Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΒΑΝ ΝΤΑΜ

Με το που κατέβηκε από το αμάξι ένιωσε ότι ένας Πακιστανός την ακολουθούσε, πρόσεξε ότι κοντοστάθηκε μια στιγμή κι έπειτα συνέχισε να περπατά πίσω της, όπως γύρισε απότομα της φάνηκε ότι μια λεπίδα γυάλιζε στο χέρι του, ανατρίχιασε, τώρα που το σκεφτόταν από κάπου τον ήξερε, την κοίταζε σ’ ένα μαγαζί με καφέδες, αυτός ήτανε, ένας μυώδης με γενειάδα, κάπως σκοτεινός, ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του, κι αν κουβαλούσε καμιά λεπίδα ο Ασιάτης αυτή θα κατέληγε φέτες σαν μορταδέλα, τόσα βλέπεις ρε φίλε στην τηλεόραση να γίνονται !

Σε μια στροφή προσπάθησε να κρυφτεί όμως ο ξένος την είχε πάρει από κοντά, είχε αρχίσει να αγχώνεται άσχημα, της έρχονταν να φωνάξει ‘’Τι θέλεις άνθρωπε μου, σήκω φύγε από δω!’’ αλλά πάλι τέτοια ώρα ποιος θα ασχολούνταν μαζί της, τα μπαλκόνια φαίνονταν άδεια, οι πόρτες κλειστές. Δεν θα ξεκινούσε με τίποτα για κείνη τη γειτονιά τέτοια ώρα αν δεν την έπρηζε το αφεντικό της, εκείνη η βλαμμένη η γυναίκα που της είχε βγάλει την πίστη, τόση ώρα είχε που σχόλασε και της τηλεφώνησε να πάει στον λογιστή για κάτι επείγον, έπρεπε να του παραδώσει έναν πάκο τιμολόγια, εκείνος καθόταν μέχρι αργά της είπε, δεν θα είχε πρόβλημα, ξεκίνησε λοιπόν νυχτιάτικα .

Ένας θόρυβος την έκανε να τιναχτεί, τα ποτιστικά του πάρκου που γειτόνευε με τα τείχη είχαν ανοίξει αυτόματα εξαπολύοντας νερό στους διψασμένους θάμνους και στα αναρριχητικά χόρτα που φύτρωναν στις ξερολιθιές, μικρά σιντριβάνια άρχισαν ν εξαπολύουν νερό. Σκιάχτηκε για τα καλά, δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκινήσει τέτοια ώρα κατά κει αν δεν ήξερε καλά το μέρος, ένα διάστημα δούλευε σ’ εκείνη την περιοχή αλλά τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είχαν αγριέψει αγριέψει, περνούσε τακτικά από κει κατεβαίνοντας στο κέντρο, το σπίτι της δεν απείχε και πολύ, έπρεπε να κατέβει κάτι σκαλοπάτια πέτρινα, αριστερά μια μονοκατοικία που είχε για τοίχο σαρκοφάγους στρωμένες η μια πάνω στην άλλη σαν τεράστια τούβλα μαρμάρινα, μια απ’ αυτές ήταν γεμάτη με γράμματα σκαλιστά, κάποτε τις είχαν ενσωματώσει στα τείχη της παλιάς πόλης κι αργότερα κάποιοι με τη σειρά τους έκαναν το τείχος και τις σαρκοφάγους μέρος του δικού τους σπιτιού, ήταν λίγο κουφό, φαντάσου να μένεις σ ένα σπίτι που είχε για τοίχο τρεις τέσσερις τάφους! Μετά τα τείχη έπρεπε να περπατήσει δίπλα από ένα παλιό τσιμεντένιο υδραγωγείο γεμάτο γκράφιτι, εκεί κοντά μαζεύονταν τα απογεύματα ένα μωσαϊκό από Αλβανούς, γύφτους, Πακιστανούς, Ρώσους, η πόλη είχε γεμίσει από ξένους, τους συναντούσες σε κάθε βήμα, μερικοί ήταν προκλητικοί, επιθετικοί, είχε αρχίσει να γίνεται σπαστικό, σου την έδινε όλο εκείνο το μωσαϊκό που κουβέντιαζε τα απομεσήμερα σε γλώσσες μυστήριες ψάχνοντας για το αεράκι που διαπερνούσε τα σοκάκια....

Κι αυτός ο λογιστής ήταν ανάγκη να πάει να χώσει το γραφείο του σε κείνα τα καταραμένα τα στενά όπου οι Ρώσοι κι οι Αλβανοί κάθονταν ανακούρκουδα καπνίζοντας κάτι τσιγάρα βαριά, ‘’Μα τι ηλίθιος !΄΄ σκεφτόταν μέσα της. Όμως για να είμαστε ειλικρινείς ακόμα και τώρα που είχαν μαζευτεί όλες οι φυλές της γης εκεί πέρα και είχαν κάνει το μέρος μαχαλά του τρίτου κόσμου πολύ της άρεσε η τοποθεσία ψηλά πάνω απ’ την πόλη στον αυχένα ενός λόφου που δέσποζε στο χώρο. Τα βραδάκια οι γριές έβγαιναν στα μπαλκόνια να χαζέψουν τη θέα καθώς ολόκληρη η πόλη ήταν από κάτω στο πιάτο τους, οι γέροι πάλι καθόντουσαν σ’ ένα μέρος σαν εξέδρα κοντά σε μια εκκλησιά και χάζευαν με τις ώρες τρώγοντας μαύρα σπόρια, αριστερά ξεχώριζαν οι γιγάντιοι προβολείς ενός γηπέδου που υψώνονταν πάνω απ’ τα σπίτια κι απ’ την άλλη μεριά ένας γερανός σα γίγαντας τεράστιος άπλωνε τους μακριούς βραχίονες του, φορτηγά πλοία άραζαν στη θάλασσα περιμένοντας να φορτώσουν, άμα σήκωνες το κεφάλι μπορούσες να δεις από πάνω σου να υψώνονται αεροπλάνα που ήταν σα να έβγαιναν ανάμεσα από τις πολεμίστρες, καλά το μέρος δεν παίζονταν !

Με το που θα έφτανε στο γραφείο του λογιστή θα ξεσπούσε απάνω του, ο Μπαμπής (έτσι τον λέγανε) θα κάπνιζε σκαλίζοντας χαρτιά σ εκείνο το δωμάτιο που θύμιζε τους παρακμιακούς χώρους των ταινιών του πενήντα με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ και τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ γεμάτο σκόνη και μια μυρουδιά κλεισούρας και τσιγάρου που μπορούσε να σε πεθάνει! Ο λογιστής βαριόταν να καθαρίσει, κατά καιρούς έπαιρνε μια Γεωργιανή γυναίκα που συμμάζευε λίγο αλλά σύντομα όλα επανερχόταν στο αρχικό χάος, το μόνο καθαρό μέρος εκεί μέσα ήταν το ψυγείο όπου έβρισκες μοναχά ένα κάρο μπουκαλάκια νερού στοιβαγμένα στα ράφια.

Δεν ήταν πάντα έτσι ο Μπάμπης, πιο παλιά ήταν άψογος, όταν έιχε ξεκινήσει να δουλεύει τα είχε πάρει όλα σβάρνα, δούλευε μέρα νύχτα αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια τα άφηνε όλα για την τελευταία στιγμή, μιλούσε άσχημα στους πελάτες, τους παρατούσε, έκανε ότι να ναι, τους έστελνε στο διάολο! Λέγανε ότι ήταν μανιοκαταθλιπτικός, εκεί που μιλούσε μαζί σου πετούσε κάτι άσχετο εντελώς, μια φορά στα καλά καθούμενα της είχε πει : ‘’Έχεις ένα ευρώ, δεν κουβαλώ μαζί μου καθόλου λεφτά, είναι επικίνδυνο, το θέλω για το λεωφορείο!’’ Καλά ήταν πολύ τρελός, μπορούσε να αρπαχτεί μαζί σου έτσι χωρίς να το καταλάβεις, εκεί που ήταν καλά αγρίευε και γίνονταν επιθετικός, κακός, βέβαια στη δουλειά του ήταν καλός, γατόνι, όσοι τον ήξεραν από παλιά είχαν να λένε, κρατούσε τα βιβλία από κάτι επιχειρήσεις κάτσε καλά, κονομούσε για καιρό αλλά τελευταία βαριόταν ρε φίλε, κάτι είχε πάθει, όλη την ώρα έμοιαζε χαμένος, δεν έβγαινε από το γραφείο, κάπνιζε συνέχεια, είχε ένα βλέμμα απλανές …

Γύρισε ξανά πίσω να δει, ο άλλος ήταν πάντα πίσω της σκέφτηκε να τον μπερδέψει πηγαίνοντας από ένα δρομάκι αλλά αυτός επέμενε σαν κυνηγόσκυλο, την βρήκε ‘’Τι βλακεία έκανα!’’ σκέφτηκε η γυναίκα, μέσα της ο φόβος μετατρέπονταν σιγά σιγά σε θυμό, τώρα ήταν έξαλλη μ’ εκείνο το τούβλο την αφεντικίνα της, καλά θα τ' άκουγε χοντρά, θα την έλουζε άσχημα! Όχι δεν θα τάχωνε σ αυτήν, ο Μπάμπης θα τ’ άκουγε ''Ρε βλαμμένε!’’ θα του φώναζε ‘’Που στο δαίμονα βρήκες και χώθηκες εδώ μες τους γκάγκστερ και τους μαχαιροβγάλτες !’’ τον φαντάζονταν ήδη να την κοιτά σα χάνος.

Τον ήξερε καλά, ένα φεγγάρι τα είχαν κιόλας, εκείνος δούλευε γκαρσόνι σ ένα μαγαζί νυχτερινό, αυτή ξεσάλωνε κάθε νύχτα με τις φιλενάδες της, ήταν ερωτευμένη μαζί του και πως θα μπορούσε να μην είναι, ήταν ψηλός, όμορφος, φτυστός ο Βαν Νταμ, έχεις δει ταινίες του, ένα τέτοιο πράγμα ακριβώς, ωραίος με κάτι άγριο και λίγο βίαιο στο πρόσωπο του, οι γυναίκες τρελαίνονταν για κείνον, πάντοτε έπαιρνε τα περισσότερα φιλοδωρήματα, όλες από κείνον προτιμούσαν να σερβιριστούν, μιλάμε ότι μάζευε πολλά λεφτά, δεν μπορείς να φανταστείς τι χρήμα κυκλοφορούσε στα μαγαζιά τη νύχτα τότε. Τον περίμενε μέχρι να σχολάσει κι ύστερα καθόντουσαν οι δυο τους σ ένα παγκάκι και μιλούσαν μέχρι το ξημέρωμα, τον αγαπούσε πολύ όμως εκείνος είχε μπλέξει με κάτι παρέες ύποπτες, με κάτι υποθέσεις όχι πολύ νόμιμες, έβγαζε πολύ χρήμα, ταξίδευε στο εξωτερικό, στην Ιταλία πιο πολύ, δεν της έλεγε ποτέ τι έκανε εκεί πέρα μόνο φωτογραφίες της έστελνε από τα καλύτερα εστιατόρια της Ρώμης, του Μιλάνου, της Φλωρεντίας, μετά είχε άρχισε να της φέρεται άσχημα, τη ζήλευε, της έκανε σκηνές, της έσπαγε τα νεύρα, μα τι βλάκας, τελικά τον έστειλε στο διάολο και ησύχασε...

Με το που έφτασε στην πολυκατοικία και διέσχισε την πυλωτή χαλάρωσε λίγο, χτύπησε δέκα φορές το κουδούνι και περίμενε, ο Μπάμπης τώρα θα καθάριζε, σιγά μη μασούσε τόσα χρόνια στη νύχτα, ένα τσιγάρο χρειαζόταν οπωσδήποτε να στανιάρει, άνοιξε τη τσάντα της ψάχνοντας το πακέτο και το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν τα μάτια του που γυαλοκοπούσαν, ήταν πολύ δυνατός, το μυαλό της δούλευε σαν παλαβό, τι διάβολο θα της έκανε, που θα την πήγαινε, θε μου μόνο το πρόσωπο της δεν ήθελε να πειράξει, όλα τ’ αλλά μπορούσε να τα κρύψει, ήταν νέα ακόμα, πως θα κυκλοφορούσε με καμιά χαρακιά στο μάγουλο σα βαρυποινίτισσα, το χέρι της πονούσε έτσι όπως της το έστριβε, μια μελαγχολία έπιανε να την κυριεύει, έκανε μια προσπάθεια να ξεκολλήσει από πάνω του, δεν είχε καμιά ελπίδα, ο άλλος ήταν πέντε φορές πιο δυνατός.

Και ρε φίλε η μέρα της είχε ξεκινήσει τόσο ωραία. Το σαββατοκύριακο είχε πάει για μπάνιο, ο καιρός είχε γυρίσει, το καλοκαίρι ανήκε στο παρελθόν επιτέλους, το βράδυ της Κυριακής με το που γύρισε έβρεχε και μπουμπούνιζε, επιστρέφοντας πέρασε με το αμάξι της ακριβώς από κείνα τα στενά, που να το φανταζόταν! Έκανε ένα ντους και κάθισε στο μπαλκόνι κοιτάζοντας τις σταγόνες να πέφτουν πυκνές στα φύλα ενός πλατάνου αντίκρυ απ’ το σπίτι της, χείμαρροι κατέβαζαν νερό στο δρόμο κάτω από την πολυκατοικία, τη νύχτα έκανε και λίγο κρύο, έπρεπε να σκεπαστεί με το σεντόνι, τι ωραία που ήτανε!

Το τέλος του καλοκαιριού ήταν γλυκό σ εκείνη τη γειτονιά όπου έμενε καμιά εικοσαριά χρόνια τώρα και δεν είχε σκοπό να φύγει για κανένα λόγο, είχε συνηθίσει, όλα της φαίνονταν ευχάριστα, τα μεσημέρια μοτοσικλέτες κυκλοφορούσαν σα φαντάσματα στα στενά, στα καφενεία ποτά αεριούχα κι ανθρακούχα ανέδυαν φυσαλίδες στην επιφάνεια των ποτηριών, έλικες από κλιματιστικά στριφογύριζαν βουίζοντας, από κάποιο ανοιχτό παράθυρο μπορούσες να δεις σε μια τηλεόραση αγώνες της φόρμουλα ένα, αυτοκίνητα τρακάριζαν, αμάξια καίγονταν, λάστιχα έμοιαζαν πυρπολημένα…

Όχι δεν είχε καμιά δουλειά να έρθει βραδιάτικα κατά κει, κι αυτοί όλοι οι μαυριδεροί από που είχαν ξεσηκωθεί να ρθουν κατά δω, ποιο κάθαρμα τους είχε διώξει από τις πατρίδες τους και τους έβαλε να περπατούν μήνες και χρόνια μέσα από βουνά και λαγκάδια, γιατί δε κάθονταν στα καταραμένα τ’ αυγά τους, τι ήθελαν, τι ζητούσαν, που θα χωρούσαν, τι θ’ απογίνονταν, γιατί έπρεπε να την πληρώσει αυτήν για όλες τις αδικίες της γης, αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο σπιτάκι της και να πέσει ξερή για ύπνο, εκείνος ο λογιστής έφταιγε για όλα που είχε ξεκουφαθεί και δεν άκουγε το κουδούνι, όταν τελείωνε όλο αυτό θα τον τακτοποιούσε καλά, της έρχονταν να ουρλιάξει από όλο αυτό που την έπνιγε, και που ήταν Μπάμπης ο Βαν Νταμ να του καταφέρει του άλλου καμιά ξεγυρισμένη κλωτσιά με θεαματικό φλιπ στον αέρα σαν ιπτάμενος Ολλανδός, ένα κόλπο που έκανε ο ηθοποιός για να δώσει στα χτυπήματα του περισσότερη ισχύ, που ήταν ο φίλος της να του καταφέρει του Πακιστανού μερικά άπερκατ, μερικά κροσέ, να παλέψει με τον ξένο και να κυλιστούν στο χώμα όπως στα έργα, που στο διάβολο ήταν αναρωτιόταν όταν μια χερούκλα τεράστια εμφανίστηκε απ’ το σκοτάδι, έπιασε τον τύπο απ’ το λαιμό και τον στρίμωξε στο τσιμεντένιο τοίχο, ΄Άντε ρε Μπάμπη!’’ φώναξε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...