Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΠΟΥΘΕΝΑΣ

Στη Χρύσα και στην Αφρο

Νιώθεις περίεργα όταν κοιμάσαι σε άλλο, σπίτι φωτογραφίες γύρω ενός άντρα με γυναίκες όμορφες σε μια ταβέρνα, ψάχνεις το διακόπτη του θερμοσίφωνα, ανοίγεις ντουλάπια, πόρτες ένα μπάνιο μεγάλο, μια καμαρούλα μ' ένα πλυντήριο, απορυπαντικά σ' ένα ράφι, αναρωτιέσαι τι να έχουν τα συρτάρια μέσα, ψηλαφείς στα σκοτεινά, δε μπορείς να βρεις καφέ, ζάχαρη μια φίλη σου λέει ότι δε πιάνεις πολύ χώρο κάτω απο τις κουβέρτες, συζητάτε για γυναίκες, θέλουν λέει να τις κυνηγάς, να νιώσουν σίγουρες ότι τις θες πραγματικά- με μένα ατύχησαν- άλλες πάλι ξέρουν ότι κάπου βρίσκεται ο δικός τους και τον περιμένουν κι όταν έρθει θα είναι βέβαιες ότι αυτός είναι, θα τον αγαπόύν μια ζωή ακόμα κι όταν φύγει και τις αφήσει.Το κόλπο πάλι λέει με τους άντρες είναι να τους λες ''Είσαι το κάτι άλλο, μαζί σου αισθάνομαι σιγουριά - αυτό όχι από την αρχή γιατί ασφυκτιούν- δεν τόχω ξανα αισθανθεί αυτό με κανέναν'' τέτοια πράγματα.
 Δε με πιάνει ύπνος διαβάζω τη Βίβλο, στον Δανιήλ κάτι γέροι παρακολουθούν πίσω απο φυλλωσιές μια γυναικάρα να λούζεται σ' έναν κήπο και ορμάνε, βάζει τις φωνές, πλακώνει κοσμος οι γέροι λένε ψέμματα πάντα η ίδια ιστορία. Διαβάζω τον Ιεζεκιήλ, αυτός καταριέται τις πόρνες της Ιερουσαλήμ που έπεσαν με τα μούτρα στους Βαβυλώνιους, η φίλη κοιμάται αμέριμνη σα το Βούδα προτού τη Νιρβάνα, εγώ στριφογυρνώ σα  το αρνί στη σούβλα το ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να υσηχάσω, έχω ρίγος, μαξιλάρια πέφτουν, όνειρα ατέλειωτα,αλλόκοτα.
 Το πρωί μια βόλτα στην επαρχιακή πόλη, υγρασία, εφημερίδες κρεμασμένες μπουγάτσες και τυρόπιτες στις βιτρίνες, δυο σκύλοι κοιτούν απ' έξω, στις πιάτσες ταξί βυσσινιά , κόσμος έξω από κάποιον που πουλά ξηρούς καρπούς , ψάρια αραδιάζουν στην αγορά, κόβουν σάπιες ρόγες από τσαμπιά, κοράκια πετούν ψηλά πάνω από λεύκες, ένα ζευγάρι δεκαοχτούρες τρομαγμένο πετάγεται μέσα απο κάτι θάμνους, αεράκι μαλακό, φθινόπωρο γλυκό, μνήμες καλοκαιριού που πέρασε, δυο εργάτες καρφώνουν πλακάκια στο πεζοδρόμιο μ' ένα καουτσουκένιο σφυρί, χρυσάνθεμα και κυδώνια και δέντρα φορτωμένα μ' έλιές σ' ένα πάρκο, γρασίδι νωτισμένο, σύννεφα κατεβαίνουν από τα βουνά τριγύρω.
 Σ' ένα σπίτι βοηθάω ένα κορίτσι να ξεπλύνει τη βαφή από τα μαλιά του, μυρουδιά ευκάλυπτου σα νάχεις καταπιεί ένα vix, μια μπανιέρα τεράστια θα μπορουσες να κοιμηθείς εκεί μέσα, ένας σταυρός από λευκόχρυσο στο λαιμό , σπίτι υπέροχο, κάτι ανάγλυφα φυλλλώμαστα και κλαδιά  στο τοίχο ασημένια, κουζίνα με πράσινα πλακάκια σε ηρεμεί, το κορίτσι μιλά στο facebook με τη κουμπάρα της στη Καρσλούη στη Γερμανία, με τον αδερφό της που είναι στα καράβια κάπου σ' ένα λιμάνι της Κίνας, η κουμπάρα θάρθει το Καλοκαίρι να βαφτίσουν το μωρό της, το κορίτσι τρελαίνεται γι αυτό, το μωρό λέει χαμογελά στον ύπνο του από τότε που γεννήθηκε.
Φεύγω κάποια στιγμή, τα κορίτσια με φιλούν σ' ένα πρακτορείο, επιγραφές για δέματα προς την Αχαϊα, την Επίδαυρο, τη Φλώρινα, το Ναύπλιο, κάποια στιγμή βγαίνουμε απ τη πόλη επιτέλους δίχως φανάρια, πιάτα φωτοβολταϊκών στα χωράφια, κοίτες ποταμών ξεραμένες, νταμάρια με βράχους τετράγωνους, ερείπια απο αποκοίες αρχαίες των Αθηναίων πλάι σε ποτάμια πλωτά, πούλμαν εκδρομικά, τρένα  σκουριασμένα εκσφενδονίζονται πάνω σε ράγιες παράληλα από μας, υδατοδεξαμενές και προειδοποιήσεις για ισχυρούς πλάγιους ανέμους που μπορούν να σε πάρουν και να σε σηκώσουν, βρισιές στα κράπεδα της Εγνατίας ''Μα όλες;'' εκδρομές με ομάδες έχουν αφήσει τα ίχνη τους, ο ''ΠΟΥΘΕΝΑΣ'' γράφει τα δικά του ΄Κι αν δε φαίνομαι υπάρχω΄΄.

Όπως βραδιάζει γυαλάκια πορτοκαλιά  καρφωμένα στο τσιμέντο από αριστερά κι άλλα κόκκινα απο δεξιά κολημένα στις μπάρες, τα χιλιόμετρα καταπίνονται κάτω από τα λάστιχα,φώτα από χωριά σχηματίζουν τόξα πάνω στους λόφους, πολιτείες απλώνουν τα δικά τους φώτα, δρόμοι χιαστοί και παράληλοι ανοίγονται μπροστά, θες να φύγεις πιο πέρα, σε μέρη άγνωστα μονάχος να γυρνάς,  στο αλλιώτικο, στο περίεργο, στο αλόκοτο, σ' ότι δεν έχεις ξαναδεί, στο πουθενά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...