Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΡΑΘΡΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Ένα κοριτσάκι ξεχύθηκε στο περιφερειακό ανάμεσα στα αυτοκίνητα που έτρεχαν σα παλαβά ξεφωνίζοντας, κάποιος αναμαλλιασμένος με κίτρινο πουκάμισο έτρεχε ξοπίσω του, τα αμάξια φρενάριζαν, κορνάριζαν, επικρατούσε πανικός, αυτός φώναζε ότι τον έκλεψε, πήδηξε τα κάγκελα, τόφτασε στο άλλο πεζοδρόμιο, τόπιασε απ το λαιμό, ήθελε να το φάει ζωντανό, αφρούς έβγαζε απ το στόμα, ένας τύπος ψηλός που κρατούσε δυο παιδιά τα παράτησε, τον τράβηξε βίαια, και τον πέταξε στην άκρη ενώ το κοριτσάκι είχε σωριαστεί κλαίγοντας κι ασθμαίνοντας.

Ήρθαν δυο μηχανές της αστυνομίας, δυο ψηλοί αστυνόμοι με γυαλιά που αντανακλούσαν τον ήλιο και σε στράβωναν ανέλαβαν το τρελό, όλοι κοιτούσαμε σαστισμένοι.

Εκεί στη Νικόπολη γίνονταν αυτά , στα δυτικά της πόλης, δεν ακούς ελληνικά κατά κει , δε μπορείς να ρωτήσεις για να βρεις ότι ψάχνεις, μονάχα κάτι σκύλους μικρούς βλέπεις να στέκονται καταμεσής των δρόμων μες τον ήλιο , των δρόμων που έχουν ρωγμές βαθιές, σπουργίτια κάνουν αμμόλουτρα στους χωματόδρομους, τσιμπολογούν ξεροκόμματα, ζωάκια βλέπεις μπροστά σε βιτρίνες, φυλακισμένα σε κλουβιά, κάτι σαύρες και κάτι πουλιά και κάτι ψάρια στριφογυρνάνε ώσπου να ζαλιστούν, άνθρωποι με γυαλιά μαύρα θυμίζουν κοράκια κι άλλα πουλιά του δάσους.

Μ ε φώναξαν για ένα ιδιαίτερο κατά κει, κάτι τύποι απ τη Ρωσία σ ένα διαμέρισμα ισόγειο , δε το περίμενα έτσι, πρέπει νάχουν ρίξει πολλά λεφτά εκεί μέσα, το κλιματιστικό στο φουλ, κάτι κρεβάτια στρωμένα με άσπρα σεντόνια, εικόνες απ τη Τήνο κι άλλες ρώσικες, φωτογραφίες ζωντανών ή πεθαμένων στους τοίχους, καλύτερα να μη ρωτάς πολλά, κοιτάζω μια φοβερή που πιάνει ένα τοίχο ολόκληρο, θυμίζει Ρουμπλιόφ, έξοχα χρώματα χρυσαφιά και μαβιά, περίπλοκες πτυχώσεις στα φορέματα των αγγέλων, λεπτά περιγράμματα των μορφών, θυμίζει εκείνες τις εικόνες που έφτιαχνε ο Ρώσος καλόγερος μαζί με τον Θεοφάνη τον Έλληνα όταν κρεμασμένοι απο σκαλωσιές πανύψηλες εικονογραφούσαν τους θόλους και τις κολώνες του Κρεμλίνου, σ εκείνα τα μοναστήρια του βορρά που οι στέγες τους τρυπούν τον ουρανό.

Ένας γέρος αντίκρυ μου με προφορά ποντιακή, ανάσα που μυρίζει αλκοόλ, '' Την έφερα απ΄ το χωριό μου απ τη Ρωσία, είναι η Αγία Τριάδα, τους αγγέλους δείχνει που πήγαν στον Αβραάμ ένα μεσημέρι. Ο γέρο -Αβραάμ σήκωσε το βλέμμα και τους είδε από μακριά νάρχονται, τούς πήγε σε μια βρύση να ξεπλυθούν απ τη σκόνη, τους έβαλε κάτω απ τη μεγάλη βελανιδιά του Μαμβρή όπου είχε δροσιά, είπε στη γυναίκα του να ψήσει ψωμί άζυμο από σιμιγδάλι, έφερε βούτυρο και γάλα και κρέας τρυφερό να περιποιηθεί τους καλεσμένους του, ενώ αυτός παρέστεκε απο πάνω τους σα ταπεινός υπηρέτης, μη τυχόν ζητήσουν τίποτα''.

Ένα κοριτσάκι για το ιδιαίτερο μου δείξανε, είναι πολύ έξυπνο μου είπανε και πολύ ώριμο, του είπα να του γράψω έναν κανόνα, '' Όχι αφήστε εμένα μ' αρέσει να γράφω !'', έκανε κάτι γράμματα ωραία, στρογγυλά, ΄΄...ξέρετε η δασκάλα μου στο φροντιστήριο δε ξέρει πολλά!΄΄, δεν έπρεπε να το πει αυτό, σε μια στιγμή ήρθε η αδερφή του ''Που ήσουνα καλέ;'' - '' ....με το μπαμπά στο γυμναστήριο''- ''Είναι από άλλο πατέρα '' είπε το μεγάλο ψιθυριστά,''... ο δικός μου είναι στη Ρωσία, ζωγραφίζει ένα μοναστήρι '', δε χρειαζόταν να μου το πει ούτε αυτό, μου φάνηκε ότι παραήταν έξυπνο.

Ο γέρος ήθελε να μου δείξει και την άλλη εικόνα, τη τρομερή, αυτή που έδειχνε βροχή απο θειάφι και φωτιά να πέφτει απ τον ουρανό στα Σόδομα, καθώς ανέτειλε ο ήλιος, καίγοντας ανθρώπους και ζώα κι ότι φύτρωνε στη γη απάνω, καπνοί ανέβαιναν απ τη κολασμένη πόλη σα να έκαιγε καμίνι από άσβεστη!

''Τέτοια φωτιά έβγαζαν τα φλογοβόλα στο πόλεμο της Ουκρανίας, '' είπε ο γέρος''.. εγώ ήμουν μικρός, ακολουθούσα το στρατό, έδινα νερό στους πληγωμένους μαζί με κάτι γυναίκες που φορούσαν παντελόνια στρατιωτικά, χιλιάδες απ αυτούς υπήρχαν σκόρπιοι στα χωράφια και παρακαλούσαν για μια στάλα νερό να βρέξουν τα χείλια τους, σ έπιανε απελπισία!

Έπρεπε να δεις τους Γερμανούς πως έτρεχαν σαν έβλεπαν τις μεραρχίες μας με τα φλογοβόλα να βάζουν φωτιά παντού, μείον σαράντα είχε, έτρεχαν σα παλαβοί, έκλεβαν ζακέτες και παλτά από γριές να σκεπαστούν, δεν ήταν μαθημένοι σε τέτοιο κρύο, αυτοί είχαν συνηθίσει να κάνουν παρέλαση με τα μανίκια σηκωμένα και τ άρματα τους να ανοίγουν δρόμο, τώρα ήταν ελεεινοί, κλαίγανε σα μικρά παιδιά, φωτογραφίες με τα παιδιά και τις γυναίκες τους μας δείχνανε να τους λυπηθούμε, ήταν χάλια.

Για εκδίκηση έβαλαν φωτιά στην εκκλησιά μας, από κει είναι αυτές οι εικόνες, πρόλαβα και τις πήρα προτού γίνουν όλα στάχτη, όλη νύχτα τις κουβαλούσα σ ένα δάσος, είχα χάσει το στρατό, έφυγαν μπροστά, σάλπιγγες ακούγονταν από μακριά, λέγανε ότι σ' εκείνο το δάσος λύκοι τριγυρνούσαν ψάχνοντας για πτώματα, άμα έπεφτες απάνω τους δε φοβούνταν τίποτα, έλεγαν για ένα λύκο κουτσό, μαύρο που είχε συνηθίσει σε κρέας ανθρώπινο και πολλοί τον είχαν δει με κομμάτια από χέρια ή πόδια στο στόμα του, υπήρχε και κάπου εκεί ένα βάραθρο, ένας λάκκος τριγυρισμένος από δέντρα που δεν έβλεπες το πάτο του, από κει ακούγονταν τη νύχτα φωνές πεθαμένων που τους είχαν ρίξει εκεί μέσα, έτρεμα!''




Ήθελα ν αφήσω το γέρο - Ρώσο αλλά η γριά γυναίκα του μούδωσε ένα κομμάτι ψωμί, ένα καφέ κι ένα ποτήρι νερό κρύο, το ψωμί είχε γεύση υπόξινη, η γριά το είχε ζυμώσει, ήταν πρόσφορο με κάτι σφραγίδες περίεργες απάνω του ρώσικες, κάτι αετοί δικέφαλοι, κάτι γράμματα κυριλλικά, η γριά γελούσε και φαίνονταν τα κόκκινα ούλα της, για κάποιο λόγο με είχε συμπαθήσει, κάτι έφτιαχνε στη κουζίνα κι έριχνε ένα χόρτο στο φαγητό '' Κόλιαντρο είναι'' μου είπε ''... το βάζουμε παντού'', είχε μια μυρουδιά έντονη, παράξενη, σε μια φάση η γριά που έσερνε τις παντόφλες της και φορούσε ένα τσεμπέρι μαύρο έπιασε ξαφνικά το χέρι μου χωρίς να με ρωτήσει, και κοιτάζοντας μια τη παλάμη μου μια εμένα μου είπε σιγανά ''Είσαι στο σωστό δρόμο! Το βλέπεις εδώ!'' Και μούδειξε μια καμπύλη, ''...θα βρεις αυτό που γυρεύεις, μόνο πρόσεξε! Κάποιος ή κάποια σε περιμένει από καιρό σ ένα μέρος! Είναι σκοτεινός δε τον βλέπω καλά! '' ύστερα μ' αγκάλιασε γελώντας.


Όπως έφευγα έβλεπα ζωγραφιές κρεμασμένες που είχαν αντιγράψει παλιές αφίσες, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ με το τσιγάρο στα χείλη, ο Καζαντζίδης με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι ριγμένο πίσω, ένα μικρόφωνο μπροστά του, άνοιξα μια πόρτα αλλά δεν ήταν η έξοδος και τότε είδα ένα χέρι να έχει μπει απ το παράθυρο του ισογείου και να ψαχουλεύει πάνω στο ψυγείο κάτι χαρτονομίσματα που ήταν αφημένα εκεί πάνω, ένα κεφάλι με μαλλιά σαν άχυρα ήταν πιο πίσω πάγωσα, ήταν πολύ ξαφνικό, δε μπορούσα να κουνηθώ να μιλήσω, αυτός με είδε όπως ήμουν σαστισμένος, το χέρι συνέχισε να ψαχουλεύει....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...