Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΙ ΤΟΥ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ


''Τι ωραία να ήμουν σαν εσένα, να μπορούσα να τη ξεχάσω!''


Δε τον έβλεπα καλά το Κοσμά, φορούσε μαύρα γυαλιά, το μάτι του είχε κοκκινίσει από επιπεφυκίτιδα, δούλευε διπλοβάρδια σ' ένα εργοστάσιο, έχασε το μπούσουλα, ο αντικαταστάτης του δεν ήρθε εκείνη τη μέρα, ''Τι γίνεται εδώ πέρα αναρωτήθηκε μια στιγμή, δε θα σχολάσω ποτέ εγώ;''

Φαρμακείο ψάχναμε, κάπου στη Πλάτωνος, ένα διανυκτερεύον, μια κοπέλα με βαθύ ντεκολτέ έδινε σταγόνες σ ένα Κινέζο, και κομπρέσες σ ένα μελαψό για το παιδάκι του, ένα κοριτσάκι μ' ένα φορεματάκι γεμάτο κεράσια, ''....είναι από χαμομήλι '' του είπε''.... τρεις φορές τη μέρα θα βάζει στο ματάκι του'', κάποια στεκόταν μπροστά μου, δε ξέρω γιατί δε μου άρεσε, κάτι κραγιόνια κοίταζε και κάτι κρέμες, πήρα το φάρμακο και πήγαμε κάπου με τον Κοσμά.

Σ ένα μαγαζί ένας τύπος πίσω από ένα πάγκο ετοίμαζε καφέδες πυρετωδώς, κατέβαζε μοχλούς, ανακάτευε αφρούς και νερά, γέμιζε κυπελλάκια με πάγο, έπλυνε πιάτα σ ένα νεροχύτη, έβαζε κι έβγαζε απ το ψυγείο χυμούς, γάλατα σοκολατούχα, τενεκεδάκια με μπύρες κι αναψυκτικά, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, πορτοκαλιά, παντού τριγύρω δοχεία μεταλλικά, καλαμάκια, πορτοκάλια για στύψιμο, κούπες πορσελάνινες, κάποιοι αδημονούσαν, γύρισα να δω σε μια στιγμή κι είδα μια τρελή που είχα διαβολοστείλει κάποτε '' Ωχ!'' σκέφτηκα!'', δεν είχα καμιά όρεξη βραδιάτικα, δε με γνώρισε.


Καθίσαμε έξω στο δρόμο άνθρωποι καβάλα σε μηχανάκια ρολάριζαν στην άσφαλτο, μια διαρροή υπήρχε κάπου, νερό έτρεχε, περιστέρια είχαν μαζευτεί να ξεδιψάσουν, βουτούσαν το κεφάλι τους ολόκληρο στο νερό, σε μια βιτρίνα πιο κει καταρράχτες και ποτάμια, ηλιαχτίδες και φυτά εξωτικά, σώματα υψώνονταν μπροστά σε δίχτυα του βόλεϊ, χρώματα πρασινωπά κυμάτιζαν κάπου στην Αρκτική καθώς εμφανίζονταν το βόρειο σέλας, ο Κοσμάς ήταν μούσκεμα, ''Καλά εγώ δεν είμαι φίδι σαν εσένα, να μην ιδρώνω μες το κατακαλόκαιρο!'' γκρίνιαξε.

΄΄Μακάρι να ήμουν σαν  και σένα, να ξεκολλούσα , όμως τη βλέπω συνέχεια στο κέντρο, όλο μπροστά μου πέφτει όποτε κατεβαίνω, φορά τα γουόκ μαν της και περπατά, από μένα τόχει μάθει, φορά εκείνη την άσπρη μπλούζα και τα παπούτσια με τα τακούνια τα ψηλά, της έχω πει ότι θα πέσει και θα τσακιστεί καμιά ώρα από κει πάνω που ανεβαίνει!

Με κοιτάζει, με καρφώνει, γέρνει προς το μέρος μου, σχεδόν ακουμπά απάνω μου, βλέπει το λαιμό μου, πάντα είχε μανία να με φιλά εκεί, εγώ παρατηρώ τη δεσμίδα από τ ασημένια βραχιόλια που τυλίγουν τον καρπό της, τα κινέζικα τατουάζ που έχει ζωγραφίσει στο πόδι, πάνω απ τον αστράγαλο, θυμάμαι που μου έλεγε ότι την ηρεμούσα κι ήταν σα να έκανε γιόγκα όταν ήτανε μαζί μου, χαλάρωνε, βυθίζονταν στη πολυθρόνα, έκλεινε τα μάτια.

Ξέρει ότι θα με πιάσει εκείνο το αντρικό που θέλω να τη προστατέψω, θα μου πει ότι δεν αντέχει τα Σάββατα στη πόλη μοναχή της, ότι μόλις γύρισε από ένα νησί κι έπεσε ψόφια να κοιμηθεί στο αμάξι κι όταν πήγε στο σπίτι κάποιου εκείνος δεν της άνοιξε την πόρτα.

''Ξέρεις, πήγα μαζί του γιατί μου θύμιζε εσένα, το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι ρε; '' κι εγώ πρέπει να το καταπιώ.

Γιατί μαζί μ' αυτό θα μου πει για τότε που πήγαμε διακοπές στη Λήμνο, κι όλη μέρα κολυμπούσαμε σε μια παραλία βλέποντας τα σκοινιά των καραβιών να τινάζουν την άμμο όπως ετοιμάζονταν να σαλπάρουν.

Θα μου πει για τότε που πάτησε ένα ξυλαράκι από σουβλάκι κι εγώ την έτρεχα στα φαρμακεία και στα κέντρα υγείας, και περιμέναμε εκεί πέρα μαζί μ ένα παιδάκι που το είχε δαγκώσει ένα φίδι κι έκλαιγε ασταμάτητα.

Θα μου πει για τότε που μείναμε στη πόλη μες το δεκαπενταύγουστο, κάπου σ ένα διαμέρισμα στην Ηλιούπολη, όλη η πολυκατοικία ήταν άδεια, όλοι είχαν φύγει, με είχε πάει στο δωμάτιο της, μια κάμαρα βαμμένη σε χρώμα κόκκινο βαθύ, μια άλλη σε χρώμα ροδακινί, κοριτσίστικο, κάτι μπαλόνια γαλάζια πεταμένα σε μια γωνιά.

Θα μου πει για το υπόγειο από κάτω μας όπου μένανε κάτι γύφτοι, μια μέρα τους είχαμε δει να κουβαλούν μια τεράστια μπανιέρα χαράζοντας το οδόστρωμα, έκαναν φασαρία απίστευτη, μπροστά στο παράθυρο τους είχαν βάλει κάτι φυτά που μάζεψαν απ τα σκουπίδια, τα πότιζαν κι είχαν ανθίσει, κρεμούσαν τα ρούχα τους μπροστά στα τζάμια, τα βράδια τηγανίζανε κρέατα σ ένα σκεύος μεγάλο, αλουμινένιο, έβλεπαν προγράμματα περίεργα απ το δορυφόρο που είχαν εγκαταστήσει , ξάπλωναν σ έναν καναπέ που είχαν κουβαλήσει, άλλοι κείτονταν στο πάτωμα, τα μικρά έπαιζαν γελώντας. ''




Ένα λεωφορείο φορτώνει εκεί κοντά Γεωργιανούς που φεύγουν για τον Καύκασο, βαλίτσες και τσάντες πελώριες, θα διασχίσουν όλη τη βόρεια Τουρκία και τον Πόντο μέχρι ψηλά, κάποιοι έχουν επιβιβαστεί ήδη, μοιάζουν εγκλωβισμένοι, από έναν φούρνο γειτονικό μυρουδιά φρεσκοψημένου ψωμιού, κλούβες των ΜΑΤ έχουν παραταχτεί στη Δωδεκανήσου, πέρα στα δικαστήρια κάποιες αίθουσες φωτεινές για τ' αυτόφωρα, ο Κοσμάς :

''Θα μου πει για τότε που μπήκαμε σ ένα μέρος και κοιτούσαμε κρυστάλλους λευκούς από αλάτι του Ατλαντικού, λαμπυρίζανε όμορφα, και τους άλλους τους κρυστάλλους απ το κοκκινωπό αλάτι των Ιμαλαϊων, θα μου πει για τότε που με είχε δει να κοιμάμαι με τα βλέφαρα μισάνοιχτα κι είχε τρομάξει, για τότε που είχαμε σταματήσει σε μια βρύση να πλύνουμε τα πόδια μας απ την άμμο και για τότε που είχαμε κάνει μια ευχή ρίχνοντας ένα κέρμα σ ένα συντριβάνι, δεν έπρεπε να τη πούμε φωναχτά για να πιάσει, εγώ είχα ευχηθεί να μη μ' αφήσει ποτέ!.

Για κείνο το ξενοδοχείο σ ένα νησί που είχαμε μείνει, κι όταν φύγαμε θυμηθήκαμε ότι ξεχάσαμε το βιβλίο του Μάρλον Μπράντο μ' εκείνη τη τεράστια τρομαχτική φωτογραφία του στο εξώφυλλο, η γριά καμαριέρα που μας τόδωσε μας κοιτούσε περίεργα, ''Τι στο δαίμονα διαβάζουν αυτοί;'' είπε σιγανά!

Με ξέρει, μ έχει μελετήσει, μπορεί να με ρίξει, θα μου πει '' Έλα ρε, αφού μόνο εσύ με καταλαβαίνεις, που να ξέρουν οι άλλοι, ότι τρελαίνομαι για cheese cake, πάντα κουβαλώ τη τσάντα με τα στίγματα λεοπάρδαλης που μούχεις πάρει'', θα με κρατήσει μες τα μαλακά της χέρια, θα μου ρουφήξει όλες τις σκέψεις, όλη την ενέργεια, θα κλαίει για σαράντα λεπτά χρονομετρημένα!''



Σηκωθήκαμε να φύγουμε, έβαλε τα μαύρα γυαλιά του στα σκοτεινά, έτριψε τα μάτια του, ένας αέρας ξαφνικά φύσηξε από κάπου, ο καιρός άλλαζε, ένα ρεύμα δροσερό στα πρόσωπά μας, έπιασε να βρέχει, χοντρές σταγόνες έπεφταν στη πλάτη μας, ρυάκια έπιασαν να σχηματίζονται πάνω στο δρόμο ξεπλύνοντας τη σκόνη του, αστραπές χαράκωναν τον ουρανό κατά τα δυτικά....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...