Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

ΕΡΜΗΣ ΩΚΥΠΕΔΙΛΟΣ

Δεν περίμενε να γίνει έτσι, εκείνος  ήθελε μόνο  να ψάξει μέσα στο διαμέρισμα για τα λεφτά που λέγανε  ότι είχε ο γέρος.  Όλοι στην πολυκατοικία ήξεραν  ότι είχε κάπου κρυμμένα  πάνω από διακόσια  χιλιάρικα . Ο παππούς ήταν έμπορος  μεγάλος κάποτε κι είχε ένα κάρο ακίνητα σε όλη την πόλη   Δεν είχε σκοπό να τον πειράξει. Θα έπαιρνε μόνο  τα χρήματα  και θα έφευγε.  Όλοι γνώριζαν  ότι ζούσε μόνος  του. Ο γέρος δεν είχε παιδιά κι ήταν ο πιο στρυφνός άνθρωπος που υπήρχε, έτσι δεν είχε κανέναν δικό του να τον κοιτάξει κι η μόνη που έμπαινε στο σπίτι του ήταν μια ξένη γυναίκα , αντιπαθητική που δεν σου έλεγε ούτε καλημέρα ,  εκείνη θα τα έπαιρνε όλα σίγουρα. Με μια ταυτότητα άνοιξε την πόρτα που ήταν ξεκλείδωτη,  είχε ξαναμπεί στο διαμέρισμα και ήξερε περίπου τη διαρρύθμιση,  στο βάθος του σαλονιού υπήρχε ένα γραφείο όπου ο γέρος  κρατούσε όλα τα χαρτιά του, εκεί πέρα πήγε αμέσως  να ψάξει όμως καθώς σκάλιζε κάτι φακέλους  είδε το γέρο   να έρχεται από το βάθος του διαδρόμου κυλώντας  ένα καροτσάκι, ο γέρος  που δεν φορούσε τίποτα από τη μέση και πάνω,   μόλις τον αντίκρισε   άρχισε να τρέμει ψελλίζοντας κάτι λέξεις ακατανόητες ,   δεν  μπορούσε να καταλάβει τι προσπαθούσε να πει,  ύστερα σκίρτησε ολόκληρος  σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα,  κι έμεινε ακίνητος  εντελώς στο καροτσάκι του με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Αυτός φοβήθηκε,  ήθελε να φύγει αλλά  κρατήθηκε κι  άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια του γραφείου , σ’ ένα απ’ αυτά  βρήκε ένα χαρτονάκι τσακισμένο,  το άνοιξε και είδε ότι  περιείχε μια άσπρη κάρτα τράπεζας, πάνω στο χαρτονάκι ήταν ζωγραφισμένος ένα θεός αρχαίος με σανδάλια που είχαν φτερούγες, στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς έγραφε ‘’ΕΡΜΗΣ ΩΚΙΠΕΔΙΛΟΣ’’,  τι στο δαίμονα σημαίνει τούτο;»  ψιθύρισε. Τώρα  χρειαζόταν τον κωδικό, κοίταξε γύρω μήπως υπήρχε κάποιο χαρτάκι με νούμερα μα  δεν βρήκε τίποτα. Έπρεπε να φύγει επειγόντως από κει μέσα,  κρατώντας την κάρτα στράφηκε κατά την πόρτα για να βγει,   γυρίζοντας το βλέμμα είδε   το γέρο   που ξαφνικά  άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε με μια κακία απέραντη σαν να ήθελε να τον σκοτώσει με το βλέμμα του , ύστερα  έγειρε τον γερασμένο του λαιμό σαν να παρέλυσε .   Ήταν το πιο τρομακτικό πράγμα που του είχε συμβεί, ένιωσε τα γόνατα του να κόβονται, βιάστηκε να κλείσει την πόρτα και κατρακύλησε σαν τρελός τις σκάλες κρατώντας την κάρτα στη χούφτα του.

Όταν έμεινε μόνος στο μαγαζί του σκεφτόταν τι θα έκανε τώρα,  μπορούσε να ψωνίσει μερικά πράγματα  μέχρι να ακύρωναν την κάρτα όμως εκείνος ήθελε να δει πόσα λεφτά υπήρχαν στο λογαριασμό κι αν υπήρχε κάποιος τρόπος να τα βγάλει από κει μέσα.  Ένα εκατομμύριο σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του αλλά δεν είχε ιδέα για το πώς θα ξεκλείδωνε  την καταραμένη κάρτα. Αν ο λογαριασμός είχε μέσα τα λεφτά που λέγανε  θα μπορούσε να πληρώσει όλα τα χρέη του, να κανονίσει την  ασφάλεια  από το ψιλικατζίδικο του που ετοιμάζονταν να κλείσει. Μπορούσε να ταχτοποιήσει την εφορία του που δεν είχε πληρώσει εδώ και δέκα  χρόνια, να δώσει σε κάτι  γνωστούς  όσα χρωστούσε και ντρεπόταν να τους δει, να εξοφλήσει κάτι παλιούς προμηθευτές  και πάλι θα του περίσσευε ένα ποσό για ν’ αγοράσει κανένα  διαμερισματάκι δικό του . Ένα σωρό κινήσεις μπορούσε  να κάνει μ’  εκείνα τα λεφτά και να  απεγκλωβιστεί από τη διαβολεμένη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει  αυτά τα χρόνια, όλα αυτά όμως προϋπόθεταν κάποιον  τρόπο  για να μάθει τον κωδικό και δεν είχε σκοπό να ξαναμπεί σ’  εκείνο το διαβολεμένο διαμέρισμα όπου θα έβρισκε το μπελά του,  ούτε είχε πολύ χρόνο καθώς η άτιμη εκείνη η ξένη που μπαινόβγαινε στο σπίτι θα καταλάβαινε γρήγορα ότι κάτι είχε συμβεί.

Όλη τούτη η ένταση τον είχε καταβάλει,  τα βλέφαρα του έγειραν κι αποκοιμήθηκε εκεί  στην πολυθρόνα όπου καθόταν. Όταν ξύπνησε  του φάνηκε ότι μπήκε στο μαγαζί  ένας ηλικιωμένος μ’ ένα άσπρο κουστούμι γυαλιστερό , ήταν σίγουρος ότι τον είχε ξαναδεί κάπου κι  όταν πλησίασε κατάλαβε  ότι ήταν ο γέρος με τα λεφτά , «μπορείς να περπατήσεις;»  τον  ρώτησε  «σε συγχωρώ γι αυτό που έκανες « του είπε εκείνος  με μια φωνή παράξενη  και σκύβοντας στο αυτί του  ψιθύρισε τέσσερα νούμερα «3, 7, 1 7, αυτά είναι τα νούμερα όμως πρόσεχε,  θα πάρεις μόνο τα μισά χρήματα,  τα αλλά δεν θα τα πειράξεις» αυτό κράτησε μερικά δευτερόλεπτα, έπειτα η  γέρος   βγήκε στο δρόμο και χάθηκε. Ήθελε να σηκωθεί και να δει κατά που θα πήγαινε, να τον ρωτήσει πως κατέβηκε εκεί κάτω, να του ζητήσει συγνώμη  όμως ένιωθε καρφωμένος στην πολυθρόνα ενώ το σώμα του όλο είχε ιδρώσει.  Πήρε ένα μολύβι  να σημειώσει τα νούμερα όμως σκέφτηκε ότι ήταν εύκολο να τα θυμάται, ήταν τα τρία αγαπημένα του νούμερα, ειδικά το εφτάρι,  μια φορά είχε κερδίσει 5 χιλιάρικα  στο τζόκερ κι από τότε  τα έπαιζε συνέχεια ελπίζοντας να τα πετύχει πάλι.  Χωρίς να σκεφτεί πήγε αμέσως σ’ ένα αυτόματο  μηχάνημα και προς μεγάλη του έκπληξη τα νούμερα λειτουργούσαν !Τράβηξε το μεγαλύτερο ποσό που μπορούσε, 1000 ευρώ, και γύρισε  χαρούμενος στο σπίτι του, επιτέλους η τύχη φαινόταν για μια φορά στη ζωή του να  χαμογελά. Ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει τις οδηγίες του γέρου , δεν θα πείραζε παραπάνω χρήματα όμως με το όριο ανάληψης έπρεπε να περιμένει πολλές μέρες,  κι αν στο μεταξύ ακύρωναν την κάρτα τι μπορούσε να κάνει; Δεν έπρεπε να χάσει ούτε στιγμή  και μετά ας πήγαιναν να ψάξουν τι είχε συμβεί. Χρησιμοποιούσε κάθε φορά  διαφορετικά μηχανήματα για να μη δώσει στόχο και η κάρτα πάντα του έβγαζε λεφτά. Όλα φαίνονταν  να κυλούν ομαλά…

Οι μέρες περνούσαν κι η κάρτα δούλευε. Κανείς   δε φαίνονταν να παρεμβαίνει.  Είχε φτάσει κοντά στο ποσό που του είχε πει η γέρος  και δεν το πίστευε. Στο σπίτι του είχε μαζέψει ένα πακέτο με χαρτονομίσματα κολλαριστά κι έκανε όνειρα κάθε μέρα. Οι φίλοι και οι γνωστοί τον έβλεπαν ανεβασμένο  κι αναρωτιούνταν τι είχε συμβεί,  «Έ Κώστα  κέρδισες το λόττο;»  του φώναζαν. Είχε αλλάξει,  φορούσε  καινούρια ρούχα και παπούτσια,  κερνούσε δεξιά κι αριστερά όποιον έβρισκε, ποτέ στη ζωή του δεν είχε αισθανθεί τέτοια ευφορία.  Όταν έβγαλε τα μισά χρήματα  έλεγε μέσα του  ότι η τύχη του είχε φερθεί πολύ καλά, έπρεπε  να σωφρονιστεί,  να λογικευτεί  και να σταματήσει όμως η σκέψη ότι μπορούσε να βγάλει κι άλλα λεφτά δεν τον άφηνε.  Στο κάτω-  κάτω τι τα ήθελε ο γέρος,  κι αφού μέχρι τώρα δεν είχε μπλοκαριστεί ο λογαριασμός γιατί να μη συνεχίσει να τραβά; Από την άλλη όμως ήταν προληπτικός, δεν ήθελε να χαλάσει τη συμφωνία, κάτι τέτοιο θα έφερνε γρουσουζιά και κακοτυχία όμως ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος, το γύρισε πολύ μες το μυαλό του, βασανίστηκε πολλά βράδια  και τελικά αποφάσισε να συνεχίσει. Ξύπνησε ένα πρωινό του καλοκαιριού,  τότε που οι εργάτες πήγαιναν στη δουλειά  κι οι τηλεοράσεις από τα ανοιχτά  διαμερίσματα ακούγονταν να παίζουν μέσα στην ησυχία,  και πήγε με το αμάξι του σ’ ένα μηχάνημα,  κάπου  κοντά στην παραλία. Έβαλε την κάρτα και  πάτησε τα νούμερα όμως αυτή τη φορά η οθόνη  έδειξε ότι έκανε λάθος κι έπρεπε  να πληκτρολογήσει ξανά το σωστό αριθμό. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και δοκίμασε πάλι  τα νούμερα όπως τα θυμόταν : 3, 7, 1, 7 όμως ξανά το μηχάνημα του είπε ότι έκανε λάθος κι ότι είχε  μια ευκαιρία ακόμα,  πανικόβλητος τράβηξε την  κάρτα και την  έβαλε στην τσέπη του.

Είχε μια ευκαιρία ακόμα , μπορούσε να το αφήσει εκεί αλλά είχε πεισμώσει, έπρεπε  να δοκιμάσει, δε γίνονταν να το αφήσει έτσι,  τα δάχτυλα του έτρεμαν καθώς πληκτρολογούσε όμως το μηχάνημα του είπε  ξανά ότι έκανε λάθος και ξαφνικά, χωρίς να τον προειδοποιήσει, τράβηξε την κάρτα σα να την κατάπιε  ενώ η οθόνη άρχισε να αναβοσβήνει σα να τον κορόιδευε.  Αυτό  πήγαινε πάρα  πολύ για τα νεύρα του, η υπερένταση των ημερών τον είχε καταβάλει,  «άι στο διάβολο!»  φώναξε κι από τα νεύρα του τσάκισε την κάρτα και την έκανε δυο κομμάτια. «Εχω εκατό χιλιάρικα» σκέφτηκε, « ας το σταματήσω εδώ». Πήρε το αμάξι και βιάστηκε να φύγει από εκείνο το στοιχειωμένο  μέρος. Στο φανάρι όπου στέκονταν σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί, χρειαζόταν να ηρεμήσει λίγο, να δει τι θα έκανε με τα  χρήματα που είχε βγάλει, «πρέπει να πάω ένα ταξιδάκι» είπε στον εαυτό του,  «να χαλαρώσω λίγο, θα το κλείσω το μαγαζί καμιά βδομάδα». Στο αμάξι η ζέστη ήταν αφόρητη, άνοιξε το κλιματιστικό να δροσιστεί μια στάλα, ξεκούμπωνε το πουκάμισο του  όταν από το πουθενά εμφανίστηκε ένα τεράστιο  τζιπ που ερχόταν από το πλάι με φόρα σα να ήθελε να τον διαλύσει , πρόλαβε να  δει τον  οδηγό και τα μάτια του κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους, ήταν ο γέρος που τον κοιτούσε με το ίδιο κακό βλέμμα όπως τον είχε κοιτάξει στο διαμέρισμα του.  Το πελώριο τζιπ πέρασε πάνω από το αυτοκίνητο, οι  δυο  τεράστιες ρόδες  κύλησαν πάνω από τις δύστυχες λαμαρίνες μπροστά στο παρμπρίζ  . Ύστερα όλα σκοτείνιασαν. 

ΕΡΜΗΣ ΩΚΥΠΕΔΙΛΟΣ

Δεν περίμενε να γίνει έτσι, εκείνος  ήθελε μόνο  να ψάξει μέσα στο διαμέρισμα για τα λεφτά που λέγανε  ότι είχε ο γέρος.  Όλοι στην πολυκατο...