκε. Ήθελε να σηκωθεί και να δει κατά που θα πήγαινε, να τον ρωτήσει πως κατέβηκε εκεί κάτω, να του ζητήσει συγνώμη  όμως ένιωθε καρφωμένος στην πολυθρόνα ενώ το σώμα του όλο είχε ιδρώσει.  Πήρε ένα μολύβι  να σημειώσει τα νούμερα όμως σκέφτηκε ότι ήταν εύκολο να τα θυμάται, ήταν τα τρία αγαπημένα του νούμερα, ειδικά το εφτάρι,  μια φορά είχε κερδίσει 5 χιλιάρικα  στο τζόκερ κι από τότε  τα έπαιζε συνέχεια ελπίζοντας να τα πετύχει πάλι.  Χωρίς να σκεφτεί πήγε αμέσως σ’ ένα αυτόματο  μηχάνημα και προς μεγάλη του έκπληξη τα νούμερα λειτουργούσαν! Τράβηξε το μεγαλύτερο ποσό που μπορούσε, 1000 ευρώ, και γύρισε  χαρούμενος στο σπίτι του, επιτέλους η τύχη φαινόταν για μια φορά στη ζωή του να  χαμογελά πραγματικά. Ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει τις οδηγίες του γέρου, δεν θα πείραζε παραπάνω χρήματα όμως με το όριο ανάληψης έπρεπε να περιμένει πολλές μέρες,  κι αν στο μεταξύ ακύρωναν την κάρτα τι μπορούσε να κάνει; Δεν έπρεπε να χάσει ούτε στιγμή  και μετά ας πήγαιναν να ψάξουν τι είχε συμβεί. Χρησιμοποιούσε κάθε φορά  διαφορετικά μηχανήματα για να μη δώσει στόχο και η κάρτα πάντα του έβγαζε λεφτά. Όλα φαίνονταν  να κυλούν ομαλά…

Οι μέρες περνούσαν κι η κάρτα δούλευε. Κανείς   δε φαίνονταν να παρεμβαίνει.  Είχε φτάσει κοντά στο ποσό που του είχε πει ο γέρος  και δεν το πίστευε. Στο σπίτι του είχε μαζέψει ένα πακέτο με χαρτονομίσματα κολλαριστά κι έκανε όνειρα κάθε μέρα. Οι φίλοι και οι γνωστοί τον έβλεπαν ανεβασμένο  κι αναρωτιούνταν τι είχε συμβεί,  «Έ Κώστα  κέρδισες το λόττο;»  του φώναζαν. Είχε αλλάξει,  φορούσε  καινούρια ρούχα και παπούτσια, κερνούσε δεξιά κι αριστερά όποιον έβρισκε, ποτέ στη ζωή του δεν είχε αισθανθεί τέτοια ευφορία.  Όταν έβγαλε τα μισά χρήματα  έλεγε μέσα του  ότι η τύχη του είχε φερθεί πολύ καλά, έπρεπε  να σωφρονιστεί,  να λογικευτεί  και να σταματήσει όμως η σκέψη ότι μπορούσε να βγάλει κι άλλα λεφτά δεν τον άφηνε.  Στο κάτω-  κάτω τι τα ήθελε ο γέρος,  κι αφού μέχρι τώρα δεν είχε μπλοκαριστεί ο λογαριασμός γιατί να μη συνεχίσει να τραβά; Από την άλλη όμως ήταν προληπτικός, δεν ήθελε να χαλάσει τη συμφωνία, κάτι τέτοιο θα έφερνε γρουσουζιά και κακοτυχία όμως ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος, το γύρισε πολύ μες το μυαλό του, βασανίστηκε πολλά βράδια  και τελικά αποφάσισε να συνεχίσει. Ξύπνησε ένα πρωινό του καλοκαιριού,  τότε που οι εργάτες πήγαιναν στη δουλειά  κι οι τηλεοράσεις από τα ανοιχτά  διαμερίσματα ακούγονταν να παίζουν μέσα στην ησυχία,  και πήγε με το αμάξι του σ’ ένα μηχάνημα,  κάπου  κοντά στην παραλία. Έβαλε την κάρτα και  πάτησε τα νούμερα όμως αυτή τη φορά η οθόνη  έδειξε ότι έκανε λάθος κι έπρεπε  να πληκτρολογήσει ξανά το σωστό αριθμό. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και δοκίμασε πάλι  τα νούμερα όπως τα θυμόταν: 3, 7, 1, 7 όμως ξανά το μηχάνημα του είπε ότι έκανε λάθος κι ότι είχε  μια ευκαιρία ακόμα,  πανικόβλητος τράβηξε την  κάρτα και την  έβαλε στην τσέπη του.

Είχε μια ευκαιρία ακόμα , μπορούσε να το αφήσει εκεί αλλά είχε πεισμώσει, έπρεπε  να δοκιμάσει, δε γίνονταν να το αφήσει έτσι,  τα δάχτυλα του έτρεμαν καθώς πληκτρολογούσε όμως το μηχάνημα του είπε  ξανά ότι έκανε λάθος και ξαφνικά, χωρίς να τον προειδοποιήσει, τράβηξε την κάρτα σα να την κατάπιε  ενώ η οθόνη άρχισε να αναβοσβήνει σα να τον κορόιδευε.  Αυτό  πήγαινε πάρα  πολύ για τα νεύρα του, η υπερένταση των ημερών τον είχε καταβάλει,  «άι στο διάβολο!»  φώναξε κι από τα νεύρα του έδωσε μια μπουνιά στο μηχάνημα . «Έχω εκατό χιλιάρικα» σκέφτηκε, « ας το σταματήσω εδώ». Πήρε το αμάξι και βιάστηκε να φύγει από εκείνο το στοιχειωμένο  μέρος. Στο φανάρι όπου στέκονταν σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί, χρειαζόταν να ηρεμήσει λίγο, να δει τι θα έκανε με τα  χρήματα που είχε βγάλει, «πρέπει να πάω ένα ταξιδάκι» είπε στον εαυτό του,  «να χαλαρώσω λίγο, θα το κλείσω το μαγαζί καμιά βδομάδα». Στο αμάξι η ζέστη ήταν αφόρητη, άνοιξε το κλιματιστικό να δροσιστεί μια στάλα, ξεκούμπωνε το πουκάμισο του  όταν από το πουθενά εμφανίστηκε ένα τεράστιο  τζιπ που ερχόταν από το πλάι με φόρα σα να ήθελε να τον διαλύσει , πρόλαβε να  δει τον  οδηγό και τα μάτια του κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους, ήταν ο γέρος που τον κοιτούσε με το ίδιο κακό βλέμμα όπως τον είχε κοιτάξει στο διαμέρισμα του.  Το πελώριο τζιπ πέρασε πάνω από το αυτοκίνητο, οι  δυο  τεράστιες ρόδες  κύλησαν πάνω από τις δύστυχες λαμαρίνες μπροστά στο παρμπρίζ  .Ύστερα όλα σκοτείνιασαν. 

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

READY FOR LOVE

 Το πρωί ξυπνούσε κατά τις  τέσσερις, ποτέ δε χόρταινε τον ύπνο του,  μόνο εκεί  γύρω  στο  καλοκαίρι που έφευγαν οι φοιτητές και δεν είχε πολύ δουλειά,  κοιμόταν λίγο σαν άνθρωπος  και τότε μόνο έβλεπε   όνειρα,  ά αυτό ήταν το καλύτερο. Σηκώνονταν συνήθως  μες τ’ άγρια χαράματα,  έπινε τον  καφέ του κι έπειτα έπρεπε  να περπατήσει κάνα  δεκάλεπτο μες  το  σκοτάδι  ώσπου να βρει το αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στο ίδιο σημείο πάντα από τον συνεταίρο του. Πολλές  φορές τον πετύχαινε την ώρα που ερχόταν κι η μηχανή  δεν έσβηνε καθόλου,  αυτό μπορεί να πήγαινε και για μεγάλο διάστημα, δεκαπέντε μέρες ,  ένα μήνα,  πως άντεχε εκείνο το αμάξι  κανείς δεν ήξερε,  μονάχα μερικές φορές μπούκωνε  κι έπρεπε να τρέξουν  στο μηχανικό  να το επισκευάσει,  οι ώρες που περίμεναν στο συνεργείο  ήταν ώρες χασούρας αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε.

Μόλις έβγαινε στη γύρα συναντούσε τους νεαρούς που ερχόταν από τα μαγαζιά,  εκεί στο κέντρο, γύρω στις  πέντε  ερχόταν  οι φοιτητές  να πάρουν  κούρσα,  συνήθως ήταν παρέες δύο,  τριών,  ή και τεσσάρων ατόμων για να μοιράζονται το κόστος,  μέχρι τις πέντε ίσχυε το νυχτερινό κόμιστρο και το ήξεραν οι μάγκες.  Τα κορίτσια ήταν πιο  βολικά,  καθόταν ήσυχα στο πίσω κάθισμα και μερικές φορές αποκοιμιόνταν  αφού του έλεγαν που να τα πάει,  μια φορά είχε πάρει από νωρίς μια κοπελίτσα ξανθιά, όμορφη,   που του είπε,  «κύριε τώρα θ’  αλλάξω ρούχα  μη κοιτάτε παρακαλώ»- «εντάξει κορίτσι μου» , είπε αλλά δεν μπόρεσε να αντέξει, έριξε μια ματιά στον καθρέφτη, είδε τη γυμνή,  άσπρη μέση της που ήταν τυλιγμένη από  μια αλυσιδίτσα γυαλιστερή, πρώτη φορά έβλεπε  τέτοιο πράγμα,   ποιος ξέρει πως είχε φύγει από το σπίτι και τι φοβόταν, θα ήταν Σαλονικιά σίγουρα και θα έμενε  με τους γονείς,  της είχε δώσει το τηλέφωνο του και τον καλούσε τακτικά. Με τα κορίτσια  δεν είχε θέμα, εκείνους που φοβόταν  ήταν κάτι μεσήλικες  που είχαν πιει και  γίνονταν  επιθετικοί με το παραμικρό,  ενώ αν τύχαινε κανένας μελαμψός ή γύφτος δε  σταματούσε ποτέ, κι όταν του έλεγαν ότι πάνε  Δενδροπόταμο αρνούνταν φυσικά,  υπήρχαν  μερικά σημεία της πόλης που κανένα ταξί δεν πήγαινε, κάπου  ψηλά,  πάνω από τον Εύοσμο όπου βρισκόταν  ένας  καταυλισμός τσιγγάνων,  κι ένας άλλο σημείο  κάπου στην Ιωνία,  αυτά ήταν μέρη  απαγορευμένα.

Στις πιάτσες όπου περίμενε μαζί   με τους άλλους οδηγούς,  έπιανε κουβέντα,  οι πιο πολλοί  εκεί πέρα είχαν προλάβει τις παλιές δόξες της νυχτερινής ζωής,  τα δρομολόγια μέχρι τα μαγαζιά του αεροδρομίου, τα χοντρά   πουρμπουάρ που έδιναν  εκείνες τις περιόδους, τώρα όλοι γκρίνιαζαν καθώς έβλεπαν γύρω την πόλη ν’  αλλάζει και να συρρικνώνεται κάθε μέρα. Αφού χαιρετούσε τα φιλαράκια του,  αγόραζε  καμιά τυρόπιτα να σκοτώσει την πείνα του και  περπατούσε  λίγο να ξεπιαστεί. Ενώ οι άλλοι ταξιτζήδες ε υπέφεραν από καρδιά, ζάχαρο, χολή, αυτός δεν είχε κανένα θέμα επειδή του άρεσε η γυμναστική,  είχε έναν  διάδρομο στο σπίτι του κι έτρεχε όποτε έβρισκε ευκαιρία ενώ τρεις την ώρα έπρεπε να βγάζει βόλτα τον καταραμένο σκύλο που είχε η γυναίκα του,  όμως αυτό ήταν μια καλή άσκηση γιατί ο σκύλος έτρεχε σαν παλαβός κι έπρεπε  να τον ακολουθεί,  στο σπίτι είχε κάτι βαράκια κι έκανε πάντα ένα σετ ασκήσεων προτού κοιμηθεί, έτσι διατηρούσε τη φόρμα του. Τα πόδια του ήταν χοντρά,  γεμάτα τρίχες,  και το σώμα του γεροδεμένο, του άρεσε η πάλη και η πυγμαχία,  πολλές φορές πιάνονταν με τους άλλους ταξιτζήδες έτσι για πλάκα εκεί στην πιάτσα  να ξεμουδιάσουν,  πιο πολύ αρπάζονταν μ’ έναν πόντιο που είχε έρθει από τη Ρωσία και ήξερε να παλεύει,  «είσαι πολύ γερός !» του έλεγε πάντα  ο Πόντιος , και όντως ήταν, μικρός ήθελε να γίνει παλαιστής όπως ο θείος του  που ήταν πρωταθλητής και ήξερε όλα τα κόλπα,  ο θείος του αυτός τον έβαζε να στέκεται σωστά με το ένα πόδι μπροστά ,  «όταν παλεύεις στο δρόμο όλο το θέμα είναι  να μη σε ρίξουν κάτω,  ν’  αντέξεις τα πρώτα  χτυπήματα»  του έλεγε,  «άσε τον άλλον να κουραστεί,  και μετά χτύπα τον στο συκώτι,  εδώ χαμηλά»,  και του έδειχνε το σημείο,  «εκεί μπορείς να του κόψεις την αναπνοή και να τον ζαλίσεις».

«Κύριε  Κώστα μπορείτε να έρθετε κατά τις 11»,  ήταν το κορίτσι εκείνο που τον καλούσε,  «εντάξει κοπέλα μου»  της είπε. Ήταν  Σαββάτο βράδυ κι  αισθάνονταν κάπως περίεργα, το Σάββατο έβγαζε τα σπασμένα όλης της εβδομάδας όμως εκείνη τη μέρα ήταν κάπως  βαρύς, είχε μάθει ότι ο αδερφός του δε ζούσε πια μετά από μια εγχείριση ρουτίνας . Δε μιλούσαν για πολύ καιρό επειδή  είχαν σκοτωθεί   για τα κληρονομικά όμως τον αγαπούσε πολύ και του στοίχισε, ένιωθε σαν να είχε πεθάνει ένα κομμάτι από το σώμα του.  Άνοιξε το ραδιόφωνο ν’ ακούσει κανένα τραγούδι και σκεφτόταν πως πέρασαν τα χρόνια έτσι γρήγορα χωρίς να το καταλάβει, θυμήθηκε τον αδερφό του που γελούσε τότε που βρέθηκαν σ’ ένα γάμο και τώρα δεν υπήρχε πια,  κι αυτός με τη ζωή που έκανε πόσο ακόμα θ’  άντεχε σε τούτη τη δουλειά καθώς  όλα έφευγαν μπροστά στα μάτια του σαν όνειρο. Από το ραδιόφωνο ακούστηκε ένα τραγούδι, «απονιά μου δείχνεις,  και φαρμάκι ρίχνεις, στην καρδιά μου που δε σε μισεί…»  ξαφνικά ένιωσε μια μελαγχολία τόσο μεγάλη σα να βυθίζονταν σε μια τρύπα γεμάτη νερό και δεν μπορούσε να βγει με τίποτα από κει μέσα,  γύρισε γρήγορα τους σταθμούς  κι έβαλε αθλητικά,  κάτι ουδέτερο που δεν θα του βάρυνε την ψυχή.

Το κορίτσι συνήθως τον περίμενε σε μια διασταύρωση, όταν πήγε να το πάρει κάτι δεν του άρεσε,  δίπλα της στέκονταν κρατώντας το χέρι της ένας ψηλός τύπος με μαλλιά που θύμιζαν θάμνο, τον ήξερε εκείνον τον τύπο, κάποτε τον είχε πάρει από την Καμάρα για να τον πάει μέχρι το πανεπιστήμιο,  δεν μπορούσε να το πιστέψει,  «Γιατί  παίρνεις ταξί ενώ μπορείς να πας με τα πόδια»  τον είχε ρωτήσει , «τι σε νοιάζει ρε φίλε αφού σε πληρώνω» του  είχε απαντήσει με αναίδεια  ο τύπος με την αφάνα. Κι άλλες φορές είχε πάρει ταξί από κείνη την πιάτσα ο νεαρός όλοι τον ήξεραν  κι έλεγαν ότι δεν ήταν  με τα καλά του, «τι γυρεύει εδώ πέρα αυτός;» σκέφτηκε μέσα του. Μόλις τον είδε το κορίτσι άρχισε να φωνάζει,  έμοιαζε φοβισμένο, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε,  τραβώντας το χέρι της ξέφυγε από το  νεαρό   κι άρχισε να τρέχει κατά το ταξί όμως από κάπου εμφανίστηκε ένας άλλος τύπος που δεν μιλούσε ελληνικά  την άρπαξε από τον ώμο  κι άρχισε να την τραβά,  χωρίς  να το σκεφτεί βγήκε από το ταξί και τους φώναξε  «έ αφήστε την ήσυχη !»,  ο νεαρός με την αφάνα  του φώναξε  «φύγε γέρο δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα!» Αυτή η φράση  σα να τον αγρίεψε και  πλησίασε περισσότερο «αφήστε ήσυχη την κοπέλα»   είπε δυνατά  όμως ο ξένος  που  κρατούσε το κορίτσι του έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο, ένιωσε τη μύτη του να πονά όμως  αυτό τον έκανε να θυμώσει ακόμα περισσότερο  και χωρίς να το καταλάβει   βρέθηκε στον ξένο που φαινόταν  ότι ήξερε να παλεύει.  Τον έβλεπε εκεί πέρα να  κοκκινίζει και να τον κλωτσά στα πόδια  προσπαθώντας να τον ρίξει κάτω,  ένα χτύπημα τον είχε βρει στο καλάμι και τον τράνταξε αλλά  συνέχισε να στέκεται σταθερά φυλάγοντας το πρόσωπο και την κοιλιά του,  ο άλλος  δεν περίμενε ότι ο ταξιτζής θα άντεχε,  φαινόταν κάπως χαμένος κι ανάσαινε βαριά,   τον άφησε εκεί πέρα να λαχανιάζει και μετά τον πλησίασε προσεκτικά,  προσποιήθηκε ότι θα τον χτυπήσει στο πρόσωπο με το αριστερό και ξαφνικά τον χτύπησε   στο συκώτι με το δεξί βάζοντας όλη του τη δύναμη,  ο ξένος   διπλώθηκε βγάζοντας έναν στεναγμό πόνου κι όπως ήταν σκυμμένος του έδωσε μια κλωτσιά στα μούτρα και τον πέταξε στην άκρη του δρόμου. Γύρισε να δει που βρισκόταν η κοπέλα και την είδε να τον κοιτά απορημένη ενώ ο τύπος με την αφάνα είχε εξαφανιστεί, «να σε πάω στο σπίτι;»  ναι αν θέλετε σας ευχαριστώ είπε  το κορίτσι,  «πρόσεχε  κοπέλα μου με ποιους βγαίνεις»  -«έχετε δίκιο κύριε»  είπε εκείνο καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα της πολυκατοικίας του.

Κοίταξε το ρολόι του,  είχε πάει δώδεκα, είχε χάσει πάνω από μια ώρα δουλειάς, έπρεπε να γυρίσει πίσω γρήγορα καθώς στο κέντρο θα γινόταν χαμός,  ήδη από τον ασύρματο τον καλούσαν  σ’ ένα σωρό σημεία να πάρει κόσμο,  η νύχτα έμοιαζε να ζωντανεύει. Σταμάτησε σ’ ένα  περίπτερο να πάρει ένα μπουκαλάκι νερό κι ένιωσε τα μπράτσα του να κρυώνουν από κάπου είχε βγει κρύο.  Πήγε στο αμάξι και πήρε μια φόρμα που είχε καθώς κοιτούσε   γύρω  τα κορίτσια που περνούσαν  φορώντας  κάτι παντελόνια τζιν εφαρμοστά με ρίγες χοντρές,  «θα είναι   της μόδας»  σκεφτόταν.  Τα κορίτσι αυτή την εποχή έμοιαζαν να αναζωογονούνται, χαμογελούσαν όλη την ώρα,  μιλούσαν δυνατά,  περπατούσαν στον αέρα σα να χόρευαν.  Οδηγούσε παρατηρώντας  από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου δυο φοιτήτριες να στερεώνουν σκουλαρίκια στ’  αυτιά τους και να δένουν τα ρολογάκια στον λεπτό  καρπό τους,  στα στενά της πόλης οι φλαμουριές είχαν πάρει ν’ ανθίζουν,  οι δρόμοι  μοσχοβολούσαν,  το ραδιόφωνο έπαιζε κάτι  τραγούδια ξένα,  ‘’I am ready for love’’, «μπορείτε να δυναμώσετε λίγο τη μουσική»  του είπε μια φωνή από το πίσω κάθισμα.

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

« Εκείνες  τις μεγάλες πλάκες δεν πρέπει να τις σηκώνεις ποτέ, από κάτω τους  υπάρχουν δαιμόνια που αν βγουν στο φως μπορεί να σκορπίσουν παντού κι άντε να τα μαζέψεις έπειτα», τέτοιες ιστορίες άκουγε όταν ήταν παιδί. Άλλες φορές πάλι οι μεγάλοι έλεγαν  για κάποιον που ξεκίνησε να πάει στο χωράφι πολύ πρωί, μέσα στη νύχτα,  κι όταν πέρασε από τα μαντριά όπου υπήρχαν κοπάδια, οι σκύλοι όρμησαν στο κάρο, το άλογο που το έσερνε τρόμαξε κι άρχισε να τρέχει σαν παλαβό ρίχνοντας κάτω τον άνθρωπο  που σκοτώθηκε.  Μαζεύονταν τότε σε μια καφετέρια κι έβλεπαν βιντεοταινίες, ένας τύπος μελαχρινός με μια τούφα άσπρα μαλλιά στα δεξιά του κεφαλιού του,  καθόταν στο μπαρ εκεί πέρα. Όλοι τον ήξεραν επειδή είχε βενζινάδικο,  έπινε  από ένα ποτήρι ψηλό, κι έλεγε όλη την ώρα  τέτοιες ιστορίες,  μιλούσε για μια παρέα που πήγε με το τρακτέρ  να μαζέψει τσάι του βουνού που φύτρωνε σε μεγάλο υψόμετρο κι εκεί, σε μια στροφή του δρόμου, το τρακτέρ τους γλίστρησε κι έπεσε σ’ έναν  γκρεμό. Τα τρακτέρ εκείνη την εποχή δεν είχαν κουβούκλιο κι οι δυο που επέβαιναν πήδηξαν από την αντίθετη μεριά όμως ο τρίτος που οδηγούσε, έκανε το λάθος μέσα στη σαστιμάρα του κι έπεσε από τη μεριά του γκρεμού για να σκοτωθεί τελικά. Αυτή ήταν μια ιστορία  που τη συζητούσαν όλοι στο χωριό και την είχε ακούσει στην καφετέρια από τον τύπο με την άσπρη τούφα,  πολλές φορές…

Το Πάσχα που επέστρεφε  στο χωριό  θυμόταν κάθε φορά τις παλιές ιστορίες καθώς  προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε αλλάξει γύρω. Το βουνό  έστεκε πάντα αγέρωχο  ατενίζοντας τον κάμπο, όμως πολλά  δεν ήταν όπως τα θυμόταν.  Ψάχνοντας να  βρει  το παλιό λιθόστρωτο παιδεύτηκε πολύ, εκεί πέρα υπήρχαν οι πλάκες που έλεγαν ότι δεν έπρεπε  να τις σηκώνεις για να μην απελευθερώσεις τους  δαίμονες. Αναζητώντας  τα παλιά σημάδια  κατάλαβε ότι κάποιος  ηλίθιος  είχε φτιάξει ένα εργοστάσιο και τα είχε   σκεπάσει όλα, έβαλε φράχτες παντού, δεν άφησε   τίποτα και κανείς  δε σκέφτηκε να του πει «έ τι κανείς εδώ πέρα !» Κι έπειτα το παλιό γεφύρι, το πέτρινο, στη στροφή καθώς έμπαινες στον παλιό οικισμό,  κι εκείνο το είχαν τσιμεντάρει και πάει.  Το παλιό σιντριβάνι απ’ όπου έπιναν  τα ζώα  είχε εξαφανιστεί,   είχαν χτίσει κάτι αποθήκες  τεράστιες  δίπλα του που το έκρυβαν εντελώς.  Στον κάμπο κάτω, τα μαντριά όπου ο σκύλοι είχαν γκρεμίσει το κάρο κι είχαν σκοτώσει τον επιβάτη του, όλα  είχαν εγκαταλειφθεί, οι  ποτίστρες απ’  όπου έπιναν  κάποτε τα ζώα έμοιαζαν διαλυμένες,  το νερό τους έτρεχε όπου να ναι.  Ευτυχώς το τοπίο είχε μείνει ίδιο, το όρος εκεί ψηλά όπου σκοτώθηκε ο άνθρωπος που είχε πάει   να μαζέψει  τσάι άγριο, τον σιδερίτη όπως το λέγανε τώρα, φάνταζε αγέρωχο όπως παλιά αν και δεν του φαινόταν πια τόσο τεράστιο. Κάπου  εκεί στις τρεις κορφές που δέσποζαν πρέπει να βρίσκονταν το σημείο όπου είχε πέσει το τρακτέρ στο γκρεμό, λογικά θα έπρεπε  να υπήρχε ακόμα εκεί πάνω. Περπατώντας στα παλιά μονοπάτια  βρήκε έναν βράχο μεγάλο γύρω από τον οποίο  έπαιζαν κάποτε,  αλλιώς τον θυμόταν,  σα να ήταν στραμμένος σε άλλη κατεύθυνση όμως ήταν εκεί και κανείς δεν τον πρόσεχε αλλά γι αυτόν ήταν κάτι συγκινητικό να τον ανακαλύπτει ξανά.

Εκτός από το τοπίο κι οι άνθρωποι εκεί πέρα είχαν αλλάξει, βγαίνοντας καμιά βόλτα συναντούσε εκείνους  που  γυρνούσαν από τη Γερμανία, είχαν ξενιτευτεί πριν από δεκαετίες   κι είχαν φτύσει αίμα,  ένας από αυτούς  του είπε  «την επόμενη μέρα που θα βγω   στη σύνταξη γυρνώ εδώ, έχω κλείσει ήδη εισιτήριο !» Άλλοι πάλι είχαν φτιάξει ήδη τα σπίτια τους τα πατρικά, τα είχαν κάνει καινούρια, ήθελε να τους ρωτήσει «έ παιδιά  που πήγατε, πως πήγατε, πως τα περάσατε όλα αυτά τα  χρόνια, πως ήταν οι άνθρωποι εκεί πάνω;» όλοι όμως ήταν κουμπωμένοι. Συχνά έβλεπε τις αναρτήσεις τους στο ιντερνέτ,  όλοι φαίνονταν  να είχαν μείνει στην εποχή που έφυγαν, που να αφομοιώσουν τη νοοτροπία των σκοτεινών βόρειο ευρωπαίων, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε  να πάνε τόσο μακριά ψάχνοντας την τύχη τους.

Όσοι είχαν μείνει πίσω  είχαν  κλειστεί στο καβούκι τους καθώς ήταν πλέον αυτάρκεις,  είχαν φαγητό από το σούπερ μάρκετ όποτε ήθελαν,  είχαν αυτοκίνητα  για να ταξιδεύουν όλη την ώρα, τηλεοράσεις και διαδίκτυο για τη διασκέδαση τους, τηλέφωνα για να  επικοινωνούν  οπότε ο γείτονας  δεν τους ήταν  απαραίτητος,  αυτό όμως διέλυε τον ιστό κι εκείνης της κοινότητας. Όλοι έμοιαζαν απόμακροι κι αν τους συναντούσες στο δρόμο μπορεί και να μη σου έλεγαν καλημέρα. Όλοι φαίνονταν  αλλιώτικοι  εκτός από το παιδί που είχε το βενζινάδικο, ήταν ο γιος του τύπου με την άσπρη τούφα που κάποτε διηγούνταν  ιστορίες στην καφετέρια. Μια φορά που δεν μπορούσε να βάλει μπρος στο χορτοκοπτικό  τον είχε βοηθήσει  δοκιμάζοντας το πενήντα φορές, προσπαθούσε επίμονα ώρα πολύ γυρίζοντας έναν διακόπτη και δοκιμάζοντας το γκάζι,  τα χέρια του είχαν γδαρθεί τραβώντας το σκοινί εκκίνησης  με όλη του τη δύναμη και τελικά το ξεμπούκωσε όπως είπε και το μοτέρ   δούλευε μια χαρά,  δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι κάποιος εκεί πέρα θα τον βοηθούσε τόσο πολύ. Κι όταν είχε τελειώσει η μεσινέζα, η σκληρή κλωστή που κόβει το γρασίδι, του έδωσε το δικό το,  ένα πολύ δυνατό μηχάνημα, « πάρτο  αλλά σε παρακαλώ πρόσεχε  μην το χαλάσεις σε καμιά πέτρα !» -  « εννοείται ρε φίλε!»   του είπε  αυτός. Τελείωσε  τη δουλειά του χρησιμοποιώντας το καταπληκτικό χορτοκοπτικό  του βενζινά,  και πήγε  να του δώσει χρήματα  όμως ο άλλος ήταν ανένδοτος, δεν ήθελε τίποτα, δεν το συζητούσε, «  Άμα κάνεις το καλό θα το βρεις με κάποιο τρόπο»  του είπε,  δεν το πίστευε ότι  άκουγε τέτοια κουβέντα σ’  εκείνο το μέρος, δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει.  «Ερχόσουν στην καφετέρια του Ψ έτσι δεν είναι;»  άκουσε μια φωνή καθώς έφευγε. Γύρισε και είδε τον τύπο που έλεγε ιστορίες παλιές,  τότε που πήγαιναν να δουν βιντεοταινίες. Τα μαλλιά του είχαν γίνει πια όλα άσπρα,  δεν ξεχώριζε η χαρακτηριστική τούφα όμως κατά τα άλλα δεν είχε αλλάξει πολύ. «Ναι σε θυμάμαι, καθόσουν πάντα στον πάγκο κι έπινες ουίσκι από ένα ψηλό ποτήρι» του είπε αυτός κι ο άλλος γέλασε. «Άμα θες έλα το βράδυ στο Ρέμα, στην  ταβέρνα όπου μαζευόμαστε και τα  λέμε, θα είναι κι άλλοι που τους ξέρεις σίγουρα» - «εντάξει» είπε αυτός.  

Ήταν περίεργος να μάθει τι είχαν κάνει οι φίλοι του από το σχολείο όλα αυτά τα χρόνια, όμως ήξερε ότι  αυτές οι συναντήσεις είναι πάντα περίεργες, υπάρχει αμηχανία επειδή είναι σαν απολογισμός ζωής,  καθένας πρέπει να δείξει αν πέτυχε ή αν απέτυχε κι αυτό  είναι οδυνηρό πολλές φορές. Στην ταβέρνα που ήταν πολύ ωραία, υπήρχαν αρκετοί  γνωστοί από το παρελθόν που δυσκολεύτηκε να τους γνωρίσει. Άλλος είχε χάσει μαλλιά, άλλος είχε βάλει κιλά, οι γυναίκες  είχαν μεταμορφωθεί περισσότερο,  μερικές έστεκαν καλά αλλά και πάλι υπήρχε μια ατμόσφαιρα φθοράς πάνω τους. Είπε μερικές κουβέντες  με όσους τον πλησίασαν,  μερικοί δεν ήρθαν καθόλου κοντά του, «καλύτερα» σκέφτηκε μέσα του και  κάθισε με τον πατέρα του βενζινά που πρέπει να πλησίαζε τα ογδόντα αλλά φαίνονταν σε πολύ καλή κατάσταση. «Πως έγινε έτσι ο Παλιόδρομος;» τον ρώτησε,  έτσι έλεγαν το παλιό  λιθόστρωτο που πρέπει να είχε φτιαχτεί πριν από εκατό ή και περισσότερα χρόνια.  «Άσε, μη τα συζητάς» του είπε ο βενζινάς, « έκανα φασαρία όταν τον χάλασαν,  κόντεψα να πιαστώ στα χέρια με το δήμαρχο,  ευτυχώς άφησαν ένα κομμάτι απείραχτο, άμα θέλεις μπορούμε να πάμε να το δούμε…»

 «Όταν ήμουν μικρός…»  συνέχισε θυμίζοντας τον άνθρωπο που έπινε ουίσκι στην καφετέρια λέγοντας ιστορίες όπως τότε,  «…περνούσαμε από  κει με τα μουλάρια μας. Πηγαίναμε  στον κάμπο να μαζέψουμε καπνό, πάντα μου άρεσε να χαζεύω όπως καβάλαγα,  το μέρος γύρω,  ιδίως μια στροφή του Παλιόδρομου, κοντά σε μια σπηλιά  όπου φώλιαζαν αλεπούδες, ασβοί κι άλλα ζώα που δεν τα βλέπαμε ποτέ,  μόνο  τα χώματα έξω από τις τρύπες που έσκαβαν φαίνονταν. Tο μέρος λεγόταν Πηγές της Αβύσσου επειδή εκεί  έτρεχε κάποτε νερό που στέρεψε μετά  από έναν σεισμό πολύ δυνατό.  Εκεί ακριβώς, στη στροφή, υπήρχαν οι πλάκες που έλεγαν ότι δεν έπρεπε να τις σηκώσεις» -- «θυμάμαι που το έλεγες »  του είπε αυτός. «Μια από κείνες τις πλάκες  είχαμε δοκιμάσει να τις σηκώσουμε κάποτε,  ήμασταν εγώ κι ο Ψ, εκείνος που είχε την καφετέρια, τον θυμάσαι;» «ναι βέβαια» είπε αυτός. «Μια νύχτα που λες πήγαμε να σηκώσουμε την   πλάκα, είμασταν  γεροί τότε,  δεν ήταν πολύ βαριά, είχε φεγγάρι και μπορούσες να δεις όμως από  κάτω δε φαίνονταν τίποτα.  Στην αρχή δεν έγινε  τίποτα  κι αρχίσαμε να γελάμε, «μα τι χαζομάρες μας έλεγαν οι παππούδες»,  όμως ύστερα  ακούστηκε ένας  θόρυβος σαν  να φυσούσε από κάπου,  σαν να έβγαινε αέρας με ορμή, ξαφνικά η σπηλιά  σαν να  ζωντάνεψε και τα κλαδιά των δέντρων που φύτρωναν στην είσοδο της   άρχισαν να κουνιούνται, στις τρύπες των αλεπούδων τα χώματα στριφογύριζαν σαν ανεμοστρόβιλοι,  είδαμε τουλάχιστον τρία ζώα μικρά  να βγαίνουν από τις φωλιές τους και να χάνονται  μέσα στα πουρνάρια σα να τα κυνηγούσε κάτι. «Τι στο διάβολο γίνεται;» λέγαμε μεταξύ μας. Πάμε να φύγουμε!  Φώναξα εγώ και τότε, το λέω κι ανατριχιάζω,  ακούστηκαν τα πέταλα αλόγου που έτρεχε  πάνω στις πλάκες αλλά γύρω δεν φαίνονταν τίποτα, ήταν το πιο τρομαχτικό πράγμα που έχω νιώσει στη ζωή μου.»

 

 

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

ΩΣ ΚΟΙΝΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΝ

Κοίταξε τον κάμπο απέναντι που είχε γεμίσει από σκηνές  και άλογα, ένα λεφούσι πελώριο απλώνονταν   μέχρι εκεί που έβλεπε  το μάτι σου. Έξω από τα τείχη  οι πολιορκητές  τραγουδούσαν σαν να ήταν σίγουροι ότι η πόλη θα έπεφτε στα χέρια τους γρήγορα, ήχοι από όργανα,  κρότοι κι αλαλαγμοί που έφταναν ως τον ουρανό. Ο Καστροφύλακας περνούσε όλη την ώρα   να επιθεωρήσει τις σκοπιές και τους στρατιώτες  που αναστήλωναν τα τείχη,  στις  πολεμίστρες και στους προμαχώνες  οι τοξότες και  οι πετροβολιστές   ξαγρυπνούσαν γεμάτοι αγωνία, πελεκυφόροι ακόνιζαν τις λεπίδες από τα τσεκούρια τους κι άλλοι διόρθωναν τις χάλκινες πανοπλίες τους. Κατά το ξημέρωμα συνάντησε τον   καρδινάλιο  που είχε στείλει ο πάπας  κι ετοιμάζονταν να φύγει πριν ξεκινήσει το γιουρούσι. Ο Λατίνος ιερέας ήθελε να βοηθήσει όπως μπορούσε και να πείσει τον πάπα να στείλει στρατό σε μια στιγμή τόσο δύσκολη όμως  ο κόσμος δεν πίστευε στην ένωση. Οι οιωνοί δεν προμήνυαν τίποτα καλό , ένα βράδυ έπεσε από τη θέση της η εικόνα του Χριστού στη μητρόπολη, ύστερα  έγινε έκλειψη σελήνης που την ακολούθησαν  χείμαρροι βροχής και χαλαζιού,  ομίχλη σκέπασε την πόλη και κάποιοι είδαν μια λάμψη  που βγήκε από τα  θεμέλια του καθεδρικού ναού,  ανέβηκε στον  τρούλο και χάθηκε  μέσα στα σύννεφα. Μέσα σε τούτη την ατμόσφαιρα κανείς δε σκεφτόταν λογικά , κανείς  δεν πλησίαζε  τη μονή του Παντοκράτορα  όπου είχε γίνει η από κοινού λειτουργία με τους Λατίνους,   τα καντήλια έστεκαν άδεια  από λάδι,  τα μανουάλια σκοτεινά,  πίστευαν ότι  το μέρος  είχε γίνει καταφύγιο δαιμόνων.  Όλοι εκείνοι οι καλόγεροι κι οι ιερείς είχαν διασπείρει το φόβο και την αμφιβολία στον κόσμο την πιο κρίσιμη στιγμή που απαιτούνταν πίστη και ομόνοια.

Ο μεγαλύτερος υπεύθυνος  το κλίμα που είχε διαμορφωθεί  ήταν  ο δεσπότης που είχε  ταξιδέψει  μαζί τους μέχρι τη σύνοδο στη  χώρα των Φράγκων, όταν είχαν πάει να μιλήσουν με τους δυτικούς αντιπροσώπους . Ο δεσπότης   δεν άνοιξε το στόμα του ούτε μια φορά,  καθόταν μονάχα και παρακολουθούσε  τις διαπραγματεύσεις ,  όλοι πίστευαν  ότι συμφωνούσε ,  δεν είχε εκφράσει ούτε μια αντίρρηση στην ένωση και μόλις γύρισε σαν  να σεληνιάστηκε.  Άρχισε να κατηγορεί τους Λατίνους,  να τους αναθεματίζει, την ώρα που το πλήθος έλεγε «καλύτερα να πάμε με τους καθολικούς   που αναγνωρίζουν το Χριστό και  τη  Θεοτόκο παρά να ξεπέσουμε στα  χέρια των ασεβών»,  τη στιγμή που έδειχνε ότι υπήρχε μια σανίδα σωτηρίας,  εκείνος  είχε γυρίσει την πλάστιγγα στρέφοντας τον κόσμο υπέρ των τούρκων σα να ήθελε να βγάλει τα μάτια του. Ο βασιλιάς οργίστηκε τόσο  πολύ  μαζί του που τον  καθαίρεσε  την ίδια στιγμή όμως εκείνος συνέχισε απτόητος,  έγραψε σε κάτι περγαμηνές  τις αλάνθαστες θέσεις  του και τις τοιχοκόλλησε στην πόρτα του μοναστηριού όπου βρήκε καταφύγιο.  Όλοι περνούσαν να διαβάσουν τα σοφά υποτίθεται λόγια του, κι έφευγαν μουρμουρίζοντας κατάρες για τους δυτικούς, πίστευαν  ότι αυτοί ήταν οι μόνο  καθαροί επειδή δεν έτρωγαν τον άζυμο άρτο, φώναζαν ότι   το μυστήριο της θειας  κοινωνίας των Λατίνων   δεν ήταν κανονικό επειδή το νερό που χρησιμοποιούσαν δεν ήταν ζέον κι ένα σωρό τέτοιες αηδίες.  Ο  βασιλιάς  ήταν έξαλλος με τον επίσκοπο, ήθελε να τον αποκεφαλίσει,  να τον κάψει, να τον  ρίξει  στον ασβέστη όμως φοβόταν την οργή  του  όχλου που είχε αποκτηνωθεί εντελώς και δε σκεφτόταν λογικά.

Όταν είχε δει που πήγαινε το πράγμα πρότεινε του αυτοκράτορα να δραπετεύσουν ,  ακόμα κι εκείνη τη στιγμή   μπορούσαν να αποδράσουν με όλους τους μαχητές για να συνεχίσουν τον πόλεμο με άλλο τρόπο,  έτσι κι οι άμαχοι   θα γλύτωναν  τη σφαγή.  Όμως ο βασιλιάς ήταν αποφασισμένος να πεθάνει συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων,  «δεν μπορώ!» του είχε πει μια μέρα, «Έχω στις πλάτες μου  όλο το βάρος της ιστορίας κι όλων αυτών που είχαν  τούτο το θρόνο.  Έχω το  βάρος της θρησκείας και του λαού  που κάποτε ήταν κραταιός και τώρα βυθίστηκε στα  τάρταρα από το γύρισμα του τροχού της μοίρας . Ο θεός δε  ρίχνει πια το βλέμμα του πάνω μας και πρέπει να πληρώσουμε  για όλες τις αμαρτίες των προγόνων μας». Τα λόγια του αυτοκράτορα ήταν συγκινητικά όμως δεν τον έπεισαν,  μέσα του ούτε κι εκείνος πίστευε  στην ένωση,  το είχε νιώσει  όποτε συζητούσαν κι επιπλέον είχε  κάνει ένα σωρό λάθη.  Είχε εμπιστευτεί λάθος ανθρώπους ,  ειδικά τον  μεγάλο δούκα,  τον πρωθυπουργό της συγκλήτου που ήταν  ο  χειρότερος υπονομευτής του, αυτός κινούσε υπόγεια όλα τα νήματα προκαλώντας αναταραχή στο λαό και στο στράτευμα . Το πιο μεγάλο του λάθος όμως ήταν ότι  δεν είχε τολμήσει να χτυπήσει τον αντίπαλο  την ώρα που συγκέντρωνε τα στρατεύματα του και δεν ήταν τόσο δυνατός.  Εκείνη ήταν η κρίσιμη στιγμή κι ο βασιλιάς  δεν μπόρεσε να διακρίνει την ευκαιρία,  του το είχε πει άπειρες φορές καθώς έβλεπε την τύχη  να περνά από  πάνω τους και να χάνεται . Όμως ο βασιλιάς βυθίστηκε μέσα στις σκοτεινές του σκέψεις, καθόταν με τις ώρες και διάβαζε προφητείες για  καταστροφές που είχαν  γίνει χιλιάδες χρόνια πριν, από τον βασιλιά  Ναβουχοδονόσωρα  όταν κατέλαβε την Ιερουσαλήμ κι έκαψε το ναό του Σολομώντα. Μελετούσε τους προφήτες που είχαν προαναγγείλλει καταστροφές σαν αυτή που έρχονταν καλπάζοντας κι η διάθεση του γινόταν ζοφερή.  Ζυγίζοντας την κατάσταση ο Καστροφύλακας  αποφάσισε να μείνει και να βοηθήσει  όσο μπορούσε,  όμως εξασφάλισε και τη διαφυγή του.  Ένα γέρος του είπε για ένα παραπόρτι καλά ασφαλισμένο, υπόγειο, που οδηγούσε έξω από τα τείχη,  στα χωράφια. Από κει θα έφευγε όταν τα πράγματα έφταναν  σε αδιέξοδο…

Κοντά στα μεσάνυχτα σηκώθηκε να δει τι γίνεται.  Βλέποντας  φως στην κάμαρα του  βασιλιά, πέρασε μπροστά από τους σωματοφύλακες και τον βρήκε ξάγρυπνο να σκέφτεται κρατώντας το κεφάλι  ανάμεσα στις παλάμες του. Εκείνη την ώρα άρχισαν ξαφνικά την επίθεση τους σα λυσσασμένοι οι τούρκοι σπρώχνοντας σκάλες μπροστά στα τείχη και δοκιμάζοντας να σκαρφαλώσουν σε όποια μεριά μπορούσαν. Έτρεξε κατά κει που ακούγονταν η μεγαλύτερη αναταραχή και  με τον Μαύρο Όλαφ άρχισε να χτυπά τα κεφάλια που προεξείχαν μέσα από τις ασπίδες,  είδε κάμποσους να  καταποντίζονται  στο χάος πέφτοντας. Καθώς είχαν προετοιμαστεί καλά η αντίδραση τους ήταν επιτυχημένη, το πρώτο κύμα αποκρούστηκε  κι όλοι έμοιαζαν ανακουφισμένοι όταν ακούστηκε μια κραυγή κι είδαν έντρομοι να ανοίγει μια μεγάλη πύλη από όπου  μπήκε αλλάζοντας μια μεγάλη ομάδα σαρικοφόρων. Αμέσως ο τόπος όλος γέμισε από τούρκους μανιασμένους που έκαιγαν κι έσφαζαν όποιον έβρισκαν στο δρόμο τους,  φώναξε μερικούς από τους πιο σκληρούς φύλακες του βασιλιά κι επιτέθηκε με όλη του την ορμή πάνω στους εισβολείς που δεν περίμεναν  τέτοια  αντίσταση κι αποτραβήχτηκαν πτοημένοι. Μονάχα  ένας απ’  αυτούς , ένας γίγαντας  που κρατούσε στο χέρι ένα τεράστιο διπλό  τόξο,  χίμηξε κατά πάνω του. Τον άφησε να έρθει κοντά  κι έπειτα γέρνοντας στο πλάι τον κάρφωσε στο δίπλωμα της πανοπλίας του,  ο γίγαντας σωριάστηκε άψυχος στο χώμα κοιτάζοντας τον με απορία.  «Μάρκο!»  φώναξε καλώντας τον βενετό λοχαγό που ήταν ο πιο γενναίος μισθοφόρος που μάχονταν μαζί τους, «πιάσε την πόρτα από την άλλη μεριά να την κλείσουμε γρήγορα!»  ο Μάρκος δεν μιλούσε ελληνικά όμως κατάλαβε αμέσως τι του ζητούσε. Έτρεξε κι άρχισε να σπρώχνει την τεράστια πόρτα κατεβάζοντας ταυτόχρονα έναν σύρτη  σιδερένιο  ενώ όλοι  έσπευσαν να τοποθετήσουν πίσω  από  την πύλη όποιο  αντικείμενο έβρισκαν ώστε να τη σφραγίσουν. Ο  Καστροφύλακας είχε λυσσάξει από το κακό του,  «ποιος διάβολος άνοιξε την πύλη ;» ούρλιαξε κι ο Μάρκος που ήταν κοντά του εξήγησε με νοήματα και σκόρπιες λέξεις ότι οι άνδρες του είχαν δει τον δεσπότη  μαζί με μια καλογριά να κινούνται ύποπτα κοντά στην είσοδο  ακριβώς πριν εισβάλουν οι τούρκοι.

«Ο δεσπότης  λοιπόν!»»  φώναξε μιλώντας στον εαυτό του κι εκείνη η καταραμένη καλόγρια  που ωρύονταν  όταν ανακοινώθηκε η ένωση « δε μας νοιάζει, ας πέσουμε στους τούρκους,  μόνο η πίστη μας να μείνει καθαρή!» Το πιο εξωφρενικό ήταν ότι  την είχε δει με τα μάτια του μια νύχτα, εκεί κοντά στο Πάσχα,   να τρώει κρέας στην αυλή του μοναστηριού.  Αυτή η ίδια μιλούσε με τον πιο μεγάλο φανατισμό καλώντας τις γυναίκες  να αποφεύγουν τους Λατίνους κι όλους όσους είχαν  σχέσεις με καθολικούς,  είχε καταφέρει να πείσει ένα σωρό από κείνες  που την ακολουθούσαν. Μια απ’ αυτές που επρόκειτο να γεννήσει , ήθελε να εξομολογηθεί,  όμως ο παπάς της εκκλησίας της είχε παραβρεθεί σε μια συνάντηση με τους Λατίνους.   Στην προηγούμενη γέννα της είχε  κινδυνέψει, για  βδομάδες βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου και τώρα φοβούνταν  πάρα πολύ.  Ο πνευματικός της είπε,  «μη φοβάσαι, δεν έκανε  καμιά αμαρτία  ο ιερέας,   μπορείς να κοινωνήσεις άφοβα» όμως εκείνη είχε το μικρόβιο μέσα της, δεν της άρεσε η παραίνεση του πνευματικού,  χάλασε τον κόσμο, ρώτησε παντού  για να βρει κάποιον  άλλον  που θα της έλεγε αυτά που ήθελε να ακούσει. Τελικά απευθύνθηκε στην καλογριά που έτρωγε κρέας η οποία  της απαγόρεψε  να κοινωνήσει από τα χέρια του ιερέα που είχε μιλήσει με τους καθολικούς, «θα  είσαι καταραμένη, θα καείς στην κόλαση  αν κοινωνήσεις απ’  αυτόν  τον αμαρτωλό»  της είπε κι εκείνη τελικά δεν μετάλαβε ακολουθώντας το απύθμενο πείσμα της. 

Όλοι οι προδότες έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά,  όμως μέσα στο χαλασμό που επικρατούσε δεν υπήρχε χρόνος για  τίποτα.  Οι  εισβολείς είχαν επιτείνει τις επιθέσεις τους καθώς πλησίαζε το ξημέρωμα,  κλονίζοντας τους υπερασπιστές που είχαν αρχίσει  να κουράζονται επειδή δεν υπήρχαν ενισχύσεις να τους δώσουν μια ανάσα. Στο πιο χαμηλό σημείο των τειχών οι τούρκοι είχαν καταφέρει να φτιάξουν ένα προγεφύρωμα ανατρέποντας τους αμυνόμενους , από κει ανέβηκε ένα πλήθος κραυγάζοντας σα να ήταν διάβολοι της κολάσεως. Ο βασιλιάς που δεν είχε σταματήσει να πολεμά όλο τούτο το διάστημα,  έσπευσε να κλείσει το ρήγμα και βρέθηκε απέναντι στους εισβολείς μαζί με τους πιο έμπιστους σωματοφύλακες του.  Οι τούρκοι δεν είχαν καταλάβει με ποιον είχαν να κάνουν  και τον χτυπούσαν ως  κοινό στρατιώτη   απ’ όλες τις μεριές. Ο Καστροφύλακας που είχε αφαιρεθεί για μια στιγμή-  επειδή  κι εκείνος βρισκόταν σε κίνδυνο-   είδε το βασιλιά και ράγισε η καρδιά του.  Ήταν μόνος εκεί πέρα και πολεμούσε σα να ήθελε να τα βάλει με τη μοίρα που τον είχε ήδη καταδικάσει. Όπως στεκόταν κραδαίνοντας τη ρομφαία  του,   ένα βέλος τρύπησε τη σιδερένια πανοπλία του κι  έπεσε αιμόφυρτος , ο Καστροφύλακας αισθάνθηκε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του,  δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, το παιχνίδι είχε χαθεί οριστικά. 

Μέσα στη σύγχυση αποσύρθηκε κραδαίνοντας  το ξίφος του μαύρου Όλαφ που πλέον είχε κοκκινίσει από τα αίματα τόσων χτυπημάτων. Μόλις ένιωσε ασφαλής, έτρεξε μέσα από τα στενά και βρήκε το πορτάκι που του είχε δείξει ο γέρος,  τράβηξε ένα κάγκελο σιδερένιο που έφραζε την είσοδο του,  και βγήκε μέσα σε μια στοά γεμάτη νερά. Τσαλαβουτώντας περπάτησε κάμποσα μέτρα μέχρι που βγήκε στην έξοδο μια τρύπα κρυμμένη ανάμεσα στις φυλλωσιές.  Από κει σύρθηκε και βγήκε στην επιφάνεια γεμίζοντας με αέρα φρέσκο τα πνευμόνια του.  Πίσω  ακούγονταν  κραυγές και κρότοι από μέταλλα, στάθηκε μια στιγμή μαζεύοντας τη σκέψη και  ψάχνοντας τον προσανατολισμό του. Ύστερα  σήκωσε το κεφάλι ψάχνοντας  τον ουράνιο σχηματισμό  που έδειχνε προς το  βορρά. Ο αστερισμός ανέτειλε εκείνη τη στιγμή αντίθετα από την πορεία του φεγγαριού που καταποντίζονταν στην άλλη πλευρά τους στερεώματος. Σίγουρος  πλέον για την πορεία του , κινήθηκε κατά κει που έδειχναν  τα άστρα.  

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Από τότε που η κόρη του είχε έρθει να μείνει μαζί του είχε χάσει την ισορροπία του, δεν κοιμόταν καλά, ήταν σε μια διαρκή ένταση. Είχαν φύγε...