Σάββατο 4 Μαΐου 2013

ΕΦΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ

Στο μνήμα λέει τον ζητούσε και είδε έναν νέο με όψη σαν την αστραπή και στολή λευκή σαν το χιόνι ''Γυναίκα γιατί κλαις;''- ''Κλαίω γιατί πήραν τον κύριο μου και δε ξέρω που τον έχουν βάλει''.

Τώρα ο νέος εκείνος μπορεί να ήταν ο άγγελος που είδε ο Ιησούς του Ναυή σαν σήκωσε το βλέμμα κάπου έξω απ τα τείχη της Ιεριχούς, όπου αντίκρισε μπροστά του εκείνον τον τρομαχτικό αρχιστράτηγο των ουράνιων δυνάμεων με το ξίφος του γυμνό κι έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα για να τον ακούσει να τον προστάζει '' Λύσε τα υποδήματα απ τα πόδια σου γιατί στέκεσαι σε τόπο άγιο΄΄.

Μπορεί να ήταν ο άγγελος που έριχνε δροσιά στο καμίνι όπου είχε βάλει ο Ναβουχοδονόσορας τους τρεις νεαρούς να γίνουν παρανάλωμα, μπορεί να ήταν κάποιος απ τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ που ίπτανται κάπου ψηλά, ή απλά ο άγγελος που βλέπαμε σε μια εκκλησιά τούτες τις μέρες, αυτόν που είχε τοποθετήσει το πόδι του πάνω στο σώμα κάποιου καταραμένου μαύρου δαίμονα που κείτονταν αφρίζοντας στο χώμα.

Οι γυναίκες σ αυτήν την εκκλησιά τρυπούσαν γαρύφαλλα μ' οδοντογλυφίδες ετοιμάζοντας στεφάνια, παιδιά μικρά με σημάδια στα μαλακά τους ποδαράκια σαν τις πληγές στο σώμα του χριστού που ψηλάφισε ο Θωμάς, πετούσαν πέταλα άσπρα και κόκκινα, από κρίνα κι ορχιδέες που είχαν σ ένα πανεράκι, παπάδες φορτώνονταν το ανάγλυφο του σταυρωμένου Χριστού στη πλάτη, κι άλλοι έριχναν μύρο σ όσους σταυροκοπιούνταν, κάποιοι έβλεπαν γεμάτοι περιέργεια από έναν εξώστη πολύ ψηλό, γριές κλαίγανε κι άλλες σπρώχνονταν να προσκυνήσουν, σώματα ιδρωμένα, κάποιες άγγιζαν εικόνες και κατόπι τον κόρφο τους, γέροι στηρίζονταν σε μπαστούνια και βακτηρίες θυμίζοντας αινίγματα του Οιδίποδα, κάποιοι λιποθυμούσαν, μπουκάλια με νερό άδειαζαν, παράθυρα άνοιγαν αέρας καθαρός να μπει, λουλούδια υπήρχαν πατημένα πάνω στα μάρμαρα παντού τριγύρω.

Φως μυστήριο έμπαινε από τζάμια κίτρινα λούζοντας αρτοφόρια και σκευοφυλάκια, μανουάλια κι εξαπτέρυγα, αψίδες και χρυσά φωτοστέφανα , φτερωτούς όφεις, κολώνες αρχαίες και τοιχογραφίες που έδειχναν τον Βουλγαροκτόνο να μπαίνει θριαμβευτής σε κάποια πόλη, ακολουθούμενος από έφιππους πολεμιστές, τοιχογραφίες που χάλασαν οι Τούρκοι κάποτε για να ανοίξουν παράθυρα στους τοίχους, αγάλματα αρχαία με φαγωμένες τις καμπύλες από την αιθαλομίχλη στην εξωτερική μεριά του ναού, περιγράμματα ζώων παράξενα που κάποτε τρόμαζαν τον κόσμο, συνθήματα βρώμικα είχαν σβηστεί επιτέλους από τους ταλαιπωρημένους τοίχους.

Περιφορές επιτάφιων διασταυρώνονταν καθώς κύκλωναν τα σύνορα των ενοριών της πόλης, όπως αυτά είχαν χαραχτεί απ τα χρόνια του Βυζαντίου και της τουρκοκρατίας, κόσμος από ψηλά, απ' τα μπαλκόνια κοιτούσε έχοντας καρφώσει κεριά στα κάγκελα, τα λαρύγγια μας πονούσαν όπως κάθε χρόνο, ένας γέροντας άσπρος σα χαρτί δε φαίνονταν καλά, τον βάλαμε να καθίσει κάπου όπως ψέλναμε ''Γύναι τι κλαίεις;''

Η γυναίκα, η Μαρία η Μαγδαληνή, έκλαιγε όπως ζητούσε αυτόν που είχε βγάλει από μέσα της εφτά δαιμόνια, τον ακολουθούσε όταν τον συνέλαβαν εκεί κάτω, στο χείμαρρο των κέδρων και δε μπορούσε να το πιστέψει πως άφησε να του βγάλουν από πάνω του τον υπέροχο χιτώνα τον άραφο για να του φορέσουν την ελεεινή εκείνη χλαμύδα, για μια στιγμή πίστεψε ότι ήταν άνθρωπος όπως όλοι, δεν εξηγούνταν διαφορετικά κι όταν είδε το άψυχο του σώμα να κρέμεται χλωμό και γεμάτο πληγές της ήρθε να ουρλιάξει από πόνο.

Ξύπνησε απ τ άγρια χαράματα, αρώματα έφερε μαζί της, αλόη και σμύρνα, στο μνήμα μυρουδιά θανατικού βασίλευε κι όταν είδε άδειο το σφραγισμένο μ εκείνη τη τεράστια πέτρα μνήμα, αυτό που είχε σκαφτεί μέσα στο βράχο που ύστερα έβαψαν με ασβέστη, τότε της κοπήκανε τα πόδια ''Οίμοι! Πως εκλάπης πάντων βασιλεύ;''.

Και τότε να αυτός ο άγγελος μπροστά της με όψη λαμπερή και φορέματα κατάλευκα '' Γυναίκα γιατί κλαις ;'' κι αυτή αναρωτιόταν ποιος στο καλό ήταν αυτός ο ασπροντυμένος τύπος;

Κι εμείς αναρωτιόμασταν το ίδιο καθώς επιστρέφαμε στο ναό κι οι γυναίκες στέκονταν κάτω απ τον επιτάφιο και το φως έλουζε τα αρτοφόρια και τα σκευοφυλάκια και τα μικρά παιδιά πετούσαν πέταλα λουλουδιών πάνω απ τα κεφάλια μας και ψέλναμε για τη γυναίκα εκείνη που έκλαιγε γοερά:

''Πως γίνεται να σ έχουν κλέψει εσένα που ήσουν ο βασιλιάς των όλων, που οι ασώματοι σου άγγελοι δε μπορούσαν να καταλάβουν πως κατέβηκες εκεί κάτω σ αυτόν τον άθλιο κόσμο, εσένα που μπορούσες να συντρίψεις τους μοχλούς τους αιωνίους και να διαρρήξεις τα δεσμά και να σκίσεις τα καταπετάσματα των ναών και να σκοτεινιάσεις το σύμπαν ολόκληρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...