Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Εκεί κατά τα μέσα Νοέμβρη άρχιζε να νιώθει κάπως διαφορετικά, ξεκινούσε  η περίοδος των Χριστουγέννων, στην πόλη άρχιζαν να στολίζουν και τα βράδια έβλεπες τα λαμπάκια ν’  αναβοσβήνουν μέσα στην ομίχλη, η ατμόσφαιρα άλλαζε καθώς ο χειμώνας προχωρούσε κι οι νύχτες γίνονταν όλο και μεγαλύτερες, ολόκληρη η πόλη μεταμορφώνονταν . Κάτω στην παραλία ήταν το πιο ωραίο με τα καράβια  που στέκονταν ακίνητα και τα σύννεφα που έτρεχαν πέρα μακριά τον ορίζοντα. Το βράδυ όλες οι επιφάνειες στραφτάλιζαν  μετά τη βροχή και τα άστρα ψηλά έμοιαζαν με τα μάτια του θεού που παρακολουθούσαν  τι συμβαίνει κάτω στον κόσμο. Μετά τη βροχή ήταν η ιδανική ώρα για μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα,  τα κτίρια άλλαζαν μορφή τότε και δεν έμοιαζαν τόσο άσχημα ,  ά ο χειμώνας στην πόλη ήταν ωραίος! Δεν ένιωθες απροστάτευτος, ο παγωμένος αέρας σταματούσε μπροστά στους όγκους των πολυκατοικιών, μπορούσες να μπεις σ’  όποιο μαγαζί ήθελες και να πιείς κάτι ζεστό,  το πλήθος έδειχνε πιο συμπαθητικό όπως σε προσπερνούσε, στα πεζοδρόμια οι περαστικοί χαμογελούσαν ευγενικά, ήταν σαν όλοι να ένιωθαν ότι πλησίαζαν τα Χριστούγεννα κι έπρεπε να δείξουν τον καλύτερο τους εαυτό.

 Μετά τη δουλειά, πήγαινε πάντα για τρέξιμο σ’ ένα πάρκο,  εκεί κοντά στο σπίτι του, καθώς έτρεχε δίπλα σε κάτι σχάρες  άκουγε τον βόμβο του νερού που κυλούσε στους σωλήνες της ύδρευσης  κάτω από τα πόδια του. Στην άκρη του πάρκου υπήρχε ένα μέρος λίγο περίεργο όπου έμεναν κάτι ξένοι, μαυριδεροί. Μέσα  από τα χαλάσματα όπου κατοικούσαν,  πετάγονταν δυο τρία μικρά  κοκοράκια  με τα πολύχρωμα φτερά τους ψάχνοντας να φάνε κάτι  στα χορτάρια που φύτρωναν. Συχνά έβλεπε  κι έναν σκύλο  που γαύγιζε  όποτε είχε όρεξη, όποτε πάλι έβρεχε και είχε μουσκέψει ούτε που του έδινε σημασία μονάχα τον παρατηρούσε με τα μεγάλα μάτια τους όπως περνούσε τρέχοντας δίπλα του. Σπάνια έβλεπε τους ανθρώπους που έμεναν εκεί, μόνο κάτι φιγούρες σκοτεινές σάλευαν  πίσω από τα τζάμια, μια φορά   είχε δει έναν τύπο λίγο ασυνήθιστο, αδύνατο με ξανθά μαλλιά και χαρακτηριστικά που θύμιζαν άνθρωπο από τη βόρεια Ευρώπη , «τι γυρεύει αυτός εδώ πέρα ;»είχε κάνει τη σκέψη. «Τι θες και περνάς από κει μέσα στα σκοτεινά;» του έλεγε η γυναίκα  του όμως εκείνος δεν φοβόταν καθόλου, ίσα ίσα του άρεσε αυτή η παρακμιακή  νότα μέσα στη ρουτίνα της πόλης. Ένιωθε καλά, ήταν η πιο ωραία περίοδος,  είχε κάνει τις προσπάθειες του στη διάρκεια του χρόνου που είχε περάσει, το είχε παλέψει όσο μπορούσε και τώρα είχε το δικαίωμα να ανασάνει λίγο, είτε είχε πετύχει τους στόχους του είτε όχι. H διάθεση του ήταν θαυμάσια όμως από το πουθενά ακούστηκε ότι στην εταιρεία του θα γίνονταν εκκαθαρίσεις κι όλα έγιναν άνω κάτω.

 Στα ανώτερα κλιμάκια είχε αρχίσει ν’  απλώνεται μια αναταραχή  που περνούσε προς τα κάτω,  κανείς δεν ήξερε τι του ξημέρωνε, ποιος θα χάνονταν και ποιος θα επιζούσε την επόμενη χρονιά. Στα γραφεία όλοι τριγυρνούσαν ανήσυχοι, αδυνατούσε να καταλάβει  τι πραγματικά συνέβαινε, όλο αυτό  τον είχε χαλάσει, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί ούτε να πάει για τρέξιμο το βράδυ στο πάρκο με τις σχάρες και τους περίεργους ξένους. «Έχουμε μια συνάντηση στην Αθήνα, εκεί θα παρθούν όλες οι αποφάσεις» του είπε μια μέρα ο προϊστάμενος του. «Ωχ!» σκέφτηκε «ο κύβος ερίφθη». Η συνάντηση θα γινόταν τη δευτέρα το απόγευμα, «αν φύγω νύχτα με το αμάξι θα είμαι κάτω τα ξημερώματα» είπε στη γυναίκα του. Θα κοιμόταν λίγο στο σπίτι του γιου του που σπούδαζε στην πρωτεύουσα και το απόγευμα θα πήγαινε στα κεντρικά.

Είχε καιρό πολύ να ταξιδέψει  νύχτα,  με όλα αυτά που γινόταν τελευταία δεν κοιμόταν καλά , νύσταζε  και ήξερε ότι πρέπει να προσέχει. Αφού είχε διανύσει καμιά εκατοστή χιλιόμετρα ένιωσε μια κούραση σαν να λύνονταν τα μέλη του, όλη μέρα ήταν νηστικός, το μόνο που είχε βάλει στο στόμα του ήταν ένα σακουλάκι φιστίκια ενώ είχε πιει  και μια κόκα κόλα μικρή, αυτό ήταν το γεύμα του.  Έβαλε να παίξουν στο ηχοσύστημα  κάτι χριστουγεννιάτικες, μεσαιωνικές μουσικές  που  άκουγε το τελευταίο διάστημα,  ψάχνοντας έναν περισπασμό που θα τραβούσε  την προσοχή του ώστε να μην κοιμηθεί όμως οι μουσικές εκείνες του έφερναν  ύπνο. Παρακολουθούσε την κεντρική λωρίδα του δρόμου  παλεύοντας να μη χάσει την πορεία του. Σε μια στιγμή,  δίχως να το καταλάβει, βρέθηκε  δίπλα στις μπάρες και τον έπιασε πανικός, τον είχε πάρει ο ύπνος  για μερικά δευτερόλεπτα, θα μπορούσε να είχε  σκοτωθεί, κρύος ιδρώτας τον έλουσε, αμέσως σταμάτησε στην άκρη του δρόμου,  και κοιμήθηκε για κανένα μισάωρο σ’  ένα σκοτεινό σημείο, είχε ακούσει ότι αυτό το κάνουν οι ταξιτζήδες που εκτελούν νυχτερινά δρομολόγια,  «αν κοιμηθώ πέντε  λεπτά  είμαι  εντάξει, μπορώ να  οδηγώ για ώρες»  τους είχε πει ένας τύπος εκεί πάνω στον Έβρο όπου υπηρετούσε τη θητεία του κι  έτρεχαν σαν παλαβοί  να κερδίσουν χρόνο στην άδεια τους. Αυτός ο σύντομος ύπνος είχε καθαρίσει το μυαλό του και  μπορούσε  να συνεχίσει .

Θα πρέπει να είχε φτάσει στο μισό της διαδρομής, έψαχνε κανένα σημείο να αγοράσει λίγο καφέ και να ξεμουδιάσει.  Μπροστά του φάνηκαν κάτι φώτα. Κάποιο μαγαζί  διανυκτέρευε.   Ήταν καλό σημείο για μια στάση. Ετοιμάζονταν να στρίψει στην έξοδο της εθνικής όταν πρόσεξε την τελευταία στιγμή κάτι να σαλεύει πάνω στο οδόστρωμα, ένας άνθρωπος βρισκόταν   ξαπλωμένος εκεί στη μέση του δρόμου σαν φάντασμα,  τι στο διάβολο ήθελε μέσα στην ερημιά, φρενάρισε απότομα και κατέβηκε να δει τρομαγμένος . Γύρω  δεν υπήρχε ψυχή σαν να είχε πέσει βόμβα εξαφανίζοντας κάθε ίχνος ζωής,  μόνο τα φανάρια  από το μαγαζί που διανυκτέρευε  έφεγγαν και μπορούσε να δει τι γινόταν. Στη μέση του δρόμου ήταν σωριασμένος ανάσκελα ένας άντρας. Κοίταξε  το πρόσωπο του, δύσκολα καταλάβαινες  την ηλικία του,  τα γένια  κάλυπταν τη μορφή του, υπολόγιζε ότι θα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα – σαράντα. Όπως τον πρόσεχε διαπίστωσε ότι  ήταν ολόιδιος με τον παράξενο βορειοευρωπαίο  που έβλεπε στο συνοικισμό  των ξένων, εκεί στο πάρκο όπου έτρεχε, πως στο δαίμονα είχε βρεθεί εκεί πέρα !  «Είσαι  καλά;» τον ρώτησε,  ο άλλος έγνεψε «καλά- καλά». Δοκίμασε το τηλέφωνο του να καλέσει βοήθεια όμως σ’ εκείνο το καταραμένο σημείο δεν είχε καθόλου σήμα, ήταν σαν να βρισκόταν σε μια νεκρή ζώνη όπου τα πάντα είχαν μείνει μετέωρα, «τι γίνεται απόψε;» φώναξε μιλώντας στον  εαυτό του.

Έσκυψε και  βοήθησε τον άνθρωπο να σηκωθεί ενώ ταυτόχρονα ψαχούλευε το σώμα του μήπως είχε κρυμμένο κανένα όπλο ή μαχαίρι.  «Έχεις  νερό;» του είπε ο άλλος,  φαινόταν αδύναμος. «Ρε φίλε παραλίγο να σε λιώσω, είσαι τρελός, πως βρέθηκες εδώ πέρα,  τι κάνεις, από που έρχεσαι, που πηγαίνεις;»- « Είμαι με το φορτηγάκι μου, εκεί μένω, ήρθα για καφέ, κάτι έπαθα και ζαλίστηκα » του είπε ο ξένος καθώς άδειαζε  με μεγάλες γουλιές  ένα  πλαστικό μπουκάλι. «το φορτηγάκι μου έπαθε ζημιά, μπορείς να με πάρεις μέχρι την Αθήνα;»  -«άντε έλα» του είπε ενώ  μέσα του σκέφτονταν ότι έπρεπε να προσέχει  όμως  χρειαζόταν κάποιον να του μιλά ώστε  να μείνει ξύπνιος. σε περίπτωση που χρειαζόταν να παλέψουν τον είχε οπωσδήποτε,  όπως τον έκοβε  δεν υπήρχε περίπτωση να τον αιφνιδιάσει, αν έβλεπε  καμιά ύποπτη κίνηση θα τον πετούσε όπως ήταν  στην ερημιά κι ας έκοβε το κεφάλι του, δεν θα έσκαγε. 

Με τον ξένο δίπλα του μπήκε  στο μαγαζί που διανυκτέρευε, το μέρος έμοιαζε άδειο, δεν υπήρχε κανείς πίσω από τον πάγκο μόνο σε μια σκοτεινή γωνιά δυο φιγούρες καθόταν γύρω από ένα τραπέζι σιωπηλές.  «Είναι κανείς από το μαγαζί εδώ μέσα;» τους ρώτησε και τότε οι φιγούρες  σηκώθηκαν και κινήθηκαν προς το μέρος του. Ήταν αστυνομικοί.  Αγνοώντας τον εντελώς πλησίασαν προς τον ξένο κι ο ένας αστυνομικός ο πιο νεαρός,  το άρχισε να του ζητά τα στοιχεία του,  μιλούσε πολύ επιθετικά  και σε κάποια στιγμή άρχισε να τον βρίζει. «Μη του μιλάς έτσι!»  του φώναξε αυτός όμως ο αστυνομικός σαν να ερεθίστηκε περισσότερο και του είπε «σκάσε και κοίτα τη δουλειά σου!».  Το αίμα τού ανέβηκε στο κεφάλι, όλη η ένταση των ημερών σαν να βγήκε απότομα από μέσα κι όρμησε στον αστυνομικό, τον έπιασε από το γιακά  και του φώναξε «μη του μιλάς έτσι!»  εκείνη τη στιγμή όμως ήρθε ο δεύτερος  αστυνομικός που φαίνεται ότι είχε μια δύναμη τεράστια, και τον έσπρωξε μακριά σαν να ήταν μια άδεια χαρτοσακούλα, έκπληκτος κοίταξε τον δεύτερο αστυνομικό που του είπε ήρεμα «κάτσε ήσυχα φίλε, δεν υπάρχει θέμα πάρε το δικό σου και φύγετε».

Έμειναν οι δυο τους και μπήκαν στο αμάξι, είχαν ακόμα δυο τρις ώρες ταξίδι. Αφού είδε ότι ο ξένος   δεν ήταν και πολύ ομιλητικός  άνοιξε τη μουσική που έπαιζε πάλι ύμνους χριστουγεννιάτικους. «Ακούς τέτοια πράγματα;» είπε ο ξένος «ξέρεις τι είναι αυτά, εμείς  τα ακούμε τα Χριστούγεννα,  είναι τραγούδια  παλιά,  τα άκουγα στο σπίτι του παππού μου  όταν ήμουν μικρός και μαζευόμασταν στο χωριό, ξέρεις τι λέει το τραγούδι, «Χαρείτε! Ο Χριστός γεννιέται από την Παρθένο Μαρία !»  εκεί πάνω  έχουμε χιόνι πολύ τα Χριστούγεννα, ένα μέτρο, δύο μέτρα». Οι μουσικές είχαν ξυπνήσει τον ξένο που άρχισε να μιλά σαν να ξυπνούσε από κάποιο λήθαργο. «Τέτοιες  μέρες όταν ήμουν στην πατρίδα βγαίναμε με τους φίλους και γυρίζαμε στα σπίτια κρατώντας ένα ποτό που το λέμε βάσαϊ. Βάζουμε  τα καλύτερα υλικά, υδρομέλι και άγρια μήλα,  άλλοι βάζουν  μπράντι,  κανέλα και μοσχοκάρυδο. Η γιαγιά μου ήξερε την καλύτερη συνταγή κι έφτιαχνε το πιο γλυκό ποτό με σέρι,  ένα κρασί από άσπρα σταφύλια της Ισπανίας, έριχνε μέσα και  κομμάτια ψωμί που έψηνε στο φούρνο,  το δίναμε στους γείτονες, τραγουδούσαμε και καλούσαμε τον κόσμο να πιει από  το ποτό και να ευχηθεί μέσα στο χιόνι και στην παγωνιά, όλοι ήταν  χαρούμενοι, ά ήταν πολύ όμορφα !

Προχωρούσαν μέσα στο σκοτάδι ενώ αυτός προσπαθούσε να φανταστεί πως ήταν τα Χριστούγεννα εκεί πάνω στο βορρά.  «Τι λέει τώρα αυτός ο ύμνος;» ρώτησε τον ξένο, ο «ά αυτός μιλά για την Παναγία, πύλη του παραδείσου, άστρο της θάλασσας, εσύ που δέχτηκες τον  χαιρετισμό του Γαβριήλ, ελέησε εμάς του αμαρτωλούς»  εξήγησε  ο ξένος  κι εκείνη τη στιγμή είδαν μπροστά τους  τα φώτα της πόλης,  όλα γύρω φωτίστηκαν σαν να έπεφτε  κάποιος μετεωρίτης  από τον ουρανό,  το φεγγάρι βγήκε μέσα από τα σύννεφα που ξαφνικά σαν να άνοιξαν,  ο ξένος άρχισε πάλι να  άρχισε να τραγουδά δυνατά,  «χαρείτε χαρείτε ο χριστός γεννιέται από την παρθένο Μαρία»  ήθελε να τραγουδήσει κι αυτός  μαζί του όμως δεν ήξερε τα λόγια .

 

ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Εκεί κατά τα μέσα Νοέμβρη άρχιζε να νιώθει κάπως διαφορετικά, ξεκινούσε  η περίοδος των Χριστουγέννων, στην πόλη άρχιζαν να στολίζουν και τα...