Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ ΠΡΙΓΚΗΠΑ

Στα νεκροταφεία όλους που είχαν πεθάνει τους ήξερα, το μέρος μου φαίνονταν οικείο, ή μάνα μου μ’ είχε στείλει να καθαρίσω τον τάφο του πατέρα, ο αδερφός μου είχε αναλάβει το έργο για χρόνια κι έπρεπε να κάνω κι εγώ κάτι, η φωτογραφία στο μνήμα του μ’ έκανε να σκιαχτώ , ήταν απ’ το γάμο της αδερφής μου, ένα σακάκι φορούσε, ένα πουκάμισο άσπρο, όποτε πήγαινα στον τάφο του κάτι μ έπιανε, ήταν κι εκείνο το μνήμα μιας συμμαθήτριας που είχε πνιγεί όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών που μ’ ανατρίχιαζε, καλά ήταν πολύ όμορφη, κουκλάρα πραγματική, σα να την έβλεπα μπροστά μου, είχε περάσει καιρός αλλά το μνήμα της έστεκε όπως το θυμόμουν, η γιαγιά της το φρόντιζε μέχρι που πέθανε κι εκείνη, έπειτα είχε αναλάβει μια θεία της που την υπεραγαπούσε, οι γονείς της είχαν φύγει κάπου στο εξωτερικό, δεν άντεξαν. Στο σχολείο όλοι τη γουστάραμε εκείνη την κοπέλα , τρελαινόμασταν, πεθαίναμε σου μιλάω για ένα πράγμα τρομερό, είχε κάτι που σε τραβούσε διαβολεμένα, κι ύστερα πήγε και πέθανε έτσι στα καλά καθούμενα, έφαγε μια πίτσα προτού κολυμπήσει και πάει, δε μπορούσαμε να το πιστέψουμε...

Χρειαζόμουν ένα βετέξ, αυτό που μου είχε δώσει η μάνα μου έλιωσε γρήγορα τρίβοντας τα κεριά που είχαν χυθεί, έψαξα σ’ ένα διπλανό μνήμα, βρήκα, ήμουν σίγουρος ότι η γυναίκα που ήταν θαμμένη εκεί δεν θα είχε πρόβλημα, ήταν τόσο καλή όσο ζούσε. Γύρω τάφοι περιποιημένοι, όμορφοι, ταχτοποιημένοι, κάποιοι είχαν ακόμα και μαρμάρινα ντουλαπάκια με κλειδαριές, κατά καιρούς λέει έρχονταν κλέφτες και παίρνανε το λάδι , αναπτήρες, απορρυπαντικά, ότι πολύτιμο έβρισκαν, έπιασα να καθαρίσω το μάρμαρο του τάφου, απόγευμα ήτανε μα έκανε ζέστη τρομερή, ξαφνικά εντελώς ένα κουνέλι ολόασπρο πετάχτηκε μέσα απ’ τα ξερόχορτα κι άρχισε να τρέχει τρομαγμένο, βρήκε ένα άνοιγμα στα κάγκελα του νεκροταφείου και την κοπάνησε, , δε μπορούσα αν καταλάβω τι γύρευε εκεί, τα νεκροταφεία βρίσκονταν μακριά απ’ το χωριό, καλά αυτό ήταν πολύ κουφό, κι αν ήταν σημάδι τι σήμαινε;

Μαζί μου είχα και τον Λορένζο, ξέχασα να στο πω, έναν Κύπριο χοντρούλη με μούσι πυκνό κι ένα δόντι πιο μακρύ στην άκρη του στόματος που θύμιζε βρικόλακα, δεν του άρεσαν καθόλου τα μνήματα, ήταν πολύ προληπτικός, με το που είδε το κουνέλι άρχισε να σταυροκοπιέται, βιαζόταν να φύγουμε. Εγώ ένιωσα παράξενα, όλες εκείνες τις μέρες μια αγωνία ανεξήγητη μ’ είχε πιάσει, μια ζαλάδα, το κεφάλι μου πονούσε, δε μπορούσα να καταλάβω από πού προέρχονταν, η θερμοκρασία είχε αρχίσει επιτέλους να πέφτει, φθινόπωρο μύριζε, η αγαπημένη μου εποχή, το στοιχείο μου, κανονικά θα έπρεπε να νιώθω καλά όμως είχα αγχωθεί, ήθελα να κλείσει καλά η περίοδος, να είμαι έτοιμος για την επόμενη, να μελετήσω και το καλοκαίρι, πως περνά ο κόσμος, πως περνώ εγώ, τι θέλω, να τα προλάβω όλα, έτσι όμως χάνεις το σήμερα, έτσι την πατάω πάντα!

Μέρες τώρα ήμουνα έτσι, στα intersport δεν μπορούσα να βρω τα παπούτσια που ήθελα, έχουν αλλάξει όλα τα μοντέλα, δε μου άρεσαν καθόλου, τουρίστες ξένοι μιλούσαν κάτι γλώσσες βαριές, ανατολίτικες, σε μια κάμερα στην είσοδο έβλεπα τη σκιά μου να περπατά. Στα λεωφορεία κοιμόμουν ξερός, έχανα τις στάσεις, κατέβαινα όπου να ναι, έπρεπε να περπατήσω κατόπι, μια μέρα όπως έβγαινα ένα κορίτσι με φώναξε ‘’Κύριε κάτι σας έπεσε!’’, μου έδωσε ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα, το ευχαρίστησα, καλά έτσι που ήμουν όλο βλακείες έκανα! Το καλύτερο βέβαια ήταν με τα αστικά που είχαν κλιματισμό καλό, με το που έμπαινες μέσα το μυαλό κατευθείαν καθάριζε, η διάθεση ανέβαινε, μπορούσες να σκεφτείς, να δεις τι σου γίνεται…

Όπως καθάριζα το τζαμάκι του τάφου έπαιρνα μάτι τα γειτονικά μνήματα, όλους τους ήξερα, καλά ήταν πολύ τρελό, έλειπα καμιά τριανταριά χρόνια και ήταν σαν τους ξανάβλεπα μπροστά μου μετά από τόσον καιρό, ο Κύπριος έκανε χειρονομίες σπαστικές, είχε βαρεθεί, εγώ δεν βιαζόμουν καθόλου, δε πα να χτυπιόταν ο άλλος, άλλωστε πάντα έτσι σπαστικός ήτανε από τότε που τον είχα γνωρίσει στην Αντιγονιδών. Εκεί πέρα μια πιάτσα είχε γίνει, ένα φαγάδικο για όρθιους, ένα προποτζίδικο, όλη την ώρα τριγυρνούσε μήπως και πιάσει κάνα νούμερο ή κάναν αγώνα, μα τι τζογαδόρος που ήτανε, εκεί είχαμε γνωριστεί. Πολλές φορές πήγαινα στο ραφείο του κάπου στη Βενιζέλου, ήταν ράφτης και μάλιστα πολύ καλός, απ’ το μπαλκόνι του μπορούσες να δεις μέχρι κάτω τη θάλασσα που απλώνονταν πίσω απ’ τις φυλλωσιές, εκεί μαζεύονταν ένα σωρό αργόσχολοι μπροστά από τραπέζια με ουίσκι παίζοντας τάβλι και μασουλώντας καρπούς ξηρούς, καναρίνια κίτρινα και πορτοκαλιά στριφογύριζαν στα κλουβιά τους χαλώντας τον κόσμο, μια τηλεόραση έπαιζε από πάνω, μέσα σ εκείνον τον χαμό ο Κύπριος με το δόντι του δράκουλα κατάφερνε να ράψει, να μετρήσει, να γαζώσει πουκάμισα και παντελόνια σ ένα δωματιάκι σκοτεινό που είχε πιο πίσω, είχε φαγωθεί να έρθει μαζί μου στο χωριό, δεν είχε κανέναν συγγενή στην Ελλάδα, δεν ήξερε πώς να σκοτώσει την ώρα του τώρα το καλοκαίρι…

Αποδείχτηκε ότι τα σπίτια μας ήταν κοντά, κάθε βράδυ παίρναμε μαζί το τελευταίο αστικό, στη στάση κόσμος περίμενε χαζεύοντας βιτρίνες, λιγοστά αμάξια πήγαιναν κι ερχόντουσαν, η πόλη είχε αδειάσει, όλοι σχεδόν είχαν φύγει κι όσοι μείνανε έμοιαζαν να βαριούνται, θα ήθελαν κι αυτοί να είχαν φύγει με τους άλλους για κάπου, να προλάβουν έστω και λίγο, να φύγουν πριν απ’ το τέλος του καλοκαιριού όπου να ναι, μόνο να φύγουν ! Στις πολυκατοικίες τα συνεργεία καθαρισμού άφηναν σημειώματα καρφιτσωμένα, περίπτερα κατέβαζαν τα στόρια, στα καταστήματα με τα κινητά επιγραφές στα ελληνικά και στα αραβικά, γατιά μικρούτσικα, ελεεινά έβγαζαν τα κεφαλάκια τους κάτω απ’ τα σταματημένα αυτοκίνητα, το πρωί δεκοχτούρες κουρνιασμένες σε μια καρυδιά που κλαδέψανε έκρωζαν σπαστικά, η καρυδιά όμως ήταν όμορφη, δε σταμάτησε όλο το καλοκαίρι να βγάζει φύλλα και κλαδιά πράσινα, κάποια φλέβα θα βρήκε υπόγεια και τραβούσε νερό προς τα πάνω, μα πόσο είχαν μεγαλώσει ρε φίλε!

Η πόλη ήταν άδεια, στις στροφές των δρόμων κώνοι για να μη παρκάρεις στραπατσαρισμένοι, ισοπεδωμένοι, κάποια μαγαζιά εξακολουθούσαν πεισματικά να παραμένουν ανοιχτά σα να μην ήξεραν πως είναι να κλείνεις, άδειοι οι δρόμοι , μονάχα πρεζόνια και μετανάστες μελαψοί κυκλοφορούσαν σα φαντάσματα, πόσοι έχουν έρθει ρε φίλε, τι θ’ απογίνουν; Ερημιά παντού, όλοι την είχαν κοπανήσει, εγώ πάλι αντί για διακοπές είχα βρεθεί με τον χοντρούλη τον ράφτη να βολοδέρνω στις λαϊκές ψάχνοντας σύκα και σταφύλια κίτρινα και τώρα τον έσερνα στα νεκροταφεία ενώ ο μπαμπάς μου παρακολουθούσε άγρια μέσα απ τη φωτογραφία του, ήμουν σίγουρος ότι θα τον άκουγα από στιγμή σε στιγμή να λέει ‘Πρόσεχε τι κάνεις εκεί πέρα που να σε πάρει !’’ έτσι έκανε πάντοτε. Τελικά αφού παιδεύτηκα και τυραννήθηκα πόση ώρα δεν ξέρω είπα να τελειώσω, πήρα νερό από μια βρύση φτιαγμένη στη μνήμη του κοριτσιού που είχε πνιγεί, έδειχνε να είχε χτιστεί πρόσφατα, ξέπλυνα τα άσπρα μάρμαρα, όλα έδειχναν καθαρά, ο ράφτης ξεφύσησε σα να έλεγε ‘’Επιτέλους!’’

Κινήσαμε να φύγουμε ακολουθώντας ένα δρόμο παλιό, τώρα βιαζόμουν κι εγώ, είχα μια αγγαρεία τελευταία να κάνω, έπρεπε να ποτίσω τις γλάστρες σ’ ένα σπίτι κάποιου φίλου του αδερφού μου, ήταν ναυτικός λέει που είχε βαφτιστεί ιεχωβάς, έλειπε σε κάποιο νησί εκείνες τις μέρες. Στην τσέπη μου κουδούνιζαν τα κλειδιά από το σπίτι του ιεχωβά, αριστερά μια ρεματιά γεμάτη βάτα και βλάστηση πυκνή, το μονοπάτι ήταν στρωμένο με πλάκες, από κει περνούσαν άλογα και μουλάρια κάποτε, χρόνια πολλά είχα να δω εκείνο το μέρος, προσπαθούσα να προσανατολιστώ, βράχια αρχαία και πέτρες με σχήματα κουφά που τις θυμόμουν από τότε που ήμουν παιδί, ήταν περίεργος τόπος, κάτι αρχέγονο απέπνεε. Στον κάμπο πέρα μακριά τα μπεκ έριχναν στήλες νερού στα καλαμπόκια, ο ήλιος χαμήλωνε, περάσαμε από ένα περιφραγμένο οικόπεδο μ’ ένα τροχόσπιτο εγκατεστημένο στο κέντρο του ανάμεσα σε χόρτα ξεραμένα, κάποιος ερημίτης λέει το είχε αγοράσει και ζούσε εκεί.

Ο Λορένζο μου έδειξε ένα κτίριο που του έκανε εντύπωση, ήταν ψηλό πολύ, τρεις όροφοι, ξεχώριζε, στην αυλή του δέντρα διάφορα, φλαμουριές, συκιές κι ένα άλλο εξωτικό που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί, είχε φύλλα πράσινα, γυαλιστερά και κάτι καρπούς τεράστιους. Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα, δοκίμασα ένα μεγάλο κλειδί, η βαριά πόρτα έτριξε κι άρχισε να υποχωρεί όπως την έσπρωχνα ελαφρά, μέσα ήταν σκοτεινά, μια αίσθηση παράξενη όταν μπαίνεις στον προσωπικό χώρο κάποιου άλλου, όλα φαίνονταν άθικτα, τακτοποιημένα, δεξιά κι αριστερά κάμαρες, φοβόμουν ότι κάποιος θα πετάγονταν και θα μ άρπαζε απ’ τον ώμο, όλα έδειχναν άθικτα, θα έλεγες ότι δεν κατοικούσε κανείς εκεί μέσα όμως στο βάθος ενός διαδρόμου ένας καναπές μ ένα σεντόνι τσαλακωμένο που σήμαινε ότι είχαν κοιμηθεί εκεί πρόσφατα, πίσω μου ο Λορέντζο χάιδευε το πυκνό του μούσι σημάδι ανησυχίας, και οι δυο νιώθαμε αλλόκοτα μετά απ’ την επίσκεψη στα νεκροταφεία, ο παραμικρός ήχος θα μπορούσε να μας κόψει τα ήπατα, ‘’Εγώ φεύγω!’’ ψιθύρισε ο Κύπριος.

Προχώρησα μόνος, άνοιξα μια πόρτα, το λιγοστό φως του ήλιου που ετοιμάζονταν να δύσει περνούσε από μια χαραμάδα της αλουμινένιας μπαλκονόπορτας κι αντανακλούσε πάνω σε ένα σωρό από αντικείμενα σαν γλυπτά, σαν κομψοτεχνήματα απ’ όλον τον κόσμο που είχε μαζέψει ο ναυτικός, έβλεπες εκεί ένα άλογο σε χρώμα πρασινωπό από την Κίνα να καλπάζει αγέρωχο με όλα τα πόδια του στον αέρα, ένα πράγμα υπέροχο, μια σχεδία χρυσαφένια που επέπλεε σε μια λίμνη από ασήμι, κι ένα μικρό αγαλματίδιο πολεμιστή σιδερένιο με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη στον ώμο του, στη βάση αυτού του μικρού αγάλματος έγραφε με γράμματα σκαλιστά ‘’Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ ΠΡΙΓΚΗΠΑ’’. Άγγιξα το αγαλματάκι, το σήκωσα λίγο, παρόλο που ήταν πολύ μικρό στα χέρια μου έμοιαζε ασήκωτο, έτσι άγαρμπος που είμαι βέβαια έπρεπε να είμαι προσεχτικός, δεν ήθελε πολύ να γκρεμιστεί κάτω και μετά την είχα βαμμένη! Όπως το κρατούσα και το χάζευα, μα πόσο όμορφο ήταν, είδα στον τοίχο μια φωτογραφία κι αμέσως κλότσησε το στήθος μου, ρε φίλε ήταν το κορίτσι που είχαμε δει στα μνήματα, η κοπέλα που είχε πνιγεί, ώστε λοιπόν αυτό ήταν, ο πατέρας της ο Ιεχωβάς, ο ναυτικός, είχε αγοράσει εκείνο το σπίτι στην άκρη του χωριού γιατί μπορούσε να πετάγεται μέχρι τα νεκροταφεία όποτε ήθελε, δεν ήταν χριστιανός κανονικός βέβαια αλλά πάλι ήταν το παιδί του, το πονούσε πάντοτε, δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι!

Είχα ξεχάσει γιατί ήρθα εκεί πέρα, μια περιέργεια μ’ έπιασε να ψάξω τι άλλο υπήρχε σ εκείνο το σπίτι το μυστήριο, έψαχνα τον διακόπτη να ρίξω λίγο φως, που στο διάβολο ήταν ο καταραμένος, καλύτερα ν’ άνοιγα κανένα παράθυρο ή οτιδήποτε, όπως σήκωνα την ασφάλεια της μπαλκονόπορτας είδα φευγαλέα μέσα απ’ τις τρύπες μια σκιά να περπατά ανάμεσα στα δέντρα στο φως το δειλινού, είχε μαλλιά μακριά που κυμάτιζαν στον αέρα, ένα πρόσωπο στιβαρό, πανέμορφο, ρε φίλε έπαιρνα όρκο ότι ήταν ο πολεμιστής με το τόξο και τα βέλη, ο γιος του περιπλανώμενου πρίγκηπα, ήμουν σίγουρος, μπορεί ξοπίσω του να έρχονταν και κανένας στρατός από μπρούτζινα άλογα που κάλπαζαν, νόμιζα ότι ήδη άκουγα το ποδοβολητό τους να τραντάζει τη γη, ‘’Τι γίνεται εδώ δικέ μου;’’ είπα από μέσα μου ‘’Που έχουμε βρεθεί, τι συμβαίνει, τι κάνουμε ;’’ ‘’Πάμε να φύγουμε γρήγορα βλάκα!’’ ούρλιαξε πίσω μου ο Λορέντζο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...