Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ

Tα Σαββατοκύριακα κάτι μας έπιανε και παίρναμε τους δρόμους να μη σκεφτόμαστε τίποτα να μη καταποντιστούμε να μη βουλιάξουμε, μια τάση φυγής φοβερή, θέλαμε να κινούμαστε πάντα φοβόμασταν τα κενά, τις άδειες μέρες που σε καταπίνουν.

Σε κάτι μέρη πηγαίναμε όπου έφτιαχναν ούζο, όλος ο τόπος γύρω μύριζε αλκοόλ και κρέατα ψημένα, φωτιές έκαιγαν κάτω από καζάνια της κόλασης, υγρά κυλούσαν σε σωλήνες μεταλικούς κι ύστερα άδειαζαν μέσα σε δοχεία μπρούτζινα, φλόγες έβγαιναν πάνω από ψησταριές, όλα γίνονταν παρανάλωμα,  το μέρος ντουμάνιαζε από καπνούς, κάποιοι χόρευαν με τα μάτια κλειστά κάνοντας φιγούρες, τουμπερλέκια χτυπιούνταν με μανία απο κάτι ξερακιανούς γύφτους, αρμόνια έπαιζαν στο φουλ, κλαρίνα αντηχούσαν μαζί με κιθάρες ηλεκτρικές ως πέρα μακριά. Στα τραπέζια έβλεπες κοψίδια και σαλάτες πράσινες από ραδίκια πικρά και μπρόκολα πράσινα και παντζάρια κόκκινα ανάμεσα σε κηλίδες λαδιού και ξυδιού, πιο πολύ τα χρώματα κοίταζα τότε, ποτέ δε κατάλαβα τίποτα από φαγητά και ποτά μονάχα εκπομπές μαγειρικής βλέπω όλη την ώρα, ο άλλος ήξερε απ όλα,  τα φρέσκα και τα μαλακά και τα καλοψημένα και τους συνδυασμούς και τα πιοτά και τ' άλλα κόλπα.  Κορίτσια ωραία τριγύρω υπήρχαν κι άλλα βαμένα σα ξωτικά και μαμάδες με τα παιδια τους ωραίες καθρεφτίζονταν σε τζαμαρίες. Ύστερα παίρναμε γλυκά, ραβανί από τη Βέροια και γαλακτομπούρεκα μια φορά είχα φάει όλο το κουτί,  είχα λυσσάξει, ο άλλος με κοιτούσε.

Σαν χιόνιζε πηγαίναμε σε κάτι άλλα μέρη με λωρίδες άσπρες  στα μονοπάτια δίπλα, σε κάτι κέντρα από όπου έβλεπες τα φορτηγά της Εγνατίας οδού, κοντά σε κάτι ξέφωτα με πρασινάδες όπου φύτρωναν στο τέλος του χειμώνα κρόκοι μαβιοί και κίτρινοι,   φύτρωναν απο βολβούς υπόγειους, κάτι χρώματα γλυκά πολύ,   νερά κυλούσαν κάτω από γέφυρες,  υγρασία παντού . Εκεί μια φορά μας έφεραν ένα βουνό από κρέας και κατευθείαν μου κόπηκε η όρεξη, δε το μπορώ αυτό το πράγμα.

Όπως γυρνούσαμε ένα βράδυ κι  ήμουν ζαλισμένος κοίταζα θολωμένος τριγύρω ταμπέλες για παρακάμψεις και εκτροπές,  μια διαροή υδάτων  υπήρχε κάπου, νερά σκόρπια στο δρόμο,  λασπωμένοι εργάτες έσκαβαν,  αστυνομικοί περνούσαν με μοτοσυκλέτες σαν αυτή του δικαστή Ντρεντ συνοδεύοντας ένα αμάξι γυαλιστερό, η άσφαλτος έμοιαζε να κυματίζει όπως ανεβοκατέβαινε κυρτώνοντας.
 Είχαμε  σταματήσει σ' ένα μέρος πάνω στην Εθνική οδό, μια γυναίκα που ήταν μαζί μας με ρωτούσε γιατί δε παντρεύομαι, την είχα ρωτήσει  με τη σειρά μου αν είχε απατήσει ποτέ τον άντρα της κι αν τον είχε  βαρεθεί,  μου είπε ναι και στα δύο δισταχτικά κάπως. ''Εγώ δεν έχω απατήσει αυτή που συζώ μαζί της -ήταν αλήθεια εν μέρει- κι ούτε την έχω βαρεθεί''  η γυναίκα με κοιτούσε  σα χαμένη πρέπει να είχα αγγίξει κάποιο νεύρο, κάποιο σημέιο αδύνατο, δεν έλεγε τίποτα, είχε ταραχτεί, άρχισε να τρέμει,  είχα σοκαριστεί.  
Υπήρχαν καθρέφτες παντού σ' εκείνο το μέρος, στην οροφή, στους τοίχους, κορίτσια έβγαιναν φωτογραφίες με κάτι κινητά σα πλακέτες μεγάλα, φλάς άστραφταν και μας στράβωναν, άλλα παραμιλούσαν σε συσκευές ασύρματες και νόμιζες ότι είναι σαλεμένα, ανθρωπάκια πράσινα έτρεχαν σε ταμπελίτσες κατα την έξοδο κινδύνου, βρύσες στο χρώμα του ασημιού, πλακάκια φιδωτά,  σχάρες στο πάτωμα έχασκαν,  μηχανήματα έβγαζαν αέρα  να στεγνώσεις τα χέρια σου, κόσμος πηγαινοέρχονταν,  έβλεπες παπούτσια καστόρινα, φούξια και γαλάζια κάτι χρώματα απαλά ,  βουή που σε ζάλιζε,  κρήνες λευκές, μπλοκάκια στους τοίχους σημείωναν τις βάρδιες, θυμάμαι ότι είχα αγοράσει κάτι  κουτιά μουσικά που κουδούνιζαν κάτι μελωδίες περίεργες, είχα πιει κι έναν καφέ γαλικό που με είχε σμπαραλιάσει, δεν αντέχω τα διεγερτικά καθόλου,  ένας σκορπιός υπήρχε ζωγραφισμένος κάπου σ' ένα τοίχο που με τρόμαζε.

 Τα ξημερώματα φτάσαμε σ΄ένα σπίτι, ένας σκύλος  τεράστιος αμολήθηκε απο μια πόρτα ανοιχτή και σκέφτηκα  ότι αυτό ήταν όμως σαν είδε τη γυναίκα που είχαμε μαζί μας υσήχασε.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε ένα χάος μπροστά μας, κάποιος είχε αφήσει τις βρύσες ανοιχτές βιβλία κι αντικείμενα κολυμπούσαν στο νερό, σπινθήρ έβγαιναν από κάτι καλώδια όλο το μέρος μπορούσε να πάρει φωτιά ανά πάσα στιγμή, η γυναίκα είχε αρχίσει να τσιρίζει, η ανάσα της μύριζε οινόπνευμα,  την πήραν τα κλάματα, προσπαθούσαμε να την ηρεμήσουμε......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...