Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

Μες τη κοιλιά του ξύλινου αλόγου ήταν αποπνικτικά, κάποιοι ένιωθαν κλειστοφοβία, περίμεναν γεμάτοι αγωνία ακούγοντας ομιλίες και  φωνές, τα σώματα τους ήταν πιασμένα απ τα ταρακουνήματα καθώς τους κουβαλούσαν στη πλατεία της Τροίας, κουβέντες ζωηρές για το τι να κάνουν, κάποιοι πρότειναν να το τρυπήσουν με τα δόρατα τους, κάποιοι θέλανε να το ανεβάσουν ψηλά στα τείχη κι από κει να το γκρεμίσουν να τσακιστεί και να γίνει κομμάτια, κάποιοι άλλοι πάλι φοβούνταν να το πειράξουν.

Αν δοκίμαζαν κάτι από τα δυο πρώτα όλα θα πήγαιναν χαμένα σκέφτονταν ο Οδυσσέας κοιτάζοντας τον άφοβο γιο του Αχιλλέα, καλά αυτός ήταν περίπτωση σαν το πατέρα του, αλλά ο τύπος απ την Ιθάκη έπρεπε να τα υπολογίσει όλα προτού ξεκλειδώσει εκείνο το πράγμα που είχε σχεδιάσει ο μάστορας ο Επειός.

Έπρεπε να περιμένει τη κατάλληλη στιγμή αλλιώς όλα θα πήγαιναν χαμένα, θα αποδεικνύονταν ότι το μέρος δεν τους ήθελε, είχαν παλέψει μ όλα τα στοιχειά της φύσης, με θεούς και με δαίμονες, ο Διομήδης είχε καταδιώξει την Αφροδίτη που ανακατεύονταν όπου νάναι, από το άρμα του ψηλά αμόλησε το ακόντιο του, την είχε πληγώσει στο μπράτσο κι έτρεξε να τη κοπανήσει αυτή ψηλά στον Όλυμπο .

Ύστερα τον είδε ο Άρης που έπαιρνε την αρματωσιά κάποιου σκοτωμένου, γύρισε κατά πάνω του τρομερός ο ακόρεστος για πόλεμο, ο Διομήδης δε δίστασε ούτε και τότε, ζυγιάστηκε πάνω στο άρμα με τους δρύινους άξονες και τούριξε το κοντάρι που τούσκισε τον λαγόνα, σαν έπεσε αυτό το τέρας στο χώμα έβγαλε τέτοιο μουγκρητό που όλοι σάστισαν.



Αυτό το άλογο ήταν η τελευταία τους ευκαιρία, δεν είχαν άλλο τρόπο να περάσουν εκείνα τα τείχη που έβλεπαν να ορθώνονται πανύψηλα μπροστά τους με τις Σκαιές και τις Δαρδάνειες πύλες σφραγισμένες ερμητικά, κάτι λιοντάρια υπήρχαν σκαλισμένα απάνω τους, εκατό φορές είχαν κινδυνέψει να τους πάρουν παραμάζωμα καθώς η πλάστιγγα έγερνε προς τη μια και προς την άλλη μεριά κάθε φορά, κι εκείνος ο εφτάψυχος ο Έκτορας τη μια έπεφτε με γδούπο στο χώμα κι η πανοπλία του η χάλκινη αντηχούσε και γέμιζε με κουρνιαχτό το μέρος όλο, και μετά τους έκοβε τη χολή όπως έρχονταν φορτσάτος κι έφτανε ως τα κοίλα πλοία με τη φωτιά στο αριστερό του χέρι, πιάνονταν απ το ακρόπρωρο, είχε λυσσάξει, ήθελε να τα κάψει όλα μια ώρα αρχύτερα.

Κι αν δεν ήταν ο Αίας αυτός ο γίγαντας που πολεμούσε πάνω στο κατάστρωμα του καραβιού μοναχός του βαστώντας εκείνο το ασήκωτο μαραφέτι την ασπίδα του με τις εφτά στρώσεις από δέρμα και την επιφάνεια από χαλκό, αν δεν ήταν ο Αίας λοιπόν όλα θα είχαν τελειώσει, αυτός μοναχός του τους κρατούσε μακριά ρίχνοντας πέτρες και δόρατα και βέλη κι εγχειρίδια κι ότι έβρισκε μπροστά του.

Εφιάλτης τους είχε γίνει αυτός ο Έκτορας, σήκωνε πέτρες μπροστά στο στήθος του, στηρίζονταν γερά στα δυο του πόδια και τις έριχνε πάνω στο φτωχό τείχος των Ελλήνων, οι σύρτες σπάγανε, τα μάνταλα γίνονταν κομμάτια, βούρλα και κούτσουρα που είχαν βάλει πρόχειρα όλα διαλύονταν, οι Τρώες πηδούσαν μέσα απ τα τείχη, κόσμος έτρεχε κατά τα πλοία να σωθεί, έπρεπε να βρεθεί κάνας Οδυσσέας να τους σταματήσει πετώντας την κάπα του που έτρεχε να τη μαζέψει ο υπασπιστής του.

Την είχαν βαμμένη, οι θεοί τους είχαν άχτι απ τον καιρό που άλλοι θνητοί κι ημίθεοι κι άλλα περίεργα τα έβαζαν μαζί τους, ειδικά εκείνος ο Ηρακλής που τόξευε τον Άδη τον ίδιο, ένα βέλος είχε καρφώσει στον ώμο του καταχθόνιου θεού, που ακούστηκε τέτοιο πράγμα, κι όχι μονάχα αυτόν και την Ήρα την είχε πληγώσει στο χέρι μ ένα βέλος που είχε τρία αγκίστρια την είχε πεθάνει στο πόνο, κι ήταν κι οι άλλοι δύο ο Ώτος κι ο Εφιάλτης που είχαν άχτι τον Άρη γιατί σκότωσε τον κακομοίρη τον Άδωνι, τον είχαν κλείσει τον αλλοπρόσαλλο μες το μπρούτζινο πιθάρι δεκατρείς μήνες ολάκερους, θα είχε σκάσει αν δεν τον έβγαζε ο Ερμής

Τους τα είχαν κρατημένα οι θεοί, όλα τα στοιχειά της φύσης είχαν ξεσηκωθεί, τα ποτάμια σηκώνονταν και κυνηγούσαν τον Αχιλλέα καθώς πλησίαζε στις δυο πηγές που έβγαζαν η μια χλιαρό κι ή άλλη κρύο νερό, όπως πλησίαζε κατά κει κύματα σηκώθηκαν να τον καταπιούν, καλά που ήταν μια φτελιά να πιαστεί γιατί αλλιώς θα πήγαινε κι αυτός αδιάβαστος.

Αέρηδες λυσσομανούσαν τις χειμωνιάτικες νύχτες πάνω απ τις σκηνές τους, ξερίζωναν δέντρα και θάμνους κεραυνοί τράνταζαν τη γη συθέμελα, τα κύματα της θάλασσας βρυχούνταν, χείμαρροι κατέβαζαν βράχια και κλαδιά και λάσπη, οι σκηνές στα στρατόπεδα γίνονταν έρμαια των ανέμων, η άμμος ισοπέδωνε τον τόπο όλο, δεν ήταν μέρος εκείνο για να μείνει κανείς πολύ καιρό.

Ο Αγαμέμνονας είχε αηδιάσει με τον ξεροκέφαλο γιο της Θέτιδας, μα τέτοιο πείσμα για μια γυναίκα πια, πρότεινε να το διαλύσουν σε κάποια μια φάση, ''Παιδιά τι να κάνουμε, τα καράβια σάπισαν, τα ξύλα χάλασαν, οι αρματωσιές σκούριασαν, δε πάτε στα σπιτάκια σας να φάτε κάνα φαΐ της προκοπής, όχι άλλο κρέας!'', όλοι είχαν πανηγυρίσει, μάζευαν τα υποστηρίγματα που κρατούσαν τα πλοία, αλάλαζαν, με το ζόρι τους είχε κρατήσει ο γιος του Λαέρτη κραδαίνοντας το θαυμαστό εκείνο σκήπτρο που είχε φτιάξει ο Ήφαιστος ο ίδιος, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να τελειώνει αυτό το πράγμα.



Μες το Δούρειο ίππο τώρα έκλεισε τα μάτια μια στιγμή να ξαποστάσει, στο μυαλό του ήρθαν οι αγώνες προς τιμήν του Πάτροκλου, εκείνου του παλικαριού που δε πρόλαβε να δει μέσα απ το 'Ιλιο τι υπήρχε, με τον Αίαντα είχε παλέψει, τι κτήνος κι εκείνος ο Τελαμώνιος, θυμήθηκε και την άλλη φορά είχε βάλει μια ρίζα πικρή πάνω στη πληγή του Μενέλαου να σταματήσει τους πόνους και το αίμα, θυμήθηκε κι εκείνη τη φορά που κάποιος σκοπός αποκαμωμένος κοιτάζοντας τις φωτιές στο τρωικό στρατόπεδο που αντιφέγγιζαν στις κοιλάδες και στις πλαγιές κι ήταν σα μέρα, ο σκοπός λοιπόν εκείνος είχε ξεχάσει μια πύλη ανοιχτή και μπούκαραν οι εχθροί, κι έγινε μακελειό μεγάλο, σύγχυση και βουή, ποδοβολητά, κλαγγές όπλων όλα έμοιαζαν μπερδεμένα, δεν ξεχώριζες τον αντίπαλο απ το φίλο, είδαν κι έπαθαν ώσπου να κλείσουν όπως όπως το ρήγμα.

Συλλογιούνταν όλη την ώρα κλεισμένος ο Οδυσσέας στο κούφιο άλογο, δεν έπρεπε να κάνει κάνα λάθος τώρα , όλα απάνω του στηρίζονταν, όλα ήταν θέμα σωστού συγχρονισμού, οι κουβέντες τριγύρω σα να ησύχασαν, μόνο κάποιος ακούγονταν να λέει θυμωμένα ότι μοναχός του αυτός θα τρυπούσε με σίδερο το πράγμα εκείνο που είχαν κουβαλήσει, ύστερα κι αυτός έπαψε, μια ησυχία παράξενη απλώθηκε.

Έπιασε με προσοχή το σιδερένιο πόμολο, έσπρωξε το πορτάκι, οι μεντεσέδες έτριξαν ανατριχιαστικά, δε χρειαζόταν αυτό, έπρεπε να το είχε προσέξει, περίμενε μια στιγμή, τίποτα δεν ακούστηκε, κάτι σκυλιά αλυχτούσαν, κάτι φωνές και πανηγύρια και τραγούδια κάπου μακριά, ο ουρανός ήταν σκοτεινός όπως το ήθελε , έβγαλε το πόδι του κοντοστάθηκε και κατόπι πήδηξε στο χώμα αθόρυβα , πίσω του έρχονταν κι οι άλλοι κρατώντας τα δόρατα και τα ξίφη και τους πελέκεις τους, τράβηξαν κατά κει που ακούγονταν οι φωνές....



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...