Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ ΚΡΕΜ



Έπρεπε να είσαι πιο προσεχτική ρε χαζό, έκανες πολλά λάθη, ωραίο είναι το παιχνίδι αλλά πρέπει να σέβεσαι κάποιους κανόνες, να ξέρεις που θα σταματήσεις, έρχεται μια στιγμή που όλα γίνονται ξεκάθαρα και βλέπεις το αληθινό πρόσωπο του άλλου κι όλα μπαίνουν στη θέση τους.

Ένα διήμερο μου πήρε να σε ξεπεράσω όπως συνήθως,     αυτή τη φορά θα έλεγα ότι ήταν πιο εύκολο, εντάξει ομολογώ ότι ζορίστηκα λίγο στην αρχή, δε μπορούσα να το χωνέψω ότι συνέβαινε σε μένα, δε μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ, ήθελα να το αναλύσω, να δω αν έκανα λάθη, μια ταινία έπαιζε, κάποιος ήταν χαμένος κάπου στο Βερολίνο, δε πίστευε κι αυτός ότι του συνέβαινε. 
Κάτι άλλα ντοκιμαντέρ για ανθρώπους που εγκλωβίστηκαν σε χώρες άγριες,   στην  Αραβία και στον άγιο Μαυρίκιο, στη μέση του Ινδικού ωκεανού,   κοιτάζοντας απ'  τα παράθυρα των φυλακών τα πράσινα κύματα των τροπικών, και στη Κολομβία όπου κοιμόντουσαν πλάι σε ψυγεία που βούιζαν,   περιμένοντας να περάσουν οι μέρες και τα χρόνια.

Με ζόρισε λίγο άλλα έχω μάθει πια, κάτι φίλοι το πρωί ν'  ανοιχτείς, λίγη ενέργεια θετική, ένα ποτήρι νερό, ένας καφές, με τον Αντώνη στη παραλία, κουβέντες και χειρονομίες καθώς το μυαλό δουλεύει σε μονοπάτια παράλληλα κι η σκέψη κινείται σε κατευθύνσεις διαφορετικές κι εξελίσσεται μέχρι να φτάσει στο πυρήνα αυτού που σ΄ απασχολεί, μια γυναίκα μούλεγε πως έκοψε το κάπνισμα σε μια στιγμή μαγική, κι έπαιρνε τα λεωφορεία να μη το σκέφτεται, κι άλλαζε τη θέση στα έπιπλα μέσα στο δωμάτιο της για να αποσυντονίσει τη ρουτίνα του εθισμού, κι απέφευγε τις φίλες της κι έψαχνε για πακέτα τη νύχτα.

Στο εμπορικό κέντρο πιτσιρικάδες ξαπλωμένοι ένιωθαν τους κραδασμούς των αυτοκινήτων στα ηλεκτρονικά μηχανήματα εξομοίωσης κι έγερναν το σώμα στις στροφές όπως τα οχήματα έμπαιναν σε τούνελ και γέμιζαν τον τόπο με σκόνη περνώντας πάνω από κακοτράχαλους χωματόδρομους.

Κόσμος ψάρευε παιχνίδια μέσα από γυάλινα κλουβιά, κι άλλοι έριχναν μπάλες βαριές πάνω σε πατώματα γυαλιστερά σημαδεύοντας στήλες άσπρες χαμηλές, στις οθόνες τύποι με πλατιά χιονοπέδιλα κατηφόριζαν σε πλαγιές χιονισμένες, κι άλλοι έτρεχαν σε γήπεδα με χορτάρι πράσινο, δροσιά είχε σ εκείνο το μαγαζί, πιο πέρα στο λούνα παρκ, κάποιοι γκρεμίζονταν στο κενό κι ανέβαιναν ψηλά πάνω σε ράγες σιδερένιες ουρλιάζοντας, τα χρειαζόμουν όλα αυτά, ν' αγοράσω χρόνο, να διασπάσω τη προσοχή μου καθώς το μυαλό εξακολουθούσε να επεξεργάζεται και να διεισδύει στην ουσία του θέματος, ζυγιάζοντας τις επιλογές που έγιναν, κρίνοντας κινήσεις κι ενέργειες και λέξεις κι υποσχέσεις κι ανθρώπους και χαρακτήρες.

Στάχυα θερισμένα έξω απ τη πόλη καθώς το καλοκαίρι προχωρά ακάθεκτο, στοίβες από άχυρο στα κίτρινα χωράφια, πεταλούδες γαλάζιες σε κάτι νερά τρεχούμενα, ροδιές με λουλούδια κόκκινα στη οδό Απόλλωνος,    μανόλιες με τεράστια λουλούδια λευκά και φύλλα πράσινα, γυαλιστερά,   παιδιά μάζευαν δαμάσκηνα κόκκινα, μυρουδιές από πεπόνια και φράουλες στις λαϊκές, γυναίκες έτρωγαν βερίκοκα τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτες, κι άλλες έριχναν τα σώματα τους πάνω σε μπάρες και σε στρώματα στα γυμναστήρια, κι άλλες ξάπλωναν στις πολυθρόνες των κομμωτηρίων ρίχνοντας πίσω τα κεφάλια τους με τα μαλλιά τους να κρέμονται,    στη πόλη μέσα  σκύλοι βρώμικοι κοιμόντουσαν στα πλακάκια της  πλατείας Αριστοτέλους. 

Το Σάββατο το ξημέρωμα  δυο φοίνικες σα παραστάτες στη έξοδο κατά τη θάλασσα, αεράκι δροσερό φυσούσε στις κολώνες κάτω απ το ΟΛΥΜΠΙΟΝ, ένας τύπος με μαύρα γυαλιά με κοίταζε, ''Ορειβάτης πρεπει να είστε'',   κάτι μικρά με φωτογραφίες στα τζάμια των κινητών τους, ένα αγόρι, ένα κορίτσι, μια λίμνη,      με τον  Θανάση βλέπαμε κάτι ζητιάνους να σκαλίζουν μέσα σε σκουπίδια έξω από ένα φαρμακεία,  ψάχνοντας ταμπλέτες και φιαλίδια και σωληνάρια, τι στο διάβολο τα ήθελαν, κάτι καταπακτές ανοιχτές μπροστά στα βενζινάδικα, μυρουδιά πετρελαίου ο Θανάσης ήταν σακατεμένος απ τη δουλειά στο αεροδρόμιο όπου κουβαλάει τσάντες, έχει γεμίσει ο τόπος Ρώσους τουρίστες και Βορειοευρωπαίους, ''Πρόσεχε τα λεφτά σου!'', μου είπε κοιτάζοντας κάτι τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που προεξείχαν απ' τη τσέπη μου.

Ανθρώπους που αγάπησα κατά καιρούς και χάθηκαν απ τη ζωή μου σκεφτόμουν, δίχως λόγο, χωρίς να το καταλάβω, δε μπορείς όλους να τους ευχαριστήσεις, ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος, δεν έχεις πάντα τη πολυτέλεια του χρόνου, κάποτε πρέπει να βιαστείς, να πιέσεις καταστάσεις, να καθαρίσεις το τοπίο, να ξέρεις τι σου γίνεται, κάποιοι θα μείνουν πίσω, σε κάποιους θα δώσεις βάρος περισσότερο, έτσι είναι αυτά, ότι δίνεις παίρνεις, τα λάθη πληρώνονται,    πάντοτε έτσι ήτανε.

Έξω απ το τμήμα του λευκού πύργου κάποιος χαιρέτησε έναν αστυνόμο των ΜΑΤ, ''Τον είχα υπό τις διαταγές μου'' μου είπε, κοίταξα το  ματατζή,    ψηλός, χαμογελαστός, ένας άλλος έλεγε ιστορίες για μια άσκηση στο στρατό, ένας βλάκας μ ένα άρμα έφυγε από τη γραμμή, πήγαινε μοναχός του μέσα στο λιοπύρι κατά το σημείο όπου τ' αεροπλάνα έκαναν βολή αδειάζοντας βόμβες, ο διοικητής τον πήρε χαμπάρι, ''Που πάει ο ηλίθιος!!!'' ωρύονταν στον ασύρματο, γύρω γίνονταν χαμός, πυροβολισμοί κι εκρήξεις,   λάμψεις και κρότοι, το άρμα σταμάτησε, οι επίστρατοι που ήταν μέσα άρχισαν να πηδάνε από το άνοιγμα του πυργίσκου σα τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται,   ο δικός μου από δίπλα γελούσε, μ έπιασαν κι εμένα  γέλια τρανταχτά,  το χρειαζόμουν, συγνώμη μωρό μου αλλά σε ξεπέρασα.




Γράφτηκε ένα μεσημέρι, ψηλά στο δάσος του Σέιχ Σου, 
στη διάρκεια μιας βάφτισης, ατενίζοντας το Θερμαϊκό μπροστά μου
και τον κάμπο της Σαλονίκης πέρα μακριά, ανάμεσα σε πεύκα και πυροφυλάκια,
καθώς έκανε ζέστη κι έβλεπα λουλούδια και τούλια και καπέλα άσπρα και φουστάνια κρεμ..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...