Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

ΒΟΣΠΟΡΟΣ

Με το που μπήκε στο μπάνιο άκουσε νερά να πέφτουν στο φωταγωγό, η γιαγιά είχε ξεχάσει το θερμοσίφωνα αναμμένο, τα πλακάκια καίγανε, κάποιος σωλήνας παλιός είχε σπάσει, έβαλε το χέρι του στο τοίχο , το ντουβάρι έκαιγε!

Κατέβηκε στο υπόγειο να κλείσει το ρολόι, νερά πλημμυρισμένα κατά κει κάτω, λέγανε ότι ένας αγωγός υδάτων είχε ανοίξει κι έτρεχε κατά καιρούς στα θεμέλια της πολυκατοικίας, άνοιξε μια κλειδαριά σκουριασμένη, κολόνες γεμάτες ρωγμές από σεισμούς και ταρακουνήματα,, το εβδομήντα οχτώ ένα γειτονικό κτήριο είχε καταρρεύσει μέσα σ ένα σύννεφο από σκόνη που σκέπασε τη γειτονιά ολόκληρη, καλώδια ξεχαρβαλωμένα, η οικοδομή ήταν παλιά , θάπρεπε κάποιος μηχανικός να ελέγξει τη σαθρότητα των τσιμέντων αλλά ποιος να γνοιαστεί, που να βρεις τα σχέδια των μηχανικών που τη χτίσανε.

Τελικά ανακάλυψε το ρολόι της γιαγιάς, τόκλεισε , ανεβήκε πάνω να την ηρεμήσει, έριξε μια ματιά σ εκείνο το διαμέρισμα με τις σκονισμένες πολυθρόνες, τις άφθονες μαύρες σακούλες που ήταν στοιβαγμένες σε μια γωνιά, το εικονοστάσι σ ένα τοίχο με μια καντήλα ηλεκτρική.

Όλο το σκηνικό του φάνηκε γνώριμο, έμοιαζε μ εκείνη τη γιάφκα που τον έστειλαν να κοιτάξει, όταν δούλευε στη αντιτρομοκρατική, λέγανε ότι εκεί έμενε αυτός που είχε σκοτώσει έναν γνωστό βασανιστή της χούντας, ο ίδιος που αργότερα πλησίασε έναν αστυνομικό μ ένα κουτί γλυκά κι όταν εκείνος πήγε να τα πάρει ο άλλος έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε εν ψυχρώ.

'Ένα στούντιο για ηχογραφήσεις ήταν τελικά εκείνο το διαμέρισμα που ερευνούσαν, ανέδυε μια μυρουδιά κλεισούρας και μούχλας αφόρητης, αυτός έτρεμε ότι ανά πάσα στιγμή αν ακουμπούσε κάτι εκεί μέσα θ' ανατινάζονταν τα πάντα και θα τον έκαναν κομμάτια!

Γιατί την άλλη φορά στο ίδρυμα με τις αμερικανικές υποτροφίες, παραλίγο να γίνουν όλα στάχτη , ένας επιστάτης γέρος προτού τον σταματήσουν είχε πάρει βόλτα το σακίδιο που είχαν αφήσει μπροστά στη πόρτα του ιδρύματος και κατά λάθος το είχε αποσυναρμολογήσει κόβοντας το καλώδιο που κατέληγε σ ένα ρολόι κινέζικο!

Κι ήταν τυχερός ο αστυνομικός ξανά μ' εκείνο το βυτίο του τρένου που κουβαλούσε φυσικό αέριο απ τη Βουλγαρία, κάποιοι είχαν σφηνώσει ένα αντικείμενο ανάμεσα στο βαγόνι και στο στρογγυλό κοντέινερ, το σκάλισε προσεχτικά μ ένα μαχαιράκι αδειάζοντας σιγά σιγά την εκρηκτική ύλη που έμοιαζε με άμμο χοντρή, είχε κάνει κάτι παρόμοιο στην Αμερική όπου τον στείλανε για εκπαίδευση, στο Κονέκτικατ.

Πολύ του είχε αρέσει εκείνο το μέρος με τα τεράστια σπίτια και τις αυλές που θύμιζαν φάρμες, πράσινο γεμάτες. Δούλευε μ ένα Λαμπραντόρ πρώτα και μ ένα λυκόσκυλο κατόπι, υπέροχα ζώα και τα δυο, το λυκόσκυλο το είχε φέρει μαζί του στην Ελλάδα, τον κοίταζε μες τα μάτια, μύριζε τα εκρηκτικά από χιλιόμετρα, το αγάπησε το ζώο εκείνο, αυτό τον είχε σώσει σαν άρχισε να γαβγίζει κι ήταν σα να έκλαιγε, είχε νιώσει ο αστυνομικός ότι κάτι δε πήγαινε καλά, τσακίστηκε να βγει μαζί με το σκυλί απ το κτήριο προτού σκάσει η βόμβα στην εφορία που ήταν πάνω από το αστυνομικό του τμήμα!

Μα το χειρότερο ήταν στα δικαστήρια, εκεί όπου εκείνος ο τρελός ο εισαγγελέας ήθελε να πάει στο γραφείο του οπωσδήποτε, κι ο διοικητής της αστυνομίας επέμενε να τον συνοδεύσει, κι είχαν πλακώσει κι οι δημοσιογράφοι με τις κάμερες και τα μικρόφωνα, ο δικός μας έμεινε πίσω, ''Άστους να πάνε στον αγύριστο!'' είχε σκεφτεί όταν έσκασε εκείνο το πράγμα κι όλοι γκρεμίστηκαν φύρδην μίγδην στο μωσαϊκό του πατώματος σαν έσκασε ο μηχανισμός στον παραπάνω όροφο, λίγο ήθελε! '





Ταχτοποίησε τη γιαγιά που είχε ένα δόντι χρυσό. Λέγανε ότι κάποιος της άδειαζε τα βιβλιάρια, της έπαιρνε τις λίρες και τα χρυσαφικά καθώς όλοι οι συγγενείς της είχαν εξαφανιστεί. Η γιαγιά ψήνονταν όλο το καλοκαίρι, φοβούνταν ν' ανάψει το κλιματιστικό, το χειμώνα πάγωνε καθώς το βορινό διαμέρισμα ήταν στο έλεος του αέρα που ξεχύνονταν λυσσαλέος από μια αλάνα ανοιχτή, κοιμόταν πολύ βαριά, δεν άκουγε τίποτα ο κόσμος να χαλούσε, ξεχνούσε όλη την ώρα τις βρύσες ανοιχτές, οι γείτονες βροντούσαν τη πόρτα της μόλις έβλεπαν τα νερά να ξεχειλίζουν τις σκάλες, άφηνε ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα όλη την ώρα, κάποτε είχε ξεχάσει το μάτι της κουζίνας αναμμένο λιώνοντας μια κατσαρόλα που είχε μεταβληθεί σε μια μάζα ασημένια σα να ψήθηκε στο χυτήριο!

Πίσω στο σπίτι του ο αστυνομικός άρχισε να θυμάται όλα όσα ήθελε να ξεχάσει, για τα υπόγεια και τα διαμερίσματα τα σκοτεινά, και τους θαλάμους όπου τον έσερνε ο χουντικός βασανιστής, αυτός που τον έφαγε ο τρομοκράτης αργότερα.



Κι όλα αυτά γιατί τον είχαν βάλει να αφοπλίσει τις βόμβες που υπήρχαν στις αμερικανικές βάσεις, δεν υπήρχε άλλος που να ξέρει καλύτερα τη λειτουργία τους απ αυτόν, είχαν σκεφτεί να οπλίσουν υποβρύχια και να σπεύσουν στη Κύπρο όπου οι Τούρκοι θέριζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους, σκότωναν παιδιά και γυναίκες, έκαιγαν χωριά, τα καράβια τους ξεφόρτωναν κάθε μέρα στρατιώτες στις ακτές του νησιού, ήταν θέμα χρόνου να το πατήσουν ολόκληρο, κανείς δεν έκανε τίποτα, οι στρατιωτικοί στέκονταν αποσβολωμένοι, άβουλοι, μα τόσο άχρηστοι!
 
Κάποιος είχε προτείνει κι ο πυροτεχνουργός υπερθεμάτιζε με τη ψυχή του ολόκληρη, να βομβαρδίσουν μ αεροπλάνα τη γέφυρα του Βοσπόρου, για αντιπερισπασμό, ήταν η μοναδική σύνδεση της Ασίας με την Ευρώπη, θα έκοβε την Τουρκία στα δυο, όλος ο στρατός από τη Μικρά Ασία θα ήταν εγκλωβισμένος ,  φαίνονταν ιδεώδης κίνηση τη στιγμή εκείνη, οι Τούρκοι όταν το έμαθαν είχαν κατατρομάξει, μόλις μπόρεσαν φώναξαν τους Γιαπωνέζους να τους φτιάξουν κι άλλη γέφυρα πανίσχυρη, οι Αμερικάνοι πάλι είχαν γίνει πυρ και μανία με τους Έλληνες που είχαν τολμήσει να πειράξουν τις βάσεις τους, ζητούσαν αποζημιώσεις, απειλούσαν, έναν στρατηγό τους έστειλαν να ελέγξει τις βόμβες.



Έγιναν ανακρίσεις, τον πιάσανε κι αυτόν, τον σύρανε στα κτήρια της ασφάλειας, ο βασανιστής ούρλιαζε στο πρόσωπο του, ''Ποιος σούπε να το κάνεις σκύλε;!!!'', τον άφησαν χωρίς νερό και φαΐ σ ένα υπόγειο για δυο μέρες, νερά τρέχανε απ το ταβάνι, μούχλα μύριζε κι εκεί, ύστερα τούδωσαν να πιει κάτι, όταν το κατέβασε ο κόσμος χάθηκε τριγύρω του.

Όταν ξύπνησε άκουγε θορύβους δαιμονικούς, κάτι φώτα δυνατά τον τύφλωναν, μυρουδιά βενζίνης και λάστιχου καμένου, κορναρίσματα, φρεναρίσματα,σηκώθηκε μια στάλα, είδε γύρω, βρίσκονταν ξαπλωμένος στη μέση ενός δρόμου, ρόδες περνούσαν δίπλα απ το κεφάλι του, στάθηκε στα πόδια του τρεκλίζοντας, κάποιος άνοιξε το παράθυρο και τον έβρισε, δοκίμασε να περάσει τρεκλίζοντας το οδόστρωμα όταν ένας όγκος από σίδερο κόλλησε με βία απάνω του κι άρχισε να τον παρασέρνει σα να ήταν από χαρτί καμωμένος...






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...