Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΣΤΟ ΟΡΙΟ


Ήμουν ήδη στην pole, ένα δευτερόλεπτο ταχύτερος από τους άλλους, αλλά συνέχιζα. Ξαφνικά, ήμουν σχεδόν δύο δευτερόλεπτα, συμπεριλαμβανομένου του ομόσταβλού μου, που έτρεχε με το ίδιο μονοθέσιο. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν οδηγούσα πλέον συνειδητά. Οδηγούσα με κάτι σαν ένστικτο αλλά βρισκόμουν σε μια διαφορετική διάσταση. Ήταν σαν να βρίσκομαι σε ένα τούνελ. Όλο το σιρκουί ήταν ένα τούνελ. Συνέχιζα να πηγαίνω όλο και πιο γρήγορα. Ήμουν πολύ πάνω από το όριο αλλά μπορούσα να βρω κι άλλο. Τότε σαν να ξύπνησα και συνειδητοποίησα ότι ήμουν σε μια διαφορετική ατμόσφαιρα.

Άιρτον Σένα


Στον Βίκτωρα


''Ρε παιδιά το είδα....'' μας είπε ''...εκεί στη πιάτσα έξω απ το Διαβαλκανικό, το κτήριο με τους γυάλινους τοίχους, κάποιος είχε μαχαιρώσει έναν ταξιτζή κι όλοι φοβόμασταν, τρέμαμε, ήταν το πιο μυστήριο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου, ένα φως ζωηρό, κίτρινο και κόκκινο, με γαλάζιες ραβδώσεις σα κορδέλα που πάλλεται, μια γυναίκα απ τη Σουηδία που είχα πάρει κάποτε μου είχε περιγράψει ένα τέτοιο πράγμα, το είχε δει στο κήπο της, στα προάστια της Στοκχόλμης, κοντά σε μια λίμνη που πάγωνε το χειμώνα και τα παιδιά γλιστρούσαν απάνω της με τα πατίνια τους. 
 
Ένιωσα το μέρος να τραντάζεται, τα νερά σε μια δεξαμενή που υπήρχε σ έναν κήπο μιας βίλας πήγαιναν κι έρχονταν, ύστερα ήρθε προς το μέρος μου μια κοπέλα μ ένα σκύλο που πήγαινε μπροστά της σα να την οδηγούσε.

Δεν ήθελα να πάω σ' εκείνη την ερημιά κατά τη Θέρμη άλλα δεν είχα σταυρώσει δρομολόγιο για ώρες, τέλος του καλοκαιριού ήτανε, ο κόσμος δεν είχε γυρίσει ακόμα, ένας γιατρός που είχα πάρει το μεσημέρι μ΄ έκανε ν ανατριχιάσω μιλώντας για επεμβάσεις που δεν είχαν πάει καλά, ώρες βρίσκονταν κάποιοι ξαπλωμένοι, ανοιγμένοι, δίχως τη καρδιά τους ,  κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου,  ένα μηχάνημα τραβούσε κι έστελνε το αίμα στο σώμα τους, ο γιατρός είχε νιώσει τις ψυχή ενός άντρα που εγχείριζε να φεύγει σαν αέρας, σαν άνεμος, σα σφύριγμα ελαφρύ.

Στο Βαρδάρη κάπου καθόμαστε ένα παιδί ετοιμάζει φραπέδες, νερά παγωμένα και τοστ για τους οδηγούς με τις ιδρωμένες πλάτες που φορούν ζώνες φαρδιές κάτω απ τα ρούχα τους γιατί τους πονά η μέση από τις ατέλειωτες ώρες που περνούν μπροστά στο τιμόνι.

Διάφοροι τύποι μπαίνουν στο μαγαζί, οι τρελοί παραγγέλνουν πάντα γλυκό με γάλα, μερικοί σκέτο εντελώς, κάποιος σαλεμένος ήθελε δέκα κουταλιές ζάχαρη, όταν του βάλανε εννιά δεν του άρεσε, κάτι αρμένισες με μάτια λοξά και πρόσωπα εξωτικά από ένα πρακτορείο ταξιδίων κάπου δίπλα περνούν τα απογεύματα, έναν πατριώτη τους σκοτώσανε κάποιοι βράδυ στα στενά γύρω απ τη πλατεία.

Ο ταξιτζής πίνει αργά γουλιές απ το καφέ του, ένα γέλιο σα μάσκα έχει στο πρόσωπο του συνέχεια, λένε γι αυτόν πολλά, ότι έτρεχε σε αγώνες κι ήταν φοβερός, ειδικά τις στροφές τις έπαιρνε μ έναν τρόπο θεαματικό στρίβοντας το τιμόνι ανάποδα κι όλο το αμάξι σέρνονταν στη χωμάτινη πίστα γεμίζοντας σκόνη όλο τον τόπο. Ένα κάρο αμάξια είχε διαλύσει, δεν άντεχε αν δεν έβγαζε το εκατό τοις εκατό από το όχημα, αν δε το τραβούσε μέχρι τα άκρα, όσο άντεχε το μηχάνημα. Μια μέρα γκρεμίστηκε σε μια ρεματιά,τον τρέχανε στα νοσοκομεία, κάτι άλλαξε μέσα του από τότε, άρχισε να προσεύχεται και να πιστεύει στο θεό, έμενε ξάγρυπνος τις νύχτες με πανσέληνο κοιτάζοντας στο άπειρο, παράτησε τους αγώνες απότομα, χωρίς να εξηγήσει τίποτα σε κανένα.

Τώρα όλη μέρα οργώνει τους δρόμους της Σαλονίκης, το ξημέρωμα βλέπει ανθρώπους λιωμένους να σχολάνε απ τις δουλείες τις νυχτερινές, κάτω απ τη Καμάρα σκύλοι κοιμούνται ανάσκελα κι άλλοι τρέχουν γαβγίζοντας στα σκαλοπάτια που κατεβαίνουν απ τη Ροτόντα, ποδηλάτες με φωσφορούχα γιλέκα, ζητιάνοι κοιμούνται στα παγκάκια πλάι σε μάρμαρα γεμάτα συνθήματα από μαύρο σπρέι, γκρίζα κτήρια , λάμπες δεξιά κι αριστερά, τα βράδια όπως περνά απ τα χαλάσματα της Άνω Πόλης μάτια γατιών αισθάνεται να τον παρακολουθούν

Σπίτια παλιά γκρεμίζονται εκεί πάνω, πύλες και σαρκοφάγοι και θραύσματα αρχαία αποκαλύπτονται, στη κατηφόρα μπροστά στην Ευαγγελίστρια νεκροταφεία αρμένικα, στην Ηλιούπολη εβραϊκά, ινδικά στο Δενδροπόταμο, συμμαχικά στη Σταυρούπολη, επιγραφές για αποτεφρώσεις και μνημόσυνα έξω απ τα γραφεία κηδειών. Κατά το αεροδρόμιο τ αεροπλάνα μοιάζουν σα να θέλουν να καθίσουν στους γύρω λόφους όπως κατεβαίνουν αργά - αργά δείχνοντας τις κοιλιές τους, στο καζίνο τα φώτα σβήνουν με την ανατολή του ήλιου, αστυνομικοί στήνουν μπλόκα, κόβουν κλήσεις σε μηχανάκια .

Κάτω απ τη γέφυρα του Κορδελιού ένας σταυρός μπηγμένος στο χώμα, εκεί πέρα ένας φορτηγατζής χτύπησε μια γρια που βγήκε σα φάντασμα μπροστά του, έτρεξε κατά το μέρος της να δει τι έγινε, η γριά δεν ανάσαινε, πήρε ένα φτυάρι στα γρήγορα απ το φορτηγό, έσκαψε το χώμα που ήταν μαλακό από κάτι έργα που γίνονταν, την έριξε μέσα τη γρια, κανένας δε πήρε χαμπάρι, τη σκέπασε με πέτρες και χώματα. Για καιρό πολύ περνούσε από κει ο φορτηγατζής κοιτάζοντας το μέρος, έντεκα χρόνια πέρασαν, μια μέρα δεν άντεξε, πήγε και τα είπε όλα στην αστυνομία να φύγει το βάρος από πάνω του.

Το παιδί που φτιάχνει τους φραπέδες έχει σκάσει, κοντεύει να πεταχτεί απ τη καρέκλα του ''Πες μας ρε τι έγινε στο Διαβαλκανικό; Μη μας σκας!''- '' Α ναι λέει ο ταξιτζής,  ''...παιδιά το είδα το φως εκείνο το τρελό, έφεγγε δυνατά πίσω απ το κορίτσι που ήταν τυφλό κι ήταν σα μέρα, ορκίζομαι στη μάνα μου ότι το είδα και το άλλο το πιο κουφό,  ένα πλάσμα πίσω της έρχονταν,  έβλεπες μονάχα τα πόδια του, πλησίαζε κατά πάνω μου όλο και περισσότερο, σκεφτόμουν ότι δε μπορεί να ήταν αλήθεια, είχα πιει και πολλούς καφέδες, ζάρωσα τα μάτια μου να το προσέξω καλύτερα, μου κόπηκαν τα ήπατα, αυτό το πράγμα πέρασε από δίπλα μου βιαστικά και συνέχισε σα να μη τρέχει τίποτα, έβαλα στο κορίτσι στο αμάξι και δοκίμασα να ξεκινήσω .

Τώρα που λέτε τη κοιτάω απ το καθρεφτάκι, μου λέει που πηγαίνει, προσέχω μια μικρή σκισματιά στο πρόσωπο της, ο σκύλος κάθεται ήσυχος, ένα ωραίο πουκαμισάκι φορά το κορίτσι, άσπρο με μανίκια που έχουν μπορντούρες και φιογκάκια και κάτι δαντέλες κεντημένες στο γιακά της τριγύρω, πολύ μου άρεσε εκείνο το κορίτσι, ''Έχετε διαβάσει τις προφητείες του ''Κοσμά του Αιτωλού;'' με ρώτησε, ''Όχι κορίτσι μου'' - ''... το ξέρετε ότι έχει προφητέψει το τέλος του κόσμου, ότι θάρθουν μέρες μαύρες, οι άνθρωποι θα κοιμηθούν πλούσιοι και θα ξυπνήσουν φτωχοί, δε θα έχουν στον ήλιο μοίρα, ότι θα πέσει πείνα και δυστυχία, κάποιοι λένε ότι οι μέρες εκείνες είναι κοντά''.

Συνέχισα να τη προσέχω στο καθρεφτάκι, σε μια στιγμή άνοιξε το κινητό της να μιλήσει σε κάποιον,  το πρόσωπο της φωτίστηκε, είχε μια έκφραση θλιμμένη, τα χαρακτηριστικά της ήταν αρμονικά, μόνο τα μάτια της ήταν άψυχα,  έμοιαζε με έντομο παράξενο, ένα φουστάνι κοντό φορούσε, μπορούσα να δω τα ποδαράκια της να ξεδιπλώνονται πάνω στο κάθισμα, κάτι λουράκια απ τα πεδιλάκια της τυλίγονταν γύρω απ' το πέλμα.

Βγήκαμε απ τη πόλη, ο ήλιος έβγαινε πίσω απ τα βουνά κατακόκκινος, κάποιος μου είχε πει να μη κοιτώ ποτέ τον ήλιο κατάματα δίχως γυαλιά, σκέφτηκα ότι ήταν αδύναμος ακόμα όπως ο δίσκος του δεν είχε πυρώσει πολύ, ήθελα να δω πως είναι, ξαφνικά τυφλώθηκα, πανικοβλήθηκα, τα δέντρα στην άκρη του δρόμου χόρευαν μπροστά στα μάτια μου, πάτησα το φρένο, ο πίσω τροχός μπλόκαρε, ένας λόφος έρχονταν κατά πάνω μου, δε μου είχε ξανασυμβεί τόσα χρόνια που έτρεχα στους αγώνες, την άλλη στιγμή ήμουν στο τέρμα ενός γκρεμού, κοίταξα το κορίτσι πίσω μου, στέκονταν ατάραχο σα να το περίμενε, ύστερα δε θυμάμαι τίποτα μονάχα ένα σκοπό παράξενο που βούιζε στ' αυτιά μου, γλυκό και τρομαχτικό, ένα σκοπό που δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου, μου φάνηκε ότι βρισκόμουνα σ έναν κόσμο διαφορετικό, σα να έμπαινα σιγά σιγά σε μια διάσταση αλλιώτικη....





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...