Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Ο ΕΝΥΠΝΙΑΣΤΗΣ ΕΚΕΙΝΟΣ

Στον Θανάση Ζ.

Στο αρχονταρίκι της Αγίας Άννας ήμασταν μαζεμένοι ένα μεγάλο Σάββατο,ένα τραπέζι τεράστιο υπήρχε κατά κει, εμείς είχαμε λυσσάξει απ την πείνα, τίποτα δε μπορούσες να βρεις για να φας εκεί πέρα τις προηγούμενες μέρες, πηγαίναμε στα μαγειρεία τάχα να βοηθήσουμε μήπως τσιμπήσουμε κάτι, καζάνια και φλόγες, πυροστιές και φούρνοι κι ατμοί υπήρχαν κατά κει, ένας καλόγερος μας εξηγούσε πως έβαζε την τελευταία στιγμή  ένα χόρτο στο καζάνι με τα φασόλια για να πάρουν νοστιμιά, τριγύρω οργιαστική βλάστηση υπήρχε, τα φυτά μεγάλωναν υπερβολικά, δε ξέρω για πιο λόγο.

Χαμομήλια άσπρα και κίτρινα φύτρωναν στα ξέφωτα, μανιτάρια κίτρινα έβγαιναν απ το χώμα δίπλα σε δέντρα κομμένα, τοίχοι ψηλοί από πέτρες γρανιτένιες κύκλωναν τους μπαξέδες, βρύα φύονταν απάνω τους, πιο πέρα νερά γκρεμίζονταν από ψηλά κι έσκαγαν με πάταγο σ ένα σημείο γεμίζοντας τον τόπο μ αφρούς και μπουρμπουλήθρες, πουλιά με μαύρες τραχηλιές χοροπηδούσαν ανάμεσα σε θάμνους, βελανιδιές και δρύες, οι αψηλές ξύλινες πύλες αμπάρωναν με τη δύση του ήλιου.

Πιάτα με φαγητό υπήρχαν σ εκείνο το τραπέζι, σε μια γωνιά κάτι καλάθια με μήλα άσπρα και κόκκινα, αχτίδες τρυπούσαν τα τζάμια, ένα κρασί στο χρώμα του ήλιου, ράσα και γενειάδες, ένας καλόγερος ανεβασμένος σ έναν εξώστη ξύλινο διάβαζε κάτι απ τη βίβλο ''.... ιδού ο ενυπνιαστής εκείνος έρχεται!'' ψιθύριζαν τα αδέρφια του Ιωσήφ καθώς έβλεπαν να πλησιάζει ο αλλόκοτος αδερφός τους που εξηγούσε τα παράξενα όνειρα.

Σε μια παραλία είχαμε κατέβει κατόπι, κάτι γκρεμνοί απότομοι, κορμοί και κούτσουρα ξεβρασμένα στην ακτή, καβουράκια βρεγμένα σάλευαν τις δαγκάνες τους πάνω στην μαλακή άμμο, ψαράκια έτρεχαν να κρυφτούν μόλις ένιωθαν τις σκιές μας κι εγώ φυσικά ρωτούσα εκείνο τον τύπο που φαίνονταν να έχει μια πλευρά λίγο σκοτεινή. Ο άλλος που ήταν μαζί μας μου κανε νοήματα να σταματήσω, αλλά εγώ αισθανόμουν ότι κάτι έκρυβε ο δικός μου κι όλο και προχωρούσα πιο βαθιά.

Κι αυτός τότε άρχισε να μιλά, μας είπε για τότε που δούλευε σ ένα μαγαζί τα σαββατοκύριακα παίζοντας ντραμς, έναν μακρυμάλλη που έπαιζε αρμόνιο είχε μαζί του κι έναν άλλον λοξό που έπαιζε κιθάρα ηλεκτρική. Έπαιρναν σβάρνα τα χωριά και τα πανηγύρια, αυτός είχε κι ένα φορτηγό κι έκανε μεταφορές, έπαιζε χαρτιά και φρουτάκια, είχε κάνει κι ένα φεγγάρι φυλακή, κόντεψαν να τον μαχαιρώσουν, ένας Γεωργιανός τον είχε βάλει στο μάτι.

'Ένα βράδυ ήρθε στο μαγαζί όπου παίζανε ένα κοριτσάκι, ένα άσπρο πουκάμισο φορούσε κι ένα γαλάζιο παντελόνι, δυο δίσκοι ασημένιοι κρέμονταν απ τα αυτιά του, δέρμα λευκό είχε, μια φρεσκάδα και μια δροσιά, το στήθος του πάλλονταν μες το σφιχτοδεμένο σουτιέν, την ήθελε εκείνη τη στιγμή, να ρεφάρει για τη χασούρα που είχε το άλλο βράδυ , να το ρουφήξει αυτό το μπουμπούκι, είχε πιει και λίγο, την πήρε πίσω απ το μαγαζί σ ένα μέρος γεμάτο αμυγδαλιές.

Κι ύστερα εκείνο το μικρό πάει και μένει έγκυο και θέλει και να το κρατήσει κι αυτός πήρε ανάποδες, άντε να εξηγήσει στη γυναίκα του, το μικρό επέμενε, μια σφαλιάρα του άστραψε, το κοριτσάκι ζάρωσε, σ έναν γιατρό δικό του τόστειλε να τελειώνει η υπόθεση.

Την ξαναείδε κι είχε μαραθεί ''Πως σπάζουν έτσι γρήγορα οι γυναίκες'' είχε σκεφτεί, αποστροφή κι απέχθεια του προκαλούσε πια, κανόνισε σε μια άλλη πόλη να τη στείλει, της βρήκε κάτι να κάνει κατά κει, θα κουβαλούσε και τα πράγματα της.

Στο σπίτι της σαν πήγε να φορτώσει , στη κουζίνα, όπως έπινε ένα ποτήρι νερό μες τη ζέστη, έπεσε απάνω στη μάνα της κι αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε.

Γιατί τη φοβόταν τη μάνα της, αυτός που δε σκιάζονταν απ όλα τα μούτρα και τις σαβούρες που είχε συναντήσει στη φυλακή,  ούτε καν από εκείνον το μονόφθαλμο τον Γεωργιανό που ήταν μέσα για φόνο, αυτόν που τον έκοβε με κείνο το μοναδικό του μάτι.

Δεν ήθελε να πέσει πάνω σ εκείνη τη γριά που διάβαζε φυλλάδες κι έτρεχε ν ανάψει τα καντήλια στα ξωκλήσια, αυτήν που δεν έλεγε πολλά,  τον κοίταξε μονάχα όπως αυτός κάθονταν σε μια καρέκλα και του είπε ήρεμα ''Γιατί τόκανες αυτό στο παιδί μου ;'' κι ύστερα τού ριξε ένα βλέμμα που ένιωθε ότι τον τρυπούσε μέχρι βαθιά πολύ, εκεί όπου κανένας δεν είχε φτάσει ποτέ, ένιωθε γυμνός μπροστά της, ''Συγνώμη'' μονάχα είπε κι έσκυψε το κεφάλι.

Στο δρόμο η όψη της γριάς δεν έφευγε απ το μυαλό του, θυμήθηκε το κορίτσι που έμοιαζε με μπουμπούκι κι ύστερα είχε μαραθεί έτσι γρήγορα και την απορία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του όταν το χτύπησε κι ότι είχε κάνει μέχρι τότε, ένιωσε με μιας μια τέτοια αηδία για τον εαυτό του που ήθελε ν' ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.

Όπως κατέβαινε ένα δρόμο απότομο στοιχημάτισε ότι αν τα φρένα δεν έπιαναν στην επόμενη στροφή, να τ' αφήσει το αμάξι να πάει στο διάβολο, να γκρεμοτσακιστεί, να φύγει σ εκείνο το βάραθρο, να ησυχάσει η ψυχή του .

Κατέβηκε με φόρα κι όπως πλησίαζε φρενάρισε κι έβλεπε το τέρμα να πλησιάζει και τα δέντρα που είχαν φυτρώσει στο χείλος του γκρεμού να έρχονται όλο και πιο κοντά και τις μπάρες τις σκουριασμένες να πλησιάζουν κι αυτές, οι τροχοί στρίγγλιζαν, το φορτηγάκι ταλαντεύτηκε, ένιωθε ήδη την κατρακύλα στα χαλίκια και στους βράχους,  όλα έμοιαζαν με κάποιο όνειρο,  με μια σκηνή που ειχε ξαναδεί κάπου,  κάποτε,  έκλεισε τα μάτια να μη βλέπει κι ύστερα όλα τελείωσαν, το όχημα κοκάλωσε, μυρουδιά από λάστιχο καμένο γέμισε τον αέρα, μια ησυχία τρομαχτική απλώθηκε παντού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...