Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

ΕΡΜΗΣ ΩΚΥΠΕΔΙΛΟΣ

Δεν περίμενε να γίνει έτσι, εκείνος  ήθελε μόνο  να ψάξει μέσα στο διαμέρισμα για τα λεφτά που λέγανε  ότι είχε ο γέρος.  Όλοι στην πολυκατοικία ήξεραν  ότι είχε κάπου κρυμμένα  πάνω από διακόσια  χιλιάρικα . Ο παππούς ήταν έμπορος  μεγάλος κάποτε κι είχε ένα κάρο ακίνητα σε όλη την πόλη   Δεν είχε σκοπό να τον πειράξει. Θα έπαιρνε μόνο  τα χρήματα  και θα έφευγε.  Όλοι γνώριζαν  ότι ζούσε μόνος  του. Ο γέρος δεν είχε παιδιά κι ήταν ο πιο στρυφνός άνθρωπος που υπήρχε, έτσι δεν είχε κανέναν δικό του να τον κοιτάξει κι η μόνη που έμπαινε στο σπίτι του ήταν μια ξένη γυναίκα , αντιπαθητική που δεν σου έλεγε ούτε καλημέρα ,  εκείνη θα τα έπαιρνε όλα σίγουρα. Με μια ταυτότητα άνοιξε την πόρτα που ήταν ξεκλείδωτη,  είχε ξαναμπεί στο διαμέρισμα και ήξερε περίπου τη διαρρύθμιση,  στο βάθος του σαλονιού υπήρχε ένα γραφείο όπου ο γέρος  κρατούσε όλα τα χαρτιά του, εκεί πέρα πήγε αμέσως  να ψάξει όμως καθώς σκάλιζε κάτι φακέλους  είδε το γέρο   να έρχεται από το βάθος του διαδρόμου κυλώντας  ένα καροτσάκι, ο γέρος  που δεν φορούσε τίποτα από τη μέση και πάνω,   μόλις τον αντίκρισε   άρχισε να τρέμει ψελλίζοντας κάτι λέξεις ακατανόητες ,   δεν  μπορούσε να καταλάβει τι προσπαθούσε να πει,  ύστερα σκίρτησε ολόκληρος  σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα,  κι έμεινε ακίνητος  εντελώς στο καροτσάκι του με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Αυτός φοβήθηκε,  ήθελε να φύγει αλλά  κρατήθηκε κι  άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια του γραφείου , σ’ ένα απ’ αυτά  βρήκε ένα χαρτονάκι τσακισμένο,  το άνοιξε και είδε ότι  περιείχε μια άσπρη κάρτα τράπεζας, πάνω στο χαρτονάκι ήταν ζωγραφισμένος ένα θεός αρχαίος με σανδάλια που είχαν φτερούγες, στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς έγραφε ‘’ΕΡΜΗΣ ΩΚΙΠΕΔΙΛΟΣ’’,  τι στο δαίμονα σημαίνει τούτο;»  ψιθύρισε. Τώρα  χρειαζόταν τον κωδικό, κοίταξε γύρω μήπως υπήρχε κάποιο χαρτάκι με νούμερα μα  δεν βρήκε τίποτα. Έπρεπε να φύγει επειγόντως από κει μέσα,  κρατώντας την κάρτα στράφηκε κατά την πόρτα για να βγει,   γυρίζοντας το βλέμμα είδε   το γέρο   που ξαφνικά  άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε με μια κακία απέραντη σαν να ήθελε να τον σκοτώσει με το βλέμμα του , ύστερα  έγειρε τον γερασμένο του λαιμό σαν να παρέλυσε .   Ήταν το πιο τρομακτικό πράγμα που του είχε συμβεί, ένιωσε τα γόνατα του να κόβονται, βιάστηκε να κλείσει την πόρτα και κατρακύλησε σαν τρελός τις σκάλες κρατώντας την κάρτα στη χούφτα του.

Όταν έμεινε μόνος στο μαγαζί του σκεφτόταν τι θα έκανε τώρα,  μπορούσε να ψωνίσει μερικά πράγματα  μέχρι να ακύρωναν την κάρτα όμως εκείνος ήθελε να δει πόσα λεφτά υπήρχαν στο λογαριασμό κι αν υπήρχε κάποιος τρόπος να τα βγάλει από κει μέσα.  Ένα εκατομμύριο σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του αλλά δεν είχε ιδέα για το πώς θα ξεκλείδωνε  την καταραμένη κάρτα. Αν ο λογαριασμός είχε μέσα τα λεφτά που λέγανε  θα μπορούσε να πληρώσει όλα τα χρέη του, να κανονίσει την  ασφάλεια  από το ψιλικατζίδικο του που ετοιμάζονταν να κλείσει. Μπορούσε να ταχτοποιήσει την εφορία του που δεν είχε πληρώσει εδώ και δέκα  χρόνια, να δώσει σε κάτι  γνωστούς  όσα χρωστούσε και ντρεπόταν να τους δει, να εξοφλήσει κάτι παλιούς προμηθευτές  και πάλι θα του περίσσευε ένα ποσό για ν’ αγοράσει κανένα  διαμερισματάκι δικό του . Ένα σωρό κινήσεις μπορούσε  να κάνει μ’  εκείνα τα λεφτά και να  απεγκλωβιστεί από τη διαβολεμένη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει  αυτά τα χρόνια, όλα αυτά όμως προϋπόθεταν κάποιον  τρόπο  για να μάθει τον κωδικό και δεν είχε σκοπό να ξαναμπεί σ’  εκείνο το διαβολεμένο διαμέρισμα όπου θα έβρισκε το μπελά του,  ούτε είχε πολύ χρόνο καθώς η άτιμη εκείνη η ξένη που μπαινόβγαινε στο σπίτι θα καταλάβαινε γρήγορα ότι κάτι είχε συμβεί.

Όλη τούτη η ένταση τον είχε καταβάλει,  τα βλέφαρα του έγειραν κι αποκοιμήθηκε εκεί  στην πολυθρόνα όπου καθόταν. Όταν ξύπνησε  του φάνηκε ότι μπήκε στο μαγαζί  ένας ηλικιωμένος μ’ ένα άσπρο κουστούμι γυαλιστερό , ήταν σίγουρος ότι τον είχε ξαναδεί κάπου κι  όταν πλησίασε κατάλαβε  ότι ήταν ο γέρος με τα λεφτά , «μπορείς να περπατήσεις;»  τον  ρώτησε  «σε συγχωρώ γι αυτό που έκανες « του είπε εκείνος  με μια φωνή παράξενη  και σκύβοντας στο αυτί του  ψιθύρισε τέσσερα νούμερα «3, 7, 1 7, αυτά είναι τα νούμερα όμως πρόσεχε,  θα πάρεις μόνο τα μισά χρήματα,  τα αλλά δεν θα τα πειράξεις» αυτό κράτησε μερικά δευτερόλεπτα, έπειτα η  γέρος   βγήκε στο δρόμο και χάθηκε. Ήθελε να σηκωθεί και να δει κατά που θα πήγαινε, να τον ρωτήσει πως κατέβηκε εκεί κάτω, να του ζητήσει συγνώμη  όμως ένιωθε καρφωμένος στην πολυθρόνα ενώ το σώμα του όλο είχε ιδρώσει.  Πήρε ένα μολύβι  να σημειώσει τα νούμερα όμως σκέφτηκε ότι ήταν εύκολο να τα θυμάται, ήταν τα τρία αγαπημένα του νούμερα, ειδικά το εφτάρι,  μια φορά είχε κερδίσει 5 χιλιάρικα  στο τζόκερ κι από τότε  τα έπαιζε συνέχεια ελπίζοντας να τα πετύχει πάλι.  Χωρίς να σκεφτεί πήγε αμέσως σ’ ένα αυτόματο  μηχάνημα και προς μεγάλη του έκπληξη τα νούμερα λειτουργούσαν !Τράβηξε το μεγαλύτερο ποσό που μπορούσε, 1000 ευρώ, και γύρισε  χαρούμενος στο σπίτι του, επιτέλους η τύχη φαινόταν για μια φορά στη ζωή του να  χαμογελά. Ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει τις οδηγίες του γέρου , δεν θα πείραζε παραπάνω χρήματα όμως με το όριο ανάληψης έπρεπε να περιμένει πολλές μέρες,  κι αν στο μεταξύ ακύρωναν την κάρτα τι μπορούσε να κάνει; Δεν έπρεπε να χάσει ούτε στιγμή  και μετά ας πήγαιναν να ψάξουν τι είχε συμβεί. Χρησιμοποιούσε κάθε φορά  διαφορετικά μηχανήματα για να μη δώσει στόχο και η κάρτα πάντα του έβγαζε λεφτά. Όλα φαίνονταν  να κυλούν ομαλά…

Οι μέρες περνούσαν κι η κάρτα δούλευε. Κανείς   δε φαίνονταν να παρεμβαίνει.  Είχε φτάσει κοντά στο ποσό που του είχε πει η γέρος  και δεν το πίστευε. Στο σπίτι του είχε μαζέψει ένα πακέτο με χαρτονομίσματα κολλαριστά κι έκανε όνειρα κάθε μέρα. Οι φίλοι και οι γνωστοί τον έβλεπαν ανεβασμένο  κι αναρωτιούνταν τι είχε συμβεί,  «Έ Κώστα  κέρδισες το λόττο;»  του φώναζαν. Είχε αλλάξει,  φορούσε  καινούρια ρούχα και παπούτσια,  κερνούσε δεξιά κι αριστερά όποιον έβρισκε, ποτέ στη ζωή του δεν είχε αισθανθεί τέτοια ευφορία.  Όταν έβγαλε τα μισά χρήματα  έλεγε μέσα του  ότι η τύχη του είχε φερθεί πολύ καλά, έπρεπε  να σωφρονιστεί,  να λογικευτεί  και να σταματήσει όμως η σκέψη ότι μπορούσε να βγάλει κι άλλα λεφτά δεν τον άφηνε.  Στο κάτω-  κάτω τι τα ήθελε ο γέρος,  κι αφού μέχρι τώρα δεν είχε μπλοκαριστεί ο λογαριασμός γιατί να μη συνεχίσει να τραβά; Από την άλλη όμως ήταν προληπτικός, δεν ήθελε να χαλάσει τη συμφωνία, κάτι τέτοιο θα έφερνε γρουσουζιά και κακοτυχία όμως ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος, το γύρισε πολύ μες το μυαλό του, βασανίστηκε πολλά βράδια  και τελικά αποφάσισε να συνεχίσει. Ξύπνησε ένα πρωινό του καλοκαιριού,  τότε που οι εργάτες πήγαιναν στη δουλειά  κι οι τηλεοράσεις από τα ανοιχτά  διαμερίσματα ακούγονταν να παίζουν μέσα στην ησυχία,  και πήγε με το αμάξι του σ’ ένα μηχάνημα,  κάπου  κοντά στην παραλία. Έβαλε την κάρτα και  πάτησε τα νούμερα όμως αυτή τη φορά η οθόνη  έδειξε ότι έκανε λάθος κι έπρεπε  να πληκτρολογήσει ξανά το σωστό αριθμό. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και δοκίμασε πάλι  τα νούμερα όπως τα θυμόταν : 3, 7, 1, 7 όμως ξανά το μηχάνημα του είπε ότι έκανε λάθος κι ότι είχε  μια ευκαιρία ακόμα,  πανικόβλητος τράβηξε την  κάρτα και την  έβαλε στην τσέπη του.

Είχε μια ευκαιρία ακόμα , μπορούσε να το αφήσει εκεί αλλά είχε πεισμώσει, έπρεπε  να δοκιμάσει, δε γίνονταν να το αφήσει έτσι,  τα δάχτυλα του έτρεμαν καθώς πληκτρολογούσε όμως το μηχάνημα του είπε  ξανά ότι έκανε λάθος και ξαφνικά, χωρίς να τον προειδοποιήσει, τράβηξε την κάρτα σα να την κατάπιε  ενώ η οθόνη άρχισε να αναβοσβήνει σα να τον κορόιδευε.  Αυτό  πήγαινε πάρα  πολύ για τα νεύρα του, η υπερένταση των ημερών τον είχε καταβάλει,  «άι στο διάβολο!»  φώναξε κι από τα νεύρα του τσάκισε την κάρτα και την έκανε δυο κομμάτια. «Εχω εκατό χιλιάρικα» σκέφτηκε, « ας το σταματήσω εδώ». Πήρε το αμάξι και βιάστηκε να φύγει από εκείνο το στοιχειωμένο  μέρος. Στο φανάρι όπου στέκονταν σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί, χρειαζόταν να ηρεμήσει λίγο, να δει τι θα έκανε με τα  χρήματα που είχε βγάλει, «πρέπει να πάω ένα ταξιδάκι» είπε στον εαυτό του,  «να χαλαρώσω λίγο, θα το κλείσω το μαγαζί καμιά βδομάδα». Στο αμάξι η ζέστη ήταν αφόρητη, άνοιξε το κλιματιστικό να δροσιστεί μια στάλα, ξεκούμπωνε το πουκάμισο του  όταν από το πουθενά εμφανίστηκε ένα τεράστιο  τζιπ που ερχόταν από το πλάι με φόρα σα να ήθελε να τον διαλύσει , πρόλαβε να  δει τον  οδηγό και τα μάτια του κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους, ήταν ο γέρος που τον κοιτούσε με το ίδιο κακό βλέμμα όπως τον είχε κοιτάξει στο διαμέρισμα του.  Το πελώριο τζιπ πέρασε πάνω από το αυτοκίνητο, οι  δυο  τεράστιες ρόδες  κύλησαν πάνω από τις δύστυχες λαμαρίνες μπροστά στο παρμπρίζ  . Ύστερα όλα σκοτείνιασαν. 

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

READY FOR LOVE

 Το πρωί ξυπνούσε κατά τις  τέσσερις, ποτέ δε χόρταινε τον ύπνο του,  μόνο εκεί  γύρω  στο  καλοκαίρι που έφευγαν οι φοιτητές και δεν είχε πολύ δουλειά,  κοιμόταν λίγο σαν άνθρωπος  και τότε μόνο έβλεπε   όνειρα,  ά αυτό ήταν το καλύτερο. Σηκώνονταν συνήθως  μες τ’ άγρια χαράματα,  έπινε τον  καφέ του κι έπειτα έπρεπε  να περπατήσει κάνα  δεκάλεπτο μες  το  σκοτάδι  ώσπου να βρει το αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στο ίδιο σημείο πάντα από τον συνεταίρο του. Πολλές  φορές τον πετύχαινε την ώρα που ερχόταν κι η μηχανή  δεν έσβηνε καθόλου,  αυτό μπορεί να πήγαινε και για μεγάλο διάστημα, δεκαπέντε μέρες ,  ένα μήνα,  πως άντεχε εκείνο το αμάξι  κανείς δεν ήξερε,  μονάχα μερικές φορές μπούκωνε  κι έπρεπε να τρέξουν  στο μηχανικό  να το επισκευάσει,  οι ώρες που περίμεναν στο συνεργείο  ήταν ώρες χασούρας αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε.

Μόλις έβγαινε στη γύρα συναντούσε τους νεαρούς που ερχόταν από τα μαγαζιά,  εκεί στο κέντρο, γύρω στις  πέντε  ερχόταν  οι φοιτητές  να πάρουν  κούρσα,  συνήθως ήταν παρέες δύο,  τριών,  ή και τεσσάρων ατόμων για να μοιράζονται το κόστος,  μέχρι τις πέντε ίσχυε το νυχτερινό κόμιστρο και το ήξεραν οι μάγκες.  Τα κορίτσια ήταν πιο  βολικά,  καθόταν ήσυχα στο πίσω κάθισμα και μερικές φορές αποκοιμιόνταν  αφού του έλεγαν που να τα πάει,  μια φορά είχε πάρει από νωρίς μια κοπελίτσα ξανθιά, όμορφη,   που του είπε,  «κύριε τώρα θ’  αλλάξω ρούχα  μη κοιτάτε παρακαλώ»- «εντάξει κορίτσι μου» , είπε αλλά δεν μπόρεσε να αντέξει, έριξε μια ματιά στον καθρέφτη, είδε τη γυμνή,  άσπρη μέση της που ήταν τυλιγμένη από  μια αλυσιδίτσα γυαλιστερή, πρώτη φορά έβλεπε  τέτοιο πράγμα,   ποιος ξέρει πως είχε φύγει από το σπίτι και τι φοβόταν, θα ήταν Σαλονικιά σίγουρα και θα έμενε  με τους γονείς,  της είχε δώσει το τηλέφωνο του και τον καλούσε τακτικά. Με τα κορίτσια  δεν είχε θέμα, εκείνους που φοβόταν  ήταν κάτι μεσήλικες  που είχαν πιει και  γίνονταν  επιθετικοί με το παραμικρό,  ενώ αν τύχαινε κανένας μελαμψός ή γύφτος δε  σταματούσε ποτέ, κι όταν του έλεγαν ότι πάνε  Δενδροπόταμο αρνούνταν φυσικά,  υπήρχαν  μερικά σημεία της πόλης που κανένα ταξί δεν πήγαινε, κάπου  ψηλά,  πάνω από τον Εύοσμο όπου βρισκόταν  ένας  καταυλισμός τσιγγάνων,  κι ένας άλλο σημείο  κάπου στην Ιωνία,  αυτά ήταν μέρη  απαγορευμένα.

Στις πιάτσες όπου περίμενε μαζί   με τους άλλους οδηγούς,  έπιανε κουβέντα,  οι πιο πολλοί  εκεί πέρα είχαν προλάβει τις παλιές δόξες της νυχτερινής ζωής,  τα δρομολόγια μέχρι τα μαγαζιά του αεροδρομίου, τα χοντρά   πουρμπουάρ που έδιναν  εκείνες τις περιόδους, τώρα όλοι γκρίνιαζαν καθώς έβλεπαν γύρω την πόλη ν’  αλλάζει και να συρρικνώνεται κάθε μέρα. Αφού χαιρετούσε τα φιλαράκια του,  αγόραζε  καμιά τυρόπιτα να σκοτώσει την πείνα του και  περπατούσε  λίγο να ξεπιαστεί. Ενώ οι άλλοι ταξιτζήδες ε υπέφεραν από καρδιά, ζάχαρο, χολή, αυτός δεν είχε κανένα θέμα επειδή του άρεσε η γυμναστική,  είχε έναν  διάδρομο στο σπίτι του κι έτρεχε όποτε έβρισκε ευκαιρία ενώ τρεις την ώρα έπρεπε να βγάζει βόλτα τον καταραμένο σκύλο που είχε η γυναίκα του,  όμως αυτό ήταν μια καλή άσκηση γιατί ο σκύλος έτρεχε σαν παλαβός κι έπρεπε  να τον ακολουθεί,  στο σπίτι είχε κάτι βαράκια κι έκανε πάντα ένα σετ ασκήσεων προτού κοιμηθεί, έτσι διατηρούσε τη φόρμα του. Τα πόδια του ήταν χοντρά,  γεμάτα τρίχες,  και το σώμα του γεροδεμένο, του άρεσε η πάλη και η πυγμαχία,  πολλές φορές πιάνονταν με τους άλλους ταξιτζήδες έτσι για πλάκα εκεί στην πιάτσα  να ξεμουδιάσουν,  πιο πολύ αρπάζονταν μ’ έναν πόντιο που είχε έρθει από τη Ρωσία και ήξερε να παλεύει,  «είσαι πολύ γερός !» του έλεγε πάντα  ο Πόντιος , και όντως ήταν, μικρός ήθελε να γίνει παλαιστής όπως ο θείος του  που ήταν πρωταθλητής και ήξερε όλα τα κόλπα,  ο θείος του αυτός τον έβαζε να στέκεται σωστά με το ένα πόδι μπροστά ,  «όταν παλεύεις στο δρόμο όλο το θέμα είναι  να μη σε ρίξουν κάτω,  ν’  αντέξεις τα πρώτα  χτυπήματα»  του έλεγε,  «άσε τον άλλον να κουραστεί,  και μετά χτύπα τον στο συκώτι,  εδώ χαμηλά»,  και του έδειχνε το σημείο,  «εκεί μπορείς να του κόψεις την αναπνοή και να τον ζαλίσεις».

«Κύριε  Κώστα μπορείτε να έρθετε κατά τις 11»,  ήταν το κορίτσι εκείνο που τον καλούσε,  «εντάξει κοπέλα μου»  της είπε. Ήταν  Σαββάτο βράδυ κι  αισθάνονταν κάπως περίεργα, το Σάββατο έβγαζε τα σπασμένα όλης της εβδομάδας όμως εκείνη τη μέρα ήταν κάπως  βαρύς, είχε μάθει ότι ο αδερφός του δε ζούσε πια μετά από μια εγχείριση ρουτίνας . Δε μιλούσαν για πολύ καιρό επειδή  είχαν σκοτωθεί   για τα κληρονομικά όμως τον αγαπούσε πολύ και του στοίχισε, ένιωθε σαν να είχε πεθάνει ένα κομμάτι από το σώμα του.  Άνοιξε το ραδιόφωνο ν’ ακούσει κανένα τραγούδι και σκεφτόταν πως πέρασαν τα χρόνια έτσι γρήγορα χωρίς να το καταλάβει, θυμήθηκε τον αδερφό του που γελούσε τότε που βρέθηκαν σ’ ένα γάμο και τώρα δεν υπήρχε πια,  κι αυτός με τη ζωή που έκανε πόσο ακόμα θ’  άντεχε σε τούτη τη δουλειά καθώς  όλα έφευγαν μπροστά στα μάτια του σαν όνειρο. Από το ραδιόφωνο ακούστηκε ένα τραγούδι, «απονιά μου δείχνεις,  και φαρμάκι ρίχνεις, στην καρδιά μου που δε σε μισεί…»  ξαφνικά ένιωσε μια μελαγχολία τόσο μεγάλη σα να βυθίζονταν σε μια τρύπα γεμάτη νερό και δεν μπορούσε να βγει με τίποτα από κει μέσα,  γύρισε γρήγορα τους σταθμούς  κι έβαλε αθλητικά,  κάτι ουδέτερο που δεν θα του βάρυνε την ψυχή.

Το κορίτσι συνήθως τον περίμενε σε μια διασταύρωση, όταν πήγε να το πάρει κάτι δεν του άρεσε,  δίπλα της στέκονταν κρατώντας το χέρι της ένας ψηλός τύπος με μαλλιά που θύμιζαν θάμνο, τον ήξερε εκείνον τον τύπο, κάποτε τον είχε πάρει από την Καμάρα για να τον πάει μέχρι το πανεπιστήμιο,  δεν μπορούσε να το πιστέψει,  «Γιατί  παίρνεις ταξί ενώ μπορείς να πας με τα πόδια»  τον είχε ρωτήσει , «τι σε νοιάζει ρε φίλε αφού σε πληρώνω» του  είχε απαντήσει με αναίδεια  ο τύπος με την αφάνα. Κι άλλες φορές είχε πάρει ταξί από κείνη την πιάτσα ο νεαρός όλοι τον ήξεραν  κι έλεγαν ότι δεν ήταν  με τα καλά του, «τι γυρεύει εδώ πέρα αυτός;» σκέφτηκε μέσα του. Μόλις τον είδε το κορίτσι άρχισε να φωνάζει,  έμοιαζε φοβισμένο, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε,  τραβώντας το χέρι της ξέφυγε από το  νεαρό   κι άρχισε να τρέχει κατά το ταξί όμως από κάπου εμφανίστηκε ένας άλλος τύπος που δεν μιλούσε ελληνικά  την άρπαξε από τον ώμο  κι άρχισε να την τραβά,  χωρίς  να το σκεφτεί βγήκε από το ταξί και τους φώναξε  «έ αφήστε την ήσυχη !»,  ο νεαρός με την αφάνα  του φώναξε  «φύγε γέρο δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα!» Αυτή η φράση  σα να τον αγρίεψε και  πλησίασε περισσότερο «αφήστε ήσυχη την κοπέλα»   είπε δυνατά  όμως ο ξένος  που  κρατούσε το κορίτσι του έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο, ένιωσε τη μύτη του να πονά όμως  αυτό τον έκανε να θυμώσει ακόμα περισσότερο  και χωρίς να το καταλάβει   βρέθηκε στον ξένο που φαινόταν  ότι ήξερε να παλεύει.  Τον έβλεπε εκεί πέρα να  κοκκινίζει και να τον κλωτσά στα πόδια  προσπαθώντας να τον ρίξει κάτω,  ένα χτύπημα τον είχε βρει στο καλάμι και τον τράνταξε αλλά  συνέχισε να στέκεται σταθερά φυλάγοντας το πρόσωπο και την κοιλιά του,  ο άλλος  δεν περίμενε ότι ο ταξιτζής θα άντεχε,  φαινόταν κάπως χαμένος κι ανάσαινε βαριά,   τον άφησε εκεί πέρα να λαχανιάζει και μετά τον πλησίασε προσεκτικά,  προσποιήθηκε ότι θα τον χτυπήσει στο πρόσωπο με το αριστερό και ξαφνικά τον χτύπησε   στο συκώτι με το δεξί βάζοντας όλη του τη δύναμη,  ο ξένος   διπλώθηκε βγάζοντας έναν στεναγμό πόνου κι όπως ήταν σκυμμένος του έδωσε μια κλωτσιά στα μούτρα και τον πέταξε στην άκρη του δρόμου. Γύρισε να δει που βρισκόταν η κοπέλα και την είδε να τον κοιτά απορημένη ενώ ο τύπος με την αφάνα είχε εξαφανιστεί, «να σε πάω στο σπίτι;»  ναι αν θέλετε σας ευχαριστώ είπε  το κορίτσι,  «πρόσεχε  κοπέλα μου με ποιους βγαίνεις»  -«έχετε δίκιο κύριε»  είπε εκείνο καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα της πολυκατοικίας του.

Κοίταξε το ρολόι του,  είχε πάει δώδεκα, είχε χάσει πάνω από μια ώρα δουλειάς, έπρεπε να γυρίσει πίσω γρήγορα καθώς στο κέντρο θα γινόταν χαμός,  ήδη από τον ασύρματο τον καλούσαν  σ’ ένα σωρό σημεία να πάρει κόσμο,  η νύχτα έμοιαζε να ζωντανεύει. Σταμάτησε σ’ ένα  περίπτερο να πάρει ένα μπουκαλάκι νερό κι ένιωσε τα μπράτσα του να κρυώνουν από κάπου είχε βγει κρύο.  Πήγε στο αμάξι και πήρε μια φόρμα που είχε καθώς κοιτούσε   γύρω  τα κορίτσια που περνούσαν  φορώντας  κάτι παντελόνια τζιν εφαρμοστά με ρίγες χοντρές,  «θα είναι   της μόδας»  σκεφτόταν.  Τα κορίτσι αυτή την εποχή έμοιαζαν να αναζωογονούνται, χαμογελούσαν όλη την ώρα,  μιλούσαν δυνατά,  περπατούσαν στον αέρα σα να χόρευαν.  Οδηγούσε παρατηρώντας  από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου δυο φοιτήτριες να στερεώνουν σκουλαρίκια στ’  αυτιά τους και να δένουν τα ρολογάκια στον λεπτό  καρπό τους,  στα στενά της πόλης οι φλαμουριές είχαν πάρει ν’ ανθίζουν,  οι δρόμοι  μοσχοβολούσαν,  το ραδιόφωνο έπαιζε κάτι  τραγούδια ξένα,  ‘’I am ready for love’’, «μπορείτε να δυναμώσετε λίγο τη μουσική»  του είπε μια φωνή από το πίσω κάθισμα.

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

« Εκείνες  τις μεγάλες πλάκες δεν πρέπει να τις σηκώνεις ποτέ, από κάτω τους  υπάρχουν δαιμόνια που αν βγουν στο φως μπορεί να σκορπίσουν παντού κι άντε να τα μαζέψεις έπειτα», τέτοιες ιστορίες άκουγε όταν ήταν παιδί. Άλλες φορές πάλι οι μεγάλοι έλεγαν  για κάποιον που ξεκίνησε να πάει στο χωράφι πολύ πρωί, μέσα στη νύχτα,  κι όταν πέρασε από τα μαντριά όπου υπήρχαν κοπάδια, οι σκύλοι όρμησαν στο κάρο, το άλογο που το έσερνε τρόμαξε κι άρχισε να τρέχει σαν παλαβό ρίχνοντας κάτω τον άνθρωπο  που σκοτώθηκε.  Μαζεύονταν τότε σε μια καφετέρια κι έβλεπαν βιντεοταινίες, ένας τύπος μελαχρινός με μια τούφα άσπρα μαλλιά στα δεξιά του κεφαλιού του,  καθόταν στο μπαρ εκεί πέρα. Όλοι τον ήξεραν επειδή είχε βενζινάδικο,  έπινε  από ένα ποτήρι ψηλό, κι έλεγε όλη την ώρα  τέτοιες ιστορίες,  μιλούσε για μια παρέα που πήγε με το τρακτέρ  να μαζέψει τσάι του βουνού που φύτρωνε σε μεγάλο υψόμετρο κι εκεί, σε μια στροφή του δρόμου, το τρακτέρ τους γλίστρησε κι έπεσε σ’ έναν  γκρεμό. Τα τρακτέρ εκείνη την εποχή δεν είχαν κουβούκλιο κι οι δυο που επέβαιναν πήδηξαν από την αντίθετη μεριά όμως ο τρίτος που οδηγούσε, έκανε το λάθος μέσα στη σαστιμάρα του κι έπεσε από τη μεριά του γκρεμού για να σκοτωθεί τελικά. Αυτή ήταν μια ιστορία  που τη συζητούσαν όλοι στο χωριό και την είχε ακούσει στην καφετέρια από τον τύπο με την άσπρη τούφα,  πολλές φορές…

Το Πάσχα που επέστρεφε  στο χωριό  θυμόταν κάθε φορά τις παλιές ιστορίες καθώς  προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε αλλάξει γύρω. Το βουνό  έστεκε πάντα αγέρωχο  ατενίζοντας τον κάμπο, όμως πολλά  δεν ήταν όπως τα θυμόταν.  Ψάχνοντας να  βρει  το παλιό λιθόστρωτο παιδεύτηκε πολύ, εκεί πέρα υπήρχαν οι πλάκες που έλεγαν ότι δεν έπρεπε  να τις σηκώνεις για να μην απελευθερώσεις τους  δαίμονες. Αναζητώντας  τα παλιά σημάδια  κατάλαβε ότι κάποιος  ηλίθιος  είχε φτιάξει ένα εργοστάσιο και τα είχε   σκεπάσει όλα, έβαλε φράχτες παντού, δεν άφησε   τίποτα και κανείς  δε σκέφτηκε να του πει «έ τι κανείς εδώ πέρα !» Κι έπειτα το παλιό γεφύρι, το πέτρινο, στη στροφή καθώς έμπαινες στον παλιό οικισμό,  κι εκείνο το είχαν τσιμεντάρει και πάει.  Το παλιό σιντριβάνι απ’ όπου έπιναν  τα ζώα  είχε εξαφανιστεί,   είχαν χτίσει κάτι αποθήκες  τεράστιες  δίπλα του που το έκρυβαν εντελώς.  Στον κάμπο κάτω, τα μαντριά όπου ο σκύλοι είχαν γκρεμίσει το κάρο κι είχαν σκοτώσει τον επιβάτη του, όλα  είχαν εγκαταλειφθεί, οι  ποτίστρες απ’  όπου έπιναν  κάποτε τα ζώα έμοιαζαν διαλυμένες,  το νερό τους έτρεχε όπου να ναι.  Ευτυχώς το τοπίο είχε μείνει ίδιο, το όρος εκεί ψηλά όπου σκοτώθηκε ο άνθρωπος που είχε πάει   να μαζέψει  τσάι άγριο, τον σιδερίτη όπως το λέγανε τώρα, φάνταζε αγέρωχο όπως παλιά αν και δεν του φαινόταν πια τόσο τεράστιο. Κάπου  εκεί στις τρεις κορφές που δέσποζαν πρέπει να βρίσκονταν το σημείο όπου είχε πέσει το τρακτέρ στο γκρεμό, λογικά θα έπρεπε  να υπήρχε ακόμα εκεί πάνω. Περπατώντας στα παλιά μονοπάτια  βρήκε έναν βράχο μεγάλο γύρω από τον οποίο  έπαιζαν κάποτε,  αλλιώς τον θυμόταν,  σα να ήταν στραμμένος σε άλλη κατεύθυνση όμως ήταν εκεί και κανείς δεν τον πρόσεχε αλλά γι αυτόν ήταν κάτι συγκινητικό να τον ανακαλύπτει ξανά.

Εκτός από το τοπίο κι οι άνθρωποι εκεί πέρα είχαν αλλάξει, βγαίνοντας καμιά βόλτα συναντούσε εκείνους  που  γυρνούσαν από τη Γερμανία, είχαν ξενιτευτεί πριν από δεκαετίες   κι είχαν φτύσει αίμα,  ένας από αυτούς  του είπε  «την επόμενη μέρα που θα βγω   στη σύνταξη γυρνώ εδώ, έχω κλείσει ήδη εισιτήριο !» Άλλοι πάλι είχαν φτιάξει ήδη τα σπίτια τους τα πατρικά, τα είχαν κάνει καινούρια, ήθελε να τους ρωτήσει «έ παιδιά  που πήγατε, πως πήγατε, πως τα περάσατε όλα αυτά τα  χρόνια, πως ήταν οι άνθρωποι εκεί πάνω;» όλοι όμως ήταν κουμπωμένοι. Συχνά έβλεπε τις αναρτήσεις τους στο ιντερνέτ,  όλοι φαίνονταν  να είχαν μείνει στην εποχή που έφυγαν, που να αφομοιώσουν τη νοοτροπία των σκοτεινών βόρειο ευρωπαίων, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε  να πάνε τόσο μακριά ψάχνοντας την τύχη τους.

Όσοι είχαν μείνει πίσω  είχαν  κλειστεί στο καβούκι τους καθώς ήταν πλέον αυτάρκεις,  είχαν φαγητό από το σούπερ μάρκετ όποτε ήθελαν,  είχαν αυτοκίνητα  για να ταξιδεύουν όλη την ώρα, τηλεοράσεις και διαδίκτυο για τη διασκέδαση τους, τηλέφωνα για να  επικοινωνούν  οπότε ο γείτονας  δεν τους ήταν  απαραίτητος,  αυτό όμως διέλυε τον ιστό κι εκείνης της κοινότητας. Όλοι έμοιαζαν απόμακροι κι αν τους συναντούσες στο δρόμο μπορεί και να μη σου έλεγαν καλημέρα. Όλοι φαίνονταν  αλλιώτικοι  εκτός από το παιδί που είχε το βενζινάδικο, ήταν ο γιος του τύπου με την άσπρη τούφα που κάποτε διηγούνταν  ιστορίες στην καφετέρια. Μια φορά που δεν μπορούσε να βάλει μπρος στο χορτοκοπτικό  τον είχε βοηθήσει  δοκιμάζοντας το πενήντα φορές, προσπαθούσε επίμονα ώρα πολύ γυρίζοντας έναν διακόπτη και δοκιμάζοντας το γκάζι,  τα χέρια του είχαν γδαρθεί τραβώντας το σκοινί εκκίνησης  με όλη του τη δύναμη και τελικά το ξεμπούκωσε όπως είπε και το μοτέρ   δούλευε μια χαρά,  δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι κάποιος εκεί πέρα θα τον βοηθούσε τόσο πολύ. Κι όταν είχε τελειώσει η μεσινέζα, η σκληρή κλωστή που κόβει το γρασίδι, του έδωσε το δικό το,  ένα πολύ δυνατό μηχάνημα, « πάρτο  αλλά σε παρακαλώ πρόσεχε  μην το χαλάσεις σε καμιά πέτρα !» -  « εννοείται ρε φίλε!»   του είπε  αυτός. Τελείωσε  τη δουλειά του χρησιμοποιώντας το καταπληκτικό χορτοκοπτικό  του βενζινά,  και πήγε  να του δώσει χρήματα  όμως ο άλλος ήταν ανένδοτος, δεν ήθελε τίποτα, δεν το συζητούσε, «  Άμα κάνεις το καλό θα το βρεις με κάποιο τρόπο»  του είπε,  δεν το πίστευε ότι  άκουγε τέτοια κουβέντα σ’  εκείνο το μέρος, δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει.  «Ερχόσουν στην καφετέρια του Ψ έτσι δεν είναι;»  άκουσε μια φωνή καθώς έφευγε. Γύρισε και είδε τον τύπο που έλεγε ιστορίες παλιές,  τότε που πήγαιναν να δουν βιντεοταινίες. Τα μαλλιά του είχαν γίνει πια όλα άσπρα,  δεν ξεχώριζε η χαρακτηριστική τούφα όμως κατά τα άλλα δεν είχε αλλάξει πολύ. «Ναι σε θυμάμαι, καθόσουν πάντα στον πάγκο κι έπινες ουίσκι από ένα ψηλό ποτήρι» του είπε αυτός κι ο άλλος γέλασε. «Άμα θες έλα το βράδυ στο Ρέμα, στην  ταβέρνα όπου μαζευόμαστε και τα  λέμε, θα είναι κι άλλοι που τους ξέρεις σίγουρα» - «εντάξει» είπε αυτός.  

Ήταν περίεργος να μάθει τι είχαν κάνει οι φίλοι του από το σχολείο όλα αυτά τα χρόνια, όμως ήξερε ότι  αυτές οι συναντήσεις είναι πάντα περίεργες, υπάρχει αμηχανία επειδή είναι σαν απολογισμός ζωής,  καθένας πρέπει να δείξει αν πέτυχε ή αν απέτυχε κι αυτό  είναι οδυνηρό πολλές φορές. Στην ταβέρνα που ήταν πολύ ωραία, υπήρχαν αρκετοί  γνωστοί από το παρελθόν που δυσκολεύτηκε να τους γνωρίσει. Άλλος είχε χάσει μαλλιά, άλλος είχε βάλει κιλά, οι γυναίκες  είχαν μεταμορφωθεί περισσότερο,  μερικές έστεκαν καλά αλλά και πάλι υπήρχε μια ατμόσφαιρα φθοράς πάνω τους. Είπε μερικές κουβέντες  με όσους τον πλησίασαν,  μερικοί δεν ήρθαν καθόλου κοντά του, «καλύτερα» σκέφτηκε μέσα του και  κάθισε με τον πατέρα του βενζινά που πρέπει να πλησίαζε τα ογδόντα αλλά φαίνονταν σε πολύ καλή κατάσταση. «Πως έγινε έτσι ο Παλιόδρομος;» τον ρώτησε,  έτσι έλεγαν το παλιό  λιθόστρωτο που πρέπει να είχε φτιαχτεί πριν από εκατό ή και περισσότερα χρόνια.  «Άσε, μη τα συζητάς» του είπε ο βενζινάς, « έκανα φασαρία όταν τον χάλασαν,  κόντεψα να πιαστώ στα χέρια με το δήμαρχο,  ευτυχώς άφησαν ένα κομμάτι απείραχτο, άμα θέλεις μπορούμε να πάμε να το δούμε…»

 «Όταν ήμουν μικρός…»  συνέχισε θυμίζοντας τον άνθρωπο που έπινε ουίσκι στην καφετέρια λέγοντας ιστορίες όπως τότε,  «…περνούσαμε από  κει με τα μουλάρια μας. Πηγαίναμε  στον κάμπο να μαζέψουμε καπνό, πάντα μου άρεσε να χαζεύω όπως καβάλαγα,  το μέρος γύρω,  ιδίως μια στροφή του Παλιόδρομου, κοντά σε μια σπηλιά  όπου φώλιαζαν αλεπούδες, ασβοί κι άλλα ζώα που δεν τα βλέπαμε ποτέ,  μόνο  τα χώματα έξω από τις τρύπες που έσκαβαν φαίνονταν. Tο μέρος λεγόταν Πηγές της Αβύσσου επειδή εκεί  έτρεχε κάποτε νερό που στέρεψε μετά  από έναν σεισμό πολύ δυνατό.  Εκεί ακριβώς, στη στροφή, υπήρχαν οι πλάκες που έλεγαν ότι δεν έπρεπε να τις σηκώσεις» -- «θυμάμαι που το έλεγες »  του είπε αυτός. «Μια από κείνες τις πλάκες  είχαμε δοκιμάσει να τις σηκώσουμε κάποτε,  ήμασταν εγώ κι ο Ψ, εκείνος που είχε την καφετέρια, τον θυμάσαι;» «ναι βέβαια» είπε αυτός. «Μια νύχτα που λες πήγαμε να σηκώσουμε την   πλάκα, είμασταν  γεροί τότε,  δεν ήταν πολύ βαριά, είχε φεγγάρι και μπορούσες να δεις όμως από  κάτω δε φαίνονταν τίποτα.  Στην αρχή δεν έγινε  τίποτα  κι αρχίσαμε να γελάμε, «μα τι χαζομάρες μας έλεγαν οι παππούδες»,  όμως ύστερα  ακούστηκε ένας  θόρυβος σαν  να φυσούσε από κάπου,  σαν να έβγαινε αέρας με ορμή, ξαφνικά η σπηλιά  σαν να  ζωντάνεψε και τα κλαδιά των δέντρων που φύτρωναν στην είσοδο της   άρχισαν να κουνιούνται, στις τρύπες των αλεπούδων τα χώματα στριφογύριζαν σαν ανεμοστρόβιλοι,  είδαμε τουλάχιστον τρία ζώα μικρά  να βγαίνουν από τις φωλιές τους και να χάνονται  μέσα στα πουρνάρια σα να τα κυνηγούσε κάτι. «Τι στο διάβολο γίνεται;» λέγαμε μεταξύ μας. Πάμε να φύγουμε!  Φώναξα εγώ και τότε, το λέω κι ανατριχιάζω,  ακούστηκαν τα πέταλα αλόγου που έτρεχε  πάνω στις πλάκες αλλά γύρω δεν φαίνονταν τίποτα, ήταν το πιο τρομαχτικό πράγμα που έχω νιώσει στη ζωή μου.»

 

 

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

ΩΣ ΚΟΙΝΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΝ

Κοίταξε τον κάμπο απέναντι που είχε γεμίσει από σκηνές  και άλογα, ένα λεφούσι πελώριο απλώνονταν   μέχρι εκεί που έβλεπε  το μάτι σου. Έξω από τα τείχη  οι πολιορκητές  τραγουδούσαν σαν να ήταν σίγουροι ότι η πόλη θα έπεφτε στα χέρια τους γρήγορα, ήχοι από όργανα,  κρότοι κι αλαλαγμοί που έφταναν ως τον ουρανό. Ο Καστροφύλακας περνούσε όλη την ώρα   να επιθεωρήσει τις σκοπιές και τους στρατιώτες  που αναστήλωναν τα τείχη,  στις  πολεμίστρες και στους προμαχώνες  οι τοξότες και  οι πετροβολιστές   ξαγρυπνούσαν γεμάτοι αγωνία, πελεκυφόροι ακόνιζαν τις λεπίδες από τα τσεκούρια τους κι άλλοι διόρθωναν τις χάλκινες πανοπλίες τους. Κατά το ξημέρωμα συνάντησε τον   καρδινάλιο  που είχε στείλει ο πάπας  κι ετοιμάζονταν να φύγει πριν ξεκινήσει το γιουρούσι. Ο Λατίνος ιερέας ήθελε να βοηθήσει όπως μπορούσε και να πείσει τον πάπα να στείλει στρατό σε μια στιγμή τόσο δύσκολη όμως  ο κόσμος δεν πίστευε στην ένωση. Οι οιωνοί δεν προμήνυαν τίποτα καλό , ένα βράδυ έπεσε από τη θέση της η εικόνα του Χριστού στη μητρόπολη, ύστερα  έγινε έκλειψη σελήνης που την ακολούθησαν  χείμαρροι βροχής και χαλαζιού,  ομίχλη σκέπασε την πόλη και κάποιοι είδαν μια λάμψη  που βγήκε από τα  θεμέλια του καθεδρικού ναού,  ανέβηκε στον  τρούλο και χάθηκε  μέσα στα σύννεφα. Μέσα σε τούτη την ατμόσφαιρα κανείς δε σκεφτόταν λογικά , κανείς  δεν πλησίαζε  τη μονή του Παντοκράτορα  όπου είχε γίνει η από κοινού λειτουργία με τους Λατίνους,   τα καντήλια έστεκαν άδεια  από λάδι,  τα μανουάλια σκοτεινά,  πίστευαν ότι  το μέρος  είχε γίνει καταφύγιο δαιμόνων.  Όλοι εκείνοι οι καλόγεροι κι οι ιερείς είχαν διασπείρει το φόβο και την αμφιβολία στον κόσμο την πιο κρίσιμη στιγμή που απαιτούνταν πίστη και ομόνοια.

Ο μεγαλύτερος υπεύθυνος  το κλίμα που είχε διαμορφωθεί  ήταν  ο δεσπότης που είχε  ταξιδέψει  μαζί τους μέχρι τη σύνοδο στη  χώρα των Φράγκων, όταν είχαν πάει να μιλήσουν με τους δυτικούς αντιπροσώπους . Ο δεσπότης   δεν άνοιξε το στόμα του ούτε μια φορά,  καθόταν μονάχα και παρακολουθούσε  τις διαπραγματεύσεις ,  όλοι πίστευαν  ότι συμφωνούσε ,  δεν είχε εκφράσει ούτε μια αντίρρηση στην ένωση και μόλις γύρισε σαν  να σεληνιάστηκε.  Άρχισε να κατηγορεί τους Λατίνους,  να τους αναθεματίζει, την ώρα που το πλήθος έλεγε «καλύτερα να πάμε με τους καθολικούς   που αναγνωρίζουν το Χριστό και  τη  Θεοτόκο παρά να ξεπέσουμε στα  χέρια των ασεβών»,  τη στιγμή που έδειχνε ότι υπήρχε μια σανίδα σωτηρίας,  εκείνος  είχε γυρίσει την πλάστιγγα στρέφοντας τον κόσμο υπέρ των τούρκων σα να ήθελε να βγάλει τα μάτια του. Ο βασιλιάς οργίστηκε τόσο  πολύ  μαζί του που τον  καθαίρεσε  την ίδια στιγμή όμως εκείνος συνέχισε απτόητος,  έγραψε σε κάτι περγαμηνές  τις αλάνθαστες θέσεις  του και τις τοιχοκόλλησε στην πόρτα του μοναστηριού όπου βρήκε καταφύγιο.  Όλοι περνούσαν να διαβάσουν τα σοφά υποτίθεται λόγια του, κι έφευγαν μουρμουρίζοντας κατάρες για τους δυτικούς, πίστευαν  ότι αυτοί ήταν οι μόνο  καθαροί επειδή δεν έτρωγαν τον άζυμο άρτο, φώναζαν ότι   το μυστήριο της θειας  κοινωνίας των Λατίνων   δεν ήταν κανονικό επειδή το νερό που χρησιμοποιούσαν δεν ήταν ζέον κι ένα σωρό τέτοιες αηδίες.  Ο  βασιλιάς  ήταν έξαλλος με τον επίσκοπο, ήθελε να τον αποκεφαλίσει,  να τον κάψει, να τον  ρίξει  στον ασβέστη όμως φοβόταν την οργή  του  όχλου που είχε αποκτηνωθεί εντελώς και δε σκεφτόταν λογικά.

Όταν είχε δει που πήγαινε το πράγμα πρότεινε του αυτοκράτορα να δραπετεύσουν ,  ακόμα κι εκείνη τη στιγμή   μπορούσαν να αποδράσουν με όλους τους μαχητές για να συνεχίσουν τον πόλεμο με άλλο τρόπο,  έτσι κι οι άμαχοι   θα γλύτωναν  τη σφαγή.  Όμως ο βασιλιάς ήταν αποφασισμένος να πεθάνει συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων,  «δεν μπορώ!» του είχε πει μια μέρα, «Έχω στις πλάτες μου  όλο το βάρος της ιστορίας κι όλων αυτών που είχαν  τούτο το θρόνο.  Έχω το  βάρος της θρησκείας και του λαού  που κάποτε ήταν κραταιός και τώρα βυθίστηκε στα  τάρταρα από το γύρισμα του τροχού της μοίρας . Ο θεός δε  ρίχνει πια το βλέμμα του πάνω μας και πρέπει να πληρώσουμε  για όλες τις αμαρτίες των προγόνων μας». Τα λόγια του αυτοκράτορα ήταν συγκινητικά όμως δεν τον έπεισαν,  μέσα του ούτε κι εκείνος πίστευε  στην ένωση,  το είχε νιώσει  όποτε συζητούσαν κι επιπλέον είχε  κάνει ένα σωρό λάθη.  Είχε εμπιστευτεί λάθος ανθρώπους ,  ειδικά τον  μεγάλο δούκα,  τον πρωθυπουργό της συγκλήτου που ήταν  ο  χειρότερος υπονομευτής του, αυτός κινούσε υπόγεια όλα τα νήματα προκαλώντας αναταραχή στο λαό και στο στράτευμα . Το πιο μεγάλο του λάθος όμως ήταν ότι  δεν είχε τολμήσει να χτυπήσει τον αντίπαλο  την ώρα που συγκέντρωνε τα στρατεύματα του και δεν ήταν τόσο δυνατός.  Εκείνη ήταν η κρίσιμη στιγμή κι ο βασιλιάς  δεν μπόρεσε να διακρίνει την ευκαιρία,  του το είχε πει άπειρες φορές καθώς έβλεπε την τύχη  να περνά από  πάνω τους και να χάνεται . Όμως ο βασιλιάς βυθίστηκε μέσα στις σκοτεινές του σκέψεις, καθόταν με τις ώρες και διάβαζε προφητείες για  καταστροφές που είχαν  γίνει χιλιάδες χρόνια πριν, από τον βασιλιά  Ναβουχοδονόσωρα  όταν κατέλαβε την Ιερουσαλήμ κι έκαψε το ναό του Σολομώντα. Μελετούσε τους προφήτες που είχαν προαναγγείλλει καταστροφές σαν αυτή που έρχονταν καλπάζοντας κι η διάθεση του γινόταν ζοφερή.  Ζυγίζοντας την κατάσταση ο Καστροφύλακας  αποφάσισε να μείνει και να βοηθήσει  όσο μπορούσε,  όμως εξασφάλισε και τη διαφυγή του.  Ένα γέρος του είπε για ένα παραπόρτι καλά ασφαλισμένο, υπόγειο, που οδηγούσε έξω από τα τείχη,  στα χωράφια. Από κει θα έφευγε όταν τα πράγματα έφταναν  σε αδιέξοδο…

Κοντά στα μεσάνυχτα σηκώθηκε να δει τι γίνεται.  Βλέποντας  φως στην κάμαρα του  βασιλιά, πέρασε μπροστά από τους σωματοφύλακες και τον βρήκε ξάγρυπνο να σκέφτεται κρατώντας το κεφάλι  ανάμεσα στις παλάμες του. Εκείνη την ώρα άρχισαν ξαφνικά την επίθεση τους σα λυσσασμένοι οι τούρκοι σπρώχνοντας σκάλες μπροστά στα τείχη και δοκιμάζοντας να σκαρφαλώσουν σε όποια μεριά μπορούσαν. Έτρεξε κατά κει που ακούγονταν η μεγαλύτερη αναταραχή και  με τον Μαύρο Όλαφ άρχισε να χτυπά τα κεφάλια που προεξείχαν μέσα από τις ασπίδες,  είδε κάμποσους να  καταποντίζονται  στο χάος πέφτοντας. Καθώς είχαν προετοιμαστεί καλά η αντίδραση τους ήταν επιτυχημένη, το πρώτο κύμα αποκρούστηκε  κι όλοι έμοιαζαν ανακουφισμένοι όταν ακούστηκε μια κραυγή κι είδαν έντρομοι να ανοίγει μια μεγάλη πύλη από όπου  μπήκε αλλάζοντας μια μεγάλη ομάδα σαρικοφόρων. Αμέσως ο τόπος όλος γέμισε από τούρκους μανιασμένους που έκαιγαν κι έσφαζαν όποιον έβρισκαν στο δρόμο τους,  φώναξε μερικούς από τους πιο σκληρούς φύλακες του βασιλιά κι επιτέθηκε με όλη του την ορμή πάνω στους εισβολείς που δεν περίμεναν  τέτοια  αντίσταση κι αποτραβήχτηκαν πτοημένοι. Μονάχα  ένας απ’  αυτούς , ένας γίγαντας  που κρατούσε στο χέρι ένα τεράστιο διπλό  τόξο,  χίμηξε κατά πάνω του. Τον άφησε να έρθει κοντά  κι έπειτα γέρνοντας στο πλάι τον κάρφωσε στο δίπλωμα της πανοπλίας του,  ο γίγαντας σωριάστηκε άψυχος στο χώμα κοιτάζοντας τον με απορία.  «Μάρκο!»  φώναξε καλώντας τον βενετό λοχαγό που ήταν ο πιο γενναίος μισθοφόρος που μάχονταν μαζί τους, «πιάσε την πόρτα από την άλλη μεριά να την κλείσουμε γρήγορα!»  ο Μάρκος δεν μιλούσε ελληνικά όμως κατάλαβε αμέσως τι του ζητούσε. Έτρεξε κι άρχισε να σπρώχνει την τεράστια πόρτα κατεβάζοντας ταυτόχρονα έναν σύρτη  σιδερένιο  ενώ όλοι  έσπευσαν να τοποθετήσουν πίσω  από  την πύλη όποιο  αντικείμενο έβρισκαν ώστε να τη σφραγίσουν. Ο  Καστροφύλακας είχε λυσσάξει από το κακό του,  «ποιος διάβολος άνοιξε την πύλη ;» ούρλιαξε κι ο Μάρκος που ήταν κοντά του εξήγησε με νοήματα και σκόρπιες λέξεις ότι οι άνδρες του είχαν δει τον δεσπότη  μαζί με μια καλογριά να κινούνται ύποπτα κοντά στην είσοδο  ακριβώς πριν εισβάλουν οι τούρκοι.

«Ο δεσπότης  λοιπόν!»»  φώναξε μιλώντας στον εαυτό του κι εκείνη η καταραμένη καλόγρια  που ωρύονταν  όταν ανακοινώθηκε η ένωση « δε μας νοιάζει, ας πέσουμε στους τούρκους,  μόνο η πίστη μας να μείνει καθαρή!» Το πιο εξωφρενικό ήταν ότι  την είχε δει με τα μάτια του μια νύχτα, εκεί κοντά στο Πάσχα,   να τρώει κρέας στην αυλή του μοναστηριού.  Αυτή η ίδια μιλούσε με τον πιο μεγάλο φανατισμό καλώντας τις γυναίκες  να αποφεύγουν τους Λατίνους κι όλους όσους είχαν  σχέσεις με καθολικούς,  είχε καταφέρει να πείσει ένα σωρό από κείνες  που την ακολουθούσαν. Μια απ’ αυτές που επρόκειτο να γεννήσει , ήθελε να εξομολογηθεί,  όμως ο παπάς της εκκλησίας της είχε παραβρεθεί σε μια συνάντηση με τους Λατίνους.   Στην προηγούμενη γέννα της είχε  κινδυνέψει, για  βδομάδες βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου και τώρα φοβούνταν  πάρα πολύ.  Ο πνευματικός της είπε,  «μη φοβάσαι, δεν έκανε  καμιά αμαρτία  ο ιερέας,   μπορείς να κοινωνήσεις άφοβα» όμως εκείνη είχε το μικρόβιο μέσα της, δεν της άρεσε η παραίνεση του πνευματικού,  χάλασε τον κόσμο, ρώτησε παντού  για να βρει κάποιον  άλλον  που θα της έλεγε αυτά που ήθελε να ακούσει. Τελικά απευθύνθηκε στην καλογριά που έτρωγε κρέας η οποία  της απαγόρεψε  να κοινωνήσει από τα χέρια του ιερέα που είχε μιλήσει με τους καθολικούς, «θα  είσαι καταραμένη, θα καείς στην κόλαση  αν κοινωνήσεις απ’  αυτόν  τον αμαρτωλό»  της είπε κι εκείνη τελικά δεν μετάλαβε ακολουθώντας το απύθμενο πείσμα της. 

Όλοι οι προδότες έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά,  όμως μέσα στο χαλασμό που επικρατούσε δεν υπήρχε χρόνος για  τίποτα.  Οι  εισβολείς είχαν επιτείνει τις επιθέσεις τους καθώς πλησίαζε το ξημέρωμα,  κλονίζοντας τους υπερασπιστές που είχαν αρχίσει  να κουράζονται επειδή δεν υπήρχαν ενισχύσεις να τους δώσουν μια ανάσα. Στο πιο χαμηλό σημείο των τειχών οι τούρκοι είχαν καταφέρει να φτιάξουν ένα προγεφύρωμα ανατρέποντας τους αμυνόμενους , από κει ανέβηκε ένα πλήθος κραυγάζοντας σα να ήταν διάβολοι της κολάσεως. Ο βασιλιάς που δεν είχε σταματήσει να πολεμά όλο τούτο το διάστημα,  έσπευσε να κλείσει το ρήγμα και βρέθηκε απέναντι στους εισβολείς μαζί με τους πιο έμπιστους σωματοφύλακες του.  Οι τούρκοι δεν είχαν καταλάβει με ποιον είχαν να κάνουν  και τον χτυπούσαν ως  κοινό στρατιώτη   απ’ όλες τις μεριές. Ο Καστροφύλακας που είχε αφαιρεθεί για μια στιγμή-  επειδή  κι εκείνος βρισκόταν σε κίνδυνο-   είδε το βασιλιά και ράγισε η καρδιά του.  Ήταν μόνος εκεί πέρα και πολεμούσε σα να ήθελε να τα βάλει με τη μοίρα που τον είχε ήδη καταδικάσει. Όπως στεκόταν κραδαίνοντας τη ρομφαία  του,   ένα βέλος τρύπησε τη σιδερένια πανοπλία του κι  έπεσε αιμόφυρτος , ο Καστροφύλακας αισθάνθηκε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του,  δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, το παιχνίδι είχε χαθεί οριστικά. 

Μέσα στη σύγχυση αποσύρθηκε κραδαίνοντας  το ξίφος του μαύρου Όλαφ που πλέον είχε κοκκινίσει από τα αίματα τόσων χτυπημάτων. Μόλις ένιωσε ασφαλής, έτρεξε μέσα από τα στενά και βρήκε το πορτάκι που του είχε δείξει ο γέρος,  τράβηξε ένα κάγκελο σιδερένιο που έφραζε την είσοδο του,  και βγήκε μέσα σε μια στοά γεμάτη νερά. Τσαλαβουτώντας περπάτησε κάμποσα μέτρα μέχρι που βγήκε στην έξοδο μια τρύπα κρυμμένη ανάμεσα στις φυλλωσιές.  Από κει σύρθηκε και βγήκε στην επιφάνεια γεμίζοντας με αέρα φρέσκο τα πνευμόνια του.  Πίσω  ακούγονταν  κραυγές και κρότοι από μέταλλα, στάθηκε μια στιγμή μαζεύοντας τη σκέψη και  ψάχνοντας τον προσανατολισμό του. Ύστερα  σήκωσε το κεφάλι ψάχνοντας  τον ουράνιο σχηματισμό  που έδειχνε προς το  βορρά. Ο αστερισμός ανέτειλε εκείνη τη στιγμή αντίθετα από την πορεία του φεγγαριού που καταποντίζονταν στην άλλη πλευρά τους στερεώματος. Σίγουρος  πλέον για την πορεία του , κινήθηκε κατά κει που έδειχναν  τα άστρα.  

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΑΔΩΝ

 Δεν περίμενε ποτέ ότι θα έρχονταν έτσι τα πράγματα κι ένα σπίτι ολόκληρο θα γινόταν δικό του, συχνά έβλεπε στον ύπνο του ότι δεν είχε που να μείνει όμως κάπου υπήρχε ένα κλειδί, μια καμαρούλα, ένα δωμάτιο όπου μπορούσε  να κοιμηθεί για το βράδυ, αυτή ήταν μια σκηνή που επανέρχονταν στον ύπνο του.  Το είχε συζητήσει με τους φίλους του κι εκείνοι του έλεγαν ότι  σκέφτονταν το ίδιο,  φοβούνταν μήπως βρεθούν στο δρόμο γι αυτό και είχαν δανειστεί ένα κάρο λεφτά   για ν’ αγοράσουν κάποια  κατοικία όμως αυτός δεν είχε ασχοληθεί μ’ αυτά  ποτέ, δεν τον έκαιγε, όμως  όταν του άφησαν  τα  αδέλφια του το σπίτι που είχε μεγαλώσει σοκαρίστηκε, δεν το περίμενε, καθόταν και το κοιτούσε έτσι όπως ορθώνονταν αγέρωχο, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει .

Την πρώτη φορά που είχε πάει  και δεν βρήκε κανέναν εκεί πέρα  δεν ήξερε τι να κάνει,  ο αδερφός του είχε πάρει τον  πατέρα τους   χωρίς να του πει τίποτα, όταν πήγε να δει τι γίνεται βρήκε την πόρτα ξεκλείδωτη κι αυτό ήταν ένα σοκ,  έμοιαζε σα να του έλεγαν «αφού το ήθελες τόσο  πολύ πάρτο και βγάλε τα μάτια σου!» Έπρεπε  να προστατέψει ότι θεωρούσε πολύτιμο εκεί μέσα,  να ψάξει για κλειδαρά,  να μην το αφήσει στο έλεος του θεού. Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκε εκεί μοναχός του ένιωθε τα φαντάσματα των αδερφών και των γονιών του να τριγυρνούν στα δωμάτια, οι παλιές μνήμες ζωντάνευαν,   ήταν ένα αίσθημα πολύ παράξενο. Όποιο ντουλάπι  κι αν άνοιγε του θύμιζε τον πατέρα και τη μάνα του που είχε πεθάνει εδώ και μια δεκαετία,   στα συρτάρια υπήρχαν φωτογραφίες που του θύμιζαν άλλες εποχές,  σκηνές από το γάμο των γονιών του,  από το σχολείο όπου είχαν πάει τα αδέρφια του, τα  ανίψια του τότε που ήταν μωρά,  όλα αυτά ξέθαβαν αναμνήσεις στο μυαλό του που τις είχε αφήσει πίσω. Κάθε σημείο στις αποθήκες και τους στάβλους του θύμιζε τα παιδικά του χρόνια,  όλα είχαν γίνει τόσο ξαφνικά που δεν μπορούσε να τα αφομοιώσει , ο χώρος εκείνος είχε κατοικηθεί για δεκαετίες από άλλους και τώρα έπρεπε  με κάποιον τρόπο να τον κάνει δικό του,  ήταν μια διαδικασία δύσκολη .

Βέβαια  όλα αυτά τα χρόνια  επισκέπτονταν το πατρικό  να δει τους γέρους γονείς του, πλήρωνε τους φόρους,  στη διαθήκη που είχαν κάνει, τότε που μιλούσαν ακόμα τα αδέρφια,  όριζαν ότι αυτός θα είχε την ιδιοκτησία  μετά τον θάνατο του πατέρα του  και φυσικά το είχε δεχτεί αφού οι άλλοι πήραν όλα τα υπόλοιπα. Πρώτη φορά του πρόφεραν κάτι τόσο μεγάλο, είχε συνηθίσει να παλεύει μοναχός του, του είχε γίνει δεύτερη φύση.  Ένιωσε να φορτώνεται μια ευθύνη τεράστια,  δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι στη μοίρα του.  Ξεκίνησε  να κάνει δουλειές στο τεράστιο κτήμα που περιέβαλε το σπίτι, ύστερα  έπρεπε  ν’  ασχοληθεί με τους δύο  ορόφους που είχαν ένα  σωρό δωμάτια κι έπειτα έπρεπε να φροντίσει με κάποιον τρόπο όλα  εκείνα τα οικοδομήματα  που είχε φτιάξει κάποτε ο πατέρας του για να στεγάσει  τα ζώα και να φυλάει τις σοδειές τους. Όλα εκεί πέρα χρειαζόταν κάποια  συντήρηση, κάποια επισκευή,  ευτυχώς ο κάτω όροφος όπου ζούσε  ο πατέρας του,  ήταν σε καλή κατάσταση, ο αδελφός  του, που είχε αναλάβει την κηδεμονία του και διαχειρίζονταν όλη την περιουσία, είχε ξοδέψει ένα σωρό λεφτά  φτιάχνοντας  μια σειρά από πράγματα, παράθυρα, κουζίνες, μπάνια, ηλιακούς, σόμπες, έκανε σχέδια να βάλει χέρι κι εκεί μέσα κάποια στιγμή.

Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη, με το που έπιασαν  οι βροχές κι ανέβηκε  η θερμοκρασία  τα χόρτα  πήραν να θεριεύουν από το πουθενά, ο τόπος ολόκληρος είχε γίνει μια ζούγκλα, πήρε έναν τύπο ντόπιο που τα έκοψε με το μηχανάκι όμως  εκείνα σε λίγο θέριεψαν ξανά. Αγόρασε ένα χορτοκοπτικό και βάλθηκε να τα κόψει  μόνος του,  ήταν μια δουλειά πολύ κουραστική όμως του άρεσε, είχε κάτι το καλλιτεχνικό, το μέρος  γινόταν πολύ όμορφο, σαν γήπεδο ή σαν πάρκο με τα δέντρα να δεσπόζουν κι ένα πράσινο χαλί να απλώνεται,  όμως όλο αυτό  ήθελε δουλειά πολύ. Το μηχάνημα μπλοκάριζε κι έσβηνε, τ’ αυτιά του βούιζαν από το κροτάλισμα της μηχανής  το σώμα του  τραντάζονταν και πονούσε.  Ο ήλιος τον χτυπούσε στο κεφάλι,  σε κάποιο  σημείο  τα χόρτα ήταν τόσο σκληρά που έπαιρνε ώρα για να τα κόψει  η μηχανή,  βενζίνη τελείωνε  γρήγορα κι έπρεπε  να ξαναγεμίσει το μικρό ντεπόζιτο,  σε κάποιες γωνιές υπήρχαν πέτρες που χαλούσαν τα μαχαίρια, αλλού  πάλι είχαν φυτρώσει θάμνοι που αντιστέκονταν,  τον είχε ζορίσει πολύ όμως στο τέλος όταν αντίκρισε όλη εκείνη την  έκταση κουρεμένη σα να ήταν ένα γήπεδο του γκολφ, έμεινε πολύ ευχαριστημένος,  ήταν όμορφο πραγματικά,  έβγαλε  μια φωτογραφία  με το κινητό και την  έστειλε στη γυναίκα του.

Σαν ήρθαν οι ζέστες,  συνειδητοποίησε ότι όλα τα δέντρα και τα φυτά έπρεπε  να ποτιστούν προτού πιάσουν να ξεραίνονται, αγόρασε ένα τεράστιο λάστιχο και ξεκίνησε  να γεμίζει με νερό τους λάκκους γύρω από τις ρίζες. Η  καλύτερη ώρα γι αυτή  τη δουλειά  ήταν αργά το βράδυ,  κοντά στη δύση. Τη μέρα δεν μπορούσες να σταθείς, είχε ξεχάσει ότι ο ήλιος ήταν τόσο δυνατός στο χωριό, υποτίθεται ότι στην ύπαιθρο είχε δροσιά όμως η ζέστη ήταν κι εδώ αφόρητη. Στην αρχή η βρύση έβγαζε ελάχιστο νερό, φώναξε έναν  υδραυλικό που τη διόρθωσε, τώρα  το νερό ήταν άφθονο και τα δέντρα χόρταιναν τη δίψα τους . Πάντα του άρεσε να δουλεύει μες τα νερά και καθώς το κτήμα ήταν τεράστιο, χρειαζόταν τουλάχιστον ένα δίωρο μέχρι να τελειώσει όταν νύχτωνε πια. Όταν  δοκίμασε να κοιμηθεί εκεί πέρα του έκανε εντύπωση η απόλυτη ησυχία, τόσα χρόνια  στην πόλη είχε μάθει τους θορύβους της νύχτας,  τα αμάξια, τις φωνές, τους καυγάδες που άκουγες από τα ανοιχτά παράθυρα,  τα ραδιόφωνα των αυτοκινήτων που περνούσαν.  Εδώ δεν υπήρχε τίποτα,  μέσα στην ησυχία  άκουγε κάποιο χορτάρι που τσακίζονταν,  σκεφτόταν  «τι να είναι   αυτό τώρα , γάτα  ή κλέφτης;"  και πετάγονταν όρθιος,  ευτυχώς  στο σπίτι υπήρχε ένα μεγάλο κλιματιστικό,  το άναψε και παρόλο που δεν συμπαθούσε τούτα  τα μηχανήματα κοιμήθηκε  χωρίς να παίρνει φωτιά  το σώμα του από τη ζέστη.

Εκεί ησύχαζε κι από τη γυναίκα του, μπορούσε να κυκλοφορεί με τα παπούτσια μέσα στο σπίτι και να μη φοβάται μήπως πέσουν ψίχουλα στο πάτωμα.  Άρχισε  να κουβαλά  τα βιβλία του που έπιαναν  ένα δωμάτιο ολόκληρο κι η γυναίκα  του δεν ήξερε τι να τα κάνει. Εδώ υπήρχε  χώρος άφθονος και σύντομα έφτιαξε μια   βιβλιοθήκη πολύ ωραία.  Όταν δεν είχε τι να κάνει καθόταν και τα ξεφύλλιζε, ιδίως κάτι αρχαίους συγγραφείς που αγαπούσε,  στην ερημιά και την ησυχία συγκεντρωνόσουν αλλιώτικα, έβρισκες πράγματα που δεν είχες το χρόνο να προσέξεις μέσα στο άγχος της πόλης. Γυρνούσε πίσω ανανεωμένος, δεν χρειαζόταν διακοπές , του  αρκούσε να  πηγαίνει εκεί,  να ποτίζει τα δέντρα και να περιποιείται το μέρος, να κάνει  διορθώσει στις παλιές πόρτες, να βάφει τα δωμάτια που είχαν να δουν μπογιά  χρόνια. Κάθε φορά  ανακάλυπτε μια γωνιά καινούρια, ένα σημείο που δεν το είχε προσέξει, μια πόρτα, το πατάρι, τη στέγη, τα παλιό, μεγάλο τζάκι που είχε χτίσει  ο παππούς του τοποθετώντας χρωματιστά πλακάκια γύρω από την εστία, ένα σημείο στο χωράφι, μια πέτρα, έναν θάμνο που δεν είχε δει πρωτύτερα. Τη νύχτα αντίκριζε  τα αστέρια που φαινόταν πεντακάθαρα να αυλακώνουν  τον  φωτεινό ουρανό, ξυπνούσε  από τον ήχο της βροχής,  ένιωθε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του…

Γύρω στα τέλη του  φθινοπώρου, με τη δύση των Πλειάδων όπως έγραφαν τα βιβλία των αρχαίων που είχε φέρει  μαζί του, συνειδητοποίησε ότι πρέπει  να μαζεύει  τα ξύλα από το κλάδεμα των δέντρων που υπήρχαν στο κτήμα, όχι μόνο των χοντρών αλλά και των πιο λιανών  που χρειάζονταν για προσανάμματα. Άρχισε  να τα συγκεντρώνει ,  στοίβαξε ένα βουνό από κλωνάρια   στον τεράστιο στάβλο και τα άφησε εκεί για  να μένουν στεγνά. Όπως κουβαλούσε τα κλαδιά,  ένας γείτονας του είπε ότι  μια φλαμουριά  είχε ψηλώσει πάρα πολύ κι αν έπιανε κανένας αέρας από το νοτιά θα μπορούσε να ρίξει το δέντρο πάνω στο σπίτι και να γκρεμίσει τη στέγη του,  αυτό ήταν άλλο ένα σοκ. Πήρε ένα πριόνι και σκαρφάλωσε στο τεράστιο δέντρο. Με πολύ κόπο  έκοψε ένα πελώριο,  κάθετο κλαδί που  κατρακύλησε κι έσκασε με πάταγο στο χώμα .Κατεβαίνοντας , πάτησε κάπου κι ένιωσε ένα κρακ,  κάποιο ξύλο ήταν σάπιο, αισθάνθηκε το σώμα του να κρεμιέται μια στιγμή κι ύστερα να πέφτει , αντανακλαστικά δοκίμασε να πιαστεί από κάπου όμως δεν τα κατάφερε κι έπεσε στο έδαφος. Ήταν σίγουρος ότι θα πάθαινε μεγάλη  ζημιά όμως δεν τραντάχτηκε άσχημα όταν ακούμπησε στο χώμα. Δοκίμασε να κουνήσει τα μέλη του και ήταν εντάξει, πρέπει να είχε πέσει από ένα ύψος άνω των τριών μέτρων. Ψηλάφισε γύρω το σημείο  και είδε ότι είχαν φυτρώσει ένα κάρο παρακλάδια κοντά στη ρίζα. Είχαν φτιάξει ένα είδος μαλακού υποστρώματος, εκείνα τον είχαν σώσει, μπορούσε να είχε σπάσει τη μέση του ή κάποιο άλλο μέλος , μπορούσε απλά να είχε σκοτωθεί και να μη τον πάρει κανένας χαμπάρι.

Το δεξί του πόδι πονούσε , σήκωσε τη φόρμα και είδε  κάτι γδαρσίματα  και κάτι μελανιές που δεν τον ένοιαζαν όμως είχε τρομάξει πολύ. Πήγε στον ντους κι έκανε ένα μπάνιο καυτό, ύστερα άναψε το μεγάλο τζάκι κι άρχισε να ρίχνει ότι κούτσουρα και ξύλα είχε  φέρει, βλέποντας τις φλόγες η ψυχολογία του που ήταν χάλια άρχισε ν’  ανεβαίνει ξανά. Πάντα του άρεσε η φωτιά και είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να την ανάψει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Έφερε από το στάβλο ένα σωρό προσανάμματα που τα έκοβε με το κλαδευτήρι, όταν τα έριχνε στη φωτιά εκείνα καίγονταν κάνοντας έναν ήχο χαρακτηριστικό ,κρατς –κρατς, αυτός ο ήχος του άρεσε πολύ. Τράβηξε έναν καναπέ και τον έφερε ακριβώς  αντίκρυ στο τζάκι , καθόταν  εκεί πέρα ενώ  στο μυαλό του στριφογύριζε η ιδέα ότι μπορούσε να είχε σκοτωθεί. Κοιτούσε τα κάρβουνα που είχαν γίνει  κατακόκκινα και πύρωναν εξαπολύοντας τη θερμότητά  τους, κι έπειτα εστίαζε στα χρωματιστά πλακάκια με τα κόκκινα και τα άσπρα σχέδια γύρω από την εστία.   Για ώρα πολύ  οι σκέψεις στριφογυρνούσαν στο νου και δεν τον άφηναν να ησυχάσει,  σηκώθηκε  και βγήκε στην αυλή να δει  το δέντρο που παραλίγο να τον σκοτώσει, ο πατέρας του το είχε φυτέψει τότε που ήταν μικρά,  δίπλα σε μια βρύση όπου πότιζαν τα ζώα τους, κι εκείνο, βρίσκοντας υγρασία μπόλικη  είχε γίνει θηρίο. Μέσα στο φως των αστεριών  έμοιαζε επιβλητικό δίπλα στο παλιό  σπίτι.  Γύρισε πίσω να ρίξει κι άλλα ξύλα, το θέαμα των φλογών τον απορροφούσε  ολοένα και περισσότερο ώσπου σιγά- σιγά το μυαλό του άδειασε  από κάθε σκέψη. Κοντά στα μεσάνυχτα  κοιμήθηκε ακούγοντας φωνές από τα παλιά,  φιγούρες έμοιαζαν να κινούνται στα σκοτεινά δωμάτια, φοβήθηκε λίγο έπειτα  όμως σκέφτηκε ότι όλα αυτά δεν μπορούσε να είναι αληθινά. Όταν ξύπνησε οι φλόγες ακόμα έκαιγαν .  

 

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΑΘΕΟΣ ΡΥΑΚΟΣ

Η ομίχλη έμοιαζε να κατεβαίνει από το λόφο, τράβηξε τις κουρτίνες να δει καλύτερα, τα σπίτια απέναντι είχαν καλυφθεί από το άσπρο στρώμα των υδρατμών, κάθισε να δει κάτι στην τηλεόραση κι όταν κοίταξε πάλι από το παράθυρο η ομίχλη είχε φτάσει μέχρι εκεί, άνοιξε την εξώπορτα και είδε έκπληκτος ότι έξω είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που κάλυπτε τα πάντα σα να είχε γίνει έκλειψη ηλίου, το τοπίο είχε μεταβληθεί σε μια στιγμή, τόσα χρόνια που ζούσε εκεί πέρα πρώτη φορά έβλεπε τόσο πυκνή ομίχλη, ακόμα κι ο σκύλος του που ήταν δεμένος στην αυλή φάνηκε παραξενεμένος, σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να αλυχτά όπως κάνουν οι λύκοι, οι γάτες πάλι είχαν μαζευτεί στο μπαλκόνι και κοιτούσαν κατά το λόφο, από κει που είχε έρθει το άσπρο πέπλο, όλα έμοιαζαν πολύ παράξενα. 

Χρόνια πολλά ζούσε σ’ εκείνο το σπίτι που ανήκε στον πεθερό του, όταν είχε πάει πρώτη φορά εκεί πάνω δεν υπήρχε κανένας, μονάχα ένα κέντρο εξοχικό που μάζευε κάθε σαββατοκύριακο ένα σωρό κόσμο. Εκείνου όμως του άρεσε η ησυχία, ήθελε τα παιδιά του να μεγαλώσουν σε σπίτι με αυλή, να περπατούν στα χώματα και να συνηθίζουν τη φύση όπως είχε συνηθίσει κι εκείνος στο χωριό όπου μεγάλωσε. Αυτό που τον είχε τραβήξει περισσότερο ήταν το ρέμα που έτρεχε ανάμεσα σε δυο υψώματα στο λόφο απέναντι, υπήρχε ένα χωράφι που έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής καθώς απλώνονταν στην πλαγιά και είχε ένα μεγάλο δέντρο στη μέση, έμοιαζε με απεικόνιση του Βαν Γκογκ. Ένας φίλος του καθηγητής που διάβαζε ιστορία, του είχε πει πως εκείνο το μέρος λέγονταν παλιά Βαθύς Ρύαξ, ήταν πέρασμα στρατηγικό, εκεί είχε γίνει κάποτε μια μεγάλη μάχη, αυτό του είχε αρέσει πολύ. Το πιο ωραίο πράγμα που είχε δει όλα αυτά τα χρόνια εκεί πέρα ήταν το χιόνι που είχε πέσει πρόσφατα, οι κορυφές των λόφων απέναντι από το σπίτι του είχαν ασπρίσει και τη νύχτα αντανακλούσαν το φως του φεγγαριού, όλος ο χώρος γύρω έφεγγε λες και υπήρχε κάποιος προβολέας πάνω στους λόφους, η σκηνή όλη ήταν μαγική. 

«Με τέτοια ομίχλη που να πάμε;» είπε κοιτάζοντας το σκύλο που αδημονούσε και γαύγιζε σα να έλεγε «έλα τώρα, σιγά το πράγμα, μια βόλτα θα κάνουμε» , «εντάξει!» είπε κι έλυσε το σκοινί του. Το ζώο πετάχτηκε αμέσως κουνώντας την ουρά του, ήταν ένας μεγαλόσωμος ποιμενικός, του τον είχε δώσει ένα φίλος κτηνοτρόφος από το χωριό, τον είχε πάρει κουτάβι, μια σταλιά, τον είχε εκπαιδεύσει υπομονετικά για χρόνια κι ο σκύλος τον άκουγε . Ο μικρός του γιος αγαπούσε πολύ το σκυλί, το φώναζε ‘’Μαν’’ , θα είχε δει σίγουρα κανένα έργο αμερικάνικο ή θα είχε ακούσει κανένα τραγούδι όμως του ταίριαζε κι αποκρίνονταν πάντα όταν το φώναζαν μ’ αυτό το όνομα. Μεγαλώνοντας ο σκύλος είχε γίνει θηρίο, έφτανε μέχρι την κοιλιά του κι όποιος ερχόταν στο σπίτι απορούσε μ’ εκείνο το ζώο, τα παιδιά όλη την ώρα έτρεχαν μαζί με το σκυλί στην αυλή τους, τον έβγαζαν βόλτα πάνω στους λόφους μαζί μ’ ένα άλλο μικρό σκύλο που είχαν, πολλές φορές τον έπαιρναν και στο δωμάτιο τους αν και τους είχε πει ότι αυτό απαγορεύονταν…  

Έβαλε τα αθλητικά του παπούτσια, φόρεσε το λουρί στο λαιμό του σκύλου, βγήκαν σ’ ένα χωματόδρομο κι από κει ακολούθησαν ένα μονοπάτι που ακολουθούσε την πορεία του Βαθέος Ρύακος . Παντού γύρω υπήρχαν μονοπάτια ανάμεσα στα πουρνάρια που είχαν φυτρώσει, κι αν δεν ήξερες το μέρος μπορούσες να χαθείς μέσα σε τόσο πυκνή ομίχλη. Σε κάποιο σημείο έπρεπε να περάσουν από ένα κομμάτι ασφαλτοστρωμένο που χρησιμοποιούσε πολύ κόσμος για να κόψει δρόμο και να βγει στην Εθνική Οδό. Όπως διέσχιζαν την άσφαλτο είδε ξαφνικά μέσα από την ομίχλη να βγαίνει ένα αμάξι μ’ ένα φανάρι μονάχα αναμμένο, το αυτοκίνητο έτρεχε με τόση φόρα που παρά λίγο να τους χτυπήσει, ο σκύλος πετάχτηκε στην άκρη κι άρχισε να γαυγίζει ενώ το αμάξι πήγε να πάρει μια στροφή απότομη κι όπως έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα βγήκε από το δρόμο και κατέληξε φρενάροντας πάνω σε κάτι θάμνους.  

Έτρεξε αμέσως κατά κει μαζί με το σκυλί να τον ακολουθεί γεμάτο έξαψη και περιέργεια, το αυτοκίνητο είχε καταλήξει ανάμεσα σε δυο μικρά δέντρα, δεν φαινόταν να είχε χτυπήσει σοβαρά. Πλησίασε να δει τι συνέβαινε , έσκυψε πάνω από το τζάμι του οδηγού και είδε έναν τύπο να προσπαθεί ν’ ανοίξει την πόρτα. Τράβηξε με δύναμη το χερούλι αλλά έμοιαζε κολλημένο, έβαλε το πόδι του σαν μοχλό πάνω στο αμάξι και τράβηξε με όλη του τη δύναμη, χρειάστηκε να ζοριστεί πολύ μέχρι επιτέλους να την ανοίξει. Ο άνδρας βγήκε σέρνοντας το σώμα του και σωριάστηκε στο χώμα, πλησίασε να δει αν ήταν καλά, τον γύρισε για να κοιτάξει το πρόσωπο του κι έμεινε άναυδος «ρε Π εσύ είσαι, τι στο διάβολο κάνεις εδώ; » φώναξε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, ο οδηγός ήταν το παλιό του αφεντικό, εκείνος ο παλαβός με τον οποίο δούλευε ένα καιρό σε κάποιο γυράδικο, είχε αφήσει μια γενειάδα γεμάτη άσπρες τρίχες και φορούσε κάτι ρούχα παλιά, ξεθωριασμένα, φαινόταν σε άσχημη κατάσταση. «Τι κάνεις εδώ πέρα ρε;» τον ρώτησε ο τραυματίας που τον αναγνώρισε αμέσως «καλά ρε σε σένα βρήκα να πέσω;» συνέχισε με φωνή ξεψυχισμένη ενώ το πρόσωπο του σφίγγονταν από τον πόνο, «πρέπει να έχω χτυπήσει το πόδι, κάλεσε ασθενοφόρο» συμπλήρωσε πιάνοντας το γόνατό του. Σήκωσε το κινητό αλλά εκεί πάνω δεν έπιανε τίποτα, δεν είχε σήμα, «έχουμε πρόβλημα» του είπε καθησυχάζοντας το σκύλο που όλη την ώρα γρύλιζε και κοιτούσε μια αυτόν, μια τον τραυματισμένο άντρα, «ήσυχα Μαν!» φώναξε, «κάτσε καλά !»  

Στέκονταν εκεί στη μέση του πουθενά τυλιγμένος από κείνη την καταραμένη ομίχλη και σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Και να σκεφτείς ότι πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο του εκείνο το διαβολεμένο γυράδικο όπου του είχε βγει η πίστη. Ήταν μια εποχή δύσκολη, είχε χρεωθεί, τον κυνηγούσαν οι τράπεζες, είχε δανειστεί από φίλους ,είχε μαζέψει ένα σωρό χρέη, είχε στριμωχτεί, ένιωθε πόνους στο στήθος, ήταν σίγουρος ότι θα κατέληγε άσχημα και τότε έπεσε πάνω στον Π. Ήταν η μόνη του ελπίδα, τον πήρε στη δουλειά, σ’ ένα γυράδικο της κακιάς ώρας όπου όμως πήγαινε όλη η πόλη, όλος ο λούμπεν πληθυσμός και όχι μόνο. Γινόταν εκεί πράγματα τρελά, φασαρίες, χαβαλές, ένα σωρό κόσμος έτρωγε τζάμπα, στους έξω φαινόταν ότι ο Π ήταν ένας άγιος άνθρωπος όμως αυτούς τους είχε στην πείνα, πολλές φορές αναγκάζονταν να φύγει άρον άρον από κει πέρα για να μη γίνει καμιά φάση χοντρή, μάλωνε μαζί του μπροστά στον κόσμο, έπρεπε να δείχνει ψυχραιμία ολύμπια, ούτε κι ο ίδιος πίστευε ότι μπορούσε να κάνει τόση υπομονή όμως τη χρειαζόταν απελπισμένα εκείνη τη δουλειά κι ο άλλος δεν τον έδιωχνε με τίποτα, «μ’ αρέσεις γιατί δε λες όχι ποτέ» του είχε πει κάποτε και πράγματι έτσι ήταν πάντα, ότι και να του έλεγε κάποιος προσπαθούσε να το φέρει εις πέρας ακόμα κι αν δεν το είχε ξανακάνει ποτέ του. Ήταν μια πενταετία τρέλας, «δουλεύεις για τον Π, είσαι τρελός !» του είχε πει κάποτε κάποιος που γνώριζε το αφεντικό του κι απορούσε, το διάστημα εκείνο δεν ήθελε να το θυμάται όμως εκεί γνώρισε τη γυναίκα του, μέσα από τους εξευτελισμούς κατάλαβε τον περίγυρο του, και με κάποιο τρόπο όταν έφυγε από κει είχε βάλει σε τάξη τα οικονομικά του, δεν το πίστευε ότι είχε συμβεί όμως του είχε στοιχίσει, για καιρό δεν ήθελε ούτε να περνά από το στενό όπου υπήρχε το μαγαζί, αν έμενε ακόμα λίγο θα είχε αρρωστήσει...  

Τα είχε αφήσει όλα αυτά πίσω του και να τώρα που τα έβρισκε πάλι μπροστά του, «τελικά δεν ξεφεύγεις από το παρελθόν» έκανε τη σκέψη, «Μαν, κάτσε εδώ και πρόσεχε τον!» φώναξε κι ο σκύλος κατάλαβε αμέσως, πλησίασε τον άνδρα κι άρχισε να του γλείφει τα χέρια. Έτρεξε κατά το σπίτι του να ειδοποιήσει για βοήθεια, η γυναίκα του έλειπε, είχε πάει τα αγόρια στο ποδόσφαιρο κι η κόρη του ήταν στο φροντιστήριο. Κάλεσε ασθενοφόρο κι αμέσως έτρεξε πίσω ενώ η ομίχλη συνέχιζε να καλύπτει το σύμπαν γύρω του, πλησιάζοντας στο σημείο όπου είχε γίνει το ατύχημα άκουσε γαυγίσματα, όταν έφτασε είδε έναν άγνωστο να στέκεται πάνω από τον Π ενώ ο σκύλος είχε λυσσάξει και δεν τον άφηνε να πλησιάσει. «Τι θέλεις εδώ;» ρώτησε τον άγνωστο «μου έχει φάει δέκα χιλιάρικα» είπε ο άλλος « αγόρασα το μαγαζί του και τη νύχτα ήρθε και πήρε όλα τα ψυγεία, ξέρω ότι τα λεφτά τάχει πάνω του, αν δε μου τα δώσει θα τον φάω εδώ επί τόπου !» - «μη τον ακούς!» φώναζε ο Π που ήταν σε άσχημο χάλι αλλά ούρλιαζε σα λυσσασμένος, « ψέματα λέει, θα τον πάω στα δικαστήρια, είναι λαμόγιο!» Η σκηνή ήταν λίγο σουρεαλιστική, ο σκύλος ετοιμάζονταν να ορμήσει στον άγνωστο, ο Π αν και τραυματίας δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει, ο άγνωστος πήγαινε να τον αρπάξει αλλά φοβόταν, η ομίχλη αντί να καθαρίζει είχε γίνει πιο πυκνή.  

Ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να φύγει από κει πέρα κι ας γινόταν ότι ήθελε όταν φάνηκε ένα όχημα με δυο διασώστες που σήκωσαν προσεχτικά τον Π. «Θα πάω μαζί του στο νοσοκομείο» φώναξε ο άγνωστος, « δεν τον θέλω, είναι επικίνδυνος, διώξτε τον!» ούρλιαζε ο Π που είχε αναθαρρήσει. Έδωσε τα στοιχεία του στους διασώστες, μίλησε λίγο με τον άγνωστο που έδειχνε σκασμένος από την εξέλιξη και σηκώθηκε να φύγει από κει. «Ε Μαν ήρεμα!» φώναξε στο σκύλο που είχε ενθουσιαστεί από την ξαφνική περιπέτεια. Κοίταξε το ρολόι του, τώρα πια είχε πραγματικά νυχτώσει, «τι ήταν αυτό πάλι» σκεφτόταν κατεβαίνοντας το αρχαίο πέρασμα όταν ξαφνικά ένας αέρας άρχισε να φυσά από κάπου κι η ομίχλη εξαφανίστηκε σα να τράβηξε κάποιος μια κουρτίνα αόρατη. Οι χιονισμένοι λόφοι άρχισαν να φωτίζουν από ψηλά αντικατοπτρίζοντας μέσα στη ρεματιά το φως του φεγγαριού που είχε ανατείλει, κάπου στο βάθος το ασθενοφόρο έφευγε στριφογυρίζοντας τη φωτισμένη σφαίρα στην οροφή του, ο σκύλος έτρεχε μπροστά ενθουσιασμένος. 

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

ΠΑΤΗΡ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΑΙΩΝΟΣ

Bροχή έπεφτε με ορμή στις πλάκες του λιθόστρωτου, η κακοκαιρία εξακολουθούσε μέρες τώρα, έριχνε δέντρα, σήκωνες στέγες, σκορπούσε ό, τι έβρισκε στο δρόμο της   και μες το χαλασμό ακούστηκαν τα πέταλα ενός αλόγου που κάλπαζε πάνω στους κυβόλιθους, οι κάτοικοι της πολιτείας  δεν τολμούσαν ν’ ανοίξουν τα παράθυρα από το φόβο τους,  οι γριές έλεγαν χαμηλόφωνα «Ο Άι Γιώργης περνά» αυτοί που ήξεραν όμως ήταν σίγουροι  ότι ήταν ο Καστροφύλακας !

Στην άκρη της πόλης, μες τα χαλάσματα κάποιου  παλιού κάστρου, υπήρχε μια μόνη κάμαρα μεγάλη, στεγνή. Το ήξερε από παλιά το μέρος, είχε βρει καταφύγιο  πολλές φορές εκεί.  Βιάστηκε να βάλει το άλογο του μέσα, κι εκείνο μόλις ξέφυγε τη βροχή άρχισε να τινάζεται για να διώξει από πάνω του τις σταγόνες του νερού. Το κάστρο είχε εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια, κανείς δεν ήξερε γιατί, η μοναδική κάμαρα που είχε μείνει ανέπαφη στηρίζονταν σε κάτι κολώνες μεγάλες που έφταναν μέχρι ψηλά, πολλοί ταξιδιώτες έβρισκαν εκεί καταφύγιο και μπορούσες να δεις σε μια γωνιά ξύλα  καμένα κι αποκαΐδια. Ο χώρος  ήταν παγωμένος κι εκείνος είχε μουσκέψει, έπρεπε ν’ ανάψει φωτιά γρήγορα για να μην αρρωστήσει. Ευτυχώς ο αέρας είχε παρασύρει μέχρι την είσοδο του κάστρου, εκεί που κάποτε θα ήταν οι στάβλοι, ένα σωρό μικρές μπάλες από χόρτα που άναβαν εύκολα με τη σπίθα της τσακμακόπετρας. Έριξε στη φλόγα  όσα ξυλαράκια βρήκε, ύστερα μερικά πιο μεγάλα και τέλος ένα τεράστιο μισοκαμμένο κούτσουρο που θα έκαιγε όλη νύχτα. Έβγαλε από το δισάκι του λίγο κριθάρι κι έδωσε στο ζώο  που ήταν νηστικό για ώρες, εκείνο αμέσως χλιμίντρισε  σα να τον ευχαριστούσε και το έφαγε πολύ γρήγορα, του έδωσε ακόμα λίγο κι ύστερα άρχισε να  βγάζει τα ρούχα του ώσπου έμεινε εντελώς γυμνός. Στάθηκε  μπροστά στη φωτιά κρατώντας τα ρούχα πάνω από τις φλόγες μέχρι να στεγνώσουν καλά, όλη αυτή την ώρα σκεφτόταν την αποστολή που του είχαν αναθέσει, έπρεπε  να βρει έναn προδότη, το  Θολό,  που είχε φύγει από το παλάτι με όλα τα σχέδια των τειχών. Ο Θολός  ήταν ένας αυλικός φιλόδοξος, πολύ όμορφος, έμπιστος και ικανός,  που ήξερε όλα τα μυστικά,  τις πύλες, τα δυνατά σημεία της οχύρωσης κι εκείνα που δεν ήταν σε καλή κατάσταση, τις μυστικές εισόδους και τα κανάλια υδροδότησης, την ποσότητα των τροφίμων στις αποθήκες, τον αριθμό των φρουρών και των υπερασπιστών.  Τα σχέδια εκείνα δεν έπρεπε να πέσουν σε λάθος χέρια αλλιώς η βασιλική οικογένεια, η αυλή, το παλάτι κι όλη η κεφαλή της αυτοκρατορίας ήταν σε κίνδυνο. Όλοι καταριούνταν το Θολό που  είχε φερθεί με τόση αχαριστία στους ευεργέτες του   και σ’  εκείνους που τον είχαν αναδείξει, πιο πολύ είχε θυμώσει ο δομέστικος των σχολών επειδή φεύγοντας είχε σκοτώσει χωρίς  λόγο  το σκύλο του που όλοι μέσα στο παλάτι αγαπούσαν, το ζώο βρέθηκε κατακρεουργημένο κι ο δομέστικος ήταν να πεθάνει από τη θλίψη του .  

Τα ψηλά σανδάλια του που τυλίγονταν γύρω από το πόδι, μέχρι το γόνατο, είχαν στεγνώσει ενώ οι κάλτσες που τον προστάτευαν ως τη μέση, άχνιζαν ακόμα.  Έριξε μερικά επιπλέον  ξύλα κι ύστερα συνέχισε να κρατά μπροστά στις φλόγες  τις κάλτσες και το χοντρό χιτώνα του που θα χρειαζόταν κι άλλο χρόνο  μέχρι να φύγει κάθε υγρασία  από πάνω του. Η ώρα πρέπει να είχε περάσει, ήταν  άυπνος εδώ και δύο εικοσιτετράωρα, τα μάτια του έκλειναν,  ύστερα από τόσα ξύλα που είχε κάψει η κάμαρα ήταν πιο φιλόξενη,  οι τοίχοι είχαν αρχίσει να αντανακλούν τη ζέστη, το άλογο του κοιμόταν από  ώρα και ροχάλιζε βαθιά ανεβοκατεβάζοντας τη μεγάλη άσπρη κοιλιά του. Όταν επιτέλους στέγνωσαν όλα τα ρούχα  τα φόρεσε, έριξε την κάπα του  πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα,  έβαλε το ασκί για προσκεφάλι και κοιμήθηκε τόσο βαριά σα να είχε πέσει πάνω του ο ουρανός ολόκληρος.

Όταν ξύπνησε προσπάθησε να καταλάβει πόση ώρα είχε περάσει, ο αέρας είχε κόψει όμως η βροχή συνέχιζε να πέφτει, έβγαλε ακόμα λίγο κριθάρι,  έδωσε στο άλογο του,  κι ύστερα πήρε το μπρούτζινο κύπελλο που είχε στο ασκί,  μάζεψε νερό της βροχής κι έριξε μέσα του ένα κομμάτι κρέας που είχε φυλάξει. Ανακάτεψε τη φωτιά κι έβαλε το δοχείο μέσα στα κάρβουνα.  Το νερό άρχισε γρήγορα να κοχλάζει, το άφησε να βράσει καλά και  ήπιε όλο το ζωμό,  ήταν ότι έπρεπε για να πάρει λίγη δύναμη. Τώρα έπρεπε να βρει τον Ιλαρίωνα,  τον επίσκοπο της περιοχής,  έναν γίγαντα με  μάτια καρφωμένα ψηλά στο μέτωπο που τον έκαναν  να δείχνει σαν τον Πολύφημο. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, ο Ιλαρίων θα είχε πολλές δουλειές όμως πάντα έβρισκε λίγο χρόνο για το φίλο του.

Ο επίσκοπος ήξερε πολλά από τις εξομολογήσεις κυρίως των γυναικών που τον εμπιστεύονταν και του έλεγαν τα μυστικά και τις αμαρτίες τους για να συγχωρεθούν και να κοινωνήσουν. Κι άλλες φορές τον είχε βοηθήσει,  ήταν πιστός στο βασιλιά και  γνώριζε πότε ένα μυστικό μπορεί αποκαλυφθεί και πότε όχι αυτή,  ήταν μια αρετή σπάνια κι ο Ιλαρίων το ήξερε. Συναντήθηκαν στα λουτρά της πόλης, το αγαπημένο μέρος του Ιλαρίωνα που τον περίμενε καθισμένος σ’ ένα σκαμνί καθώς σκούπιζε το σώμα του. Αφού του εξήγησε γιατί ήρθε, ο Ιλαρίων συνοφρυώθηκε κι άρχισε να κοιτά γύρω καχύποπτα,  έπειτα του είπε χαμηλόφωνα,  «η γυναίκα του Σγουρού   μου είπε ότι η  κόρη  της, η Αλεξία,  αγαπά τον Θολό. Ο Σγουρός  έχει στην ιδιοκτησία του  όλα τα αμπέλια και τις ελιές που βλέπεις γύρω, η κόρη του  είναι μια γυναίκα πανέμορφη,  την έχουν τάξει σ' έναν σέρβο πρίγκιπα όμως εκείνη δεν θέλει κι η μάνα της φοβάται μη την κλέψει ο Θολός. Ξέρω  ότι ο Θολός  θα είναι στη λειτουργία των Χριστουγέννων, έτσι της είπε η κόρη της,  και θα προσπαθήσει να της μιλήσει μέσα στο χαμό,  θα σε βάλω στο κελί όπου εξομολογώ, ψηλά στο γυναικωνίτη,  από κει μπορείς να κατοπτεύσεις κι άμα δεις τον Θολό  κάνε ό,τι είναι απαραίτητο.» Τον πήρε μαζί του στην εκκλησιά κι ανέβηκαν τις σκάλες πάνω από το γυναικωνίτη, «βλέπεις ;»   του είπε, « από δω μπορείς  να κοιτάς  τα πάντα, αν είναι να μιλήσει με την Αλεξία θα πρέπει να έρθει για να κοινωνήσει οπότε θα κοιτάς  από δω,  από  το σημείο που πλησιάζουν οι άνδρες».

Η ακολουθία θα ξεκινούσε στις τέσσερις το πρωί,  έπρεπε να είναι ξεκούραστος και με το μυαλό καθαρό,  ο Ιλαρίων του έστρωσε να κοιμηθεί σ’ ένα  κελί, « εδώ θα είσαι άνετα,  κανείς δε θα σ’  ενοχλήσει» του είπε.  Τα ξημερώματα  τον ξύπνησαν οι καμπάνες,  η βροχή είχε σταματήσει επιτέλους, τ’ αστέρια γέμιζαν τον ουρανό,  οι χριστιανοί με τα φαναράκια τους  έρχονταν απ’  όλες τις μεριές  για τη λειτουργία της γέννησης. Από τις χαραμάδες του  εξομολογητηρίου   παρακολουθούσε τον  Ιλαρίωνα που  στεκόταν μεγαλοπρεπής  φορώντας τη ροδόχρωμη μίτρα του κατακόσμητη από πέτρες πολύτιμες. Ένας διάκος κράτησε μπροστά του ένα βιβλίο κι ο Ιλαρίων διάβασε με βροντερή φωνή μια προφητεία: «...και το όνομα αυτού θέλει καλεσθή Θαυμαστός , Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, Άρχων ειρήνης !» Καθόταν στον ψηλό θρόνο του κι ο κόσμος περνούσε να τον ασπαστεί και να πάρει την ευχή του, το χώρο γύρω φώτιζε μια  φωταψία λαμπρή  από  αμέτρητα κεριά και καντήλια, ήταν μια σκηνή βιβλική. Ο καστροφύλακας σκίρτησε μπροστά σε τόση λαμπρότητα, πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε  τέτοιο θέαμα.

Όταν άρχισαν να κοινωνούν είχε το νου του στους άνδρες που πλησίαζαν το δισκοπότηρο, ήξερε καλά το Θολό,  δεν υπήρχε περίπτωση να μη τον διακρίνει όμως η σειρά όλο και λιγόστευε και δε φαινόταν πουθενά,  γύρισε από την άλλη μεριά απ’ όπου  κοινωνούσαν οι γυναίκες, είδε την Αλεξία που ξεχώριζε. Ήταν πιο ψηλή,  ένα κεφάλι τουλάχιστον  πάνω από τις άλλες γυναίκες,  τα μαλλιά της έβγαιναν πυκνά μέσα από το πρασινωπό κάλυμμα της κεφαλής που φορούσε, και τα δάχτυλα της που κρατούσαν την κουκούλα, έδειχναν υπέροχα στο σχήμα τους,  «τι θαυμάσια γυναίκα!» έκανε τη σκέψη. Είχε εστιάσει  πάνω της όταν πήρε το αντίδωρο και κίνησε να φύγει, καθώς χανόταν μέσα στο πλήθος είδε κάποιον να την πλησιάζει.  Έτρεξε σαν αστραπή κατεβαίνοντας τις σκάλες για να τους  προλάβει στην πόρτα,  το πράσινο κάλυμμα της Αλεξίας ξεχώριζε μέσα στο ανθρωπομάνι  και τον οδηγούσε,  το πλήθος ήταν τόσο πυκνό που δεν μπορούσες να ανασάνεις,  έπρεπε να βάλει τεράστια δύναμη για να πάει κόντρα στη ροή και να πλησιάσει το ζευγάρι, Όταν τους  έφτασε έβαλε το μαχαίρι στην κοιλιά του  Θολού  και του φώναξε στο αυτί, «έλα μαζί μου αλλιώς σε καρφώνω !»  Η Αλεξία κατάλαβε αμέσως  την απειλή, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και χίμηξε  λυσσασμένη  κατά πάνω του με τόση ορμή που τον έριξε στα πόδια του πλήθους, η μάζα ερχόταν κατά πάνω του,  έβγαλε το σπαθί και το σήκωσε ψηλά,  όλοι σταμάτησαν με μιας και τραβήχτηκαν πίσω. Σηκώθηκε κι έψαξε το Θολό, τον είδε να φεύγει πίσω από μια πύλη, έτρεξε σ’ ένα φράχτη, σκαρφάλωσε, έτρεξε πάνω στον τοίχο  κι από κει έπεσε  στη γυναίκα που κόντεψε να τον σκοτώσει,  είχε τέτοια μανία που   θα την έκανε κομμάτια όμως ο Θολός πετάχτηκε και του είπε «άφησέ την, έρχομαι εγώ μαζί σου» .  Έσυρε  έξω από τα τείχη  τον Θολό και του ζήτησε τα σχέδια,  «εντάξει!»  του είπε  ο προδότης,  «θα σου τα δώσω όλα,  έχουμε κανονίσει να φύγουμε με την Αλεξία το βράδυ,  την αγαπώ,  σε παρακαλώ,  άσε με να φύγω!».  Τον πήγε σε μια καλύβα και του έβγαλε έναν σάκο δερμάτινο όπου υπήρχαν όλες οι περγαμηνές με τα σχέδια των τειχών και των αποθηκών.

Τώρα έπρεπε να σκεφτεί τι θα κάνει, ο δομέστικος των σχολών που του είχε αναθέσει την αποστολή,  του είχε εξηγήσει πόσα  ποια ακριβώς σχέδια χρειάζονταν. Κάθισε και τα μελέτησε ώρα πολύ ώσπου βεβαιώθηκε ότι ήταν, αν όχι όλα, το μεγαλύτερο κομμάτι των σχεδίων του παλατιού. Ο Θολός  ήταν νέο παλληκάρι,  αναξιόπιστος σίγουρα κι η πράξη του εγκληματική,  κανονικά δεν θα έπρεπε να το σκέφτεται όμως για κάποιο λόγο δίσταζε πιο πολύ  για κείνη την υπέροχη γυναίκα παρόλο που τον είχε αψηφήσει με τόσο μένος.  Δεν της άξιζε ένας τέτοιος άχρηστος αλλά και πάλι γιατί να παρέμβεις στις επιθυμίες των ανθρώπων ; Σίγουρα ο χαρακτήρας του  δεν προοιώνιζε έναν σύζυγο πιστό, αν μπορείς να προδώσεις μια φορά μπορείς πάντα, και σε ότι αφορούσε την πράξη του έπρεπε να τιμωρηθεί,  σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είσαι αμείλικτος, να τιμωρείς σκληρά  αλλιώς όλα διαλύονται, η τάξη διασαλεύεται.   Ήταν σε δίλλημα, έτσι έσυρε τον Θολό στα χαλάσματα όπου είχε κοιμηθεί το πρώτο βράδυ, εκεί θα αποφάσιζε  τι θα κάνει.

Έδεσε γερά τον προδότη κι αποκοιμήθηκε, κοντά στα μεσάνυχτα ένιωσε ένα θρόισμα κι άνοιξε τα μάτια χωρίς να κάνει κίνηση, είδε τη σκιά μιας γυναίκας ψηλής,  να πλησιάζει κατά πάνω του,  έσφιξε τη λαβή από το σπαθί του Μαύρου Όλαφ, ήταν αποφασισμένος να σφάξει  κι αυτή και τον εραστή της αν τον πλησίαζαν, ξαφνικά είχε θυμώσει τόσο πολύ με το θράσος τους που ήθελε να τους  σκοτώσει εκεί επί τόπου  χωρίς  την παραμικρή τύψη.  Καθώς ανοιγόκλεινε τα δάχτυλά του στην τεράστια λαβή του σπαθιού, παρατηρούσε τη γυναίκα,  εκείνη γύρισε μια στιγμή κατά τη μεριά του και στάθηκε σα να κατάλαβε  ότι τους κοιτούσε και περίμενε την αντίδραση του.  Έπειτα  έλυσε  τον άνδρα, έπιασε το χέρι του  κι οι δύο τους  χάθηκαν  μέσα στη νύχτα σαν φαντάσματα. 

ΕΡΜΗΣ ΩΚΥΠΕΔΙΛΟΣ

Δεν περίμενε να γίνει έτσι, εκείνος  ήθελε μόνο  να ψάξει μέσα στο διαμέρισμα για τα λεφτά που λέγανε  ότι είχε ο γέρος.  Όλοι στην πολυκατο...