Κυριακή 12 Μαΐου 2013

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

M αρέσει το παραδέχομαι κι όποτε νομίζω ότι έφυγε από πάνω μου κάτι γίνεται και δε λέει να περάσει, τη βλέπω με τα βαμμένα της τα χείλη και τα γυαλιά στο κεφάλι, γελά κι είναι δροσερή, γελά κι όταν όλα της πάνε στραβά κι η φωνή της στο τηλέφωνο είναι γεμάτη ενθουσιασμό.

Κι ύστερα γίνονται κάτι μαγικά, όταν με περιμένει με αδημονία να μου πει τι της συνέβηκε, γιατί ξέρει ότι θα είμαι μαζί της, το ξέρω ότι με σκέφτεται κι εγώ το ίδιο κάνω άλλωστε , κανονικά θα έπρεπε να είχα τελειώσει πια, έτσι γίνονταν συνήθως αλλά εδώ είναι κάτι άλλο, δε ξέρω αλλά όταν υγραίνονται τα μάτια της στα καλά καθούμενα και μου ζητά συγνώμη, δεν είμαστε καλά, τι συγνώμη παιδί μου κι όταν θέλει να ξεσπάσει σε κλάματα τα νεύρα της , την αγαπώ τότε, τι να κάνω δεν το ελέγχω.

Ξέρει πότε λέω ψέμματα, μόλις διστάσω για μια στιγμή το πιάνει, πρέπει νάναι και λίγο ηθοποιός δεν εξηγούνται αλλιώς εκείνες οι στάσεις που είναι απίστευτες κι έξοχες, όπως και νάχει θες να τη βοηθήσεις, ν ανέβει, να νιώσει πιο καλά, να λάμψει όπως εκείνες τις στιγμές τις υπέροχες και τις αλησμόνητες, τότε που είναι στο φόρτε της και θες να την αγγίξεις και να τη φιλήσεις.

Μεγαλώνει κι ωριμάζει μπροστά στα μάτια σου όπως τα φρούτα του δάσους, θες έτσι να παραμείνει λαμπερή και ζωντανή, τότε που θυμίζει καλοκαίρι στο κατώφλι του, αμάξια με πόρτες ανοιχτά και μαλλιά που ανεμίζουν, κορίτσια που σε φωνάζουν καθώς γυρνάνε από το μπάνιο τους, μαγαζιά παραλιακά καράφες γυάλινες και κρασιά δροσερά, παγωμένα, όπως οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν, φίδια και χελώνες προϊστορικές βγαίνουν κάτω από πέτρες και λάκκους σκοτεινούς ορμώντας σε δρόμους, αμάξια περνούν από πάνω τους, κοράκια εφορμούν να τσιμπολογήσουν στο πιάτο της ασφάλτου.

Καλοκαίρι θυμίζει όταν γελά, μωσαϊκό χρωμάτων πράσινων κίτρινων και κόκκινων σε λόφους και φαράγγια και κοιλάδες, πουλιά που βουτούν τα κεφάλια τους στο νερό, κύματα που σκάνε σε αποβάθρες. Τα χέρια της σαν εκείνα των μωρών στις λαϊκές που τα κρατούν οι μαμάδες τους κι αυτά σέρνουν τα δάχτυλα τους πάνω σε σωρούς φρούτων αραδιασμένων σε πάγκους. Καλοκαίρι θυμίζει όταν φορά τα πουκάμισα με τα τετραγωνάκια τα γαλάζια και τα άσπρα κι εκείνες τις λωρίδες χρυσού στους καρπούς και στο λαιμό σαν αυτές που βρίσκουν σε τάφους βασιλιάδων που έχουν στο πρόσωπο μάσκες χρυσαφένιες.

Στα μαγαζιά που σχολάνε το ξημέρωμα κάπου στο αεροδρόμιο, κάτω από αεροπλάνα που σηκώνονται μέρα νύχτα και τα γκαρσόνια σκουπίζουν σωρούς από γυαλιά σπασμένα, θέλεις να της φορέσεις ένα σακάκι στους ώμους , παιδιά μαραμένα κοιμούνται στο τιμόνι απάνω, σκύλοι με κεφάλια τεράστια γαβγίζουν αυτοκίνητα περαστικά, γάτες ισορροπούν πάνω σε κάδους ανοιχτούς κι άλλες τρέχουν πάνω σε στέγες λαμαρινένιες, ανάμεσα σε ανταλλακτικά ατσάλινα και πλαστικά, Πακιστανοί σκορπίζουν αφρούς στα παρμπρίζ των αμαξιών, νέγροι μαύροι σαν τη δυστυχία τριγυρνούν στα στενά, προβολείς ξεχασμένοι συνεχίζουν να ρίχνουν το φως τους μες τη μέρα, καλοκαίρι θυμίζει...

Οι φίλες σου λένε ότι πρέπει να μη δυσανασχετείς όταν σε φιλούν στο λαιμό ή στο πρόσωπο, όμως αλλού είναι εσένα το μυαλό σου κι εκεί που νομίζεις ότι την ξέχασες ξανά πιάνεις τον εαυτό σου να ονειροπολεί, καθώς θυμάσαι εκείνη τη φορά που ήπιε λίγο παραπάνω κι αισθάνθηκε ότι έπρεπε να φύγει απ το μπαλκόνι, αλλού είναι εσένα το μυαλό σου όπως βλέπεις τριγύρω πρόσωπά βιβλικά και παραμυθένια, τις άσχημες αδερφές της Σταχτοπούτας, τα μακριά μαλλιά της Ραπουνζέλ.

Υποτίθεται ότι έχεις βρει τα κουμπιά και τα κλειδιά και τα πατήματα της άλλα αυτή η διαδικασία φαίνεται να μη τελειώνει, υποτίθεται ότι μπορείς να την ξεκλειδώσεις πια αλλά ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος απολύτως κι όταν ξεσπά σε κλάματα απ τα νεύρα της δε ξέρεις τι να πεις και το καλοκαίρι όλο και πλησιάζει.

Δουλειές που να σε δροσίζουν ψάχνεις νεροχύτες και κήπους και ποτίσματα, μπαλκόνια βρεγμένα με πικροδάφνες και τριανταφυλλιές, όχι άλλες ενδοσκοπήσεις, δε μπορώ άλλο μού λειψε πολύ αυτό το αμοιβαίο παιχνίδι που είναι υπέροχο ώρες ώρες, μπορείς να ονειρευτείς και να φανταστείς ένα κάρο πράγματα όπως το καλοκαίρι πλησιάζει κι ένα αμάξι Βουλγάρικο χτυπά τον Βύρωνα κοντά σ ένα φανάρι κι οι γύφτοι περνούν έχοντας φορτώσει στις καρότσες ελάσματα σκουριασμένα από ελαστικά καμένα δίπλα στα παιδιά τους, τελειωμένοι με μπουκαλάκια νερού κατεβαίνουν στη στάση στο Δενδροπόταμο, γυναίκες ξεφυσούν μέσα σε αμαξάκια στενά, κόσμος στριμώχνεται σε σταθμούς και πρακτορεία ο ήλιος τρυπά τους μαύρους φακούς των γυαλιών τους, καλοκαίρι θυμίζει....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...