Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

300

Εκεί ήταν μια στιγμή αδυναμίας, κανονικά δεν έπρεπε να αφεθεί αλλά ήθελε να χαλαρώσει, να μαζέψει όλη την ενέργειά του για την επόμενη μέρα, θυμήθηκε τη τελευταία φορά που είδε τη γυναίκα του λουσμένη στο φως, με τους στρογγυλούς ώμους, τα σκούρα μαλλιά, μια γεύση πικρή ανέβηκε στο στόμα του, ένα δάκρυ ένιωσε να κυλά στα μάγουλα του.

Μια ματιά είχε ρίξει στις σκοπιές να δει αν ήταν όλοι στις θέσεις τους, κάποιος στρατιώτης κοιμόταν στο χώμα, μια πληγή σα χαρακιά είχε στο σβέρκο από κάποια αψιμαχία, μια αγριοτριανταφυλλιά είχε φυτρώσει εκεί ανάμεσα στους βάτους. Ο ουρανός ήταν καθαρός, μπορούσε να διακρίνει τα άστρα, σκεφτόταν πώς θα ήτανε η μάχη την άλλη μέρα, ολονών οι αντοχές θα δοκιμάζονταν την ώρα του χαλασμού , έπρεπε νάχει καθαρό μυαλό, τίποτα δε θα ήταν το ίδιο την επόμενη μέρα, δε γίνονταν λόγος ν αφήσει τη θέση του βέβαια, άλλωστε ποιος μπορεί να γλυτώσει απ τη μοίρα του.



Ο άλλος τώρα είχε κουβαλήσει ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στα μέρη του, αυτοί που προηγούνταν άνοιγαν δρόμο κόβοντας δέντρα, τα υποζύγια άδειαζαν λίμνες ολόκληρες ρουφώντας το νερό τους, καμήλες ακολουθούσαν και σκύλοι ινδικοί, στο πλάι υπήρχαν δορυφόροι με ακόντια που είχαν τις αιχμές προς τα κάτω, ρόδια χρυσά αντί για ακίδες στόλιζαν τις ασπίδες τους, αυτοί που ήταν στο εσωτερικό είχαν ρόδια ασημένια και μήλα στις δικές τους ασπίδες, ένα άγαλμα τεράστιο σέρνανε κάτι άλογα άσπρα, μεγαλόσωμα, θρεμένα στις αχανείς πεδιάδες της ανατολής, κανένας δεν επιτρέπονταν να τα καβαλήσει αυτά, ο Ξέρξης ήταν πάνω σ ένα άρμα λαμπρό με ένα πανύψηλο ηνίοχο δίπλα του, ένα κενό υπήρχε ανάμεσα στους ''Αθάνατους'', την εκλεκτή συνοδεία του και το ανθρωπομάνι ξοπίσω, σε κάτι λιβάδια είχανε μαζέψει, τις προμήθειες τους , οι μάγοι έκαναν κόλπα και δεήσεις στις Νηρηίδες να ημερέψουν τα κύματα καθώς σηκώνονταν καταιγίδες γύρω απ τον Άθω.



Σ ένα λόφο ανέβηκε να επιθεωρήσει το στράτευμα του, οι άνθρωποι σκέπαζαν τις πεδιάδες, ο τόπος όλος μαύριζε από τα κράνη τους, ο βασιλιάς συγκινήθηκε, αναρωτήθηκε πόσοι απ αυτούς θα ζούσαν στο τέλος της εκστρατείας, τον πήραν τα κλάματα, σκέφτηκε ότι οι θεοί ήταν φθονεροί δίνοντας στους ανθρώπους μια μικρή γεύση μονάχα της γλυκιάς ζωής. Στη Χαλκιδική όλοι φοβούνταν τα άγρια κήτη που κολυμπούσαν στην ανοιχτή θάλασσα, κάπου στα δάση της Μακεδονίας βόδια με κέρατα τεράστια βόσκανε αμέριμνα, λιοντάρια επιτέθηκαν τη νύχτα στις καμήλες, ο θεός ξέρει γιατί διάλεξαν αυτές ειδικά , στα Τέμπη εντυπωσιάστηκε από τις εκβολές του Πηνειού, εκτίμησε ότι θα μπορούσε να πνίξει τον τόπο ολάκερο, να πλημμυρίσει τη πεδιάδα απλά κλείνοντας το στενό απ όπου ο ποταμός άδειαζε τα νερά του, ζήτησε να του φέρουν τα περίφημα άλογα που κάλπαζαν στα χωράφια, σε μια σκηνή μεγαλόπρεπη γεμάτη χρυσά κι ασημένια διανυκτέρευσε, οι φαντάροι πλάγιασαν όπως -όπως στην ύπαιθρο.

Εκεί στο στενό παρατάχτηκαν οι αντίπαλοι, ένα κάρο περνούσε ίσα ίσα από κει λέει ο Ηρόδοτος, από τη μια μεριά ήταν η θάλασσα γεμάτη ύφαλους και ξέρες και πέτρες κοφτερές, από την άλλη βράχοι απότομοι, ένα χαντάκι είχαν σκάψει κάποτε οι Φωκείς να εμποδίσουν τους μισητούς εχθρούς τους τους Θεσσαλούς, ένα χωριό, οι Αλπηνοί ήταν εκεί κοντά, κατάσκοποι στάλθηκαν να δουν τι γίνεται τη νύχτα, αυτοί είδαν τους Έλληνες γύρω από φωτιές να κάθονται ήσυχοι.



Εκεί γύρω απ τις φωτιές λέγανε ιστορίες παλιές που τραγουδούσαν κάποτε οι τυφλοί τροβαδούροι κι οι βάρδοι κι οι τραγουδιστάδες, για τον Απόλλωνα με τους μαύρους βοστρύχους που είχαν γαλάζιες αποχρώσεις στο χρώμα των πετάλων του πανσέ, αυτόν που στη γιορτή του τα νερά των πηγών γίνονταν καθαρά σα κρύσταλλα, για την Ιφιμέδεια που ερωτεύτηκε τον Ποσειδώνα και περπατούσε στην ακροθαλασσιά κάθε μέρα ρίχνοντας κύματα στο στήθος της ώσπου να ενδώσει ο θεός της θάλασσας.
 

Για τον Μαρσύα που είχε τρελαθεί με τον δίαυλο από τα κέρατα ελαφιού που είχε βρει σ ένα ρυάκι, σκέφτονταν ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να έπαιζε πιο ωραία μουσική σ όλο το κόσμο, για τον Ορφέα που έπαιζε τη κιθάρατου τόσο γλυκά ώστε τους τρέλανε όλους σαν κατέβηκε στον Άδη, ο τροχός του Ιξίονα είχε σταματήσει να γυρίζει σα δαιμονισμένος, το λιθάρι που ανέβαζε αενάως ο Σίσυφος ισορρόπησε μοναχό του, οι Δαναΐδες σταμάτησαν να γεμίζουν το απύθμενο πιθάρι κι ο Άδης ο ίδιος έμεινε αποσβολωμένος, δεν γίνονταν να παίζει κάποιος τόσο όμορφα.


Ιστορίες λέγανε γύρω απ τη φωτιά, για τον Πηλέα που τον πήρε ο ύπνος στο κυνήγι και του έκρυψαν το σπαθί του για να τού το φανερώσει ένας κένταυρος, για τους γάμους του με τη Θέτιδα λέγανε όπου ο Ποσειδώνας του είχε χαρίσει εκείνα τα υπέροχα άλογα, τον Βαλίο και τον Ξάνθο που θα τάδινε στο γιο του αργότερα ,  ένα ακόντιο έξοχο από ξύλο φλαμουριάς ο Χείρωνας.

Κι άλλες ιστορίες λέγανε εκεί πέρα γύρω απ τη φωτιά, o μάντης ο Μεγιστίας ήταν ο πιο καλός παραμυθάς όπως διηγούνταν με τη βαθιά φωνή του για τους τιτάνες που είχαν ξεσηκωθεί έναν καιρό πολύ παλιά, για τον τυφώνα έλεγε, εκείνο το τέρας που πάλευε με την Αθηνά -τι θεά κι αυτή!- όλοι οι άλλοι είχανε εξαφανιστεί απ το φόβο τους, σήκωσε στον ώμο τον ίδιο το Δία, του έκοψε τους τένοντες κάνοντας τον άχρηστο, ευτυχώς τον έσωσε ο Πάνας για να συνεχίσει ο μεγάλος θεός τη πάλη, για τη λύρα που έφτιαξε ο μικρός Ερμής λέγανε, τότε που έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα και τα πήγε μέχρι την Πύλο κάπου, ένας γέρος τον είχε δει μες την ερημιά και τον κάρφωσε, για την Αργώ λέγανε που πέρασε μέσα απ τις Κυανές Πέτρες, τις συμπληγάδες, με τη Θέτιδα την ίδια στο πηδάλιο.



Του Ξέρξη του την έδωσε, ποιοι νόμιζαν πως ήταν να τον αγνοούν έτσι, αμόλησε το στρατό που έσπασε τα μούτρα του τρεις φορές, ο Πέρσης με τη βαθιά χαίτη πετάχτηκε έντρομος απ το θρόνο απ όπου έβλεπε τη μάχη!

Ύστερα βρέθηκε εκείνο το στενό που περνούσε από τον βράχο που τον λέγανε Μελάμπυγα, εκεί που ήταν κάποτε η κατοικία των Κερκόπων, των ληστών που έπιασε ο Ηρακλής ο πρόγονος του Λεωνίδα.

Οι σκοποί είδανε τους εχθρούς να κατεβαίνει από ψηλά, δε φυσούσε καθόλου, οι πατημασιές πάνω στα ξερά φύλλα ακούγονταν καθαρά καθώς οι ασιάτες βάδιζαν ανάμεσα στις βελανιδιές που έπνιγαν το βουνό, ο Ξέρξης τρελαμένος έστειλε τους καλύτερους, το άνθος της Ασίας ολόκληρης, τους βλέπανε να κατηφορίζουν και ξέρανε ότι το παιχνίδι είχε χαθεί.

Και καλά οι άλλοι αλλά εκείνος που είχε φλεγμονή στο μάτι κι ο Λεωνίδας τον διέταξε να φύγει, αλλά δε γίνονταν να μείνει απ έξω, γύρισε.

Κι ο μάντης που είχε προβλέψει το τέλος του από το τρόπο που πετούσαν τα πουλιά ψηλά στον αιθέρα κι απ τα γυαλιστερά βότσαλα που έφτιαχναν σχήματα παράξενα όπως τα σκόρπιζε στο χώμα, αυτός μπορούσε ν αποφύγει τη μοίρα του.

Ο μάντης που αφηγούνταν τους θρύλους για τον Ερμή που σκόρπισε τους τιτάνες ρίχνοντας κατά πάνω τους μάζες πυρακτωμένου σιδήρου, για τον Ασκληπιό που έκανε τέτοιες προόδους ώστε ανάσταινε νεκρούς, ο γιος του Κρόνου σάλταρε, τον κεραυνοβόλησε, ο Απόλλωνας που προστάτευε το γιατρό σκότωσε τους Κύκλωπες, τους τεχνίτες των κεραυνών, για εκδίκηση ο Δίας ήθελε να τον γκρεμίσει στα τάρταρα, ύστερα το μετάνιωσε...

Ήξεραν ότι ήταν χαμένοι μα αν είναι να πέσεις ας πέσεις με το κεφάλι ψηλά, αντιστάθηκαν εκείνοι οι Σπαρτιάτες, - ο Ηρόδοτος λέει ότι είχε τα ονόματα και των τριακοσίων- κι οι άλλοι, οι Θεσπιείς, με ξίφη και πέτρες και ξύλα και με τα χέρια και με τα δόντια, ως το τελευταίο, τέσσερις φορές απώθησαν τους βάρβαρους με λύσσα σαν έπεσε ο Λεωνίδας, όχι ρε φίλε τόσο εύκολα, όχι να πάρει ο δαίμονας, δε θα τα παρατούσαν, το πάλεψαν μέχρι που έλιωσαν, οι άλλοι πέρασαν από πάνω τους, θραύση μεγάλη γίνηκε, τους ισοπέδωσαν, τους έκαναν ένα με τη γη, τα μάτια τους γύρισαν προς τα πίσω καθώς τους τύλιγε το μαύρο σκοτάδι, τα σώματα τους στη σκόνη τυλίχτηκαν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...