Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

ΛΑΜΠΥΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΗΛΙΑΧΤΙΔΩΝ

Το χιόνι έπεφτε όλο και πιο πυκνό όταν άκουσε να σκάει ένα από τα μπροστινά λάστιχα του, ότι χειρότερο μπορούσε να του συμβεί εκείνη τη στιγμή, από νωρίς που είχε βγει στους δρόμους οι νιφάδες σκέπαζαν τα πάντα όμως δεν έδειχνε ότι θα το έστρωνε κι ήταν Παρασκευή βράδυ, η καλύτερη μέρα για τα ταξί επειδή όλη νύχτα κουβαλούσαν πιτσιρικάδες κι άλλους ξενύχτηδες που έβγαιναν στα μαγαζιά του κέντρου ή της παραλίας, τις γιορτές είχε δουλέψει καλά κι ήλπιζε σε μια ακόμα καλή βραδιά επειδή όλη τη βδομάδα πηγαινοέρχονταν σαν το δαίμονα περιμένοντας κάποιον να σηκώσει το χέρι του. Βλαστήμησε μέσα του και τηλεφώνησε στην οδική βοήθεια αλλά δεν μπορούσε να περιμένει, μέχρι να έρθουν οι τύποι μπορεί να ξημέρωνε καθώς σίγουρα μ’ εκείνον τον χαμό θα είχαν ένα κάρο περιστατικά. Πάρκαρε στην άκρη ενός στενού, φόρεσε τα γάντια του και βγήκε έξω στην παγωνιά, έβγαλε την ρεζέρβα, τον γρύλο και το κλειδί των μπουλονιών απ’ το πόρτ μπαγκάζ, σήκωσε την μπροστινή μεριά του αμαξιού κι άρχισε να ξεβιδώνει, το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει το καταραμένο, σκεφτόταν ότι όλη η βραδιά του θα πήγαινε χαμένη όταν εμφανίστηκε το φορτηγάκι της οδικής κι ένα τύπος με γενειάδα κατέβηκε να τον βοηθήσει, ήταν πολύ καλύτερα μ’ ένα ακόμα άτομο και γονατίζοντας πάνω στην παγωμένη υγρή άσφαλτο τελείωσαν γρήγορα, ευχαρίστησε τον γενειοφόρο, τίναξε το χιόνι από πάνω του και ξεκίνησε πάλι ελπίζοντας να μη του συμβεί άλλο κακό.

Οι δρόμοι εξακολουθούσαν να είναι βατοί και παρά την χιονόπτωση κάμποσα αυτοκίνητα εξακολουθούσαν να κινούνται στην νύχτα σχηματίζοντας ένα κομβόι όπου κανείς δεν τολμούσε να προσπεράσει τον άλλον μόνο παρακολουθούσαν τον μπροστινό του υπομονετικά όπως τα καραβάνια στην έρημο. Άνοιξε ένα μπουκάλι με νερό να δροσιστεί λίγο όταν είδε δυο κοπέλες να του κάνουν σινιάλο, σταμάτησε και τα κορίτσια μπήκαν μέσα τρίβοντας τα παγωμένα χέρια τους, είπαν μια διεύθυνση και μετά άρχισαν να μιλούν ακατάπαυστα όπως το συνηθίζουν οι γυναίκες σε όλες τις καταστάσεις, το χιόνι τους είχε χαλάσει τη βραδιά γιατί φοβήθηκαν ότι δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν σπίτι κι είχαν φύγει εσπευσμένα από ένα μαγαζί όπου συνήθως έμεναν ώσπου να βγει ο ήλιος, τις κοίταξε μια στιγμή στον καθρέφτη κι ύστερα καρφώθηκε μπροστά γιατί ένα λάθος θα τον έστελνε καρφωτό πάνω σε κανένα παρκαρισμένο κι ύστερα άντε να ξεμπλέξεις. Το κομβόι των αυτοκινήτων συνέχιζε κανονικά κι απ’ ότι μπορούσε να δει ακολουθούσε μια αλατιέρα που είχε βγει από τις υπηρεσίες του δήμου, όλα έμοιαζαν κανονικά, χαλάρωσε λίγο όταν ξαφνικά το χιόνι πύκνωσε τόσο πολύ που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τίποτα και τότε άρχισαν όλοι να φεύγουν με τις μπάντες άλλος από δω κι άλλος από κει, ήταν πολύ θεαματικό, πολύ κουφό, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα, οι νιφάδες ήταν τόσο χοντρές που σκέπαζαν κατευθείαν το οδόστρωμα κι έπεφταν κατά εκατομμύρια σκεπάζοντας τα πάντα, το αμάξι του ήταν βαρύ αλλά οι κοπέλες πήγαιναν σε κάποιο ανηφορικό μέρος της πόλης όπου δεν υπήρχε περίπτωση να βγει μ’ εκείνον τον καιρό, ‘’Λυπάμαι κορίτσια δε γίνεται να συνεχίσω!’’ είπε κι αυτά κατέβηκαν απρόθυμα να συνεχίσουν με τα πόδια μες τον χαλασμό, ήταν σίγουρος ότι θα τα κατάφερναν, στο κάτω- κάτω ας είχαν και μια εμπειρία διαφορετική.

Τώρα πια η κυκλοφορία είχε αποσυντονιστεί εντελώς και μόνο μερικοί που είχαν φορέσει αλυσίδες καθώς και κάτι άλλα οχήματα με κίνηση στους τέσσερις τροχούς κινούνταν σχετικά άνετα, κάποιοι έβγαιναν έξω και φώναζαν, άλλοι τηλεφωνούσαν, κάποιος έβριζε, ένα χάος επικρατούσε, ‘’Πάει η βραδιά !’’ έκανε τη σκέψη καθώς πάλευε να κρατήσει στο δρόμο το αυτοκίνητο του, τώρα το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να φτάσει στο σπίτι του γιατί είχε κι αυτός κολλήσει, κάλεσε ξανά την οδική βοήθεια και από διαβολική σύμπτωση εμφανίστηκε μετά από λίγο πάλι ο ίδιος τύπος με τη γενειάδα, του ζήτησε να τον τραβήξει μέχρι κάποιο σημείο όμως ο άλλος φάνηκε εντελώς αδιάφορος, σήκωσε τους ώμους σα να μην έτρεχε τίποτα και είπε ότι είχε τριάντα κλήσεις που τον περίμεναν καθώς όλα είχαν διαλυθεί εκείνο το βράδυ. Κόντευε να σκάσει απ’ το κακό του, όλο το χρόνο σαν ηλίθιος τους πλήρωνε για μια τέτοια στιγμή και τώρα που τους χρειαζόταν πραγματικά τον είχαν αφήσει στο έλεος του θεού, έβαλε μπρος τη μηχανή κι άρχισε να προχωρά βλέποντας αμάξια να φεύγουν δεξιά αριστερά σα να βρίσκονταν σε πίστα με συγκρουόμενα, κάποια στιγμή ένιωσε να χτυπά έναν όγκο σκοτεινό, ακούστηκε ένα ‘’σντουπ!!!’’ , ούτε κατάλαβε τι ήτανε, δεν μπορούσε να δει, τρόμαξε, σκέφτηκε ότι δεν θα τα κατάφερνε και σταμάτησε σ’ ένα βενζινάδικο όπου κάποιος φτυάριζε χιόνι καθαρίζοντας το μέρος, εκεί πέρα υπήρχε μια καφετέρια που έμενε ανοιχτή όλη τη νύχτα, σταμάτησε με τα χίλια ζόρια και μπήκε μέσα ελπίζοντας ότι θα σταματούσε το κακό.

Η καφετέρια είχε μια ζέστη που σου ανέβαζε αμέσως το ηθικό, παρήγγειλε καφέ και κάθισε σε μια γωνιά ακούγοντας δυο τύπους να συζητούν φωναχτά σα να μη συνέβαινε τίποτα γύρω τους , ο ένας απ’ αυτούς θα έφευγε για την Αυστραλία κάτω στην Τασμανία, να δουλέψει σε μια επιχείρηση ελλήνων, άκου τώρα που έχει βρει να πάει ο άνθρωπος, πιο μακριά δε γινόταν, εκεί κάτω μάλιστα είχαν καλοκαίρι τέτοια εποχή, φαντάσου τώρα, κι έκαναν μπάνια στις παραλίες. Καθόταν κι άκουγε βλέποντας το χιόνι να πέφτει ασταμάτητο, δεν φαινόταν ότι υπήρχε περίπτωση να άνοιγαν οι δρόμοι, για δουλειά δε γινόταν ούτε λόγος, το θέμα του ήταν τώρα πως θα πήγαινε το αμάξι στο σπίτι, μα πόσο σπαστικό ήταν όλο εκείνο το πράγμα που έριχνε, θυμήθηκε τη μάνα του την συγχωρεμένη που αγαπούσε το χιόνι, έλεγε ότι καθάριζε τα μάρμαρα στα μπαλκόνια, ‘’Να δεις που μόλις το λιώσει θα τα έχει γυαλίσει όλα’’ έλεγε και πράγματι, με το που έφευγαν τα χιόνια τα μπαλκόνια έλαμπαν σα να τα είχαν γυαλίσει!

Σπάνια χιόνιζε έτσι στην πόλη, αυτός τουλάχιστον δεν έιχε δει τόσο όγκο, μια φόρα μόνο, τότε που σπούδαζε σε μια επαρχιακή πόλη, είχε ρίξει τόσο πολύ που είχε αποκλειστεί για μέρες πολλές στο διαμέρισμα του βλέποντας απ’ το παράθυρο μια γέφυρα κάτω απ’ την οποία έτρεχαν νερά σκοτεινά μέσα από φυλλώματα, εκείνο το τοπίο του είχε μείνει. Φοιτητής ήταν τότε κι είχε περάσει κοντά ένα μήνα σε μια εστία που θύμιζε κτήριο χώρας του κομουνιστικού μπλοκ, πνιγμένη στο τσιμέντο, σε μια φάση είχε κοπεί το ρεύμα και κόντευε να τρελαθεί, ευτυχώς το είχαν φτιάξει αλλιώς δεν θα έβγαινε ζωντανός από κει μέσα αυτός και κάτι άλλοι φοιτητές από μια χώρα του βορρά που συμμετείχαν σ’ ένα πρόγραμμα και είχαν βρεθεί κατά κει, αυτοί βέβαια ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες καταστάσεις επειδή εκεί ψηλά χιόνιζε κάθε χρόνο με το τσουβάλι.

Εκείνες ήταν οι πιο παγωμένε μέρες της ζωής του, τις νύχτες που δεν δούλευαν τα καλοριφέρ έριχνε ότι είχε και δεν είχε πάνω του μήπως σταματήσει να τρέμει, περνούσε την ώρα παρακολουθώντας ταινίες κι ότι άλλο έδειχνε μια μικροσκοπική τηλεόραση που έτυχε να έχει, σε κάποια φάση είχε χαλάσει η συσκευή και κόντευε να τρελαθεί, ευτυχώς μια κοπέλα ξανθιά από κείνες τις βόρειες , πολύ όμορφη και κάπως λοξή, που σπούδαζε πιάνο , τον είχε βοηθήσει να τη φτιάξουν, πολλές φορές καθόταν στο δωμάτιο της και την άκουγε να παίζει απλώνοντας τα δάχτυλα της στα πλήκτρα κάτι κομμάτια περίεργα, όλες οι στενοχώριες του φεύγανε τότε, το μυαλό του ηρεμούσε, άλλοτε πάλι ερχόταν αυτή στο δωμάτιο του και βλέπανε ταινίες κινούμενων σχεδίων σ’ ένα κανάλι ξένο που έπιαναν , αυτό που του είχε μείνει ήταν μια ταινία για έναν μοναχό κάπου στην Ινδία που έπρεπε να περάσει για κάποιο λόγο μια νύχτα γυμνός πάνω στα βουνά κι εκείνος είχε αντέξει χρησιμοποιώντας ένα κόλπο, έβαλε ν’ ανάψουν μια φωτιά στο απέναντι όρος και βλέποντας την λάμψη της όλη την ώρα κατάφερε να βγει ζωντανός μέχρι το ξημέρωμα, εκείνη η ιστορία είχε χαραχτεί βαθιά μέσα στο μυαλό και φυσικά το είχε ερωτευτεί εκείνο το κορίτσι κι όταν ήταν να γυρίσει στην πατρίδα του είχε σαλτάρει, δεν τον χωρούσε ο τόπος του είχε στοιχίσει πολύ…

Βγαίνοντας από την καφετέρια αισθάνθηκε μια ησυχία απόλυτη σα να είχαν τελειώσει όλα, σήκωσε τα μάτια ψηλά βλέποντας το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα, καλύπτοντας το σύμπαν, ήταν σα να είχε αποκοιμηθεί ολόκληρη η πλάση, όλα γύρω του φάνηκαν αλλιώτικα σα να είχε συμβεί κάτι που άλλαξε τη μορφή και το σχήμα τους, δεν μπορούσε να προσανατολιστεί κι αναρωτιόταν που είχε αφήσει το αμάξι του, η περιοχή του φαινόταν άγνωστη, οι δρόμοι είχαν αδειάσει εντελώς, αισθάνονταν καταπονημένος και το μόνο ου ήθελε ήταν να πέσει στο κρεβάτι του και να κοιμηθεί ώρες ατελείωτες, βρήκε τελικά το αμάξι του αλλά οι ρόδες του είχαν πνιγεί στο χιόνι κι π ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να ξεκολλήσει από κει πέρα, τον έπιασε μια απελπισία, εκείνο το καταραμένο χιόνι του έκανε τη ζωή δύσκολη για πιο λόγο χρειαζόταν τι στο δαίμονα ήθελε μες τη νύχτα να ταλαιπωρεί τον κόσμο, πως είχε βρεθεί σ’ εκείνη την ερημιά όπου δεν κινούνταν τίποτα εκτός από έναν παλαβό με τον σκύλο του που είχαν βγει βόλτα, το σκυλί προσπαθούσε να τρέξει κι όλη την ώρα έφερνε βούτες σαν χαζό, σηκωνόταν κι έπεφτε πάλι, κυλιόταν, τινάζονταν, ήταν φανερό ότι χαιρόταν αφάνταστα το σκηνικό, όπως περνούσε μπροστά απ’ την είσοδο μιας πολυκατοικίας του ήρθε να βάλει τα γέλια όταν τα φώτα άναψαν μόνα τους κι ακούστηκε ο ήχος ενός πιάνου που έπαιζε μια μελωδία, έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί που την ήξερε, που την είχε ακούσει, γιατί του ήταν τόσο γνωστή, μα βέβαια, πως μπορούσε να μη το θυμάται, έναν καιρό σβούριζε δαιμονισμένα στο κεφάλι του, ήταν εκείνο το κομμάτι που έπαιζε το ξανθό κορίτσι τότε στις εστίες όπου ήταν αποκλεισμένος, προχώρησε στο παράθυρο του ορόφου που δεν ήταν και πολύ ψηλά απ’ το έδαφος και είδε μια ξανθιά φιγούρα να κάθεται μπροστά σ ένα όρθιο πιάνο παίζοντας την ίδια μελωδία, περίμενε λίγο μέχρι που η κοπέλα γύρισε το πρόσωπο της και τον κάρφωσε με τα μάτια της σα να τον περίμενε, τινάχτηκε πίσω και γλιστρώντας έπεσε με την πλάτη στο μαλακό χιόνι, έμεινε εκεί πέρα ξαπλωμένος, ήταν τόσο όμορφα, σφάλισε τα μάτια του κι αμέσως εκατομμύρια λαμπυρισμοί απ’ όλες τι μεριές τον πλημμύρισαν σα ν’ αντίκριζε την ανατολή του ήλιου που γέμιζε με ηλιαχτίδες την ατμόσφαιρα .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...