Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗ

Ώρα καλή στα  παιδιά  που φεύγουν έξω, μακάρι να πετύχουν αλλά εγώ δε φεύγω απ' αυτή τη πόλη κι  αν έχεις συνηθίσει  την αδρεναλίνη  και την ενέργεια που αποπνέει δε μπορείς και την επαρχία όπου όλοι σέρνονται.

 Εδώ έχεις συνηθίσει τους ταξιτζήδες που  δε πληρώνουν τις κάρτες τους, δεν έχουν τίποτα στο όνομά τους, τρώνε  τυρόπιττες στην Αναγεννήσεως με Κινέζους, κοτοπουλάδες καψαλίζουν κρέατα στο Βαρδάρη,  στα στενά κινηματογράφοι με πορνό, ερείπια και τζαμιά γκρεμισμένα, πύλες αρχαίες, γάτες πετάγονται από παντού, στα υπόγεια μαγαζιά μυρουδιά ρούχων σε στρεσσάρει, στουςκαθρέφτες σώματα γυναικεία, τη νύχτα άστεγοι κοιμούνται στο τσιμέντο πάνω σε εφημερίδες, φαράγγια και κοιλάδες φωτεινές σχηματίζονται ανάμεσα στις πολυκατοικίες, ένας τρελλός στη Δωδεκανήσσου δίνει προτεραιότητα στα αμάξια, κτήρια εγκαταλειμένα στο τέρμα της Γιαννιτσών δίχως πόρτες και παράθυρα.
Έχεις συνηθίσει τύπους σαν τον Ανδρόνικο απ' τη Πολίχνη που φορά χαμηλοκάβαλα  παντελόνια απ'το underground στο Ναυαρίνο, τη Γεωργία που δε γουστάρει άντρες με δαχτυλιδάκια κι άλλες αηδίες, καφετζούδες στους Αμπελόκηπους, χαρτορίχτρες στα Διαβατά, μια Γεωργιανή κάνει μάγια στη Νεάπολη σε κάποια- αλλά αυτή δε τη πιάνει ούτε Καλάζνικοφ- Ουκρανές ψωνίζουν απ' το σούπερ μάρκετ '' Η Μόσχα''. Σε κάτι στενά περίμενες κάποια, μια γλυκιά αίσθηση όποτε περνάς από κει, σε κάτι κήπους δουλεύαμε με το παππού μου , μια πλούσια μας είχε σπάσει τα νεύρα, παρά λίγο να τη πάρει σβάρνα ο παππούς μου, βάζαμε γκαζόν εκεί, το πατούσαμε , το ποτίζαμε και περιμέναμε να πρασινίσει ο τόπος. Η πλούσια γριά μας έλεγε για τη κατοχή, είχε καρφώσει κάτι φίλους των Γερμανών και τους είχαν εχτελέσει, δούλευε σ' ένα φούρνο και τα εγγόνια της της ζητούσαν να τους φτιάξει κρεμυδόψωμο, είχε δει αυτή τους Γερμανούς να πετούν  ψωμιά σε κάτι παιδια κι αργότερα να φεύγουν πανικόβλητοι απ' τη Μοναστηρίου. Έχεις συνηθίσει τη Λαϊκή στη Βούλγαρη όπου στήνουν  τέντες ως τον ουρανό, γύφτοι βαστούν εσώρουχα και φωνάζουν, στους πάγκους ντομάτες χωραφίσιες, τσίπουρα και ούζα στις νταμιτζάνες. Στην έξοδο της Μουδανίων ένας τροχονόμος παλαβός, ένας τσαγγάρης σαλεμένος στη γειτονιά μου, τη νύχτα στον ακάλυπτο λάστιχα ρίχνουν νερά το καλοκαίρι, γάτες τρέχουν στις λαμαρίνες, φώτα απο τηλεοράσεις στα παράθυρα, ασανσέρ κλειστοφοβικά ανεβοκατεβαίνουν, πόρτες κλείνουν, διακοπές ρεύματος,  κάποιοι εκγλωβίζονται, φωνές, κακό.
 Στο ''Παρατηρητή΄΄ κάπου στην ''Αλυσίδα'' είχα δώσει μια συνέντευξη , τα πόδια μου έτρεμαν- οι άνθρωποι δε ξέρουν να ψυχολογήσουν,βασανίζουν το κόσμο τζάμπα- στην Ικτίνου κάτι εξετάσεις δύσκολες σ' ένα σχολείο μια μέρα χειμωνιάτικη, στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων ένας τρελλός βαρούσε τη καμπάνα σα δαιμονισμένος, μας είχε κατατρομάξει, συμφοιτητές στο δρόμο, ένας ταξιτζής   έκανε είκοσι χρόνια να πάρει το πτυχίο του,  σ ενός άλλου ΄το παιδί έκανα μάθημα στο ''Κάπου σε ξέρω''μού έλεγε, είχε  ένα σπιτι στη παραλία, κρουαζιερόπλοια, η θάλασα βρώμικη, ο Μπουτάρης τάκανε μαντάρα, τι περίμενες, μπαλόνια φεύγουν ψηλά, αεροπλάνα πάνε κι έρχονται κατά το Νότο και κατά το Βοριά, στις καφετέριες πιτσιρικάδες πίνουν φρέντο, κορίτσια με αύρα ωραία, ψυχρή ή αδιάφορη, στους τοίχους συνθήματα'' Ντου στις τράπεζες'', τις Δευτέρες υσηχία στο κέντρο, τις Παρασκευές το απόγευμα όλα αλάζουν όπως έρχται το μυστήριο Σαββτοκύριακο.

Ώρα καλή λοιπόν στα παιδιά που φύγανε και που θα φύγουν, εμείς θα στραπατσαριστούμε μεταξύ Μητροπόλεως και Αγίου Δημητρίου, θα λιώσουμε στη μέγγενη της καθημερινότητας, θα ματώσουμε, εδώ θ΄αφήσουμε τα κοκκαλάκια μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...