Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΟΥ ....


Στη Κατερίνα

 Και τι δε θάδινα για να ερωτευτώ  ξανά με κάποιο τρόπο, να φρεσκαριστώ, να φύγει από πάνω μου η σκουριά και η σκόνη του Καλοκαιριού, να ξελαμπικάρω, να καθαρίσει το μυαλουδάκι. Πάει λίγος καιρός που μου συνέβη - ούτε χρόνος βέβαια - αλλά μούλειψε. Είναι και η αλλαγή της εποχής που σε αποσυναρμολογεί, βροχές πιάνουν ξαφνικά, αμάξια ανάβουν τα φώτα τους, νερά τρέχουν στις σχάρες στις άκρες των δρόμων, δέντρα πρασινίζουν τραβώντας υγρασία απο αγωγούς υπόγειους, η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει, ψαράδες με πετονιές στη παραλία πίνουν φραπέδες απο κυπελάκια πλαστικά, πουλιά πετούν κρώζοντας, ο ήλιος ξαναβγαίνει και διυλίζει τις φιγούρες όλα θολώνουν γύρω. Στη Δελφών γερανοί του μετρό υψώνονται, σύννεφα στο νότο κατά το   Μέγαρο Μουσικής, αυτοκίνητα στο περιφερειακό, μια γυναίκα στο βάθος του αστικού σηκώνει τη φούστα της να δροσιστεί λιγάκι, ζευγαράκια φιλιούνται.

Πρέπει να ξεφύγω κάπως απ' ότι με πνίγει, τη νύχτα ιδέες έμονες έρχονται και ξανάρχονται, το μυαλό φρακαρισμένο δε μπορεί να αναλύσει πια, συναισθήματα με  κατακλύζουν ανεξέλεγκτα, χάνω τον έλεγχο, το κινητό τρίζει, μυνήματα έρχονται , το ράδιο ανοιχτό, λόγια μπερδεμένα, ''  Who's in your mind...''   '' έλα πάρε με κοντά σου και μη με ξυπνάς'', όνειρα περίεργα, ο πατέρας μου σκοτώνει ένα φίδι κάτω από κάτι τζιτζιφιές, σηκώνομαι να πλυθώ, κάδρα πέφτουν απ' το τοίχο, λάμπες καίγονται, κάτι λόγια γραμένα στο καθρέφτη του μπάνιου, που στο καλό βρέθηκαν, τι να σημαίνουν;

Ζαλισμένος στους διαδρόμους κάποιου σούπερ μάρκετ, καρότσια παντού γιαούρτια και φρούτα και μπισκότα, χρώματα ανακατεύονται, δε πάμε καλά. Στη ΔΕΗ ουρές, σπρώχνουν γκρινιάζουν, ανάπηροι και γέροντες, σεκιουριτάδες προσπαθούν να βάλουν τάξη, σούρχεται να μπήξεις τις φωνές, νιώθεις ασφυξία. Αγγελίες και  Διαφημίσεις παντού στους δρόμους, προϊόντα καινούρια και πιο καινούρια, δίκτυα που τρέχουν όλο και πιο γρήγορα, όλοι προσπαθούν  να προλάβουν, σπρώχνουν πατούν όποιον βρουν, φεύγουν μπροστά, σκοντάφτουν γρεμίζονται.

Η κυρία Όλγα γύρισε μαυρισμένη απο τις διακοπές, μου δίνει σταφύλια γλυκά απ τη κληματαριά της, αναριχώμενα στους φράχτες εκεί στο Ρετζίκι, πισίνες γαλάζιες, σκύλοι δείχνουν τα δόντια τους πίσω από φράχτες, η κυρία Λίζα δουλεύει στα μπισκότα του Παπαδόπουλου, ωράρια παλαβά, σχολάει το βράδι, το πρωί πρέπει να ξαναπάει, βάζει να σιδερώσει, σε μια στιγμή αφήνει το σίδερο στο κεφάλι του παιδιού της που κάθεται δίπλα, φωνάζει τρέχουν στη βρύση, ο μικρός γελάει ότι νάναι.

Στα ίντερνετ καφέ παιδιά με τρομαχτικά σιδεράκια κάτω απ τα χείλια, στο face book πρόσωπα και φωτογραφίες, μια μ' ένα κάστρο τρομερό που το δέρνει αλύπητα ο ήλιος, ένα καράβι στις θάλασσες της Κρήτης, λουλούδια μαβιά, έξοχα, στάλες τέχουν απ' τα πέταλά τους, βρύσες στην εξοχή, παιδιά στην ακροθαλασσιά  και μια φοβερή απο τον Όλυμπο, ένας βοσκός με πλατύ μέτωπο πίσω απο ένα κοπάδι, κέρατα μπροστά, συκιές αριστερά, ελιές δεξιά, χόρτα ξεραμένα και σκόνη παντού , το βασίλειο μου γι αυτή τη φωτογραφία.

Τώρα με το Φθινοπωράκι που οι γυναίκες βγάζουν τις λεπτές τους χρωματιστές ζακετούλες, τα κορίτσια φορούν τα καρώ τους μακρομάνικα πουκαμισάκια, κουβαλούν τις τσαντούλες τους στις βιβλιοθήκες, κάνουν ότι διαβάζουν, δαγκώνουν τα χείλη κοιτούν με νόημα, ξεκουμπώνουν ένα κουμπί να φανεί λίγο το στήθος τους, τώρα το Φθινοπωράκι λοιπόν πρέπει να ερωτευτώ, να βρω συνταγές μαγικές για προβλήματα που με καταδιώκουν, να πάρω ενέργεια, να ζωντανέψω, να νιώσω το πυρετό, να αρχίσω να ονειρεύομαι, να πνίξω αμφιβολίες, ν αφήσω πίσω όσους με στοίχειωσαν, να αγαπήσω, να ζωντανέψω, να μαλακώσω λίγο μέχρι βαθειά μέσα μου, να υσηχάσω για λίγο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...