Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

ΧΑΛΙΚΙΑ ΜΕΣ ΤΟ ΦΩΣ



Κάπου εκεί στο γυμνάσιο πρέπει να έγινε, ανεπαίσθητα, ούτε που το κατάλαβα, κάπου εκεί χάθηκα, οι άλλοι φύγανε μπροστά, σκέφτονταν πολύ γρήγορα, εγώ έμεινα πίσω, μούλεγαν ιστορίες για ταινίες που βλέπανε, ο ιδιοκτήτης του σινεμά έβαζε όποιον νάναι στην αίθουσα του, κάτι ταινίες φρικιαστικές βλέπανε, μια γυναίκα λέει κρατούσε ψαλίδια και μαχαίρια κι έκοβε φέτες το κόσμο, κάτι άλλες ταινίες πορνό, τρομαχτικές, σκληρές, δεν είχαν πρόβλημα, δε μπορούσα να το καταλάβω.

Κάποιοι έκλεβαν λεφτά κι άλλα πράγματα τερατώδη κάνανε,έναν ταχυδρόμο χοντρό πολύ κορόιδευαν, πέθανε λίγο αργότερα αυτός, δε μπορούσα, δεν το άντεχα, κάτι άλλες ταινίες βλέπανε και μου διηγούνταν, για κάτι πόρτες που άνοιγες σ ένα υπόγειο για να δεις τη κόλαση, φωτιές κι άλλα φοβερά, ήταν πύλες για τον άλλο κόσμο.

Τα κορίτσια πάλι, καλά αυτά ήταν μίλια και χιλιόμετρα πιο μπροστά, σε κοίταζαν πονηρά με τα βιολετιά τους μάτια, ξάπλωναν τα σώματα τους στην άμμο πλάι στη θάλασσα όπου πηγαίναμε, πλάτες ακάλυπτες, εκτεθειμένες εντελώς , μαλακές, ραβδώσεις παράλληλες στο απαλό τους δέρμα, στέκονταν όρθια αγναντεύοντας τα κύματα, σήκωναν τα μαλλιά απ΄ τον αυχένα τους να δροσιστούν λίγο, σώματα αχλαδόσχημα, λεκάνες φαρδιές, έπαιζαν ρακέτες, εμείς βλέπαμε τα μακριά τους πόδια και τις τριχούλες που γυάλιζαν στο μαυρισμένο τους δέρμα.

Σε κάτι μαγαζιά υπαίθρια πηγαίναμε κι αυτές ξεσάλωναν, τα πετούσαν όλα έξω, έκαναν πράγματα χοντροκομμένα, άσχημα, αυτό τουλάχιστον το καταλάβαινα, κάτι κόκκινα μαγιό και κάτι μαύρα σορτς φορούσανε, που να τις πιάσεις αυτές, ένα γαλλικό μπουλντόγκ νευρικό τριγύριζε ανάμεσα στα πόδια τους, σε μηχανάκια ψηλά που βρυχούνταν ανέβαιναν, τα μαλλιά τους ανέμιζαν στον αέρα.

Εγώ πάλι διάβαζα κόμικς πολλά όπου και να πήγαινα, θυμάμαι ένα για τους θησαυρούς του Σολομώντα, μια έρημος, μια πηγή, μια όαση κάπου σ ένα μέρος στεγνό, ξερό, άνυδρο, ένα σύννεφο περνούσε μπροστά απ τον ήλιο ρίχνοντας τη σκιά του, στον κόσμο μου ήμουνα , παρατηρούσα γύρω το μέρος, μανία πάντα να παρατηρώ, το τοπίο μου θύμιζε Παπαλουκά και Γκίκα, ένα γήπεδο καταπράσινο, υπέροχο υπήρχε κάτω από ένα κάστρο αρχαίο που ανέμιζε κάπου ψηλά , χαλίκια γυάλιζαν μες το παράξενο φως του μεσημεριού , μια λιμνη αποξηραμένη πιο πέρα, ένας ποταμός πλωτός, βάρκες ανέβαιναν στον ρου του , ένας βάλτος πιο πέρα, κάπου εκεί είχε εξωκείλει ένα καράβι κάποτε, οι ναύτες είχανε βγει στη στεριά κι ακολούθησαν τα φώτα να βρουν κάποιο χωριό, έπεσαν στο βάλτο και πνιγήκανε όλοι, ακόμα φαίνεται το κατάρτι το σκουριασμένο του καραβιού και το κουφάρι του πλοίου διακρίνεται στο βυθό. 

Τα παιδιά εκείνα ακολούθησαν το ρεύμα, ήταν πιο εύκολα τα πράγματα γι αυτά, δε ξέρω πάλι, θα συνάντησαν κι αυτά τις δυσκολίες τους, εγώ άστα να πάνε, μου πήρε χρόνια πολλά να βρω άκρη, ποιος είμαι και τι κάνω και που πάω και τι θέλω και πως θα το αποκτήσω, μου πήρε καιρό να βρω τη θέση μου σ αυτόν τον παλαβό κόσμο.

Βλέπω τη διαδρομή μου πίσω στο χρόνο και με πιάνει ζάλη, ήταν πάντα σα να πατούσα σ' ένα παγόβουνο μικρό προσπαθώντας να μη βυθιστώ, κι όλη την ώρα έψαχνα για το επόμενο κομμάτι πάγου να με πάει λίγο πιο πέρα,φόβοι ατελείωτοι, ο ένας περνούσε ο άλλος στη γωνία περίμενε, κίνδυνοι και παγίδες να χαρτογραφήσεις , σημεία επικίνδυνα ν αποφύγεις, χρόνο επιθυμούσα να κερδίσω απεγνωσμένα, άφηνα υποθέσεις γι αργότερα, ακόμα αφήνω, δε γίνεται αλλιώς, να μείνω καθαρός όσο γίνονταν πάλευα, ν' αποφύγω το χυδαίο και το βρώμικο , να μείνω φρέσκος, να βρω πηγές ενέργειας ανεξάντλητες, μπορεί να σου φάει και μια ζωή όλο αυτό, μπορεί να χρειαστεί να ταξιδέψεις ως τον Ποσειδώνα για να βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις.

Ήθελα να ξεδιαλύνω αυτόν το κόσμο γύρω , πως κινείται, τι τον κατευθύνει, γιατί οι άνθρωποι λειτουργούν όπως λειτουργούν, ήθελα ν αποχτήσω γνώσεις, να ξεκλειδώσω τους αρμούς της σκέψης μου , βάσεις να βρω για να πατήσω γερά όσο γίνονταν , κι ήταν κι εκείνα τα καλοκαίρι που με βασάνιζαν πάντα, πως περνάς αυτό το τεράστιο διάστημα όπου οι ρυθμοί αλλάζουν εντελώς;

Κάποιοι έπαιξαν παιχνίδια μαζί μου, με χρησιμοποίησαν, δεν είχα χρόνο γι αυτά έτσι απορροφημένος που ήμουνα, εγώ έψαχνα συνταγές και λύσεις για προβλήματα δύσκολα , δε προλάβαινα να χαλαρώσω, να δω τι μου γίνεται , μου έκανε εντύπωση βέβαια που αυτοί οι τόσο έξυπνοι έβαζαν εμπόδια όταν πήγαινες να κάνεις κάτι διαφορετικό, αντιστέκονταν με μανία, σου έκαναν τη ζωή δύσκολη, δε μπορούσα να καταλάβω μια τέτοια συμπεριφορά, αφού αυτοί ήταν πιο έξυπνοι, πιο προσγειωμένοι τι τους πείραζε, γιατί να συμπεριφέρονται ανερμάτιστα, αψυχολόγητα, αλλοπρόσαλλα, ακατάληπτα, γιατί δεν ήταν ευχαριστημένοι μ αυτά που είχαν, γιατί ζήλευαν τόσο εξόφθαλμα, τι μπορούσα να έχω παραπάνω εγώ, τι συνέβαινε ;

Και τώρα ένας κύκλος σα να συμπληρώνεται, κάποια στιγμή συμφιλιώνεσαι με το παρελθόν, δε μπορείς να το αποφεύγεις εσαεί, αρχίζεις να κοινωνικοποιείσαι, αργά και βασανιστικά βέβαια, σιγά μη γίνονταν εύκολα , ''Δεν είσαι κακή παρέα!'' σου λένε κάποιοι, κι άλλοι ''Σαν και μένα είσαι !'' , καλά αυτό μούλειψε πολύ, με καταλαβαίνουν, έχω γίνει προβλέψιμος, ούτε που με νοιάζει.

Αλλά είναι κι αυτοί από τα παλιά, οι φίλοι από τότε που σε πλησιάζουν, σε βλέπουν εξεταστικά, δείχνεις καλά, ήρεμος , έχεις επιβιώσει, έχουν αλλάξει γνώμη για σένα κάπως αβασάνιστα, δε σου λένε πια ''Μη μιλάς,  εσύ είσαι αλλού!'', αυτοί είναι κάπως κουρασμένοι, έχουν ξεκινήσει άλλωστε πολύ πιο νωρίς κι είχαν φόρα πολύ στην εκκίνηση.

Αυτοί πάλι που παίξανε μαζί σου που σε κρέμασαν επαλειμμένα, που πήραν ότι μπορούσαν από σένα δεν είναι σίγουροι, τα ίδια κόλπα κάνουν όπως παλιά, πρώτα καλοί και ήρεμοι, μιλούν με προφορά ψεύτικη, προσποιητή, ύστερα σε χτυπούν ξαφνικά, σ αιφνιδιάζουν, τα γνωστά, περιμένουν τις ίδιες αντιδράσεις, είναι λίγο γελοίο το όλο θέαμα, άλλοι πάλι σ' αποφεύγουν έτσι απλά, δε σου λένε τίποτα, σε κοιτάζουν μια στιγμή να δουν πως είσαι κι ύστερα φεύγουν, θέλουν να πουν κάτι καλό ίσως, θα περίμενες να σε ρωτήσουν πως τα πέρασες όλον αυτό το καιρό, πως ήτανε, αλλά εις μάτην, δεν υπάρχει περίπτωση, τα κρατούν όλα για τον εαυτό τους, πρέπει να σπάσεις το κεφάλι σου και να μαντέψεις ξανά αν έχεις κάνει τίποτα της προκοπής, ας έχεις ακόμα λίγο αμφιβολία, δε θα πάθεις τίποτα, έχεις μάθει άλλωστε.

Kι εκεί στη παραλία της Καβάλας,  όπως η παρέα κάθεται γύρω απ’  τα πιάτα με τα καλαμάρια και τ΄άλλα θαλασσινά,  κάτω απ’ τον ίσκιο των δέντρων, καθώς τα ψαράκια βγάζουν το στόμα τους στην επιφάνεια του νερού στο λιμάνι, δίπλα στις ψαρόβαρκες,   τα κάστρα ανεμίζουν ψηλά και τα χαλίκια αστράφτουν στο φως, θυμάσαι κάτι ιστορίες για παιδιά που έβλεπαν ταινίες ακατάληλες, και για ταχυδρόμους που πέθαναν, και για κορίτσια που καβαλούσαν μηχανές κι άλλοτε έστεκαν όρθια στην αμμουδιά ατενίζοντας τη θάλασσα και σήκωναν τα μαλιά απ τον αυχένα τους να δροσιστούν μια στάλα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...