Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

ΤΑΦΡΟΣ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Όπως ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες κι οι λαμαρίνες των αστικών ανάβουν, κουβέντες και φράσεις και προτάσεις και ιστορίες διάφορες ανακατεύονται και διασταυρώνονται εκεί μέσα.

Μια γυναίκα λέει για μια μεταμόσχευση ήπατος που έχει κάνει, ένα κοριτσάκι απ το Μέτσοβο ήταν ο δότης, είχε πάει λέει το παιδί με τον πατέρα του για χόρτα, πάτησε το κορδόνι του και κατρακύλησε για να τσακίσει το κεφαλάκι του σε μια πέτρα. Δώσανε τα όργανα του σ ένα σωρό κόσμο, τα νεφρά σε μια Γερμανίδα, τον κερατοειδή σε κάποιον άλλο, την καρδιά σ ένα παιδί απ τη Σερβία. Μια φωτογραφία μας δείχνει η γυναίκα , το μνήμα του παιδιού δείχνει, το μικρό ήταν όμορφο πραγματικά, ο κόσμος σκύβει να δει, ''Το καημένο!'' λέει μια γιαγιά.

Στο μεταξύ κουβέντες και διάλογοι και λέξεις ξεκάρφωτες συνεχίζουν να ανακατεύονται εκεί μέσα, ''Δε μπορούσα να το πιστέψω...'' λέει κάποιος, ''....ήμουνα σα ναρκωμένος'', ''...μια φιλική συμβουλή θα σου δώσω..'' λέει κάποιος άλλος ''...μακριά απ αυτόν τον τύπο!'', ''Μαζί του τα δίνω όλα'' λέει μια κοπέλα, ''Πως την έχασα εκείνη τη γυναίκα ρε φίλε...'' - ''Άμα δεν παίρνεις θέση είσαι άχρηστος!'' λέει ένας παππούς κι ένας άλλος γέρος '' Άμα έχεις ζάχαρο το σώμα σου πρέπει να είναι σα λαμπάδα, ''Άμα δε σου λέει τίποτα το όνομα του δεν έχεις δουλειά μαζί μας!'' λέει ένας τύπος με ένα τεράστιο σημάδι από εμβόλιο στο μπράτσο.

''Στη Σαμοθράκη θα πάμε...''λέει κάποιος άλλος ''....έχω ένα κτήμα κατά κει, κοντά σε μια απόκρημνη ακτή, εκεί κάπου είναι και η τάφρος του βορείου Αιγαίου 1000 μέτρα βάθος!''
''Μπα!'' λέει κάποιος άλλος, ''... στη Νάξο είναι τέλεια με τα πελώρια αγάλματα που έγιναν κομμάτι στη μεταφορά τους και βλέπεις ένα πόδι εδώ ένα κεφάλι πιο πέρα'', ένας τρίτος μιλά για ένα άλλο νησί όπου υπάρχουν τοιχογραφίες γαλάζιες, αρχαίες, με βουτηχτές να πέφτουν στο νερό από ψηλά και αγγειογραφίες που δείχνουν το ναυάγιο του Οδυσσέα και τους συντρόφους του να αιωρούνται πεθαμένοι στο νερό, σε στάσεις αλλόκοτες ενώ αυτός στέκεται μόνος στην αναποδογυρισμένη καρίνα.

Καλοκαίρι έχει μπει τριγύρω, η θάλασσα έχει πάρει το χρώμα το ξασπρουλιάρικο του καλοκαιριού, πουλιά βυθίζουν το κεφάλι τους στο νερό, βαπόρια πάνε κι έρχονται απ τα νησιά, αεροπλάνα κουβαλούν Ρώσους για τη Χαλκιδική, η άσφαλτος αρχίζει να κολλά στα παπούτσια, εργάτες σκάβουν τρύπες στους δρόμους, ποτάμια σμαραγδένια κυλάνε στις βιτρίνες από νέον, τυφλοί του Μπρέγκελ, αλκοολικοί του Ντοστογιέφσκι τριγύρω.

Σκύλοι κοιμούνται στο τσιμέντο και το σώμα τους τρέμει σα να βλέπουν εφιάλτες στον ύπνο τους, ναρκομανείς χοροπηδούν σα να τσιμπήθηκαν από ταραντούλες, σεκιουριτάδες με βλέμμα τρομαγμένο κουβαλούν τσάντες σιδερένιες, ταξιτζήδες κοιμούνται σε αμάξια με πόρτες ανοιχτές, το κεφάλι γερμένο, ο ασύρματος παραμιλά κι εκεί μέσα φωνές ανακατεύονται, κάποιος λέει για τα χαλασμένα φώτα πορείας του, άλλος λέει ότι χτύπησε έναν σκύλο τη νύχτα κάπου στο αεροδρόμιο, ένας τρίτος ρωτά για κάτι δρόμους έξω απ την πόλη.

Καλοκαίρι έχει μπει τριγύρω, δροσιά αναζητάς, στα πολυκαταστήματα πόδια φαίνονται πίσω από παραβάν, μουσικές απαλές, σκάλες σιδερένιες ανεβοκατεβαίνουν. Στα ινστιτούτα αισθητικής κλιματιστικά βουίζουν, γυναίκες σε κοιτάνε περίεργα κι εκεί νιώθεις ομιλίες κι ερωτήσεις ν ανακατεύονται ''Ρωτήστε με ότι θέλετε δεν έχω πρόβλημα'' ''' 'Έχετε κάνει αποτρίχωση στα χέρια;''- ''Πως γίνεται να μην ιδρώνετε;'' , ''Που τα κάνατε αυτά τα στρασάκια στο δάχτυλο του ποδιού;''

Δροσιά αναζητάς, σ ένα μπαλκόνι μιλάμε με την κυρία Πόπη, ο κύριος Ζαφείρης πλένει το μπαλκόνι , σαπουνάδες και σαγιονάρες πάνω στα γυαλιστερά πλακάκια, μια πορτοκαλάδα κι ένα γλυκό παγωμένο πάνω στο τραπέζι, τρένα κοιτάζουμε να περνούν δίπλα από τη Mοναστηρίου,
νιώθω ξανά λέξεις και προτάσεις μπερδεμένες να στροβιλίζονται γύρω απ το σκόρπιο μυαλό μου:

'' Βάλε μου ένα στόχο κι εγώ θα τα δώσω όλα!'' ''....και που νομίζεις ότι βρήκα τον πατέρα μου, στο υπόγειο του νοσοκομείου να τρώει μια τυρόπιτα κουβαλώντας τα σωληνάκι των ορών του,''- ''Η μάνα του μου το κάρφωσε δίχως να το θέλει ότι είχε χωρίσει, αυτός σιγά που θα μου ΄το λεγε!'' ''... όλα έγιναν τόσο γρήγορα στην κηδεία κι εγώ νόμιζα μέχρι την τελευταία στιγμή ότι θα κινηθεί θα πει κάτι'', ''Μη με λογαριάζεις εμένα..'' της είπε όταν τον χτύπησε το αμάξι ''...άμα θες μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου όπως θέλεις και χωρίς εμένα'' κι εκείνη φυσικά αυτό έκανε ......


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...