Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  Αυτάρ ο γυμνώθη ρακέων πολύμητις Οδυσεύς,
  Άλτον δ΄ επί μέγαν ουδόν....
  ..μετά δε μνηστήρσιν έειπεν:
  '' Ούτος μέν άεθλος άαατος εκτετέλεσται...''

Οδύσσεια
 Ραψωδία Χ.  στ. 1- 5.


Εκεί τα είδε όλα, όταν κρεμάστηκε σα νυχτερίδα από κείνη την αγριοσυκιά καθώς από κάτω του έχασκε το έρεβος κι η Σκύλα με τα έξι κεφάλια άρπαζε τους συντρόφους του για να τους σύρει μέσα στη σπηλιά, όπου βέλος φτερωτό να έριχνες δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει μέχρι το βάθος της.

Αυτός κοίταζε το άλλο τέρας που ρουφούσε το θαλασσινό νερό τινάζοντας το στρώμα του αλατιού πότε στη μια και πότε στην άλλη κορυφή του βράχου κι άλλοτε πάλι έβλεπε την άμμο να γίνεται κατάμαυρη στον πάτο όπως οι άντρες του γίνονταν πράσινοι απ΄ το φόβο τους. Κρεμάστηκε απ την αγριοσυκιά μέχρι να ξεβράσει το τέρας ότι είχε απομείνει απ το καράβι του κι ύστερα πήδησε από κει πάνω στα μακριά μαδέρια κι άρχισε να κωπηλατεί με τα χέρια.

Τους είχε πει όταν έσυραν το πλοίο στην αμμουδιά και το έχωσαν σ εκείνη τη σπηλιά, καθώς ξάπλωναν στο χώμα κάτω απ τα άστρα, να μη τα πειράξουν εκείνα τα χοντρά βόδια με τα κέρατα τα στριφογυριστά, αλλά αυτοί τον στρίμωξαν τότε.'' Όλα σε σένα είναι φτιαγμένα από σίδερο..'' του είπανε ''...τα μέλη σου δεν κουράζονται ποτέ, αλλά εμείς είμαστε άθρωποι!'', έλεγαν καθώς πλάγιαζαν κάτω απ' τ΄ αστέρια. Άντεξαν μέχρι που γιόμισε κι έλιωσε το φεγγάρι μια φορά, μα ύστερα λύσσαξαν, αφήνιασαν, δεν άφησαν τίποτα ζωντανό, τα χάλασαν όλα έσκαψαν το λάκκο τους.

Απόμεινε αυτός μοναχός να πλανιέται αντικρίζοντας πλοία Φοινικικά που κουβαλούσαν σκλάβους για την Αίγυπτο κι άλλα πλοία από την Κρήτη που κουβαλούσαν πολεμιστές κι άλλα καράβια που κουβαλούσαν στάρι και κριθάρι και γεννήματα, αναζητώντας μονοπάτια της θάλασσας, τις νύχτες νόμιζε ότι είχε γυρίσει στο σπίτι του κι η γυναίκα του στέκονταν και τον κοίταζε, ο ουρανός μαύριζε, ο Δίας αμολούσε κεραυνούς, τα κύματα άφριζαν, ο ουρανός γίνονταν μελανός σα θειάφι, ο Ποσειδώνας ήθελε να του κάνει τη ζωή κόλαση.

Άμα δεν ήταν εκείνοι οι ευλογημένοι οι Κερκυραίοι δε θα έφτανε ποτέ πίσω στο νησί, να βρει τον χοιροβοσκό, αυτόν που δε σήκωνε πολλά παραμύθια, καθώς μιλούσαν γύρω απ τη φωτιά που είχαν ανάψει, σχίζοντας βελανιδιές, πλάι σ ένα βράχο που έκοβε τον άνεμο.

Κι ύστερα τυλίχτηκαν με κάπες να αντέξουν το κρύο της νύχτας, κάπες σαν εκείνες που έριχνε απάνω του ένα βράδι έξω απ τα τείχη της Τροίας, σ' ένα βάλτο γεμάτο καλάμια και χαμόδεντρα, όπου είχαν βγει για ενέδρα, τότε που το χιόνι έπεφτε παγωμένο σαν πάχνη πάνω στα όπλα τους κι οι ασπίδες γέμιζαν κρύσταλλα.

Ο νους του δούλευε όλη νύχτα αν κι αυτός ήταν σε λήθαργο, καθώς η σκέψη του βολόδερνε.

Έπρεπε να κρύψει τα δάκρυα του όταν τον γνώρισε εκείνο το σκυλί το σακατεμένο, να πιάσει απ το λαιμό για να τη κάνει να σωπάσει τη γριά που γνώρισε την ουλή στο πόδι κι έριξε κάτω στο πάτωμα νερά και λεβέτια και σκαμνιά απ τη σαστιμάρα της.

Την ουλή που είχε αποκτήσει τότε που κυνηγούσε στο απέραντο δασοτόπι, κάτω από φυλλωσιές που δε μπορούσαν να τρυπήσουν οι ακτίνες του ήλιου, έπρεπε να τη στριμώξει τη καημένη τη γριά για να κάνει τη δουλειά του όπως έπρεπε. Έπρεπε να βλέπει κομμάτια τη γυναίκα του - η οποία είχε βαρύνει κάπως εδώ που τα λέμε- ενώ αυτουνού τα βλέφαρα δε σάλευαν σα νάταν καμωμένα από σίδερο ή από ατσάλι.

Και τώρα είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσει στα σκληρά και φαγωμένα απ την αρμύρα χέρια του εκείνο το τόξο το θεόσκληρο, το γύρισε από όλες τις μεριές, τό πιασε γερά, το τέντωσε και δοκίμασε τη χορδή με το δεξί του χέρι όπως αυτή κελαηδούσε και πάλλονταν. Το κράτησε το τόξο από τη μέση, στήριξε στο σκαμνί το πόδι του κι η διχαλωτή σαΐτα έσκισε τον αέρα.

Αυτή την ώρα περίμενε όλα τα χρόνια, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει καμιά βλακεία, όπως πέταξε τα καταραμένα κουρέλια και πήδηξε γυμνός, λαμπρός πάνω στο κατώφλι, έχοντας τη φαρέτρα με τα φαρμακερά βέλη στο πόδια του μπροστά.

Τέρμα τα αγωνίσματα και τα ψέμματα κι οι διαγωνισμοί!'' ούρλιαξε όπως αποδεκάτιζε τους χαραμοφάηδες που ρήμαζαν το βιος του όλα αυτά τα χρόνια και χαλβάδιαζαν τη γυναίκα του κι ήθελαν να σκοτώσουν το γιο του και χλαπάκιαζαν τα πρόβατα και τα γελάδια και τους χοίρους του κι έπιναν το κρασί του κι είχαν σκοπό να τα ρημάξουν όλα οι λιμασμένοι.

Σαν ψάρια που τραβούν στην ακτή οι ψαράδες μες τα δίχτυα τους κι αυτά από λαχτάρα για τη θάλασσα σπαρταρούν στην αμμουδιά μέχρι να τα σκοτώσει ο λαμπερός ο ήλιος σπαρταρούσαν λέει τα σώματα έτσι σωριασμένα το να πάνω στ άλλο.

''Τέρμα τ' αγωνίσματα παιδιά, ώρα γι άλλα κόλπα γι άλλους στόχους, όχι άλλες Σκύλες κι άλλα τέρατα με δέκα πόδια και τριάντα έξι στόματα και σαράντα οχτώ ουρές, ώρα γι άλλους στόχους κι ας δώσει ο Απόλλωνας στα χέρια μου δύναμη να το καταφέρω κι αυτό το έργο!''.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...