Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΚΗΛΙΔΟΣ

Της Χρύσας


Ήταν η πρώτη φορά που έκανε έρωτα, ο άλλος ήταν σαρανταπεντάρης κι αυτή είκοσι, δούλευε στο μαγαζί του, τη πήγε στο εξοχικό του, κάπου σε μια παραλία εκεί κοντά , υποτίθεται ότι αυτός ήξερε αλλά ήταν μεθυσμένος, τύφλα, κι αυτή έπερεπε να τα κάνει όλα και δεν ήξερε, δεν της τα είχαν πει έτσι, πονούσε, το στομάχι της ανακατεύονταν συνέχεια, δε περίμενε ότι θα ήταν έτσι, σκεφτόταν ότι αν έπρεπε να το κάνει αυτό για το υπόλοιπο της ζωής της καλύτερα να πέθαινε, κάποια στιγμή αυτός έπεσε για ύπνο, ένιωθε χαμένη, χρειαζόταν ένα μπάνιο, ένα ντους, ένα ξέπλυμα, ένα λουτρό εξαγνισμού, να καθαρίσουν απο πάνω της όλες οι κηλίδες και τα αίματα, έριξε αφρόλουτρο άφθονο, έτριψε το σώμα της ξανά και ξανά, ένιωθε ντροπή για κάποιο λόγο.

Δάκρυα και νερά τρέχανε απ τα μάτια της, μια γεύση πικρή στο στόμα, μια ζάλη, ήθελε αν γίνονταν να ξαναγύριζαν όλα πίσω, αισθάνθηκε σα να μεγάλωσε απότομα σε μια νύχτα, ένα σταυρουδάκι που φορούσε στο λαιμό έπιασε, μια προσευχή που έλεγε κάποτε θυμήθηκε ''...και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος...''


Κάθησε μέχρι το πρωί στο μπαλκόνι εκείνου του εξοχικού, μέχρι που σβήσανε τα φώτα, κάπου στη θάλασσα ένα καράβι έμοιαζε να βγαίνει στην ακτή και να έρχεται κατά πάνω της, κάπου - κάπου κοίταζε τα μαλακά μόρια της κοιλιάς της, χαμηλά, το ξημέρωμα την πήρε μια στιγμή ο ύπνος κι είδε ένα όνειρο, ένας σκύλος με χοντρό σβέρκο πλησίαζε γρυλίζοντας ένα παιδί δεμένο σ ενα καροτσάκι.

Για καιρό πολύ δεν ήθελε να την πλησιάζει κανένας, ήταν σε επιφυλακή πάντοτε, άμα τύχαινε να κοιμηθέι με κάποιον τον κρατούσε σε απόσταση, στη γωνιά του κρεβατιού, τρελαίνονταν στην ιδέα ότι μπορούσε να της ξανασυμβεί εκείνο το πράγμα, το σώμα της έκλεινε ενστικτωδώς σα στρείδι .

Αλλά ρε φίλε εκείνο το παιδί ήταν αλλιώτικο, ήταν ευλογία θεού, τη περίμενε για μήνες, την άφηνε να κοιτάζει τα δυο μικρά αυλάκια που σχηματίζονταν σε κάθε πλευρά του, χαμηλά, εκείνα τα αυλάκια που βλέπεις στα αρχαία άσπρα αγάλματα να οριοθετουν το κορμό από τα άκρα. Την άφηνε να ψηλαφεί τα δάχτυλά του, τις φλέβες στα χέρια και στα πόδια του , κι εκείνο το κόκκινο σημάδι σε σχήμα μικρής καρδιάς που είχε πάνω απ το δεξί μάτι του, την άφηνε να τον οσμίζεται τα πρωινά που ξυπνούσε κι είχε εκείνη τη γλυκιά φυσική οσμή του σώματος,

Την άφηνε να ψάχνει τις φωτογραφίες που είχε στο πορτοφόλι του, ασπρόμαυρες και χρωματιστές, την άφηνε να διαβάζει το τετράδιο του αν και μερικές φορές αυτή ντρεπόταν και τόκλεινε, της άρεσε που αυτός σκέφτονταν διαφορετικά, ήταν απόκοσμος και μυστηριώδης , έπαιρνε γρήγορες αποφάσεις, είχε ιδέες περίεργες, πρωτότυπες, είχε λύσεις για όλα τα προβλήματα, ήξερε ένα κάρο πράγματα ούτε κι αυτός θυμόταν από που , για το πως μπορείς να διυλίσεις το νερό της βροχής και να το κάνεις πόσιμο, της εξηγούσε τις ερωτογενείς ζώνες των Γιαπωνέζων κάπου στον αυχένα κι αλλού, αυτή έψαχνε την αλυσιδίτσα που τύλιγε το λαιμό του σα φίδι ασημένιο όταν αυτός έριχνε πίσω το πουκάμισο του.

Κι ύστερα ήξερε να μαγειρεύει, έφτιαχνε κάτι περίεργα πιάτα με ρύζι άγριο από μια συνταγή των ινδιάνων Σιου, κι ένα άλλο απ τη Βόρεια Αφρική, με βόλους απο κους κους και ζαφορά και κάτι καρυκεύματα, τους άρεσαν τα ίδια παγωτά με κομάτια σύκου πράσινα, και ραβανί και κανταίφι με μπάλες άσπρες απάνω τους, μια γυναίκα τα έφτιαχνε μοναχή της σ ένα υπόγειο, η μάνα του παιδιού την ήξερε απο παλιά, του αγόραζε παγωτό από κει σαν ήτανε μικρός κι από τότε πάντα εκεί πήγαινε τα καλοκαίρια.

Σιγά - σιγά χαλάρωνε, μπορούσε να τον εμπιστευτεί, κάθονταν ώρες πολλές σε μια τηλεόραση ώσπου να χορτάσουν τα μάτια τους από χρώματα και εικόνες, αυτός της εξηγούσε για εκείνον τον αλγόριθμο σε μια καινούρια συσκευή που μπορούσε να διακρίνει όλες τις βαθιές και κρυφές αποχρώσεις του μαύρου, για τις συσκευές υψηλής ευκρίνειας και για τους αισθητήρες φωτεινότητας που ζωντάνευαν ότι υπήρχε στην οθόνη και τα έδειχνχν όλα πιο ζωηρά, πιο όμορφα .

Ήξερε ότι δεν του χρειαζόταν περισσότερο απο πέντε λεπτά για να την ανεβάσει, της έδειχνε το ενυδρείο του με τα κόκκινα κοράλια και τα ψαράκια που κολυμπούσαν ανάμεσα στις φυσσαλίδες, της έδειχνε εκείνα τα άστρα τα φωτεινά της Μεγάλης Άρκτου, τον Ντούμπχε και τον Μέρακ που γυαλοκοπούσαν μες τη νύχτα, για κείνο τα αρχαίο παληκάρι της έλεγε, που ζήτησε απ τους θεούς να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά για να βλέπει συνέχεια την αγαπημένη του.

'Ενα βράδυ καθόταν στο μπαλκόνι του, σε μια άλλη παραλία, κοίταζαν το λόφο από χώμα που υπήρχε σ ένα δρόμο, τα ξύλα που είχαν στοιβάξει για το χειμώνα κάποιοι σε μια γωνιά, τα λάστιχα των αυτόματων συστημάτων να βρέχουν το ξερό χορτάρι, ένα αμάξι εγκαταλειμένο, θαμένο ανάμεσα σε θάμνους, κάτι πέτρες τυλιγμένες από κισούς πράσινους, ένα καράβι έρχονταν από μακριά, όχι απειλητικό τη φορά αυτή, με κατάρτια ψηλά, γεμίζοντας αφρούς το τόπο τριγύρω, η θάλασσα είχε πάρει ένα χρώμα λουλακί.

Πήγαν μέσα να δουν ένα έργο σ εκείνη τη τηλεόραση που τα ζωντάνευε όλα, δυο αστροναύτες γκρεμίζονταν στο κενό όπως κόβονταν οι σωλήνες που τους κρατούσαν συνδεμένους με το διαστημόπλοιο τους, βυθίζονταν στο χάος, έπεφταν κι έπεφταν κι έπεφταν ολοένα πιο βαθιά, προς στο άγνωστο, ξάφνου ένας ανεμιστήρας από κάπου φύσηξε και σήκωσε το φουστάνι της κοπέλλας, αυτή σα να πάγωσε, θυμήθηκε μια νύχτα που κάποιος της τραβούσε το φουστάνι άγαρμπα, το παιδί έπιασε το φόρεμα της και το κατέβασε χαμηλά, φάνηκαν οι φλέβες στο μπράτσο του, τη χάιδεψε λίγο να υσηχάσει, ύστερα κοίταζαν μαζί πάλι το έργο ...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...