Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

COAST TO COAST

Τι  Καλοκαίρι κι αυτό όλοι λένε πως είχε ζέστη, τα λουλουδια ξεράθηκαν στο μπαλκόνι, στη Σίβηρη λέει σκάσανε , η Ασπροβάλτα βούλιαξε από κόσμο, η Αμουλιανή άδειασε με τις φωτιές στο Όρος, αεροπλάνα κουβαλούσαν νερό απ τη θάλασσα, εγώ πάλι δε κατάλαβα τίποτα ούτε κλιματιστικό δεν άναψα, άμα είσαι στο κόσμο σου.  Στο Όρος δε μπόρεσα να πάω, ο Γιάννης μου λέει ''Δεν ήρθες να ψάλεις με τους καλόγερους'', κοιμόντουσαν σ' ένα ξενώνα και γελούσαν με κάποιον που ροχάλιζε , τους σήκωσαν απ τις τέσσερις για τη λειτουργία, το πρωί φάγανε τραχανά αλάδωτο και πολύ τους άρεσε, ο Γιάννης δε μάλωσε ούτε μια φορά με τη γυναίκα του από τότε που γύρισε, υσήχασε εκεί πέρα.  Πήγα βέβαια στη Κοζάνη σε μια δίκη, εισαγγελείς ψυχροί, δικαστές απυηδησμένοι, παιδιά με χειροπέδες άκουγαν ποινές '' Πέντε χρόνια!'', ''Δέκα χρόνια!'' αστυνόμοι τα έσερναν,μανάδες έκλαιγαν, ευτυχώς είχε δροσιά κατα κει.

 Στη πόλη, Ο  Άρης μας κερνούσε μπουγάτσες  στην αίθουσα δεξιώσεων στον Άγιο Αθανάσιο, έπλενε τα ποτήρια, έφτιαχνε καφέδες στη κουζίνα με τα χρωματιστά σα ψηφιδωτό πλακάκια, κάποιος τραγουδούσε χαμηλά, λέγανε για ψάλτες παλιούς, έκανα χειραψία μ' έναν και ένιωσα τρία δάχτυλα να σφίγγουν το χέρι μου, δεν άντεξα να μη δω το δικό  του. Με μια φίλη πηγαίναμε στα Βenigan's, μια πισίνα με καμπύλες, ξαπλώστρες από δίπλα, η θάλασσα σα να έτρεμε το βραδάκι, μια θεία απέναντι με χειρονομίες ωραίες έλεγε για το σπίτι της στη Βουρβουρού'' Δυο βήματα απ το κύμα'',  η σερβιτόρα επέμενε να πληρώσουμε λιγότερα απ ότι έλεγε η απόδειξη - ας είναι καλά- σ' ένα διάδρομο βρήκα κάτι χαρτονομίσματα και τ' άρπαξα, με κοιτούσαν αλλά τι έπρεπε να κάνω; H φίλη μούλεγε για μια εκδρομή στη Κέρκυρα, ένας DJ της την έπεσε, πήγαν στη παραλία, πήγε να τη φιλήσει κι αυτή ένιωσε το σώμα της να κουμπώνει, ο τύπος δεν το είχε αν κι ήταν όμορφος πολύ, οι φίλες της είχαν σκάσει, ρωτούσαν ''Τι έγινε το κάνατε;''

 Στο χωριό μου συζητούσαμε με τη μάνα και τον αδερφό μου για τα σόγια ώρα πολύ κάτω από τη κληματαριά ,  κάτι γάτες κυνηγούσαν στα σκοτεινά, ο αδερφός μου χρησιμοποιούσε λέξεις παλιές, ξεχασμένες, τον ρωτούσα γι αυτές, τη νύχτα έβλεπα στον ύπνο μου μοσχαράκια να τρέχουν στα χωράφια όπως παλιά τότε που είχαμε το κοπάδι.

Είδα και μια ταινία ωραία τελευταία με την Άνιστον, ένας τύπος της έκανε καμάκι κι αυτή για να τον ξεφορτωθεί την αφήνει να τη χουφτώσει, αλλά βλέπεις ότι το πράγμα δεν είναι χυδαίο οπότε άμα σε κόβει λίγο λες ''Εδώ είμαστε''. Τον φιλά και κάνουν έρωτα και πάει να τη βρει και κοιμάται στο σπίτι της και ξαπλώνει πλάι της και την κοιτά να κοιμάται, αυτό μόνο ρε φίλε δεν ορμά σα λυσσασμένος. Κι ύστερα αυτή πάει και παντρεύεται κάποιον λεφτά, έτσι είναι οι γυναίκες, σιγουράντζες, θέλουν χρήματα και καταθέσεις κι αμάξια και σπίτια ν΄αράξουν και να γεράσουν μια ώρα αρχύτερα. Πολύ μ' άρεσαν και κάτι σκηνές μ έναν τρελλό Κινέζο  σ' ένα μπάρ με κάτι κοπέλες όπου έρχεται κι η Άνιστον να χορέψει με τον τύπο.Κι η μάνα του παιδιού τζάμι καταλαβαίνει ότι η γκόμενα είναι καλή περίπτωση κι ο μπαμπάς του κι αυτός δε λέει πολλά λόγια, πολύ τους γουστάρω αυτούς.

Μα πιο πολύ μου άρεσαν οι σκηνές όπου τη ψάχνει απ' τη μια ακτή στην άλλη, τι χώρα κι αυτή η Αμερική και  περνά αυτικινητόδρομους και κάνει ωτοστόπ σταματώντας γυναίκες μαυρισμένες μ΄αλυσιδίτσες στο λαιμό και τιράντες μαύρες απ το σουτιέν και μαλιά ξανθά, και κοιτάζει αριστερά δεξιά, φωτιές σε κάτι υψώματα, καλαμποκοχώραφα θερισμένα, ηλιακοί γυαλίζουν στις  στέγες των σπιτιών ανεμόπτερα ίπτανται, γαλαρίες και τούνελ,η θάλασσα σαλεύει  όπως τη χτυπά ο ήλιος, κι αυτός ταξιδεύει μεσα σ' αυτήν την αχανή χώρα......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...