Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΟΥ

Από δω και περα είναι η αγαπημένη μου εποχή, η πόλη έχει γεμίσει,   γυναίκες περνούν από δίπλα κι αφήνουν στον ξεπλυμένο αέρα το άρωμα τους, φορούν γόβες άσπρες, στηθόδεσμους δαντελωτούς κι  εφαρμοστά φορέματα με κάτι φερμουάρ τεράστια στη πλάτη μέχρι κάτω, σούρχεται να τα τραβήξεις, κάθονται στις καφετέριες, πίνουν καφέ απο φλυτζανάκια με γαλάζιες χαρτοπετσέτες από κάτω τους, κορίτσια με σκισμένα παντελόνια τρέχουν στα βρεγμένα πάρκα πίσω από σκύλους, λουλούδια φυτεύονται, συντριβάνια καθαρίζονται, σ' ένα βενζινάδικο ένας μαθητής μου ρίχνει αφρούς σ' ένα παρμπρίζ να  το πλύνει, γάτες χώνουν το κεφάλι σ' ένα κουβά, άλλες κυνηγούν κάτι μες τα χόρτα, μπουλντόζες αδειάζουν χώματα στη παραλία, άνθρωποι περπατούν ανάμεσα στα πεύκα στο Λευκό Πύργο, στην Έκθεση μπαλόνια πορτοκαλιά, ροδιές στην Ανατολική πλευρά, φρούτα χρωματιστά, αραδιασμένα στα μανάβικα, άσπρα τραπεζομάντηλα στις ταβέρνες,κίτρινες πατάτες, μπύρες αφρισμένες, ούζα σε ποτήρια μακρόστενα, πιάτα καφετιά, στα Πεύκα φορτηγά κουβαλούν πετρέλαιο ντεπόζιτα γεμίζουν από σωλήνες χοντρούς, στη Καλαμαριά ξεφορτώνουν, ξύλα πάλι θα μυρίζει καμένο  ξύλο όλος ο τόπος.

Πάει το καλοκαίρι, κάποιος λέει ότι ήταν στη Μονή Αρχαγγέλων στη Θάσσο όπου δέχονται ζευγάρια, τοπίο καταπληκτικό, βράχοι και δέντρα μέχρι τη θάλασσα, νερά πράσινα, άλλος ήταν στο Λιτόχωρο και ξεσκίστηκε στα τραπεζώματα και στα κεράσματα - θα πάω σίγουρα κατά κει, στο Σέλι, πάνω στο χιονοδρομικό  αεράκι αέναο και δροσιά, ο Αντώνης πήγε στα High lands  στη Σκωτία, πολύ μάπα το φαί κατα κει λέει,  στο Βαρδάρη άκουγε τη συναυλία για το Μητροπάνο, ο αέρας έφερνε τον ήχο κατευθείαν στο σπίτι του στον έβδομο όροφο, ένα παιδί κόντεψε να σκοτωθεί στα καρτ,  στην Ασπροβάλατα το Δεκαπενταύγουστο όταν μπέρδεψε το φρένο με το γκάζι, στουκάρησε σ' ένα τοίχο, το όχημα πήρε φωτια παραλίγο να σκοτωθεί, πιο πέρα κατά το Στρυμόνα μικρά παιδιά φωτογραφίζονταν στα πόδια του λιονταριού της Αμφίπολης, Σεραίοι καβαλούσαν τα βουναλάκια να κολυμπήσουν στη Τούζλα, κατα τη Δράμα ανεμογενήτριες γύριζαν αργά  τους έλικες τους, στην Αλεξανδρούπολη ο Βασίλης σιχάθηκε τα δρομολόγια, ένα πρωί είδε ένα βουνό σκοτεινό στα αριστερά του κι έπαθε πλάκα,  τόσα χρόνια δεν το είχε προσέξει.
 Στη Σαλονίκη  πεθάναμε στο γέλιο με κάποιον βλάκα, άνοιγε τις συσκευασίες σ' ένα πολυκατάστημα, είχε ρημάξει τα ράφια, τον αφήσαμε να συνεχίσει το έργο του , κρύψαμε το αμάξι στο πάρκινγκ, μας  έψαχνε, βάλαμε τα γέλια όλος ο κόσμος μας κοιτούσε, τα ξημερώματα μια  Κυριακή γυρίζαμε σακατεμένοι από μια εκδρομή στην Εύβοια βλέποντας  κοπέλες μεθυσμένες να σωριάζονται στα παγκάκια, τα εσώρουχά τους φαίνονταν, στα σκαλιά μιας εκκλησίας μια γυναίκα τρόμαξε όπως περπατούσα πίσω της, νόμιζε πως ήθελα να της πάρω τη τσάντα.

Πάνε πια όλα αυτά, γύρισαν όλοι, ξεχνώ να βάλω ρούχα πιο ζεστά χαμένος στη δουλειά, το βράδυ η μπαλκονόπορτα ανοιχτή, το πρωί παγώνω,  φαστφουντάδικα φτηνά με καφέ και σάντουιτς, στα γυράδικα δαγκωματιές βιαστικές, φώτα στα ψηλά κτήρια του Πανεπιστημίου, φώτα πίσω απ τα τζάμια της ΕΤ3, σ' ένα αστικό για το αεροδρόμιο Ασιάτες κουβαλούν βαλίτσες, μια Γερμανίδα με ρωτά κάτι, μια Αμερικάνα λέει ότι στο Μαϊάμι μόνο οι βάλτοι αξίζουν, αμάξια περνούν με φόρα διαβολεμένη, αντικείμενα φεύγουν σαν αστραπή  μπροστά στα μάτια μου, δάχτυλα άσπρα με δαχτυλίδια  στους κερματοδέκτες, νταλίκες κάνουν μεταφορές για τη Δυτική Ελλάδα, κίτρινα αδιάβροχα, κόκκινες πικροδάφνες, προβολείς στην ομίχλη του Καυτανζόγλειου, σταυροί πράσινοι έξω απ' τα  διανυκτερεύοντα φαρμακεία, αστραπές κατά το Χορτιάτη, είμαι στο στοιχείο μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...