Κυριακή 19 Μαΐου 2013

ΧΡΟΝΟΔΙΝΕΣ

Σε κάποια έχεις πέσει μέσα σε άλλα σ' έχει στείλει αδιάβαστο, δεν το περίμενες, δε το πιστεύεις αυτό που ακούς, αυτή έχει πάθει πλάκα, μια ατμόσφαιρα παράξενη στη κάμαρα μέσα, έχεις προχωρήσει πολύ, έχει αιφνιδιαστεί, δεν το περίμενε , μπορεί να την έπιασες χαλαρή, ίσως έχει κάνει το λάθος κι εσύ όμως είσαι εκτεθειμένος, προσπαθείς να καταλάβεις τον κόσμο της, φοβάσαι ότι έχεις μείνει πίσω, είναι τόσο αλαζονικός ο κόσμος των νεαρών γυναικών, γεμάτος προσποιήσεις και σαπουνόφουσκες, μπορεί να σε θαμπώσει, να νιώσεις λίγος.

Προσπαθείς να φανείς ήρεμος, να μη δείξεις τα συναισθήματά σου, ανοίγεις χαρτιά και κρατάς άλλα κλειστά, έτσι είναι αυτό το παιχνίδι, ανιχνεύεις τον αέρα, αναζητάς πληροφορίες που θα καθορίσουν τη στάση σου, αυτή δείχνει λίγο αμήχανη αλλά της αρέσει κιόλας και μετά νιώθεις μια ζάλη περίεργη κι ένα βάρος στο κεφάλι, αέρα ζητάς, ούτε το ποτήρι με το νερό έχεις πιει που σου έδωσε, χρειάζεσαι χρόνο να επεξεργαστείς τα στοιχεία, να αναλύσεις, να δεις αν σε ενοχλούν αυτά που άκουσες ή δεν τρέχει και τίποτα, μια βόλτα με τα πόδια, με το λεωφορείο, με το αμάξι, με ότι νάναι τέλος πάντων χρειάζεσαι επειγόντως.

Κι είναι κι η δουλειά που δε πρέπει ν' αφήσεις πίσω, όλα μαζί έρχονται κι όλα μαζί φεύγουν, δε θες να χάσεις τη φόρα που έχεις, ξεραΐλα θα πέσει αύριο, θες το χρόνο να τρέχει γρήγορα, δε τον μπορείς όταν σέρνεται βασανιστικά, τον θες συμπυκνωμένο  και γεμάτο,  όπως αυτόν που κυλάει μέσα στις χρονοδίνες και στις μαύρες τρύπες ψηλά στο διάστημα .

Στα σπίτια έχει δροσιά, άνθρωποι κοιμούνται με τη πλάτη γυρισμένη σε καναπέδες, παιδιά δε λένε να πάρουν μπρος, λες ψέμματα για να κερδίσεις χρόνο, να μη χάσουν τον ενθουσιασμό τους οι μαθητές, σ άλλα σπίτια σεντόνια άσπρα, πεντακάθαρα, στρωμένα σε κρεβάτια, ξυλόγλυπτα και αγιογραφίες απ την Τήνο, φωτογραφίες της γιαγιάς που πέθανε, πατώματα γυαλισμένα , ένας σκύλος γαβγίζει ένα χάμστερ που στριφογυρνά μια ρόδα, γενέθλια έχει ένα κοριτσάκι, η μάνα του έχει αγοράσει μια αγκαλιά τριαντάφυλλα σ ένα χρώμα ακαθόριστο, ο σκύλος πάει κάτω απ το κρεβάτι και ξαπλώνει να δροσιστεί, η μάνα μαλώνει άσχημα το κοριτσάκι για κάποιο λόγο κι αυτό αντιδρά θαυμάσια, δε λέει κουβέντα, μια βυσσινάδα με παγάκια σου δίνουν να πιεις.

Παιδιά παίρνουν τηλέφωνο όπως βγαίνουν από εξεταστικά κέντρα, ''Πάνω απ τις δυνάμεις μου ήτανε'' λέει κάποιος, πάει αυτός, '''Όλα καλά πήγαν κύριε!'', λέει ο Βλαδίμηρος, φιλιά στέλνουν οι μανάδες τους.

Να αφομοιώσω προσπαθώ αυτά που άκουσα, σκέφτομαι μήπως έκανα λάθος, άλλα η στιγμή μου φάνηκε καλή, κορίτσια στο αστικό, μαλλιά τραβιούνται στο πλάι, πλάτες αισθησιακές, ώμοι καμπυλωτοί, τυλιγμένοι σε τιράντες, σκουλαρίκια μακριά ακουμπούν στο δέρμα, ξανθά μαλλιά παραμερίζουν στο πλάι , στηθόδεσμοι λευκοί και μαύροι.

Στα Goody' s ένα κορίτσι μ' ένα νάρθηκα τυλιγμένο στο χέρι της, μια λαϊκή κάπου , ένας δρόμος μπλοκαρισμένος, λεωφορεία διχάζονται όπως στρίβουν, το 7 αριστερά το 12 δεξιά, πρέπει να το ξεπεράσω γρήγορα, δεν υπάρχει χρόνος, όλη νύχτα τη σκέφτομαι, τι ιστορία κι αυτή, άντε να δούμε πως θα κλείσει και ποιoς θ' αντέξει ως το τέλος.

Στο μπαλκόνι μιας φίλης έξω απ τη πόλη προσπαθώ να αναλύσω ότι συνέβηκε, καλά που υπάρχει κι αυτή να μου εξηγήσει πως δουλεύει το γυναικείο μυαλό, τι ζητά, που το πάει, ένα ρέμα κατά κει απλώνεται, τα φύλλα των δέντρων σείονται στον αέρα, ένα εκκλησάκι κάτι μνήματα, ησυχάζω σιγά- σιγά, βρίσκω μια άκρη, εντάξει τα μικρά ίσως κάνουν περισσότερα σήμερα, αλλά ποιος μου λέει ότι αυτό είναι το πιο σωστό, ότι δεν είναι καλύτερα να έχεις αποφύγει την υπερβολική έκθεση και τη φθορά από κάποια πράγματα όντας επαρχιώτης στη μεγάλη πόλη .


Να αφομοιώσω προσπαθώ αυτά που άκουσα, καλοκαίρι έρχεται, λίγο νερό να βρέξω το πρόσωπο μου, σχέδια κάνει ο κόσμος, ο κυρ Γιάννης φεύγει για το εξοχικό του στο Λιτόχωρο, να περπατήσει στα μονοπάτια του Ολύμπου με το χάραμα, ο κύριος Γιώργος φεύγει στη Χαλκιδική να βαδίσει το απόγευμα στην αμμουδιά με τα σκυλιά του, στην Άρτα ένας γάμος, μια σήραγγα βγάζει στη Λευκάδα, ένα μοναστήρι στη Πελοπόννησο, ένα παιδί φεύγει για το Διδυμότειχο.

Σε μια εκκλησία μια νέα γυναίκα μπροστά στα κόλλυβα ενός μνημόσυνου κλαίει, ο ήλιος μπαίνει όλο και πιο καυτός από τα τζάμια, ο Χριστός περπατά πάνω στα νερά, τα δίνουμε όλα όπως ψέλνουμε σα να θέλουμε να ξεσπάσουμε κάπου, ο κόσμος έχει φεύγει, η εκκλησία αδειάζει κι εμείς συνεχίζουμε στη διαπασών μοναχοί μας, η γυναίκα που έκλαιγε κάθεται και μας κοιτάζει .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...