Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΥΝΟΥ


Κανείς δε κοιμόταν εκεί πέρα το βράδυ, όλοι γύριζαν σαν  τα  φαντάσματα μέχρι που τους πλάκωναν στα χάπια και ησύχαζαν,  δεν είχε όμως άλλη επιλογή, έπρεπε να βάλει εκεί μέσα τον πατέρα του γιατί δε γινόταν να τον κοιτάξει,  είχε μικρά παιδιά κι η γυναίκα του αν και δεν έλεγε τίποτα,  δυσανασχετούσε. Δε γινόταν αλλιώς, του είχε πάρει τις καλύτερες πιτζάμες και τον είχε βάλει στο καλύτερο γηροκομείο, έψαχνε καιρό πολύ  μέχρι να αποφασίσει, είχε ρωτήσει παντού όμως η κλινική που βρήκε  ήταν πολύ ωραία,  με θέα κάτω στη πόλη και κοντά σ’ ένα αυτοκινητόδρομο κεντρικό που πήγαινε κατά τη θάλασσα,  καθόταν εκεί στην αυλή ο γέρος  κάτω από μια πέργολα ανάμεσα σε γλάστρες με λουλούδια και κοιτούσε  μακριά  ώρα πολλή ώσπου ερχόταν οι νοσοκόμες και τον μάζευαν.   Μαζί του καθόταν πολλές φορές  και μια γριά που είχε αλτσχάιμερ,  δε μιλούσε μοναχά τον κοιτούσε μ’  ένα βλέμμα περίεργο και μετά χαμογελούσε σα να σκεφτόταν κάτι πολύ αστείο.

 Ο γέρος φαινόταν να έχει συνηθίσει εκεί μέσα,   σα να είχε χαθεί,  καμιά φορά ρωτούσε τι γίνεται έξω κι όταν αυτός του έλεγε κάποια νέα ο γέρος  τα σκεφτόταν όλη την ώρα,  όταν βαριόταν πήγαινε  στο κυλικείο  να δει λίγο τηλεόραση μέχρι να νυστάξει,  τις πιο πολλές  φορές λαγοκοιμόταν στην καρέκλα κι όταν άνοιγε τα μάτια  του αντίκριζε ένα ψάρι τεράστιο, βολτάριζε  σ’ ένα ενυδρείο , το είχαν  βάλει εκεί το καημένο μαζί με κάτι άλλα εξωτικά ψαράκια που είχαν φτερούγες κίτρινες και κοίταζαν με τα μεγάλα μάτια τους έξω όποτε κάποιος  πλησίαζε. Του άρεσε  κι  εκείνου όποτε πήγαινε το ενυδρείο με τα εξωτικά ψάρια,  όσο οι γιατροί  περνούσαν από το δωμάτιο του πατέρα του καθόταν και τα κοιτούσε,  ακουμπούσε το δάχτυλο του στο γυαλί κι εκείνα  ερχόταν και κολλούσαν το στόμα τους,  ίσως ηρεμούσε εκεί ο γέρος,  ίσως δεν ήταν και τόσο κακή επιλογή το ίδρυμα .

Τις νύχτες τον  σκεφτόταν συνέχεια,  τι να έκανε άραγε ο γέρος εκείνες τις ώρες, ήταν κρίμα που έμενε εκεί μέσα κλεισμένος όμως  όπως είχαν γίνει τα πράγματα ήταν αδύνατο  να τον φέρει στο σπίτι. Όλη την ώρα εκείνον συλλογίζονταν, τον είχε για πρότυπο,  του φαινόταν ότι όλα όσα είχε κάνει ο γέρος ήταν σωστά κι εκείνος δε μπορούσε να του μοιάσει  όσο κι αν προσπαθούσε.  Όπως  περνούσαν τα χρόνια τον αγαπούσε  περισσότερο  σα να ένιωθε ότι θα τον έχανε σύντομα, ένιωθε τύψεις. Ένα βράδυ που στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του  ξύπνησε μια στιγμή από κάποιον θόρυβο,  στο ραδιόφωνο έπαιζε η εκπομπή με τους τύπους που τηλεφωνούσαν,  μισοκοιμισμένος όπως ήτανε άκουσε κάποιον που ευχαριστούσε   τους γιατρούς που τον πρόσεχαν σε κάποιο ίδρυμα, άνοιξε λίγο την ένταση ,  ‘’Αν ήμουνα κοντά στο γιο μου δε θα φοβόμουν τίποτε! ’’ είπε σε  μια στιγμή κι εκείνος πετάχτηκε απ το κρεβάτι του, την ήξερε αυτή τη φωνή,   ήταν ο πατέρας του,  πως στο δαίμονα τηλεφωνούσε, που είχε βρει συσκευή, γιατί δε κοιμόταν, τι στα κομμάτια έκαναν στο γηροκομείο, πως τους άφηναν έτσι;  

Την άλλη μέρα πήγε και ζήτησε να τον πάρει ,  είχε ένα διαμέρισμα απέναντι από το δικό του που έμενε ξενοίκιαστο και τον έβαλε εκεί, έτσι είχε το κεφάλι του ήσυχο, μπορούσε να τον παρακολουθεί.  Ευτυχώς πρόλαβε να τον βγάλει προτού απαγορευτούν τα πάντα εξαιτίας της επιδημίας που  απλώνονταν παντού, η πόλη ήταν  όπως το Πάσχα, νεκρή,  αλλά εδώ το πράγμα συνεχίζονταν για μέρες,  όλοι είχαν γίνει κάπως σα να είχαν αγριέψει,  οι υπάλληλοι σε κοιτούσαν  βλοσυρά,  οι κοπέλες στα μαγαζιά βιάζονταν να ξεμπερδέψουν μαζί σου και σου πετούσαν στα μούτρα τα ρέστα,  οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με μάσκες,  στο δρόμο δε κυκλοφορούσαν ούτε σκυλιά,  ήταν σα να έβλεπες εκεί πέρα ένα θρίλερ, ένιωθες ότι  από κάπου θα πετάγονταν τα ζόμπι να σε κατασπαράξουν. Από τη δουλειά  είχε σταματήσει και καθώς δεν είχε κάτι να κάνει   ήταν καλή ευκαιρία  να βλέπει τον πατέρα του λίγο περισσότερο, περνούσε στο άλλο διαμέρισμα και καθόταν  κάμποση ώρα χωρίς  να  πλησιάζει το γέρο που του μιλούσε για τα παλιά,  για την εποχή που πήγαινε στα χωράφια με το αλέτρι να οργώσει και για τον πόλεμο,  τότε που τους κουβαλούσαν στα βουνά οι αντάρτες με το ζόρι,  εκείνες οι ιστορίες ήταν οι αγαπημένες του.

Έξω ο  κόσμος έμοιαζε να έχει τρελαθεί, αγόραζαν καρότσια άπειρα με φαγητά, αποθήκευαν  αλεύρι  και μαγιά για να ζυμώσουν λες κι είχαμε πάλι κατοχή,  άλλοι  πάλι έλεγαν για κάτι προφητείες ότι ερχόταν το τέλος του κόσμου, ότι θα ακλουθούσαν σεισμοί και πόλεμος, ο κόσμος τα είχε παίξει !  Είχε αρχίσει να του τη δίνει,  σταμάτησε να βλέπει τα δελτία που λέγανε όλο τα ίδια και σου μαύριζαν τη ψυχή, έξω απαγορεύονταν  να κυκλοφορείς και στο σπίτι κοιμόταν με βάρδιες, όταν  ξυπνούσε ερχόταν η γυναίκα του, ήταν η σειρά της, εκείνη ήταν τύπος νυχτερινός, καθόταν μέχρι αργά βλέποντας   τηλεόραση. Χωρίς  να το καταλάβει  άρχισε να χάνει  τη μπάλα, οι  μέρες έμοιαζαν ίδιες, δε μπορούσες να ξεχωρίσεις την Κυριακή από την καθημερινή, διάφοροι περίεργοι του τηλεφωνούσαν, κάτι τύποι που τους είχε εντελώς  ξεχασμένους, ποιος ξέρει σε τι κατάσταση βρίσκονταν  τώρα που   όλοι είχαν απομονωθεί μέσα στα σπίτια τους, ήταν παράξενη κατάσταση.Όποτε περνούσε από τον πατέρα του εκείνος τον ρωτούσε τι γίνεται έξω, ο γέρος παρακολουθούσε τις ειδήσεις κι έδειχνε να φοβάται πολύ, ποιος δε φοβόταν  άλλωστε,   ‘’Όλα θα τελειώσουν σε κάνα  μήνα μπαμπά!’’  του έλεγε πάντα και γυρνούσε στο διαμέρισμα του.  

Ένα πρωί  που του πήγαινε φαγητό τον  βρήκε  σωριασμένο στο πάτωμα,  κατατρόμαξε, τον σήκωσε και είδε ότι ανέπνεε, τον  έβαλε να ξαπλώσει,  ο γέρος   ανέπνεε ελαφρά, σε μια στιγμή άνοιξε τα ματιά κι όταν τον είδε είπε  ‘’Ευχαριστώ, δεν πάω καλά,  τέλειωσαν τα ψωμιά μου, ξέρεις γιατί έπεσα κάτω,   όλο τα βράδυ σκεφτόμουν μια καταραμένη ιστορία που με κυνηγά δε στην είπα ποτέ όμως τώρα πρέπει να τη βγάλω από μέσα μου.’’ Πήρε μια ανάσα και συνέχισε,  ‘’ Εσύ νομίζεις ότι είμαι άγιος άνθρωπος όμως δεν είναι έτσι,   όταν ήμουν αντάρτης  πηγαίναμε στα σπίτια  και παίρναμε αγόρια και κορίτσια να τα βγάλουμε στο βουνό,  ξέρεις τότε έτσι γινόταν,  εμένα δε μου άρεσε,  στην αρχή φοβόμουν όμως ύστερα λέω μέσα μου ‘’Αφού μπήκες στο χορό θα χορέψεις !’’,  μια φορά σ’ ένα χωριό μπαίνουμε σ’ ένα σπίτι που ξέραμε ότι έχει δυο παιδιά,  ρωτάμε τη μάνα τους, ‘’Δεν είναι κανένας εδώ’’ κάνουμε να φύγουμε και βλέπω σ’  ένα καλάθι μεγάλο κάτι να κουνιέται,  πάω κι ανοίγω το καπάκι,  μια κοπέλα ξανθιά όμορφη σαν άγγελος,  ‘’Έλα δω!’’ της λέω και τη βγάζω,  εκείνη την ώρα έρχεται η μάνα της και μου δίνει ένα χαστούκι,   είδα αστράκια,  ο άλλος που ήταν μαζί μου γυρίζει το όπλο να τη σκοτώσει εκεί επί τόπου,  ‘’Όχι άστο!’’ του λέω και φωνάζω στη μάνα ‘’Όλοι πρέπει να τυραννιστούμε έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα,  μη νομίζει ότι κι η δικιά μου μάνα δε πονά που δεν έχει το παιδί της!’’ το παίρνουμε το κορίτσι και το βγάζουμε στο βουνό,  ύστερα εμένα μ’ έστειλαν σε μια πορεία πολύ μεγάλη μέχρι τα σύνορα  έπρεπε να διασχίσουμε μια χαράδρα,  ένα ρέμα πολύ ορμητικό  σε μια τοποθεσία που τη λέγανε ‘’Τα νερά του κεραυνού’’, εκεί  χτύπησα το πόδι μου,  με επήραν σε φορείο, μπήκαμε  σ’  άλλη χώρα,  έμεινα μήνες στο νοσοκομείο,  έχασα κάθε επαφή.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος  όλο εκείνο το κορίτσι σκεφτόμουν,  το είχα κρίμα στο λαιμό,  ήλπιζα ότι σώθηκε,  γυρνώ σ’ εκείνο το χωριό,  ήμουν σε μια εκδρομή,  πήγα μόνο γι αυτό λόγο,  ρωτώ εκεί κάτι γριές   ‘’Στο  σπίτι στην πλαγιά δεν ήταν ένα κορίτσι ξανθό,  τι απέγινε;’’  μιλούν αυτές λίγο μεταξύ τους και μου λένε ‘’Τη βλέπεις εκείνη που ψωνίζει στο φούρνο,  αυτή είναι!’’ , πηγαίνω κατά κει και τη βλέπω μ’  ένα τσεμπέρι μαύρο, δεν ήταν ωραία όπως τότε που ήταν κορίτσι,  εκείνη μόλις με είδε με γνώρισε,  γυρνά και  μου λέει,  ‘’Νομίζεις πως σε ξέχασα,  καταραμένος να είσαι,  άσπρη μέρα να μη δεις στη  ζωή σου!’’ εκείνη την κουβέντα την είχα στο αυτί μου συνέχεια,  δε μπορούσα να ησυχάσω,  μου πήρε χρόνια να το περάσω,  ακόμα και τώρα την ακούω, χτες το βράδυ την είδα πάλι σε όνειρο,  έβγαζε ένα πιστόλι και με πυροβολούσε  εδώ κάτω στη κοιλιά, όταν ξύπνησα πονούσα σα να έφαγα σφαίρα, γι αυτό ζαλίστηκα ’’.

Άφησε το φαγητό κι έφυγε σέρνοντας τα πόδια του, η   κουβέντα τον είχε προβληματίσει,  ώστε έτσι λοιπόν είχε κάνει ο γέρος  και τον είχε για υπόδειγμα,  από τότε που κλείστηκε στο σπίτι δεν ήταν καλά με τα ψυχολογικά του ήταν ανάγκη να το μάθει τώρα κι αυτό,  καλά πως είχε μπορέσει ο μπαμπάς του  να το πάρει εκείνο το κορίτσι μπροστά στη μάνα του, μα πόσο  άχρηστος ήταν κι εκείνος  τον είχε θεό,  πως κατέρρεε   έτσι αυτός που  είχε βάλει τόσο ψηλά ! Ζαλισμένος όπως ήταν αποφάσισε να βγει να περπατήσει κοντά στη θάλασσα , είχε και μια εκκρεμότητα στην τράπεζα  ήταν καλή ευκαιρία να την ταχτοποιήσει.  Κανονικά απαγορεύονταν  η κυκλοφορία  όμως δεν άντεχε, στο δρόμο για την παραλία  είδε δυο αστυνομικούς που   ερχόταν από μακριά κατά πάνω του και βιάστηκε να περάσει στην απέναντι πλευρά,  ένας σκύλος περπατούσε στην ερημιά, ένας άστεγος κοιμόταν κάτω απ’ τις βρωμερές κουβέρτες του. Στη θάλασσα  τα νερά ήταν καθαρά,  μια πάπια βουτούσε κάτω απ’  την επιφάνεια, ομίχλη σκέπαζε τα καράβια,  κάτι σημαίες κυμάτιζαν ψηλά δεμένες στους γερανούς, το λιμάνι θύμιζε πόλη της Βαλτικής,  αυτή ήταν η όψη της πόλης που του άρεσε.

Στη τράπεζα  έμοιαζε σα χαμένος, θυμόταν όλη την ώρα την ιστορία με το ξανθό κορίτσι, δεν το χωρούσε ο νους  ότι ο μπαμπάς του είχε κάνει τέτοιο πράγμα, κι  αν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο  εκείνος τι θα έκανε άραγε στη θέση του, τι κουβαλούσε στο αίμα του,  πως γίνεται να φέρεσαι τόσο σκληρά,  ήταν ανάγκη να του το πει τώρα και να του χαλάσει την εικόνα που είχε φτιάξει μια ζωή; Περίμενε  έναν παππού που έκανε οχτώ ώρες να βγάλει τα πράγματα από  το τσαντάκι  του,  δυο υπάλληλοι τον κοίταζαν καχύποπτα κάτω απ’  τα γυαλιά τους ,  ένας  ψυχρός τύπος με μούσι  πίσω απ’ τον πάγκο  του φώναξε πολύ απότομα ’’ Μη πλησιάζετε!’’ και  δείχνοντας του ένα μπουκαλάκι με αντισηπτικό είπε κοφτά   ‘’Πλύνετε τα χέρια σας!’’,  πλήρωσε στο ταμείο συγχυσμένος κι όπως πήγαινε κατά την έξοδο στάθηκε σαν άγαλμα μπροστά στη πόρτα  σα να μην ήξερε τι να κάνει, σα να μη θυμόταν για ποιο λόγο ήταν εκεί πέρα, σα να είχε ξαφνικά αδειάσει το μυαλό του,  ο υπάλληλος πίσω απ τον πάγκο  του φώναξε ‘’Περάστε έξω κύριε !’’ όμως αυτός  είχε παγώσει,  όλοι εκεί μέσα είχαν καρφωθεί πάνω του ώσπου κάποιος τον έσπρωξε πολύ απότομα, τότε μόνο ξύπνησε. 














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...