Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ

Τώρα βέβαια καθένας έχει δικαίωμα να πεθάνει μ αξιοπρέπεια, αυτό τουλάχιστον.

Η μάνα σου μπορεί νάναι, που τη πας σ ένα φαρμακείο, σ ένα μέρος κοντά σε μια ανηφόρα με κάτι βελανιδιές,  όπου λέει σταμάτησαν κάποτε οι Βούλγαροι που πήγαν να μπουν στο χωριό σου κι η κοπέλα εκεί πέρα τη ρωτά'' Ο εγγονός σου είναι;''- ''Όχι ο γιος μου'' ενώ εσύ βλέπεις να μη πέφτει η πίεση της με τίποτα.

Σ' ένα κέντρο υγείας την πας ύστερα, αυτό που ήταν κάποτε μαιευτήριο κι η μάνα σου γέννησε τον αδερφό σου προτού σαράντα τόσα χρόνια. Τον τύλιξε κατόπι με μια κουβέρτα που είχε τετραγωνάκια χρωματιστά απάνω της και τον νανούριζε ήρεμα.

Άνθρωποι περίεργοι έχουν μαζευτεί στο κέντρο υγείας, σε κάποιου το πέλμα έχει χωθεί ένα κομμάτι γυαλί , ένας γέρος έχει προβλήματα με το στομάχι του και λέει ιστορίες για τον πόλεμο της Κορέας όπου τον πήγαν μια φορά με μια παλιοντακότα διασχίζοντας τη μισή υδρόγειο, περνώντας πάνω απ τη στέγη του κόσμου.

Ένας τραυματιοφορέας σε κοιτά περίεργα, κάπου σε ξέρει όμως εσύ τον διέκρινες απ τη πρώτη στιγμή αυτόν που κάποτε έβοσκε τα γελάδια σας και περνούσε απ την άκρη του χωριού, από ένα μονοπάτι αρχαίο, με το κοπάδι που γέμιζε τον τόπο σκόνη και κέρατα, καθώς εσύ έφερνε τα δικά σας ζώα το πρωί, προτού πας στο σχολείο κι ο ήλιος ανέτειλε πίσω από κάτι βουνά. Αυτός ο τραυματιοφορέας έφερε κάποτε μια γελάδα σας με το κέρατο σπασμένο κι η μάνα σου έτρεχε να της βάλει στο σημείο όπου αίμα έτρεχε πιπέρι κόκκινο.

Το μυαλό σου όμως απόψε είναι στη μάνα σου που σε κοιτά με αγωνία κι εσύ παρακαλάς από μέσα σου ''Όχι απόψε θε μου, δεν είμαι καθόλου προετοιμασμένος, όχι απόψε''. Και την παίρνουν στο νοσοκομείο αργά τη νύχτα κι εσύ πρέπει να γυρίσεις νύχτα στο σπίτι για να χτυπήσεις μια ένεση στο μηρό του πατέρα σου που έχει ζάχαρο.

Έτσι είναι οι γέροι σαν φάνε τα ψωμιά τους, φοβούνται τις πιο πολλές φορές, τρομάζουν, θέλουν να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο. Οι θυγατέρες τους πρέπει να τις κοιτάξουν κι ας τους έχουν άχτι για όσα τράβηξαν κατά καιρούς εξαιτίας τους, πρέπει να νοιαστούν αυτές σε μια ηλικία κρίσιμη, τότε που ετοιμάζονται ν' αποσυρθούν, γιατί τάχουν δώσει όλα από μικρές και μεγάλωσαν παιδιά δουλεύοντας ταυτόχρονα κι οι άντρες τους τις παράτησαν όταν το σώμα τους χάλασε μετά τις γέννες κι έχουν και τα αγόρια τους να νοιαστούν, αυτά που παθαίνουν κατάγματα συντριπτικά και ρήξεις ολικές στους πλάγιους συνδέσμους καθώς παίζουν μπάσκετ.

Πρέπει να τα τρέξουν στο Διαβαλκανικό για την εγχείρηση κι αυτά τις κρατάνε από το χέρι και τις αγκαλιάζουν κι αυτές προσπαθούν να κρύψουν τη συγκίνηση και τη ταραχή τους στους θαλάμους των νοσοκομείων, ανάμεσα σε ψυχρούς γιατρούς και νοσοκόμες, βλέποντας ανθρώπους να έρχονται καταπάνω τους σε διαδρόμους τετράγωνους, μακρόστενους όπου τα γυαλιστερά πλακάκια σε τυφλώνουν, χώνονται μέσα σε ασανσέρ γυάλινα με θέα τη πόλη ολόκληρη να κρύψουν τα κλάματα τους.

Γυναίκες από χώρες διάφορες κουβαλούν στα σπίτια τους σε υπόγεια όπου έχουν βάλει τις γριές μανάδες τους, δίπλα σε μπουφέδες και βιβλία παλιά που κανείς δεν τα διαβάζει πια, φωτογραφίες φθαρμένες στους τοίχους που δείχνουν παπάδες με βλέμμα αγριωπό και συγγενείς από τη Στρώμνιτσα και τη Φιλιππούπολη, συγγενείς που απόμειναν εκεί πάνω με τις ανταλλαγές των πληθυσμών.

Έχουν αποχαυνωθεί πια εντελώς οι γριές μητέρες τους, λένε λόγια παράξενα, ακαταλαβίστικα, γελάνε περίεργα, το μυαλό τους έχει γίνει κόσκινο, έχουν ξεχάσει τους άντρες τους, μια σκηνή μονάχα μπορεί να θυμούνται, τότε που έστρωναν μονώσεις  σε κάτι στέγες,  κάπου στη Λάρισα, μες το αδυσώπητο λιοπύρι του Θεσσαλικού κάμπου και προσπαθούσα να βρουν λίγο ίσκιο σ ένα τοιχάκι μικροσκοπικό πάνω στην καυτερή ταράτσα, αυτή η κυρία Μαρίνα, με τον κύριο Άγγελο που τον βρήκαν κι αυτόν μες τη κουζίνα του πεσμένο μπρούμυτα, γιατί δεν ήθελε τα νοσοκομεία με τίποτα.

Αυτές βέβαια οι νοσοκόμες από τις χώρες τις ανατολικές, έχουν τα δικά τους, αδειάζουν καμιά φορά τα μπουκάλια με το παλιό κρασί και το ουίσκι, διαβάζουν κάτι βιβλία μυστήρια για θαύματα και όνειρα με αγίους που οδηγούν κάποιους σε τάφους και λείψανα που αναβλύζουν μύρο, ιστορίες για κάποιες που δε μπορούσαν να κάνουν παιδιά κι έμειναν έγκυες με τρόπο υπερφυσικό καταπίνοντας κάτι μαντζούνια και κάτι βότανα κι άλλα αηδιαστικά, τέτοια κι άλλα τρομαχτικά διαβάζουν για να περάσουν τις ατέλειωτες ώρες, εκεί στα υπόγεια κλεισμένες με τις γριές που λένε λόγια ακαταλαβίστικα και τις κοιτάζουν με την άκρη του ματιού τους μουρμουρίζοντας κάτι.

Κι άμα καμιά φορά λείπουν χρήματα απ το βαζάκι όπου έχουν βάλει τα παιδιά τα λεφτά απ τα κάλαντα, επιμένουν ότι δεν έχουν πειράξει τίποτα κι οι γυναίκες που νοιάζονται για τις μανάδες τους και που τις θέλουν κοντά τους για όσο γίνεται περισσότερο και που δεν είναι έτοιμες για το χειρότερο, πάνε σε δωμάτια διπλανά να κρύψουν τη ταραχή και την πίκρα τους, κλαίνε εκεί μέσα ώρα πολύ.


Κι άμα βάλουν καμιά κάμερα μπορεί να δουν στο φιλμάκι τις γυναίκες απ τις χώρες τις ανατολικές να χώνουν τα χέρια τους σε τσέπες και βαζάκια. Το δείχνουν το φιλμάκι στα παιδιά τους που δε μπορούν να το πιστέψουν, το μικρό ειδικά  με τους διαλυμένους πλάγιους συνδέσμους, αυτό που αγαπούσε τη γιαγιά του και πήγαινε βόλτα το μαλλιαρό της σκύλο, αυτό που δεν άντεχε να βλέπει τα ανθρώπινα σπλάχνα στο εργαστήριο της ανθρωπολογίας, στο σχολείο και τα ξεκοιλιάσματα στις ταινίες του έφερναν αναγούλα, νιώθει το στομάχι του να γυρίζει ''Μαμά κλέιστο δε μπορώ άλλο''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...