Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Όλοι γονάτιζαν όπως περνούσε η εικόνα από πάνω μας, χέρια απλώνονταν να την αγγίξουν, γυναίκες κλαίγανε, καλόγεροι χτυπούσαν ένα σήμαντρο ξύλινο, κοίταζα την εικόνα, ένα ξύλο μαυρισμένο απ τις φωτιές που έκαψαν το μοναστήρι κατά καιρούς, ένα φύλλο μετάλλου ασημένιου τη σκέπαζε, μια ατμόσφαιρα έκστασης θρησκευτικής, γνήσιας, υπήρχε τριγύρω.

Έξω στα πεζούλια γύρω, άνθρωποι καθισμένοι όπως θυμόμουνα να γίνεται παλιά, ένα συντριβάνι μαρμάρινο, δυο κεφάλια ανθρώπινα στις δυο πλευρές, παιδιά βουτούσαν τα χέρια τους στο νερό , νομίσματα γυάλιζαν, μια γριά είπε ότι είχε τέσσερα χρόνια να αναβλύσει νερό κι αυτό ήταν σημάδι ότι κάτι θα γίνει, καλό η κακό, σε μια αίθουσα λικέρ από κράνα και βίους αγίων πουλούσαν.

Μέσα στην εκκλησία καλόγεροι χωμένοι σε στασίδια σκοτεινά, κολώνες αψηλές, καπνισμένες, κεριά είχαν στάξει στο μαρμάρινο πάτωμα, εικόνες παλιές, καμένες, μόνο το πλαίσιο φαίνονταν, πρόσωπο δε ξεχώριζες, τοιχογραφίες, άγγελοι και άγιοι, ο διάβολος σε μια γωνιά μοναχός του γρύλιζε, ένα τέμπλο με σκαλίσματα κόκκινα και χρυσαφιά, δεν υπήρχε τόσο πλήθος όπως παλιά, τότε που δε μπορούσες να περάσεις, ούτε εκείνες οι σκηνές που στήνανε αποβραδίς, ούτε κασετόφωνα ανοιχτά και ψησταριές, ο κόσμος σα να χόρτασε πια απ όλα αυτά, περίμεναν στη σειρά να προσκυνήσουν, δεν υπήρχε περίπτωση να σταθώ εκεί πέρα και να περιμένω.

Ένα σωρό γνωστούς συνάντησα, ένα παιδί με ωραίο προφίλ, ήσυχος ήταν πάντα αυτός, τώρα δούλευε συντηρητής στη μονή, κάτι φωτογραφίες μούδειξε απ' το καμένο μοναστήρι στο περασμένο πόλεμο, και κάτι άλλες με τα κειμήλια που κλέψανε οι Βούλγαροι, ευαγγέλια χρυσά, σκεύη ιερά και χειρόγραφα, προσωπίδες αγίων που τις λεηλάτησαν και χειρόγραφα κι άλλα. Τη Στέλλα είδα- επιτέλους ένα κορίτσι που παρέμεινε όμορφο κι ήταν όπως τη θυμόμουνα ξανθιά και φρέσκια, και τον Τάκη είδα που ήρθε απ τη Γερμανία με τη BMW του, έκανε δεκαεννιά ώρες ταξίδι, έξι το πρωί ξεκίνησε από Στουτγάρδη κι έφτασε στα σύνορα της Ελλάδας μετά τα μεσάνυχτα, στη Νις, στη Σερβία και κατά τα Σκόπια λέει έχει άσχημο δρόμο, σ όλη την άλλη διαδρομή έφευγε σφαίρα !

Είδα συμμαθητές στούρνους στο σχολείο που πηγαίναμε, με δόντια χαλασμένα πια, δίχως μαλλιά, έχουν μικρά παιδιά κι ελπίζουν να τους γηροκομήσουν, καφέ με κέρασαν, ας είναι καλά, εκεί όπου καθίσαμε ήταν κι ένας άλλος ήτανε, αυτός που φοβόμουνα ένα καιρό, ο ψηλός με το μάτι που γυάλιζε, κι εκείνο το γέλιο το τρελό, αυτός που είχε το σπίτι του στην άκρη του χωριού κι από κει φοβόμασταν να περάσουμε τα βράδια που φεύγαμε απ το μεγάλο χωριό, το γειτονικό, και γυρνούσαμε σπίτι με τα πόδια.

Νυχτοπούλια στρίγγλιζαν εκεί πέρα, ένας στύλος της ΔΕΗ έριχνε φως στις πλάκες από σχιστόλιθο που σκέπαζαν εκείνο το σπίτι που χτίσανε δίπλα σ ένα δρόμο πλακόστρωτο, σημεία και τέρατα λέγανε για την οικογένεια που έμενε εκεί πέρα, ο πατέρας ήταν φυλακή κατά καιρούς για κάποιο λόγο, είχε μια τρύπα στο λαιμό κι έβγαζε κάτι κραυγές υπόκωφες που έπρεπε να καταλάβεις, πάντως πιο τρομαχτικός ήταν ο γιος του, καμιά φορά έρχονταν μαζί μας αλλά ήταν απόμακρος, στα σφαγεία δούλευε και λέγανε ότι κουβαλούσε ένα μαχαίρι πάντα μαζί του, τον είχα συναντήσει στα χωράφια κάποτε που έβοσκα τα ζώα μας, φαίνονταν φιλικός και γελούσε αλλά κάτι στο θολό του βλέμμα με τρόμαζε, θυμάμαι που με είχε κόψει με το μάτι του από ψηλά, ένα παντελόνι χακί φορούσε, ερημιά και καταχνιά τριγύρω, σκέφτηκα ότι κάτι κακό θα γίνονταν.


Πήγαμε μια βόλτα στο μοναστήρι γύρω, οξιές και βελανιδιές κι έλατα μαύρα ψηλότερα, πλατώματα και ράχες πιο ψηλά, όλα αυτά τα είχε περπατήσει ο πατέρας μου τότε που πήγαινε να μαζέψει τσάι του βουνού και κοιμόταν ψηλά στις κορφές, σ' εκείνη ειδικά που τη λέγανε ''Το μάτι του ουρανού!'', πρέπει ν' ανέβω κι εγώ κάποτε εκεί πάνω, να δω πως φαίνεται ο κόσμος!

Ο κάμπος κάτω ξερός στο τέλος του καλοκαιριού σα χάρτης ανάγλυφος, ποτάμια και χείμαρροι και ρέματα, δέντρα κατά το τσιφλίκι του μπέη όπως τόλεγαν, θολούρα και σύννεφα σκόνης από κοπάδια που περνούσαν χωματόδρομους, κουδούνια αντηχούσαν κάπου μακριά, κάστανα σε κάτι πλαγιές γεμάτες φτέρες ερχόμασταν να μαζέψουμε εδώ, και ρίγανη και μέντα, για ξύλα είχαμε πάει σ ένα λαγκάδι με τον πατέρα μου κάποτε, ο αδερφός μου είχε σακατευτεί μια φορά ανεβαίνοντας ένα τραχύ μονοπάτι που είχαν ανοίξει για να φέρουν ρεύμα από το μέρος εκείνο που το λένε λάκκο καλογερικό, στο δρόμο βράχια και χώματα είχαν κυλήσει απ τις βροχές, όπως βράδιαζε άνθρωποι έρχονταν για την αγρυπνία περπατώντας στα σκοτεινά, κάποιοι έσπρωχναν καροτσάκια με μικρά παιδιά.

Είπαμε να καθίσουμε ακόμα λίγο, το παιδί που δούλευε συντηρητής μας είπε ότι αυτή τη χρονιά δεν είχε χιόνια μα την περασμένη ο τόπος είχε ασπρίσει για τέσσερις μήνες κι οι γεννήτριες που είχαν βάλει δούλευαν στο φουλ, ένα κορίτσι έλεγε ότι στη νότια Ελλάδα είναι πιο καλοί οι άνθρωποι, εδώ στο βορρά σε μαχαιρώνουν πισώπλατα, είχε δουλέψει στους Μολάους, στη Πελοπόννησο, ''Πολλοί καλοί άνθρωποι κατά κει!'' μας είπε, κι απ την Εύβοια κι απ τη Χίο είχε περάσει.

  Ένα άλλο κορίτσι ετοιμάζονταν για τη Σάμο όπου την είχαν στείλει, από Καβάλα θάφευγε με το καράβι, έπρεπε να διασχίσει όλο το βόρειο αιγαίο, από Λήμνο και Μυτιλήνη κι άλλα νησιά θα περνούσε, είχε σιχαθεί αυτή τη διαδρομή, μια γυναίκα πιο ηλικιωμένη, ούτε που ξέρω πως βρέθηκε μαζί μας, έλεγε ότι κατέστρεψαν τις παραλίες στη Πέραμο φτιάχνοντας καφετέριες δίπλα στη θάλασσα, άφησαν να ρημάξουν τα λουτρά με το ζεστό νερό στις Ελευθερές, θα μπορούσαν να φτιάξουν θερμοκήπια γεωθερμικά και να γεμίσουν μπαξέδες τον κάμπο, πρόσεξα σε μια στιγμή ότι με κοίταζε εκείνος ο τρομαχτικός τύπος που φοβόμουνα κάποτε.

Ήρθε κατά το μέρος μου κι εγώ ανατρίχιασα αλλά διάβολε κάποτε μεγαλώνεις και βλέπεις κατάματα τους φόβους σου, δε μπορείς να κρύβεσαι μια ζωή, μιλήσαμε λίγο ''Είδα το μπαξέ σας στον ύπνο μου,'' είπε, ''... αυτόν που είχατε κοντά στο βουνό, τον θυμάσαι, πολύ ωραίο μέρος, ένα μικρό τοίχο είχε γύρω γύρω, όλο πράσινο, γεμάτος σύκα και σταφύλια, κάτι μαύρα γλυκά !'', ένα δαχτυλίδι φορούσε, ''Μπορώ να το δω;'' του είπα, μου τόδωσε ήταν του πατέρα του, κάποιος του τόχε δώσει στη φυλακή που τον είχανε, κάτι αρχικά είχε σκαλισμένα στο εσωτερικό του, και μια ημερομηνία, ένα πετράδι πορφυρό,  περίτεχνα  δεμένο υπήρχε στη μέση,  κάπως θαμπό.

Τον κοίταξα, ''Ρε συ μεγάλωσες, άλλαξες, χλόμιασες, γέρασες!'' κάποτε πρέπει να μάθω να μη σκέφτομαι φωναχτά, αλλά δε μπορώ, θα σκάσω, ''Αλήθεια λες;'' σα να ντράπηκε μου φάνηκε, το ύφος του άλλαξε απότομα, τα μάτια του υγράνθηκαν, γύρισε αλλού, κοίταξε ψηλά στο δάσος το σκοτεινό, σηκώθηκε, ''Εγώ φεύγω!'' είπε, τον είδα να χάνεται στη νύχτα, το φεγγάρι βγήκε πίσω από μια ράχη, ένας αέρας κρύος, βουνίσιος, άρχισε να φυσά ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...