Το πρωί ξυπνούσε κατά τις τέσσερις, ποτέ δε χόρταινε τον ύπνο του, μόνο εκεί γύρω στο καλοκαίρι που έφευγαν οι φοιτητές και δεν είχε πολύ δουλειά, κοιμόταν λίγο σαν άνθρωπος και τότε μόνο έβλεπε όνειρα, ά αυτό ήταν το καλύτερο. Σηκώνονταν συνήθως μες τ’ άγρια χαράματα, έπινε τον καφέ του κι έπειτα έπρεπε να περπατήσει κάνα δεκάλεπτο μες το σκοτάδι ώσπου να βρει το αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στο ίδιο σημείο πάντα από τον συνεταίρο του. Πολλές φορές τον πετύχαινε την ώρα που ερχόταν κι η μηχανή δεν έσβηνε καθόλου, αυτό μπορεί να πήγαινε και για μεγάλο διάστημα, δεκαπέντε μέρες , ένα μήνα, πως άντεχε εκείνο το αμάξι κανείς δεν ήξερε, μονάχα μερικές φορές μπούκωνε κι έπρεπε να τρέξουν στο μηχανικό να το επισκευάσει, οι ώρες που περίμεναν στο συνεργείο ήταν ώρες χασούρας αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε.
Μόλις έβγαινε στη γύρα συναντούσε τους νεαρούς που ερχόταν από τα μαγαζιά, εκεί στο κέντρο, γύρω στις πέντε ερχόταν οι φοιτητές να πάρουν κούρσα, συνήθως ήταν παρέες δύο, τριών, ή και τεσσάρων ατόμων για να μοιράζονται το κόστος, μέχρι τις πέντε ίσχυε το νυχτερινό κόμιστρο και το ήξεραν οι μάγκες. Τα κορίτσια ήταν πιο βολικά, καθόταν ήσυχα στο πίσω κάθισμα και μερικές φορές αποκοιμιόνταν αφού του έλεγαν που να τα πάει, μια φορά είχε πάρει από νωρίς μια κοπελίτσα ξανθιά, όμορφη, που του είπε, «κύριε τώρα θ’ αλλάξω ρούχα μη κοιτάτε παρακαλώ»- «εντάξει κορίτσι μου» , είπε αλλά δεν μπόρεσε να αντέξει, έριξε μια ματιά στον καθρέφτη, είδε τη γυμνή, άσπρη μέση της που ήταν τυλιγμένη από μια αλυσιδίτσα γυαλιστερή, πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο πράγμα, ποιος ξέρει πως είχε φύγει από το σπίτι και τι φοβόταν, θα ήταν Σαλονικιά σίγουρα και θα έμενε με τους γονείς, της είχε δώσει το τηλέφωνο του και τον καλούσε τακτικά. Με τα κορίτσια δεν είχε θέμα, εκείνους που φοβόταν ήταν κάτι μεσήλικες που είχαν πιει και γίνονταν επιθετικοί με το παραμικρό, ενώ αν τύχαινε κανένας μελαμψός ή γύφτος δε σταματούσε ποτέ, κι όταν του έλεγαν ότι πάνε Δενδροπόταμο αρνούνταν φυσικά, υπήρχαν μερικά σημεία της πόλης που κανένα ταξί δεν πήγαινε, κάπου ψηλά, πάνω από τον Εύοσμο όπου βρισκόταν ένας καταυλισμός τσιγγάνων, κι ένας άλλο σημείο κάπου στην Ιωνία, αυτά ήταν μέρη απαγορευμένα.
Στις πιάτσες όπου περίμενε μαζί με τους άλλους οδηγούς, έπιανε κουβέντα, οι πιο πολλοί εκεί πέρα είχαν προλάβει τις παλιές δόξες της νυχτερινής ζωής, τα δρομολόγια μέχρι τα μαγαζιά του αεροδρομίου, τα χοντρά πουρμπουάρ που έδιναν εκείνες τις περιόδους, τώρα όλοι γκρίνιαζαν καθώς έβλεπαν γύρω την πόλη ν’ αλλάζει και να συρρικνώνεται κάθε μέρα. Αφού χαιρετούσε τα φιλαράκια του, αγόραζε καμιά τυρόπιτα να σκοτώσει την πείνα του και περπατούσε λίγο να ξεπιαστεί. Ενώ οι άλλοι ταξιτζήδες ε υπέφεραν από καρδιά, ζάχαρο, χολή, αυτός δεν είχε κανένα θέμα επειδή του άρεσε η γυμναστική, είχε έναν διάδρομο στο σπίτι του κι έτρεχε όποτε έβρισκε ευκαιρία ενώ τρεις την ώρα έπρεπε να βγάζει βόλτα τον καταραμένο σκύλο που είχε η γυναίκα του, όμως αυτό ήταν μια καλή άσκηση γιατί ο σκύλος έτρεχε σαν παλαβός κι έπρεπε να τον ακολουθεί, στο σπίτι είχε κάτι βαράκια κι έκανε πάντα ένα σετ ασκήσεων προτού κοιμηθεί, έτσι διατηρούσε τη φόρμα του. Τα πόδια του ήταν χοντρά, γεμάτα τρίχες, και το σώμα του γεροδεμένο, του άρεσε η πάλη και η πυγμαχία, πολλές φορές πιάνονταν με τους άλλους ταξιτζήδες έτσι για πλάκα εκεί στην πιάτσα να ξεμουδιάσουν, πιο πολύ αρπάζονταν μ’ έναν πόντιο που είχε έρθει από τη Ρωσία και ήξερε να παλεύει, «είσαι πολύ γερός !» του έλεγε πάντα ο Πόντιος , και όντως ήταν, μικρός ήθελε να γίνει παλαιστής όπως ο θείος του που ήταν πρωταθλητής και ήξερε όλα τα κόλπα, ο θείος του αυτός τον έβαζε να στέκεται σωστά με το ένα πόδι μπροστά , «όταν παλεύεις στο δρόμο όλο το θέμα είναι να μη σε ρίξουν κάτω, ν’ αντέξεις τα πρώτα χτυπήματα» του έλεγε, «άσε τον άλλον να κουραστεί, και μετά χτύπα τον στο συκώτι, εδώ χαμηλά», και του έδειχνε το σημείο, «εκεί μπορείς να του κόψεις την αναπνοή και να τον ζαλίσεις».
«Κύριε Κώστα μπορείτε να έρθετε κατά τις 11», ήταν το κορίτσι εκείνο που τον καλούσε, «εντάξει κοπέλα μου» της είπε. Ήταν Σαββάτο βράδυ κι αισθάνονταν κάπως περίεργα, το Σάββατο έβγαζε τα σπασμένα όλης της εβδομάδας όμως εκείνη τη μέρα ήταν κάπως βαρύς, είχε μάθει ότι ο αδερφός του δε ζούσε πια μετά από μια εγχείριση ρουτίνας . Δε μιλούσαν για πολύ καιρό επειδή είχαν σκοτωθεί για τα κληρονομικά όμως τον αγαπούσε πολύ και του στοίχισε, ένιωθε σαν να είχε πεθάνει ένα κομμάτι από το σώμα του. Άνοιξε το ραδιόφωνο ν’ ακούσει κανένα τραγούδι και σκεφτόταν πως πέρασαν τα χρόνια έτσι γρήγορα χωρίς να το καταλάβει, θυμήθηκε τον αδερφό του που γελούσε τότε που βρέθηκαν σ’ ένα γάμο και τώρα δεν υπήρχε πια, κι αυτός με τη ζωή που έκανε πόσο ακόμα θ’ άντεχε σε τούτη τη δουλειά καθώς όλα έφευγαν μπροστά στα μάτια του σαν όνειρο. Από το ραδιόφωνο ακούστηκε ένα τραγούδι, «απονιά μου δείχνεις, και φαρμάκι ρίχνεις, στην καρδιά μου που δε σε μισεί…» ξαφνικά ένιωσε μια μελαγχολία τόσο μεγάλη σα να βυθίζονταν σε μια τρύπα γεμάτη νερό και δεν μπορούσε να βγει με τίποτα από κει μέσα, γύρισε γρήγορα τους σταθμούς κι έβαλε αθλητικά, κάτι ουδέτερο που δεν θα του βάρυνε την ψυχή.
Το κορίτσι συνήθως τον περίμενε σε μια διασταύρωση, όταν πήγε να το πάρει κάτι δεν του άρεσε, δίπλα της στέκονταν κρατώντας το χέρι της ένας ψηλός τύπος με μαλλιά που θύμιζαν θάμνο, τον ήξερε εκείνον τον τύπο, κάποτε τον είχε πάρει από την Καμάρα για να τον πάει μέχρι το πανεπιστήμιο, δεν μπορούσε να το πιστέψει, «Γιατί παίρνεις ταξί ενώ μπορείς να πας με τα πόδια» τον είχε ρωτήσει , «τι σε νοιάζει ρε φίλε αφού σε πληρώνω» του είχε απαντήσει με αναίδεια ο τύπος με την αφάνα. Κι άλλες φορές είχε πάρει ταξί από κείνη την πιάτσα ο νεαρός όλοι τον ήξεραν κι έλεγαν ότι δεν ήταν με τα καλά του, «τι γυρεύει εδώ πέρα αυτός;» σκέφτηκε μέσα του. Μόλις τον είδε το κορίτσι άρχισε να φωνάζει, έμοιαζε φοβισμένο, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε, τραβώντας το χέρι της ξέφυγε από το νεαρό κι άρχισε να τρέχει κατά το ταξί όμως από κάπου εμφανίστηκε ένας άλλος τύπος που δεν μιλούσε ελληνικά την άρπαξε από τον ώμο κι άρχισε να την τραβά, χωρίς να το σκεφτεί βγήκε από το ταξί και τους φώναξε «έ αφήστε την ήσυχη !», ο νεαρός με την αφάνα του φώναξε «φύγε γέρο δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα!» Αυτή η φράση σα να τον αγρίεψε και πλησίασε περισσότερο «αφήστε ήσυχη την κοπέλα» είπε δυνατά όμως ο ξένος που κρατούσε το κορίτσι του έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο, ένιωσε τη μύτη του να πονά όμως αυτό τον έκανε να θυμώσει ακόμα περισσότερο και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στον ξένο που φαινόταν ότι ήξερε να παλεύει. Τον έβλεπε εκεί πέρα να κοκκινίζει και να τον κλωτσά στα πόδια προσπαθώντας να τον ρίξει κάτω, ένα χτύπημα τον είχε βρει στο καλάμι και τον τράνταξε αλλά συνέχισε να στέκεται σταθερά φυλάγοντας το πρόσωπο και την κοιλιά του, ο άλλος δεν περίμενε ότι ο ταξιτζής θα άντεχε, φαινόταν κάπως χαμένος κι ανάσαινε βαριά, τον άφησε εκεί πέρα να λαχανιάζει και μετά τον πλησίασε προσεκτικά, προσποιήθηκε ότι θα τον χτυπήσει στο πρόσωπο με το αριστερό και ξαφνικά τον χτύπησε στο συκώτι με το δεξί βάζοντας όλη του τη δύναμη, ο ξένος διπλώθηκε βγάζοντας έναν στεναγμό πόνου κι όπως ήταν σκυμμένος του έδωσε μια κλωτσιά στα μούτρα και τον πέταξε στην άκρη του δρόμου. Γύρισε να δει που βρισκόταν η κοπέλα και την είδε να τον κοιτά απορημένη ενώ ο τύπος με την αφάνα είχε εξαφανιστεί, «να σε πάω στο σπίτι;» ναι αν θέλετε σας ευχαριστώ είπε το κορίτσι, «πρόσεχε κοπέλα μου με ποιους βγαίνεις» -«έχετε δίκιο κύριε» είπε εκείνο καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα της πολυκατοικίας του.
Κοίταξε το ρολόι του, είχε πάει δώδεκα, είχε χάσει πάνω από μια ώρα δουλειάς, έπρεπε να γυρίσει πίσω γρήγορα καθώς στο κέντρο θα γινόταν χαμός, ήδη από τον ασύρματο τον καλούσαν σ’ ένα σωρό σημεία να πάρει κόσμο, η νύχτα έμοιαζε να ζωντανεύει. Σταμάτησε σ’ ένα περίπτερο να πάρει ένα μπουκαλάκι νερό κι ένιωσε τα μπράτσα του να κρυώνουν από κάπου είχε βγει κρύο. Πήγε στο αμάξι και πήρε μια φόρμα που είχε καθώς κοιτούσε γύρω τα κορίτσια που περνούσαν φορώντας κάτι παντελόνια τζιν εφαρμοστά με ρίγες χοντρές, «θα είναι της μόδας» σκεφτόταν. Τα κορίτσι αυτή την εποχή έμοιαζαν να αναζωογονούνται, χαμογελούσαν όλη την ώρα, μιλούσαν δυνατά, περπατούσαν στον αέρα σα να χόρευαν. Οδηγούσε παρατηρώντας από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου δυο φοιτήτριες να στερεώνουν σκουλαρίκια στ’ αυτιά τους και να δένουν τα ρολογάκια στον λεπτό καρπό τους, στα στενά της πόλης οι φλαμουριές είχαν πάρει ν’ ανθίζουν, οι δρόμοι μοσχοβολούσαν, το ραδιόφωνο έπαιζε κάτι τραγούδια ξένα, ‘’I am ready for love’’, «μπορείτε να δυναμώσετε λίγο τη μουσική» του είπε μια φωνή από το πίσω κάθισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου