Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ ΤΟΥ ΑΡΚΤΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ

 Όποτε ταξίδευε στην  Ιταλία  τρελαίνονταν με το παγωτό που έφτιαχναν εκεί πέρα, ήθελε κι αυτός να κάνει τέτοιο αφράτο, μαλακό παγωτό που να το νιώθεις να κυλά απαλά στον ουρανίσκο αφήνοντας μια επίγευση απίστευτη. Το σκέφτηκε κάμποσο καιρό και κάποια στιγμή  αποφάσισε να στήσει  τη δική του  επιχείρηση. Έπαιρνε γάλα και κρέμα γάλακτος  από τους καλύτερους γαλακτοπαραγωγούς, τα μπισκότα τα έφτιαχνε μόνος του, το πρόβλημα ήταν τα  φρούτα για τις συνταγές, δεν μπορούσε να βρει εύκολα  γιατί κάθε φορά άλλαζαν ποιότητα, τη μια φορά η γεύση του παγωτού  ήταν υπέροχη και την άλλη σου άφηνε μια αίσθηση χώματος. Έψαξε πολύ μέχρι που ανακάλυψε κάτι πάστες  που έφτιαχναν  οι ιταλοί  στραγγίζοντας τα καλύτερα φρούτα που υπήρχαν και κρατώντας το απόσταγμα τους. Αυτές οι πάστες  είχαν σταθερή ποιότητα,  δεν άλλαζαν κάθε φορά τη γεύση κι από τότε χρησιμοποιούσε πάντα αυτό το υλικό ενώ τη  σοκολάτα την έφερνε από τη Γαλλία. Είχε γνωρίσει έναν σεφ μαύρο που του έδειξε όλα τα μυστικά αυτού του υλικού, του είπε και μερικές συνταγές που τις δούλεψε  μαζί με μια γυναίκα που εμπιστεύονταν απόλυτα, εκείνη δοκίμαζε πρώτη τα παγωτά  και του έλεγε αν ήταν εντάξει, αν δεν της άρεσε κάτι δεν το συνέχιζε. Κάθε τόσο άλλαζε τις γεύσεις γιατί ήξερε ότι ο κόσμος θέλει κάτι καινούριο  υπήρχαν όμως κάποιες που έμεναν σταθερές και τις κρατούσε για καιρό πολύ,  αν τύχαινε να τις αποσύρει εμφανίζονταν  κάτι τύποι από το πουθενά και του έλεγαν «που είναι εκείνο το παγωτό με τη γεύση του καφέ;» ή «που είναι εκείνο το παγωτό με τη γεύση από μελομακάρονο ;  

Ξημεροβραδιάζονταν στο εργαστήριο για μερόνυχτα ατελείωτα μέχρι να τα στήσει όλα,  γυρνούσε στο σπίτι πεθαμένος από την κούραση και σκέφτονταν «δεν πάει άλλο» όμως μια φωνή μέσα του έλεγε «κάνε λίγο υπομονή ακόμα » κι έτσι συνέχιζε μέχρι που τα αποτελέσματα ήρθαν κι ο κόσμος τον εμπιστεύτηκε,  ήταν μια δοκιμασία μεγάλη που τελικά έφερε αποτέλεσμα, αυτό θα το θυμόταν για πάντα. Πολλές φορές πήγαινε στο εργοστάσιο και δούλευε μαζί με τους εργάτες βοηθώντας τους,  όποτε ήταν εκεί  η παραγωγή διπλασιάζονταν  ή και τριπλασιάζονταν,  ήθελε να δείξει στο προσωπικό ότι δεν διέφερε από αυτούς  κι όταν κάτι χοντροί  συνδικαλιστές  ήρθαν  στο γραφείο να του παραπονεθούν για τα χρήματα που έπαιρναν τους μίλησε πολύ απότομα,  «αποδείξτε μου ότι αξίζετε περισσότερα κι εγώ θα σας τα δώσω,  δέστε τις γυναίκες πως  δουλεύουν και βγάζουν διπλή παραγωγή,  σας έχουν βάλει τα γυαλιά !» οι χοντροί συνδικαλιστές τον κοίταζαν  και δεν είχαν τι να πουν.

Όλοι γύρω απορούσαν πως τα είχε καταφέρει, δεν έμοιαζε τόσο  έξυπνος, πιο πολύ χαμένος στον κόσμο του έδειχνε. Στο σχολείο  περνούσε σχεδόν απαρατήρητος, δεν έκανε πολλές παρέες ούτε είχε καμιά επιτυχία με τα κορίτσια το αντίθετο μάλιστα, δεν ήταν καθόλου δημοφιλής, οι φίλοι έκαναν πράγματα κι εκείνος έμενε κολλημένος σα να έψαχνε κάτι,  σα να περίμενε ένα σήμα,  κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς ξεκίνησε από το πουθενά  την  επιχείρηση με τα παγωτά. Στην πόλη άρχισαν μα μιλούν γι αυτόν και να τον προσέχουν, η φήμη του απλώθηκε κι από παντού έρχονταν και ζητούσαν  τα προϊόντα  του, σιγά- σιγά άρχισε να δοκιμάζει και συνταγές για γλυκά που ήταν κι εκείνες πετυχημένες, άνθρωποι από άλλες χώρες τον πλησίαζαν και του έκαναν προτάσεις, ανοίγονταν  προοπτικές τρομερές  κι ενώ όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν ρολόι έσκασε μια ιστορία μ’ έναν  συνεταίρο που αποδείχτηκε μούτρο και κατέστρεψε τα πάντα .

Τον ήξερε από παλιά κι όλοι έλεγαν ότι ο άλλος ήταν φαινόμενο στα οικονομικά, έπαιζε τους αριθμούς στα δάχτυλα και είχε μια εκνευριστική ευκολία στο να βρίσκει χρήματα. Καθώς τα έξοδα μαζεύονταν  από παντού κι η αγορά περνούσε μια φάση ύφεσης χρειάζονταν απεγνωσμένα πόρους κι έτσι τον εμπιστεύτηκε. Ήταν αφελής την εποχή εκείνη  και δεν είχε δώσει σημασία στα προαισθήματα του. Έπρεπε  να τον είχε καταλάβει από τον τρόπο που γυάλιζαν τα μάτια  του όταν μιλούσε για λεφτά, έπρεπε να τον είχε καταλάβει όταν τον έβλεπε ν’ αγοράζει ρούχα ακριβά και σπίτια, έπρεπε  να τον είχε καταλάβει όταν του μιλούσε υπεροπτικά κι  όταν κουβαλούσε κάτι γυναίκες βαμμένες πρόστυχα στο εργοστάσιο.  Όπως ήταν χαμένος ψάχνοντας υλικά και παρακολουθώντας την παραγωγή,  είχε αφήσει τον άλλον να διαχειρίζεται τα οικονομικά, του έκανε εντύπωση που τον έβλεπε χωμένο στο γραφείο του να δουλεύει μέσα σε ακαταστασία αφάνταστη,  παντού γύρω υπήρχαν χαρτιά πεταμένα, τα τιμολόγια εκδίδονταν από κάτι μηχανήματα αρχαία, οι υπολογιστές έμοιαζαν σαραβαλιασμένοι, τα έγγραφα τυπώνονταν σ’ ένα χαρτί άθλιο. Μερικές φορές αναρωτιόταν που έβρισκε ο άλλος τα  χρήματα,  εκείνος ζούσε σαν ασκητής κι ο άλλος ξόδευε ένα κάρο λεφτά  σε παπούτσια ή σε δώρα, τι στο διάβολο συνέβαινε;

 Του φώναζε πολλές φορές μα ο άλλος τον καθησύχαζε και συνέχιζε να δουλεύει σ εκείνη την τρύπα. Κατέβαζε τα στόρια και κανείς δεν ήξερε τι έκανε εκεί μέσα  ώσπου μια μέρα δυο κουστουμαρισμένοι ήρθαν για έλεγχο κι έγινε χαμός. Αστυνομικοί με πολιτικά φωτογράφιζαν κάθε έγγραφο που υπήρχε στο λογιστήριο,  έψαχναν  σε όλα τα ντουλάπια και τα συρτάρια,  έκαναν χιλιάδες ερωτήσεις, σημείωναν στα μπλοκάκια τους για ώρες και  στο τέλος δήλωσαν ότι  εκείνο το μέρος ήταν χώρος εγκλήματος και κανείς δεν μπορούσε να μπαίνει εκεί μέσα. Ήταν ένας εφιάλτης, ένας από τους δύο κουστουμαρισμένους  ελεγκτές που ήταν ο ανακριτής  του είπε εμπιστευτικά ότι ο συνεταίρος του  είχε  στήσει κόλπο με πυραμίδα,  μάζευε λεφτά από  ένα κάρο κόσμο και τα  μοίραζε από τον ένα στον άλλον κρατώντας τα περισσότερα για λογαριασμό του.  Αυτός .έτρεχε σαν τρελός κι ο άλλος έστηνε πυραμίδες στοιχηματίζοντας πάνω στην εταιρεία,  είχε βρει κάμποσους κουτούς και τους άρμεγε υποσχόμενος μερίδιο στα κέρδη, όταν κάποιος του ζητούσε μέρισμα  έπαιρνε από κάποιον άλλον κι εμφανίζονταν εντάξει,  δεν υπήρχε ρίσκο έλεγε,  μόνο κέρδος ότι και να γίνει κι οι άλλοι τα κουτορνίθια  που πάντα υπάρχουν,  τον πίστευαν και του  έδιναν τα ωραία λεφτά που μάζευαν μια ζωή,  το κόλπο ήταν πολύ καλά οργανωμένο.  

Παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό όταν το έμαθε, τόσοι κόποι είχαν πάει κατά διαόλου,  να λοιπόν  από πού εμφάνιζε ο  συνεταίρος τα χρήματα κάθε φορά που τα χρειάζονταν. Τον είχε υποτιμήσει,  ο άλλος ήταν μαφιόζος και μπορούσε να τον στείλει φυλακή, πώς είχε επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο,  πόσο ανόητος ήτανε ; Σε μια στιγμή κατά τη διάρκεια της ανάκρισης που ήταν μόνοι τους  τον είχε στήσει στον τοίχο βρίζοντας τον πολύ άσχημα, ποτέ του δεν είχε μιλήσει έτσι, τρόμαξε κι ίδιος με τον εαυτό του. Ο άλλος αντέδρασε και πιάστηκαν στα χέρια, οι αστυνομικοί μπήκαν μέσα και τους χώρισαν. Τον είχαν σύρει στα δικαστήρια , του είχε μιλήσει κι ο εισαγγελέας,  ένας τύπος με πρόσωπο σα μάσκα και μια φωνή αποκρουστική, είδε κι έπαθε να  ξεμπερδέψει πληρώνοντας ένα κάρο λεφτά στους δικηγόρους. Ευτυχώς δεν βρήκαν  τίποτα σε βάρος του αλλά έπρεπε να παλέψει με νύχια και με δόντια για να ξεφύγει, φοβήθηκε πολύ,  κατάλαβε τη δύναμη του κράτους και του νόμου που μπορούν να σε τελειώσουν, να σε ισοπεδώσουν,  να σε εξαφανίσουν από προσώπου γης επειδή ήσουν απρόσεκτος.

Ύστερα από κείνο το στραπάτσο αποφάσισε ότι ήταν καλύτερο να κρατά μόνος του όλη την επιχείρηση. Αυτό  που φοβόταν πιο πολύ ήταν η φήμη του,  αν διέρρεε προς τα έξω τι είχε συμβεί  ήταν χαμένος. Για κάποιον λόγο παράξενο δεν τον είχαν πάρει χαμπάρι οι ανταγωνιστές, το θέμα πέρασε στα ψιλά και μετά από λίγο ξεχάστηκε, ο θεός του είχε δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Για να συνεφέρει το μαγαζί  δούλεψε ατέλειωτες  ώρες, πολλά βράδια δεν κοιμόταν,  οι γιατροί του έλεγαν ότι αν συνέχιζε έτσι ήταν σίγουρη η εισαγωγή του στο χειρουργείο.  Κι όταν επανέφερε τα πράγματα στη θέση τους αποφάσισε να τα παρατήσει, όλοι γύρω δεν μπορούσαν να καταλάβουν όμως εκείνος  ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα,  είχε δουλέψει σα σκύλος για πάνω από μια δεκαετία,  είχε ξεχάσει τα πάντα,  καλοκαίρι ή χειμώνας δεν είχαν σημασία,  ούτε διακοπές πήγαινε ούτε  τα παιδιά του δεν είχε δει να μεγαλώνουν,  ένιωσε ότι έπρεπε να κάνει ένα διάλλειμα.  Έτσι μόλις εμφανίστηκε κάποιος που ενδιαφέρονταν πούλησε το εργοστάσιο κι εγκαταστάθηκε στο πατρικό του που δεν ήταν πολύ μακριά από την πόλη. 

Καθόταν εκεί και  χάζευε το κτήμα απ όλες τις γωνίες έχοντας για φόντο κάτι κορυφές βουνών που είχαν λίγα χιόνια,  όταν κάτι δεν του άρεσε το διόρθωνε, έκοβε κανένα δέντρο παλιό,  έφτιαχνε κάποια πόρτα,   διόρθωνε έναν τοίχο που είχε γκρεμιστεί,  πάντα υπήρχε κάποια δουλειά να κάνεις εκεί πέρα. Στην αυλή  φύτρωναν μόνοι τους ένα σωρό νάρκισσοι μες την καρδιά του χειμώνα και γέμιζαν τα παρτέρια με λουλουδάκια άσπρα που ευωδίαζαν τον αέρα. Ο παππούς του είχε φυτέψει τρία πεύκα που είχαν γίνει πανύψηλα με τα χρόνια κι από κάτω τους  φύτρωναν  κυκλάμινα στην αρχή του φθινόπωρου, όλο αυτό το σκηνικό τον ηρεμούσε και κοιμόταν ήσυχα,  πολύ το αγαπούσε εκείνο το σπίτι .Άκουγε μουσική για ώρες πολλές,  παρακολουθούσε συζητήσεις,  έψαχνε πληροφορίες για ότι καινούριο προέκυπτε,  ανακάλυπτε ξανά  τον κόσμο γύρω του. Διάβασε βιβλία πολλά, έψαξε στις βιβλιοθήκες ,ασχολήθηκε με τα πολιτικά προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε γύρω του και πως λειτουργούσε το σύστημα.

Ένα απόγευμα, λίγο προτού σουρουπώσει, καθόταν στο παράθυρο και χάζευε τους νάρκισσους στην αυλή όταν είδε ένα πουλάκι  που έμοιαζε με κοκκινολαίμη  να χοροπηδά ανάμεσα στα λουλούδια, πλησίασε στο τζάμι,  το φωτογράφισε προσεκτικά και μετά με μια εφαρμογή που είχε στο κινητό έψαξε να δει τι είναι,  η εφαρμογή του έγραψε κάτι εκπληκτικό, ήταν χιονοτσιχλόνι,  ένα πουλί που ζει ψηλά στον Αρκτικό Κύκλο στα πιο παγωμένα κλίματα της γης, αυτό ήταν πολύ παράξενο. Όλη νύχτα γύριζε στο μυαλό εκείνο το χιονοτσίχλονο  με τις χρωματιστές φτερούγες που του θύμιζαν  ένα παγωτό με φρούτα που έφτιαχνε κάποτε,  από μια καταπακτή του μυαλού του έβγαιναν ένα σωρό ερωτήματα που  είχε θαμμένα εκεί μέσα,  γιατί να μην  μπορεί κάποιος να ζει θαυμάζοντας τα όμορφα πράγματα, πόσο ανόητοι ήταν οι άνθρωποι, πόση απληστία υπήρχε εκεί,  έξω ποιος τα είχε φτιάξει όλα τόσο στραβά, τι νόημα είχαν τούτες  οι αγωνίες  αφού η ζωή ήταν τόσο σύντομη;  

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΘΑΡΙΟ ΑΥΓΕΡΙΝΟ

 Όπως έτρεχε με τη μηχανή την παραμονή των Χριστουγέννων μια γυναίκα πετάχτηκε κι έπεσε πάνω του, ένας γδούπος ακούστηκε και το σώμα της γκρεμίστηκε στην άσφαλτο ενώ εκείνος έχασε την ισορροπία του και σύρθηκε στο οδόστρωμα για μερικά μέτρα. Σηκώθηκε αμέσως και δοκίμασε να τρέξει να δει τι έπαθε η γυναίκα όμως δεν μπορούσε να πατήσει καλά στα πόδια του, κλονίστηκε και γονάτισε ασυναίσθητα όμως αμέσως σηκώθηκε ξανά, έβγαλε το κράνος του και πήγε να βοηθήσει την κοπέλα που σάλευε, «είσαι καλά;» τη ρώτησε, εκείνη μουρμούρισε κάτι κι αυτό τον έκανε ν’ ανασάνει. Δοκίμασε να τεντωθεί λίγο ενώ το μυαλό του δούλευε γρήγορα, που είχε βρεθεί εκείνη η γυναίκα, τι γύρευε στη μέση του δρόμου, πως δεν την είχε δει αναρωτιόταν ενώ δυο αμάξια σταμάτησαν κι ήρθαν να δουν τι συμβαίνει. Πλησίασαν την πεσμένη γυναίκα όμως εκείνη σηκώθηκε χωρίς καμιά βοήθεια και είπε «είμαι καλά, συγγνώμη, εγώ φταίω, βιαζόμουν να πάω σπίτι, το παιδί μου είναι άρρωστο, πρέπει να φύγω» - « μα κοπέλα μου δεν θα πας στο νοσοκομείο να κάνεις μια ακτινογραφία;» της είπε κάποιος, « όχι σας παρακαλώ, αφήστε με, είναι απόλυτη ανάγκη» επέμεινε εκείνη κι όλοι απορούσαν με τη στάση της, ένας νεαρός της έδωσε την τσάντα της, τον ευχαρίστησε κι ύστερα περπατώντας γρήγορα σα να μην είχε συμβεί τίποτα εξαφανίστηκε, δεν έδωσε ούτε καν τα στοιχεία της, ήταν πολύ παράξενο.

«Φίλε είσαι πολύ τυχερός, μπορούσες να βρεις χοντρό μπελά Χριστουγεννιάτικα » του είπε ο νεαρός κι εκείνος σκέφτηκε ότι μάλλον είχε δίκιο, σήκωσε το μηχανάκι του και το είδε απ’ όλες τις μεριές, δεν έμοιαζε να έχει πάθει κάποια ζημιά, λίγο η λαμαρίνα απ’ το ντεπόζιτο είχε τριφτεί αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα, ο φίλος του που είχε συνεργείο θα το ταχτοποιούσε, έβαλε μπρος να δει αν όλα δούλευαν, δεν άκουσε κάτι ύποπτο , «φτηνά τη γλύτωσες αδερφέ» είπε φωναχτά, σκούπισε μ’ ένα μαντήλι το γόνατο του που είχε ματώσει λίγο και βιάστηκε να φύγει από κει πέρα. Τώρα οδηγούσε προσέχοντας κάθε ίσκιο γύρω του, νόμιζε ότι κάτι θα πεταχτεί πάλι μπροστά του, άφησε τα τελευταία φανάρια κι έστριψε δεξιά κατά το χωριό της μάνας του που βρίσκονταν κάπου σ ένα ορεινό φαράγγι κοντά σε κάτι αρχαία λουτρά, μια ώρα έξω από την πόλη. Γύρω υπήρχε μια υγρασία που σε τρυπούσε και βιάζονταν ν’ ανέβει κατά το βουνό όπου ο καιρός ήταν πιο στεγνός εκεί θα περνούσε τα Χριστούγεννα.

Τον τελευταίο χρόνο έμενε εκεί πάνω μαζί με τη γριά μητέρα του, είχε βγει στη σύνταξη έπειτα από ένα καρδιακό επεισόδιο και τη φρόντιζε, επειδή εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, είχε αρχίσει να το χάνει και πολλές φορές ούτε που τον γνώριζε. Στην αρχή την είχε στο σπίτι του αλλά η μάνα του ήθελε να βρίσκεται στο δικό της μέρος, στο χώρο που ήξερε, εκεί όπου είχε ζήσει όλη τη ζωή της και της έκανε το χατίρι. Τον πρώτο καιρό το έβλεπε σαν αγγαρεία ύστερα όμως διαπίστωσε ότι του άρεσε να μένει μαζί της εκεί ψηλά. Έτσι κι αλλιώς μια ζωή ήταν λίγο μονόχνοτος, δεν ήθελε να βγαίνει κι ούτε είχε πολλές παρέες. Μπορούσε να καθίσει σπίτι ώρες ατέλειωτες βλέποντας τηλεόραση ή ψάχνοντας το διαδίκτυο χωρίς να βαριέται κι οι δουλειές που έκανε ήταν αυτής της φύσης. Για δεκαετίες δούλευε νυχτερινός σε ξενοδοχεία, κανείς δεν ήθελε τη βραδινή βάρδια όμως εκείνος δεν είχε πρόβλημα, το βράδυ δεν έχει ποτέ πολύ δουλειά. Ρέμβαζε, έβλεπε ταινίες, ή πιο συχνά άκουγε μουσικές περίεργες, μεσαιωνικές από χορωδίες και τρομπέτες, τρομπόνια κι άλλα πνευστά, όσοι τύχαινε να ακούσουν εκείνες τις μουσικές τον ρωτούσαν τι το ωραίο έβρισκε σε τέτοια πεθαμενατζίδικα ακούσματα όπως τα έλεγαν όμως εκείνος ούτε που τους έδινε σημασία, μ’ εκείνα κοιμόταν το πρωί που όλοι ξυπνούσαν κι αν δεν τον έπιανε ο ύπνος έβαζε στο κινητό ήχους βροχής και καταιγίδας, αυτό ήταν το καλύτερο νανούρισμα του.

Πήγε στο μπάνιο και καθάρισε την πληγή στο γόνατο που του είχε αφήσει η πτώση, δεν ήταν τίποτα σοβαρό, πάλι καλά, θα μπορούσε να είχε χτυπήσει άσχημα. θυμήθηκε τη γυναίκα που είχε ρίξει στο δρόμο, έμοιαζε με ξένη όμως μιλούσε καθαρά τα ελληνικά, ήταν μελαχρινή και κάπως ψηλή, έφτανε μέχρι το σαγόνι του όπως είχε σηκωθεί όρθια.Ποτέ του δεν ξεχνούσε πρόσωπα κι ήταν σίγουρος ότι άμα την έβλεπε ξανά στο δρόμο θα την αναγνώριζε αμέσως. Τώρα έπρεπε να φροντίσει τη γριά μάνα του, να την αλλάξει, να την ταΐσει αν της δώσει τα χάπια της. Το άλλαγμα δεν τον ενοχλούσε καθόλου, της έβαλε μια καινούρια πάνα, τη σήκωσε αγκαλιά -είχε ελαφρύνει πολύ πια- και την έβαλε στο κρεβάτι με τα καθαρά σεντόνια, «καληνύχτα» της είπε κι εκείνη του είπε σα να τον έβλεπε πρώτη φορά «είσαι καλός άνθρωπος» .

Άνοιξε τον υπολογιστή κι έβαλε κάτι μουσικές γιορτινές από άλλες εποχές που οι άνθρωποι γιόρταζαν αληθινά τέτοιες μέρες, το πιο ενδιαφέρον εκεί στο χωριό κι ένας λόγος που είχε αποφασίσει να εγκατασταθεί εκεί πέρα ήταν ένας τύπος που κάποτε έπαιζε τρομπέτα σε μια ορχήστρα, συζητώντας είχαν ανακαλύψει ότι τους άρεσαν οι ίδιες μουσικές κι αυτό ήταν απίστευτο σ’ εκείνη την ερημιά. Πολλές φορές πήγαιναν μαζί στο χώρο των λουτρών, σ’ ένα σημείο κάτω από μια μεγάλη, τοξωτή γέφυρα, κι εκεί ο φίλος του έπαιζε την τρομπέτα χρησιμοποιώντας σαν ηχείο τον θόλο της γέφυρας που αναπαρήγαγε τον ήχο και του έδινε βάθος. Καθόταν εκεί ακούγοντας το χάλκινο πνευστό κι ο βαθύς ήχος άδειαζε το μυαλό του από κάθε σκέψη, κάτι χρυσάνθεμα που είχαν φυτρώσει μόνα τους στις όχθες των λουτρών αποκτούσαν στα μάτια του άλλη υπόσταση, μια μαύρη γάτα που τους ακολουθούσε συχνά στους περίπατους κάτω από τη γέφυρα μεταμορφώνονταν σε κάτι παραμυθένιο και τα κοράκια που τους παρατηρούσαν ψηλά από τα δέντρα έμοιαζαν με πλάσματα του κακού που τους παραμόνευαν. Όλα γύρω έπαιρναν ένα χρώμα μαγικό καθώς η μουσική αφαιρούσε την υλική υπόσταση των πραγμάτων. Μια άλλη φορά είχαν πάει σε μια πισίνα που χρησιμοποιούνταν το καλοκαίρι, ο χώρος είχε αδειάσει από το νερό δημιουργώντας ένα ηχείο καταπληκτικό, ο φίλος του άρχισε να παίζει στοχεύοντας με την τρομπέτα συγκεκριμένα σημεία που δημιουργούσαν αντήχηση, όλος ο χώρος, η άδεια δεξαμενή, οι κερκίδες, το ταβάνι απόκτησαν με μιας άλλη υπόσταση, ένας φύλακας που είχε βρεθεί εκεί πέρα σε μια γωνιά τους κοίταζε εκστατικός.

Γύρω στα μεσάνυχτα τον πήρε ο ύπνος, ξύπνησε από τη μάνα του που έμοιαζε να παραμιλά «απόψε είναι Χριστούγεννα, άμα προσέξεις μπορεί να δεις τον ουρανό ν’ ανοίγει σε μια στιγμή, είναι μεγάλη βραδιά απόψε» φαίνεται ότι είχε ακούσει κάτι στην τηλεόραση κι είχε αντιληφτεί ότι ήταν το βράδυ της παραμονής και το μυαλό της άρχισε να λειτουργεί ξανά, μερικές φορές είχε μια διαύγεια που τον τρόμαζε, «να βγεις έξω» την άκουσε να λέει σα να του έδινε κάποια εντολή, «ο πατέρας σου πάντα σηκωνόταν τέτοια νύχτα και χάζευε τον ουρανό και τ’ αστέρια, ότι ευχή κάνεις αυτό το βράδυ πιάνει». Υπάκουσε όπως τότε που ήταν παιδί και βγήκε έξω να δει ψηλά τον ουρανό και τα άστρα όμως παντού γύρω υπήρχε μια ομίχλη τόσο πυκνή που δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα.

Γύρισε στο δωμάτιο της μάνας του, τη βρήκε να κοιτάζει το ταβάνι και να τραγουδά κάτι: « βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη, και τον καθάριο Αυγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι» στράφηκε προς τα μέρος του μ’ ένα βλέμμα σα να έλεγε «ποιος είσαι συ πάλι ;» είχε αρχίσει να χάνεται ξανά «κοιμήσου» της είπε ήσυχα ενώ σκεφτόταν ότι κάποτε δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει. Ποτέ της δεν τον είχε πιστέψει, πάντα νόμιζε ότι δεν θα έκανε τίποτα στη ζωή του και την είχε ακούσει να το συζητά με τον πατέρα του «δεν είναι καλός σε τίποτα, ούτε στο χωράφι ούτε στο εργοστάσιο, από παντού τον διώχνουν, είναι σα χαμένος, συνέχεια είναι τον κόσμο του» δε τον είχε πιστέψει όμως δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία και τώρα στα τελευταία της την είχε αναλάβει εξ’ ολόκληρου. Δεν ήθελε να την κλείσει στο ίδρυμα, δεν το άντεχε, ότι και να είχε κάνει ήταν η μάνα του δεν ήταν σωστό να την αφήσει κι ύστερα δεν είχε να κάνει κάτι πιο σημαντικό στη ζωή του, την σκέπασε, έσβησε το φως κι έμεινε μόνος του μέσα στην απόλυτη ηρεμία της νύχτας να συλλογίζεται την πορεία του, για κάμποση ώρα σκεφτόταν τα παλιά, ύστερα κοιμήθηκε βαθιά

Προτού ξημερώσει ακούστηκαν οι καμπάνες από το χωριό κι αμέσως φάνηκαν μερικοί άνθρωποι που πήγαιναν κατά την εκκλησία, ετοιμάστηκε γρήγορα και πήγε να βρει το φίλο του τον τρομπετίστα που τον περίμενε, «σήμερα θα σου δείξω κάτι άλλο» του είπε εκείνος που αυτή τη φορά δεν κρατούσε την τρομπέτα αλλά μια κιθάρα σε μια θήκη δερμάτινη «θα πάμε λίγο ψηλά, σε μια κορυφή όπου ο αέρας καθώς φυσά φτιάχνει μελωδίες». Βγήκαν από το χωριό καθώς άρχισε να χαράζει, περπάτησαν αρκετή ώρα μέσα στην ομίχλη ενώ δυο κοράκια γκρίζα έμοιαζαν να τους παρακολουθούν από ψηλά κρώζοντας. Βρέθηκαν στην κορυφή από πού μπορούσαν να δουν την ομίχλη που απλώνονταν. Ο φίλος του έβγαλε την κιθάρα από τη θήκη της κι έπαιξε με τα δάχτυλα μια συγχορδία που ακούστηκε πολύ όμορφα στη σιγαλιά του τοπίου, έπειτα έστρεψε το ηχείο του οργάνου σε διαφορετικές κατευθύνσεις ψάχνοντας τη φορά του ανέμου που έπαιρνε τα μαλλιά του κι όταν τη βρήκε γρατζούνισε απαλά τις χορδές κουνώντας το όργανο. Ο αέρας που μπαινόβγαινε από το ηχείο δημιουργούσε δικές του μελωδίες κι οι δυο τους στέκονταν ασάλευτοι, αυτό ήταν κάτι που δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του, ο φίλος του χαμογελούσε ευτυχισμένος κι έπαιζε πολύ μαλακά με τις χορδές, το τάστο και το καπάκι της κιθάρας ενώ ο αέρας αμέσως έπαιρνε τη μουσική και την ταξίδευε σα να τραγουδούσε κι εκείνος, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν πλατιά, κάτω στο φαράγγι με τα λουτρά η ομίχλη είχε καθαρίσει κι ο ήλιος εμφανίστηκε λαμπρός ρίχνοντας τις πορτοκαλιές του ακτίνες πάνω στα χωράφια ενώ οι καμπάνες από μακριά χτυπούσαν δυνατά δονώντας την ατμόσφαιρα.   

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

ΣΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΩΜΑΤΑ

Εκείνη τη στιγμή ένιωσε να τη χτυπούν από δυο μεριές, είχε τον πόνο της από τη μια καθώς την άφηνε ο άντρας της κι από την άλλη ο αδελφός της πανηγύριζε, «πάρτα τώρα, σου το είχα πει, σε είχα προειδοποιήσει !» αντί να της πει μια κουβέντα παρηγοριάς γελούσε, αυτό δεν το περίμενε. Ενστικτωδώς αμύνθηκε κι άρχισε να φωνάζει ότι δεν ήταν σωστό ο αδερφός της να υποστηρίζει ανοιχτά έναν ξένο, καλά αυτό ήταν πολύ τρελό, σχεδόν γελοίο, καθόταν εκεί στο μαγαζί δίπλα στη θάλασσα και το μυαλό της βούιζε, «πας καλά; » του φώναξε, «υποστηρίζεις αυτόν τον ηλίθιο, νόμιζα ότι ο αδελφός μου θα ήταν μαζί μου !»

Ήταν πολύ δεμένη με τον αδερφό της, τον είχε πρότυπο επειδή ήταν μεγαλύτερος. Όταν ήταν μικρή άκουγε τις κασέτες του με κάτι τραγούδια γερμανικά κι αμερικάνικα, έβλεπε τις φωτογραφίες του από κάτι κέντρα νυχτερινά της επαρχίας όπου χαμογελούσε με κάτι άλλους μουστακαλήδες με παντελόνια καμπάνες και κάτι μπότες χοντροκομμένες, είχαν και κάτι κοπέλες μαζί τους, κάτι κορίτσια όμορφα που γελούσαν κι εκείνα. Αργότερα, όταν παντρεύτηκε και πήγε να μείνει σε μια πόλη μακριά από το χωριό τους, τον επισκέπτονταν τα καλοκαίρια, εκεί είχε δει για πρώτη φορά μπάνιο κανονικό και της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, το χειμώνα που είχε παγωνιά έμπαινε εκεί μέσα και χανόταν μέσα στους ατμούς και το ζεστό νερό, πρώτη φορά έκανε ντους σε τέτοιο μέρος. Ένα βράδυ είχε πάει με τον πατέρα της, η νύφη τους είχε μόλις σαραντίσει κι ήταν κάπως περίεργη, ο πατέρας της έφυγε την άλλη μέρα αλλά εκείνη έμεινε λίγο ακόμα, στο σπίτι εκείνο υπήρχε ένα παράθυρο απ’ όπου περνούσε στη διπλανή μονοκατοικία κι εκεί έπαιζε ώρες πολλές μ' ένα κορίτσι που είχε την ίδια ηλικία…

Πάντα τον είχε πρότυπο τον αδερφό της και δεν μπορούσε να καταλάβει τη στάση του, ήταν τόσο οφθαλμοφανές ότι δεν ήταν δικό της σφάλμα, ο άλλος την είχε αφήσει για μια βλαμμένη, είχε φερθεί ελεεινά, οποιοιδήποτε θα ήταν μαζί της όμως ο δικός της άνθρωπος γελούσε εκεί μπροστά της σα να έβλεπε κάτι αστείο, δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό της, «κοίτα» του είπε, «θα χρειαστώ λίγο καιρό να το ξεπεράσω, μπορώ να μένω μερικά σαββατοκύριακα στο σπίτι σου; Θα με βοηθήσει να ηρεμήσω, έχω τόσες αναμνήσεις από κει, μπορείς να μου δώσεις το κλειδί;»- «Όχι!» απάντησε εκείνος αποφασιστικά, κάθετα, «αυτό δε γίνεται, δε σου το δίνω, θα με ειδοποιείς και θα το κανονίζουμε» . Ίσως να είχε δίκιο, ίσως να είχε τους λόγους του όμως η ουσία ήταν ότι δεν τη βοηθούσε, γελούσε και την κατηγορούσε που δε πρόσεχε ενώ την ίδια στιγμή της έβαζε εμπόδια σε μια στιγμή δύσκολη, δεν μπορούσε να το δεχτεί, τον παρακάλεσε, τον ικέτεψε, σχεδόν έπεσε στα πόδια του αλλά ήταν σα να βρισκόταν απέναντι σε τοίχο, ήταν ανένδοτος.

Και να σκεφτείς ότι τον θεωρούσε τον πιο κοντινό της άνθρωπο μέσα στην οικογένεια και σ’ όλον τον κόσμο, όταν έχτιζε το δικό του σπίτι τον βοηθούσε να το στήσουν, είχε ρίξει δουλειά απίστευτη, έβαφαν και σοβάντιζαν ώρες ατελείωτες για να γλυτώσουν λεφτά κι όταν τέλειωσαν της άρεσε πολύ, πήγαινε συχνά και καθόταν κάνα δυο μέρες. Το πιο ωραίο πού είχε ήταν ένα παράθυρο μεγάλο που έβλεπε κατά τη θάλασσα αν καθόσουν στον καναπέ μπορούσες να δεις πέρα μακριά ένα νησί κι ακόμα πιο πίσω όταν ο καιρός ήταν καλός ένα άλλο χαμένο μέσα στα σύννεφα και την ομίχλη. Στο σπίτι εκείνο είχε δει μια ταινία που τη θυμόταν για χρόνια, έπαιζαν ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και η Τατούμ ο Νηλ, εκείνος ήταν ζωγράφος κι εκείνη ένα κοριτσάκι κι είχαν ερωτευτεί κι είχε πάει να τον βρει σε κάποια πόλη, της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση εκείνη ταινία. Εκεί είχε ακούσει και κάτι τραγούδια που της είχαν αποτυπωθεί, «Αυτή η νύχτα μένει» με τη Γιώτα Λύδια, ένα άλλο του Μητσιά, «Ποτέ ξανά, τα μάτια σου τα φωτεινά δε θα με ντύσουν γιορτινά», κι ένα ακόμα «στα χιλιάδες χρώματα, ας ήταν να βρεθώ» της είχαν μείνει εκείνα τα τραγούδια…

Δεν ήταν η πρώτη φορά που την απογοήτευε, κάποια στιγμή ήθελε να ξεκινήσει κάτι, μια δουλειά, και του είχε ζητήσει βοήθεια, εκείνος ήταν προσηνής κι ευπροσήγορος όπως πάντα αλλά δεν έκανε και πολλά, κάτι αόριστες υποσχέσεις και κάτι ψιλά μόνο της έδωσε για το θεαθήναι περισσότερο, όλο το λούκι μόνη της το πέρασε. Κι όταν πέθανε ο πατέρας τους διαπίστωσε ότι είχε σηκώσει όλα τα λεφτά από τον οικογενειακό λογαριασμό χωρίς να της πει κουβέντα, όταν το έμαθε την έπιασε μια υστερία κι άρχισε να φωνάζει μπροστά στη μάνα της και σ’ όλο το σόι, περίμενε ότι θα συντάσσονταν κάποιος μαζί της όμως κανένας δεν τη στήριξε, κανένας δεν πήρε το μέρος της, ένιωσε ότι την είχαν προδώσει μέχρι το μεδούλι. Δεν την ένοιαζαν τα λεφτά, εκείνο που την πλήγωνε ήταν που δεν τη ρώτησε, δε νοιάστηκε για τη γνώμη της, την αγνόησε εντελώς σα να μην υπήρχε και κανείς δεν έβλεπε το οφθαλμοφανές, όλοι έμοιαζαν τυφλοί κι ασυγκίνητοι, από τότε έκανε πέρα το σόι, δεν το υπολόγιζε, όλοι είχαν αποδειχτεί άχρηστοι, ήταν σα να άλλαζε ο κόσμος γύρω της.

Νάτος πάλι λοιπόν να γελά μαζί της την ώρα που καίγονταν , δεν είχε αλλάξει ούτε εκατοστό κι ήταν εξωφρενικό, οι παλιές ιστορίες της ήρθαν στο μυαλό και την έκαναν έξαλλη, πήρε φόρα και του τα έχωσε άγρια, τον πήρε παραμάζωμα, όταν θύμωνε δε καταλάβαινε τίποτα, τα λόγια έβγαιναν από μέσα της σαν ποτάμι, όλη της η πίκρα ξεχείλιζε, «καλά είσαι βλάκας, επίτηδες το κάνεις, νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω, μα πόσο χαζός είσαι, πόσο ξεροκέφαλος, πόσο αλήτης, αν είναι να έχω αδέλφια σαν και σένα χίλιες φορές καλύτεροι οι εχθροί μου!» Τον είχε στήσει εκεί πέρα και τον κοπανούσε ανελέητα, εκείνος είχε μαζευτεί σε μια γωνιά και δε μιλούσε μονάχα την κοίταγε σα χαμένος, δεν έβρισκε να πει τίποτα, του τα θύμισε όλα και τον περιέλουσε με κάτι τέτοιες κουβέντες που όλοι γύρισαν και τους κοιτούσαν.

Ποτέ της δε φανταζόταν ότι θα έρχονταν έτσι τα πράγματα, ότι η ζωή θα γύριζε έτσι και το πρόσωπο που ήταν το πιο αγαπημένο της θα έφευγε τόσο μακριά, θα της έκανε τόσο κακό. Θυμήθηκε μια άλλη κουβέντα που της είχε πει κάποτε και δεν είχε δώσει σημασία τότε, « ξέρεις τι είπε ο δάσκαλος στο δημοτικό όταν πήγε ο πατέρας να ρωτήσει για μένα; είπε ‘’αυτό το άλλο το παιδί σου είναι απίστευτο, καμιά σχέση με τον αδερφό της !’’ ». Όπως το σκεφτόταν ήταν αγκάθι για κείνον, δε δεχόταν ότι η μικρή ήταν καλύτερη σε κάποια πράγματα, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Από τότε που ήταν παιδιά το είχε βάλει στο μυαλό του κι έτσι ρίζωσε ο σπόρος της ζήλιας βαθειά και τον ακολουθούσε πάντα σ’ όλη τους τη ζωή . Όποτε βρίσκονταν σε καλή φάση εκείνος ήταν απόμακρος, όλο γκρίνιαζε, ποτέ δεν της είχε πει μια καλή κουβέντα. Μόνη της τα έβγαλε πέρα, μόνη της είχε κάνει καριέρα, σπίτι, οικογένεια κι ότι μπόρεσε τέλος πάντων. Όποτε είχε προβλήματα βέβαια ήταν κοντά της, έτρεχε, σκίζονταν ήταν στο στοιχείο του σα να ήθελε αυτή να είναι η μόνιμη κατάσταση, όμως αυτό δεν είναι υγειές έτσι δεν είναι; Δε γίνεται όποτε είμαι στα κάτω μου να είσαι εντάξει και μόλις πάω να χαρώ να φρίττεις, δεν είναι έτσι η φύση, δεν είναι λογικό, κάτι δεν πάει καλά. Τέτοια σενάρια έβλεπε μόνο στην τηλεόραση, αδέλφια που σκοτώνονταν, που βρίζονταν που έκαναν πράγματα τρελά και να τώρα εδώ μπροστά στα μάτια της τον έχανε, ένοιωθε ότι απομακρύνονταν, έφευγε μακριά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα κι ούτε ήθελε, είχε βαρεθεί τα καμώματα του «άι στο διάλο πια» έλεγε μέσα της, ήθελε την ησυχία της.

Από τότε που είχε αδειάσει τον λογαριασμό ήθελε να του τα πει χοντρά μα δεν έβρισκε την ευκαιρία. Τελευταία φορά είχαν συναντηθεί στο κέντρο της πόλης, σ’ ένα μέρος με καμάρες ψηλές κάτω από κάτι κολώνες, Νοέμβριος ήταν κι έβρεχε καταρρακτωδώς , είχαν καιρό να μιλήσουν, έπεσε πάνω του κατά τύχη και για λίγο ένιωσε όπως παλιά, πόσο της είχε λείψει! Ότι και να είχε γίνει ήταν ο άνθρωπος της για πολλά χρόνια, τον πονούσε, απ’ τι είχε μάθει τελευταία είχε κάνει κάτι ατασθαλίες, είχε διοριστεί κάπου και είχε κάνει κάτι λαμογιές, πάντα ήξερε ότι δεν ήταν και τόσο αθώος όμως τώρα επιπλέον είχε κι ένα πρόβλημα υγείας σοβαρό. « Δεν εξηγήθηκες καλά αλλά δε σου κρατώ κακία, να προσέχεις και μη φοβάσαι, θα σε γηροκομήσουν οι κόρες σου αν χρειαστεί, είναι καλά παιδιά» του είχε πει κι εκείνος σαν να παρεξηγήθηκε και της απάντησε με το γνωστό του ειρωνικό ύφος, «βιάζεσαι να με γεράσεις, ωραία είσαι κι εσύ !» Στεναχωρήθηκε τότε που τον είδε έτσι σε κακό χάλι, είχε αδυνατίσει, έκοψε και το τσιγάρο, χαμογελούσε σα να μην το έπαιρνε όλο αυτό στα σοβαρά, έτσι ήταν πάντα άλλωστε…

Όμως δεν είχε αλλάξει, η ζήλεια μέσα του δεν είχε φύγει ποτέ και το απέδειξε τώρα που τον χρειαζόταν, ήταν σα να της έλεγε «πάλι στα χέρια μου έπεσες, πάλι από μένα εξαρτάται, χωρίς εμένα δεν μπορείς!» αλλά όλο αυτό έπρεπε να τελειώσει, δε γινόταν να πάει έτσι, του τα είπε και ξεθύμανε κι εκείνος σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να πει τίποτα, τι να πει άλλωστε. Έμεινε μόνη της και βιάστηκε να φύγει από κείνο το καταραμένο μέρος, περπάτησε κατά την τεράστια τσιμεντένια προβλήτα που έκλεινε το λιμάνι στην είσοδο της πόλης, ανέβηκε κάτι σκαλιά και περπάτησε κατά μήκος του τσιμεντένιου φράγματος κοιτάζοντας τα ιστιοπλοϊκά, τις βάρκες και το νησί που διαγράφονταν πέρα στον ορίζοντα πίσω απ'  τα ρεύματα της θάλασσας, στο μυαλό της γυρνούσε ένα τραγούδι που άκουγε τότε που κοιμόταν στο σπίτι του αδελφού της,  « ποτέ ξανά, οι γειτονιές και τα στενά, δε θα μας δουν ποτέ ξανά» .

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

PAC-MAN

Μια μέρα όπως έβλεπε το είδωλο της στον καθρέφτη του μπάνιου της φάνηκε ότι είδε τον εαυτό της να γελά και να κάνει μορφασμούς μέσα από το γυαλί, αμέσως σκέφτηκε ότι αυτό δεν ήταν σημάδι για καλό, «να προσέχεις» είπε στον άντρα της το βράδυ που έφευγε για τη δουλειά και του εξήγησε τι είχε δει στον καθρέφτη , εκείνος την αποπήρε, «μα τι βλακείες κάθεσαι και λες!» όμως η καρδιά του φτερούγησε, όποτε η γυναίκα του έλεγε κάτι τέτοιο συνήθως έπεφτε μέσα, είχε μια μεταφυσική αντίληψη για τα πράγματα, πρόσεχε κάθε σημάδι είτε ήταν όνειρο, είτε κάποιο δόντι που έσπαγε και τον τελευταίο καιρό ήταν σίγουρη ότι η οπτασία της μάνας της που είχε πεθάνει από χρόνια, περιφέρονταν στο σπίτι, ένα βράδυ μάλιστα αισθάνθηκε ότι αιωρούνταν πάνω από το κρεβάτι που κοιμόταν, την είχε νιώσει τόσο κοντά που μύριζε την ανάσα της , όταν ξύπνησε είχε τη μυρουδιά της στη μύτη της για ώρα πολύ, ήταν σίγουρη ότι ήρθε να τη δει εκείνο το βράδυ.

Όταν δεν τον έβλεπε έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε για τη νυχτερινή βάρδια σ’ ένα φούρνο που έβγαζε ψωμιά κι ένα σωρό αρτοποιήματα, ο φούρνος ήταν κοντά στο σπίτι του κι έτσι πήγαινε περπατώντας, για να γλυτώσει δρόμο περνούσε από ένα στενό όπου είχαν κατασκηνώσει κάτι μετανάστες περίεργοι, είχαν μάλιστα βγάλει κι ένα κρεβάτι και κοιμόταν στο δρόμο, ήταν ένα αλλόκοτο θέαμα. Πρόσεχε μη πεταχτεί κανένας από το παλιόσπιτο όπου φύλαγαν την πραμάτεια τους όταν ένα μηχανάκι εμφανίστηκε απ’ το πουθενά και τον χτύπησε με φόρα, ο τύπος που το οδηγούσε σταμάτησε μια στιγμή και πρόλαβε να δει το πρόσωπο του, ένας σκουρόχρωμος με ξυρισμένο κεφάλι και τεράστιους ώμους, μόλις τον είδε να σηκώνεται ξανά στα πόδια του γκάζωσε το καταραμένο μηχανάκι του κι εξαφανίστηκε στη νύχτα. Έμεινε μόνος του μέσα στα σκοτάδια προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη, το πόδι του πονούσε λίγο αλλά μπορούσε να το πατήσει κανονικά «διάβολε, παραλίγο να βγει σωστή!» σκέφτηκε ξεσκονίζοντας το παντελόνι του και βιάστηκε να φτάσει στην ώρα του.

Όσο δούλευε δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την προειδοποίηση της γυναίκας του, ένας γνωστός του την είχε πάθει κάπως έτσι, είχαν χτυπήσει το αυτοκίνητο του, καθυστέρησε να πάει στη δουλειά και τον είχαν απολύσει. Στο καπάκι ξεκίνησε να δουλεύει οδηγός σ’ ένα ταξί και καθώς δεν ήξερε το πρώτο βράδυ κιόλας πήρε κάτι πρεζόνια που μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο του ζήτησαν τα λεφτά του, εκείνος αρνήθηκε να τους δώσει το πορτοφόλι και τον μαχαίρωσαν εν ψυχρώ . Ήταν μια αλυσίδα γεγονότων που η γυναίκα του ήταν σίγουρη ότι δεν συνέβησαν τυχαία, ήταν σα να είχε συνωμοτήσει η τύχη για να τον αποτελειώσει, σαν κάποιος να είχε οδηγήσει το άλλο αυτοκίνητο να τον χτυπήσει για να καθυστερήσει, κι ύστερα βρέθηκε το ταξί που τον πήγε στους ναρκομανείς οι οποίοι τον φάγανε , ήταν σαν κάποιο χέρι αόρατο καθοδηγούσε τις κινήσεις του και κανόνιζε την πορεία του, και στη δική του περίπτωση θα μπορούσε να έχει την ίδια εξέλιξη.

Έτσι περίεργη ήταν πάντα η γυναίκα του, είχε μεγαλώσει σε μια περιοχή έξω από την πόλη όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς της τότε που ήρθαν από μια χώρα που βρίσκονταν κάπου στα βάθη της Ασίας, κι όλα όσα πέρασε την είχαν κάνει κάπως παράξενη . Όταν ήταν μικρή δεν είχαν άδεια, ούτε ρεύμα κι εκείνη καθόταν μοναχή καθώς οι γονείς της έτρεχαν στη δουλειά. Το σπίτι της φαίνονταν τρομακτικά μεγάλο κι έπρεπε να περάσει ώρες ατελείωτες εκεί μέσα χωρίς να ξέρει τι να κάνει, μια φορά κάποιος είχε καρφώσει στην αστυνομία ότι ήταν παράνομοι κι ένας χωροφύλακας ήρθε να ελέγξει, δεν τρόμαξε καθόλου παρόλο που ήταν μόνη σ’ ένα χώρο απέραντο, του είπε μόνο ότι περίμενε τον μπαμπά της να σχολάσει, ο αστυνομικός την κοίταζε με δέος .

Όσο παράξενη κι αν ήταν την αγαπούσε και της είχε φτιάξει ένα σωρό πράγματα επειδή τα χέρια του έπιαναν. Της είχε στήσει ένα κρεβάτι πολύ ωραίο, ξύλινο γύρω- γύρω μ’ ένα στρώμα ανατομικό, το καλύτερο που υπήρχε. Είχε στερεώσει στον τοίχο ψηλά μια μπάρα για να γυμνάζεται, της άρεσε πολύ, αν και είχε μεγαλώσει πια διατηρούσε ακόμα την ευλυγισία της επειδή έκανε χρόνια γυμναστική, είχε πάρει μάλιστα μέρος και σε κάτι αγώνες και διακρίθηκε. Όσο εκείνη σκάλωνε τα πόδια της και κρεμιόταν ανάποδα αυτός καθόταν εκεί και την έβλεπε , «πρόσεχε!» της φώναζε καθώς την κοιτούσε να κάνει μια τούμπα στον αέρα και να προσγειώνεται στο πάτωμα, εκείνες τις στιγμές την αγαπούσε πολύ κι ήθελε πάντα να είναι μαζί της.

Εκείνη ήταν καλή στη γυμναστική αυτός όμως πήγαινε χρόνια σε μια ομάδα πυγμαχίας, κάποτε ήθελε να γίνει επαγγελματίας κι όλοι έλεγαν ότι είχε φοβερό ταλέντο, ο προπονητής του τον φώναζε Pacman επειδή το επίθετο ήταν Καπάκης, κάποιος τον έχε βαφτίσει έτσι κι από τότε του έμεινε. Ετοιμάζονταν να υπογράψει συμβόλαιο με κάτι πράκτορες όμως ο πατέρας του δεν τον άφησε να συνεχίσει και το είχε απωθημένο αν και με τα χρόνια καταλάβαινε ότι είχε δίκιο ο πατέρας του. Εξακολουθούσε όμως να εξασκείται, είχε πάρει κι ένα σάκο του μποξ που τον είχε κρεμάσει από το ταβάνι κι όποτε μάλωνε με τη γυναίκα του ξεσπούσε εκεί πέρα, καμιά φορά ερχόταν κι εκείνη να δοκιμάσει και της εξηγούσε πώς να χτυπά για να μη πληγώνει τα δάχτυλα της και να μην πονούν οι ώμοι της, πώς να δίνει ώθηση μ’ όλο της το σώμα ξεκινώντας από τα πόδια, πώς να συγχρονίζει τις κινήσεις της, πώς να σφίγγει τη γροθιά της σωστά, κι αφού την άφηνε να χτυπηθεί εκεί πέρα έπαιρνε φόρα και κοπανούσε τον σάκο τόσο δυνατά που μια φορά τον είχε ξηλώσει…

Στο φούρνο ήταν καλά τώρα που οι θερμοκρασίες έπεφταν, το καλοκαίρι ήταν ζόρικα κι ίδρωνε όλη την ώρα αλλά καθώς ερχόταν ο χειμώνας η ζέστη που έβγαινε μαζί με τις μυρωδιές από τα ψωμιά που ψήνονταν σου έφτιαχναν τη διάθεση. Έκανε χρόνια τούτη τη δουλειά και του άρεσε αλλά ποτέ δεν είχε χορτάσει τη μέρα. Στα ρεπό του σηκώνονταν επίτηδες νωρίς να δει τον κόσμο που έβγαινε για ψώνια, τις μαμάδες που έσπρωχναν τα καροτσάκια, τα μαγαζιά που άνοιγαν ξεπλένοντας τις εισόδους τους, ήταν σκηνές που ποτέ δεν μπορούσε να χαρεί. Ξεκινούσε τη βάρδια ζεσταίνοντας τις μηχανές κι έπειτα έπρεπε να ετοιμάσει τα κουλούρια και τα τσουρέκια, όλα ήταν συγχρονισμένα ώστε κατά το ξημέρωμα να είναι έτοιμες οι πρώτες φουρνιές, εκείνη την ώρα το αφεντικό του πήγαινε σ’ ένα δωματιάκι πάνω απ’ το φούρνο και κοιμόταν λίγο, πολύ τον ζήλευε που είχε αυτή την πολυτέλεια ενώ εκείνος έπρεπε να κουβαλά τα ταψιά με τα ζεστά ψωμιά καθώς ο κόσμος άρχιζε να έρχεται.

Μαζί με τα αρτοσκευάσματα έβγαζαν και γλυκά φουρνιστά, κάτι σιροπιαστά που γίνονταν ανάρπαστα, εκείνη τη μέρα είχαν δοκιμάσει μια καινούρια συνταγή κι ανυπομονούσαν να δουν πως θα πάει, όπως απίθωνε το ταψί στον πάγκο είδε να μπαίνει στο μαγαζί εκείνος ο τύπος με τους τετράγωνους ώμους που τον είχε χτυπήσει, ζήτησε μια τυρόπιτα κι όταν την έβαλαν μπροστά του έβγαλε ένα μαχαίρι κι άρπαξε το κορίτσι που ήταν πίσω από το ταμείο και της είπε να του δώσει ότι χρήματα είχε, η κοπέλα πανικοβλήθηκε κι απ’ το τρέμουλο έριξε κάτω το συρτάρι με τα χρήματα. Άφησε το ταψί με τα γλυκά κι έσκυψε να μαζέψει τα χαρτονομίσματα, καθώς τα έδινε στον τύπο με το ξυρισμένο κεφάλι τον έκοβε, είδε ότι κρατούσε το μαχαίρι με το αριστερό του χέρι άρα εκείνη η μεριά του ήταν η πιο δυνατή, τον ζύγισε μια στιγμή κι έπειτα του κοπάνησε μια γροθιά στο στέρνο. Ο άλλος ξαφνιάστηκε κι όρμησε να τον χτυπήσει με το μαχαίρι, έκανε ένα βήμα πίσω κι ένιωσε όπως τότε που ήταν στο ρινγκ μόνο που εδώ ο άλλος είχε το μαχαίρι αλλά ήταν τόσο αργός που δεν τον φοβόταν. Απέφυγε μια σειρά από επιθέσεις φέρνοντας τις γροθιές στο πρόσωπο του και πηδώντας δεξιά αριστερά παρόλο που το χτυπημένο πόδι του τον δυσκόλευε -κάποτε έκανε πολλές ώρες σκοινάκι για να έχει καλό συντονισμό των χεριών και των ποδιών. Βλέποντας τον άλλον να αγκομαχά άρχισε να τον χτυπά στο πρόσωπο μια, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά φορές τόσο γρήγορα που άλλος άρχισε να ζαλίζεται και να γέρνει, τότε τον πλησίασε κι άρχισε να τον κοπανά πολύ δυνατά κι όταν ο άλλος γονάτισε δεν σταμάτησε αλλά συνέχισε να τον χτυπά μέχρι που τον ξάπλωσε στο πάτωμα, οι κοπέλες πίσω απ’ τα ταμεία κοιτούσαν σαν χαζές .

Από τη φασαρία ξύπνησε το αφεντικό κι έτρεξε εκεί πέρα την ώρα που ερχόταν η αστυνομία που κάποιος την είχε ειδοποιήσει, «τι έγινε εδώ πέρα;» ρώτησε ένας νεαρός με στολή «παλέψαμε λίγο» τους είπε «καλά και μόνος σου τον ξάπλωσες, αυτός είναι διπλάσιος από σένα» του είπε «ε να έχω κάνει λίγο πάλη» απάντησε εκείνος.

Την ώρα ακριβώς που σχολούσε ο ήλιος εμφανίζονταν πίσω απ’ τα βουνά και τα φώτα του δρόμου έσβησαν όλα μαζί σα να είχαν συνεννοηθεί. Για κάποιο λόγο αισθάνονταν μια ευφορία μέσα του, είχε χρόνια να κάνει έναν τέτοιο καλό αγώνα κι έφερνε στο νου μία- μία τις κινήσεις του, τελικά δεν είχε χάσει τη φόρμα του, έπρεπε να δουλέψει λίγο περισσότερο το δεξί αλλά και πάλι ήταν εντάξει . Μια γυναίκα έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο κι ένα γέρος σήκωνε το στόρι από κάποιο κατάστημα, ένα κοπάδι πουλιών πετούσε σε σχηματισμό κάπου πέρα μακριά στον ορίζοντα, οι υδροφόρες του δήμου έβρεχαν την άσφαλτο, ξημέρωνε ο θεός, κι ο κόσμος ξεκινούσε τη μέρα του, ήταν μια στιγμή μαγική.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

ΔΙΣΚΟΕΙΔΗΣ ΑΣΤΕΡΑΣ

 

 Δοκίμασε να μπει στο φαρμακείο μα η πόρτα ήταν κλειδωμένη, την έσπρωξε με δύναμη όμως πάλι δεν άνοιξε, τότε έπεσε ολόκληρος πάνω της κι η πόρτα υποχώρησε, δεν υπήρχε κανένας εκεί πέρα μονάχα ράφια αραχνιασμένα και μπουκαλάκια αραδιασμένα στους πάγκους, ανέβηκε τρέχοντας τις ξύλινες σκάλες και βρήκε στο ανώγειο το φαρμακοποιό ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Φοβήθηκε να τον πλησιάσει καθώς παντού γύρω θέριζε η πανούκλα, το πρόσωπο του φαρμακοτρίφτη ήταν γεμάτο σημάδια, οι ώρες του ήταν μετρημένες, έβαλε τη δεξιά μπότα στο λαιμό του και τον ρώτησε άγρια «πούλησες κανένα δηλητήριο τελευταία; » ο γέρος τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα σκοτεινό και φοβισμένο, «όχι» είπε ξεψυχισμένα «δεν έχω πουλήσει κάτι τέτοιο εδώ και χρόνια», έμοιαζε να λέει την αλήθεια και τον άφησε να πεθάνει ήσυχος .

Στάθηκε κάτω από ένα μπαλκόνι κι έβγαλε το δερμάτινο ασκί του να πιει λίγο νερό , είχε άλλα δυο μαγαζιά με φάρμακα να ψάξει για να βρει από πού προήλθε το δηλητήριο που σκότωσε το διάδοχο, ήταν μια αποστολή πολύ δύσκολη κι ο καινούριος βασιλιάς μόνο αυτόν εμπιστεύονταν να τη φέρει σε πέρας. Το αγοράκι είχε δηλητηριαστεί πριν μια βδομάδα από κάποια τροφή κι όλοι οι γιατροί έπεσαν πάνω του να το σώσουν, δοκίμασαν ένα σωρό βότανα, η μάνα του ξαγρυπνούσε αλλάζοντας πανιά στο μέτωπο του για να το κρατά δροσερό στην κάψα του καλοκαιριού, κι εκεί που έδειχνε ότι θα το περνούσε ένα πρωινό ξεψύχησε μέσα σε σπασμούς βυθίζοντας σε θλίψη όλο το παλάτι.

Τον δεύτερο φαρμακοποιό που ήταν κι ο πιο παλιός , τον βρήκε να ποτίζει τον κήπο του, δρασκέλισε έναν πέτρινο χαμηλό τοίχο και βρέθηκε ακριβώς πίσω του, ο φαρμακοποιός τον κατάλαβε την τελευταία στιγμή «ποιος είσαι;», τον ρώτησε δοκιμάζοντας να κατεβάσει την κουκούλα του Καστροφύλακα, «εγώ κάνω τις ερωτήσεις!» του φώναξε αρπάζοντας το χέρι του κι ο φαρμακοτρίφτης μαζεύτηκε πίσω τρομαγμένος, «θα σου πω, θα σου πω!» έγνεψε, «άκουσα τι έγινε, δεν το πούλησα εγώ αλλά ξέρω τι σκότωσε το παιδάκι, μίλησα μ’ ένα γιατρό που το είδε και είμαι σίγουρος ότι έφαγε μανιτάρια δηλητηριασμένα, αυτά προκαλούν σπασμούς, μπορώ να σου δείξω και πιο μανιτάρι ήτανε».

Επιτέλους είχε ένα στοιχείο, η δουλειά είχε γίνει λοιπόν στην κουζίνα, εκεί έπρεπε να ψάξει, κάποιος μάγειρας ίσως ή κάποια γυναίκα που βοηθούσε είχε ρίξει το μανιτάρι, ένα σωρό κόσμος έμπαινε στα μαγειρεία, δε θα ήταν εύκολο να βρει άκρη όμως τουλάχιστον ήξερε που να ψάξει. Όπως κάλπαζε δίπλα σε κάτι κολώνες αρχαίες που στήριζαν τα αυλάκια ενός υδραγωγείου, σκεφτόταν εκείνο το παιδάκι που όλοι το αγαπούσαν, δεν έμοιαζε καθόλου στον πατέρα του όμως εκείνος το λάτρευε και του είχε στοιχίσει πολύ η απώλεια του, για πολλές μέρες δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα, είχε αποτραβηχτεί σ’ ένα κελί εντελώς αποκαρδιωμένος.

Έπρεπε τώρα να ψάξει όλους όσους έμπαιναν στο μαγειρείο, είχε πολύ δουλειά και βιάζονταν να γυρίσει στο παλάτι, καθώς πλησίαζε τον έπιασε μια βροχή τόσο δυνατή που δεν έβλεπε μπροστά του, ευτυχώς ο δρόμος σ’ εκείνο το σημείο ήταν σκυροστρωμένος και το άλογό του δεν κινδύνευε να γλιστρήσει στις λάσπες . Γυρνώντας στο κάστρο πήγε κατευθείαν στα λουτρά να πλυθεί και μετά συνάντησε το βασιλιά στην αυλή, κάτω από ένα υπόστεγο, όπου εξασκούνταν στο σπαθί με κάνα δυο ακόμα άνδρες, όλοι ήταν ιδρωμένοι και τον χαιρέτησαν μόλις τον είδαν, «Έλα να με βρεις στο τραπέζι» του είπε ο βασιλιάς σκυθρωπός καθώς έδινε το ξίφος του για να το βάλει στην οπλοθήκη, εκείνος το χάζεψε για λίγο δοκιμάζοντας με το δάχτυλο την κόψη του που έμοιαζε στομωμένη, «θέλει ακόνισμα» είπε μέσα του .

Στη μεγάλη τραπεζαρία με τις βαριές πορφυρές κουρτίνες ο βασιλιάς έστεκε μόνος δίπλα στο τζάκι όπου έτριζε ένας καρβουνιασμένος κορμός, «Έλα να στεγνώσεις » του είπε «πιες λίγο κρασί, είναι πολύ καλό!», σήκωσε μια κούπα ξύλινη κι ήπιε λαίμαργα «πολύ ωραίο!» είπε καταπίνοντας μερικές γουλιές, ύστερα άρχισε να του εξηγεί τι του είπε ο φαρμακοποιός στην πόλη, ο βασιλιάς έδειχνε σκεφτικός . Προτού καθίσει στο δείπνο όπου μαζεύονταν όλη η ακολουθία του παλατιού, πέρασε μια στιγμή από το μαγειρείο, του άρεσε πάντα να βλέπει τις ετοιμασίες, τα καζάνια που έβραζαν τους ζωμούς, τους υπηρέτες που γέμιζαν τα βαρέλια με νερό και κρασί, τους χασάπηδες που κρεμούσαν τα κυνήγια σε τσιγκέλια μπηγμένα ψηλά στον τοίχο, τις φρουτιέρες που γέμιζαν με ροδάκινα και κεράσια. Έφερε μια βόλτα σ’ όλο το χώρο με το βλέμμα του προσπαθώντας να διακρίνει κάτι ύποπτο, εκείνος που είχε βάλει το δηλητηριασμένο μανιτάρι ήξερε σίγουρα τη δουλειά του πολύ καλά, μπορούσε να επιλέξει μόνο ένα θύμα, το πιο αδύνατο που ήταν το παιδάκι, στους άντρες και στις γυναίκες δε θα είχε την ίδια επίδραση, άρα έψαχνε για κάποιον ικανό κι επιτήδειο.

«Μπήκε κανένας ξένος στην κουζίνα τον τελευταίο καιρό;» ρώτησε τη γριά μαγείρισσα που επέβλεπε όλες τις ετοιμασίες, «όχι άρχοντα μου! » απάντησε εκείνη με τη βαριά μπάσα φωνή της, « κανείς δεν επιτρέπεται να βρίσκεται εδώ όταν ετοιμάζουμε τα φαγητά, κόβω το χέρι μου για όλους εδώ μέσα, όλοι είναι τίμιοι κι ευλογημένοι από τον επίσκοπο που έρχεται καμιά φορά να δοκιμάσει τα κρασιά, έχει πολύ λεπτεπίλεπτη κράση και τον πειράζουν, λέει ότι το στομάχι του είναι ο καλύτερος δοκιμαστής, αν δε νιώσει ενοχλήσει σημαίνει ότι το κρασί είναι άριστο !». Ώστε λοιπόν υπήρχε κάποιος που έμπαινε στην κουζίνα, ο επίσκοπος έχαιρε μεγάλου σεβασμού κι ο βασιλιάς τον είχε σε μεγάλη υπόληψη οπότε δεν μπορούσε να του πει τίποτα προτού σιγουρευτεί όμως έπρεπε να τον εξετάσει κι εκείνον.

Στο δείπνο παρατηρούσε το αφεντικό του που δεν έτρωγε καθόλου μονάχα κάτι μουρμούριζε και σε μια στιγμή φώναξε «θα τον βρω το φονιά και θα τον κάνω να μετανιώσει, θα φτύσει το γάλα της μάνας του !» -«μη λες τέτοια λόγια !» του είπε η γυναίκα του κι ο βασιλιάς έξαλλος σα να του έφταιγε εκείνη της είπε «κλείσε το καταραμένο στόμα σου! » κι από τη φούρια του τράβηξε πρώτα το τραπεζομάντηλο κι έπειτα αναποδογύρισε το τεράστιο τραπέζι, παντού γύρω σκόρπισαν κρέατα και κρασιά, ένας σκύλος έτρεξε ν’ αρπάξει ένα κοτόπουλο κι ο βασιλιάς τον κλώτσησε άσχημα, το ζώο εξαφανίστηκε κλαίγοντας, η ατμόσφαιρα βάρυνε πολύ κι όλοι σηκώθηκαν να φύγουν .Ο Καστροφύλακας πρόλαβε να αρπάξει μια γαβάθα με λίγο κρέας, δεν είχε προλάβει να φάει τίποτα, και τράβηξε για την κάμαρα του, ήξερε ότι ο βασιλιάς είχε μια σκοτεινή πλευρά, τον είχε δει να σκοτώνει δίχως έλεος πολλούς αιχμαλώτους που του φιλούσαν τα πόδια, κι αν έχανε τον έλεγχο θα ήταν πολύ επικίνδυνο, κάτι συνέβαινε στην αυλή του παλατιού κι έπρεπε να βρει οπωσδήποτε ποιος κρύβονταν πίσω απ’ όλα αυτά, ήταν η σειρά του επισκόπου, έπρεπε να μάθει τι ρόλο έπαιζε…

Δυο ψηλά κυπαρίσσια φυτεμένα στις δυο μεριές σαν φρουροί ακίνητοι υψώνονταν μπροστά στο επισκοπείο , πέρασε ανάμεσα τους κι έφτασε στην είσοδο όπου υπήρχε ένα φρουρός , του έριξε δυο νομίσματα που κι εκείνος τα κουδούνισε πολλές φορές στη χούφτα του, ύστερα χαμογέλασε πονηρά και τον άφησε να περάσει . Στον καθεδρικό ναό που βρισκόταν στο κέντρο του συγκροτήματος, μερικά κεριά έριχναν λιγοστό φως ενώ οι σκιές από τις μαρμάρινες κολώνες γέμιζαν απόκοσμα όλο το χώρο. Ο επίσκοπος προσεύχονταν γονατισμένος κάτω από μια εικόνα, γονάτισε δίπλα του κι ο ιερωμένος σα να σκίρτησε μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του, « σήμερα δεν εξομολογώ» του είπε «δεν θέλω εξομολόγηση» ψιθύρισε ο Καστροφύλακας, θέλω μόνο να σε ρωτήσω αν είδες κάτι ύποπτο στην κουζίνα του παλατιού, είσαι σοφός άνθρωπος και μπορείς να διακρίνεις αν κάτι δεν πάει καλά.

Όσο μιλούσε προσπαθούσε να βρει τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι για να καταλάβει αν του έλεγε ψέματα όμως εκείνα τα καταραμένα κεριά δεν βοηθούσαν κι ο επίσκοπος έμοιαζε να κομπιάζει, έπρεπε με κάποιο τρόπο να τον στριμώξει όμως φοβούνταν το σκάνδαλο, ο δεσπότης ήταν πρόσωπο ισχυρό, είχε μεγάλη ισχύ, δεν ήξερε τι να κάνει, έπαιζε το κεφάλι του εκεί πέρα, το σκέφτηκε λίγο κι αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα , έπιασε το δεσπότη από τη μακριά γενειάδα του, τον ξάπλωσε στο μαρμάρινο δάπεδο κι έβγαλε από τη θήκη της πλάτης το τεράστιο σπαθί του , «πες μου παππά, έκανες τίποτα εκεί μέσα στην κουζίνα, πες μου γιατί σε σκοτώνω τώρα!» φώναξε κολλώντας τη λάμα στο λαιμό, είχε σκάσει επειδή δεν μπορούσε να δει τα μάτια, για μια στιγμή ταλαντεύτηκε σα να μετάνιωσε γι αυτό που έκανε όμως τότε ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη στον ουρανό που φωτίστηκε σα να βγήκε ξαφνικά ο ήλιος, κοίταξε ψηλά από τα παράθυρα και είδε έναν τεράστιο μετεωρίτη σε σχήμα δίσκου να κατρακυλά σκίζοντας τον ουράνιο θόλο και προκαλώντας απίστευτο κρότο. Το φαινόμενο πρέπει να διήρκεσε περίπου πέντε λεπτά όμως ο επίσκοπος είχε γίνει κάτωχρος από τούτο το σημάδι του θεού που έμοιαζε να τον απειλεί, ο Καστροφύλακας σκιάχτηκε όμως μπορούσε επιτέλους να δει καθαρά το πρόσωπο του και κατάλαβε ότι είχε λερωμένη τη φωλιά του, αυτό του έδωσε θάρρος κι όταν ο μετεωρίτης εξαφανίστηκε έσυρε προσεχτικά το σπαθί στο πλάι του λαιμού, «εκείνος φταίει, ο Βάρδας, μου ορκίστηκε ότι θα με έκανε αντιβασιλιά, εκείνος μου έδωσε τα μανιτάρια και τα έριξα στο πιάτο του παιδιού !» ψέλλισε τρέμοντας ο δεσπότης που δεν έδειχνε και τόσο γενναίος.

Ώστε λοιπόν ο Βάρδας ήταν πίσω απ’ όλα, εκείνος ο αιμοβόρος θείος του βασιλιά που είχε κτήματα κοντά στα σύνορα, είχε κάνει μια περιουσία απίστευτη στην άκρη της αυτοκρατορίας και ποιος ξέρει πως συνωμοτούσε από κει πέρα μαζί με τον επίσκοπο, τώρα μπορούσε να μιλήσει στο βασιλιά, άφησε τη γενειάδα του δεσπότη σκουπίζοντας μερικές τρίχες άσπρες που είχαν μείνει στη παλάμη του, «έχε χάρη που δεν θα μπορούσα ν’ αντικρίσω τη μάνα μου!» του είπε και τον άφησε εκεί πέρα σωριασμένο να ανασαίνει βαριά την ώρα που μερικοί καλόγεροι έτρεχαν προς την εκκλησία να δουν τι συνέβαινε .

Μόλις έμεινε μόνος του ο δεσπότης κατάλαβε ότι δεν είχε καιρό, σέλωσε τ’ άλογο του κι έφυγε μες τη νύχτα από το επισκοπείο, θα πήγαινε να βρει το Βάρδα εκεί κάτω στα σύνορα, μόνο εκεί ήταν ασφαλής. Το ξημέρωμα τον βρήκε μακριά από το παλάτι, κάλπαζε μέσα από τα χωράφια που πρασίνιζαν και σείονταν στον άνεμο ενώ μερικά άρχιζαν να γίνονται ξανθά, πλησίαζε ο θερισμός. Στην αριστερή μεριά του δρόμου υπήρχε μια μακριά σειρά από δέντρα που τα είχαν φυτέψει για να έχουν ίσκιο οι οδοιπόροι, όλη η διαδρομή ήταν ευχάριστη και κατά το μεσημέρι σταμάτησε κάτω από κάτι δέντρα να ξεκουραστεί, όπως σήκωνε το παγούρι για να πιει λίγο νερό ένα ξίφος γυαλιστερό καρφώθηκε στην κοιλιά και του έκοψε την αναπνοή, ύστερα ακούστηκαν βήματα κι από παντού εμφανίστηκαν στρατιώτες με σπαθιά που καρφώνονταν στο σώμα του, ο χρόνος γύρω κι όλη η πλάση μπροστά του πάγωσαν όπως έκλεινε τα μάτια του. 

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

ΔΑΝΙΗΛ

 Ένα κινητό πεσμένο κάτω από το παγκάκι κουδούνιζε , χωρίς να σκεφτεί το πήρε στα χέρια του, πάτησε το πλήκτρο της απάντησης κι άκουσε μια φωνή γυναικεία που του φάνηκε γνωστή «έλα γρήγορα εκείνος είναι πάλι εδώ !», μόνο αυτό, γύρισε να δει γύρω, δε φαινόταν κανείς, ήθελε να ρωτήσει «τίνος είναι αυτό ρε παιδιά, ποιος το ξέχασε ;» όμως κανένας δεν περνούσε εκείνη την ώρα, ήταν εντελώς μόνος, περίμενε μήπως χτυπήσει ξανά όμως εκείνο στεκόταν βουβό, το περιεργάστηκε για λίγο «καλό φαίνεται» είπε μέσα του, μπορεί να είχε γλιστρήσει από κάποιον που δεν το αντιλήφθηκε, κανένα μεθυσμένο ίσως, στην παραλία μαζεύονταν το ξημέρωμα κάθε λογής τύποι, ποιος ξέρει τίνος ήτανε.

Αμέσως σκέφτηκε τη γυναίκα του, άμα ήταν εκεί θα του φώναζε, «μη πιάνεις ότι βρωμερό βρίσκεις μπροστά σου, ξέπλυνε με υγρό μαντηλάκι τα χέρια σου, πόσες φορές θα σ’ το πω!», ασυναίσθητα έβγαλε από τη τσέπη το πακέτο με τα μαντηλάκια και καθάρισε τα δάχτυλα του, σκούπισε και το κινητό προσέχοντας μη βρέξει το μηχανισμό του. Τώρα που το πρόσεχε έβλεπε ότι ήταν πολύ καλό, από κείνα τα καινούρια, τα λεπτά, που είχαν οι πιτσιρικάδες, στην οθόνη υπήρχαν ένα κάρο εικονίδια κι αντί για φωτογραφία είχε μια εικόνα που του έκανε τρομερή εντύπωση, έδειχνε έναν άντρα αρχαίο σ’ ένα χώρο σκοτεινό σαν πηγάδι, μπροστά του βρίσκονταν κάτι λιοντάρια πελώρια, άλλα άνοιγαν το στόμα δείχνοντας τα δόντια τους, άλλα έσκυβαν φοβισμένα, άλλα τον κοίταζαν με δέος ενώ εκείνος στεκόταν εκεί αγέρωχος και τα ατένιζε έχοντας τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, ήταν μια εικόνα πολύ δυνατή.

Η εικόνα εκείνη η βιβλική γέμισε ξανά με σκέψεις το άδειο μυαλό του, έγειρε πίσω το κεφάλι και το ρεύμα του πρωινού αέρα χάιδεψε αναζωογονητικά το πρόσωπο του, ποιος μπορεί να είχε παρατήσει εκείνο το τηλέφωνο, αν χτυπούσε ξανά θα δοκίμαζε να ρωτήσει αλλά προς το παρόν ήθελε να χαζέψει τη θάλασσα. Κάθε πρωί ερχόταν σ’ εκείνο το παγκάκι και το μάτι του απλώνονταν στο βάθος του ορίζοντα, αμέσως χαλάρωνε, αυτό ήταν που αναζητούσε πάντα, το βάθος του ορίζοντα, δεν άντεχε τον περιορισμό, τους κλειστούς χώρους, τη φραγή της όρασης , το στένεμα της φαντασίας, το κλείσιμο των ονείρων του. Άραζε εκεί πέρα κοιτάζοντας την επιφάνεια του νερού που ήταν γεμάτη φύκια από τη νυχτερινή τρικυμία, προσπαθώντας να μαζέψει λίγη δροσιά προτού ο ήλιος ξεκινήσει το καυτό του ταξίδι στον ουρανό καίγοντας το σύμπαν. Το ξημέρωμα ήταν η μοναδική ώρα που είχε δροσιά έξω και μπορούσε να περπατήσει με την άνεση του χωρίς να δυσφορεί από την υγρασία. Στο μισοσκόταδο συναντούσε κάτι αλβανούς με τις φόρμες τους γεμάτες μπογιές και σοβάδες, περίμεναν το αμάξι που τους έπαιρνε κάθε πρωί, πιο κάτω, στο γυράδικο της γειτονιάς, τα κορίτσια καθάριζαν τα λίπη από τις σχάρες ακούγοντας μουσική από ένα ραδιόφωνο, στο ξενοδοχείο πιο πέρα, ο χοντρός υπάλληλος κοιμόταν ως συνήθως στην καρέκλα του.

Ένα καράβι έφευγε απ’ το λιμάνι γεμίζοντας αφρούς τον τόπο, «ωραίο πράγμα το ταξίδι!» σκέφτηκε κι άρχισε να περιεργάζεται πάλι το κινητό, δεν μπορούσε να βρει πως ανοίγει, ούτε ήξερε από τέτοια, έβλεπε τις γειτόνισσες του, δυο νεαρές αδελφές λίγο παλαβές, να παίζουν όλη την ώρα μ’ αυτά και να χασκογελούν, τις άκουγε από το διπλανό διαμέρισμα να μιλούν με τις ώρες και τις είχε ένα άχτι, αυτές σίγουρα είχαν κλειδώσει την εξώπορτα το πρωί και δεν μπορούσε να βγει έξω. Η είσοδος της πολυκατοικίας έμενε ανοιχτή, ο διαχειριστής φοβόταν τους κλέφτες και καθώς δεν μπορούσε να βρει κλειδαρά μες το κατακαλόκαιρο είχε γυρίσει το μύλο ανάποδα. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσες να κλειδώσεις απ’ έξω αλλά όχι από μέσα, εκείνες λοιπόν οι αδελφές είχαν κλειδώσει την είσοδο και δεν μπορούσε να βγει, γύριζε το κλειδί κανένα δεκάλεπτο μέχρι να στρίψει.

Τη νύχτα είχε ακούσει φασαρίες και φωνές, εκείνες ήταν σίγουρα όμως δεν ήθελε να τους πει τίποτα γιατί του μιλούσαν πάντα ευγενικά, μια φορά είχε μπει στο διαμέρισμα τους να δει μια βρύση χαλασμένη, δεν ήταν τίποτα, ένα λαστιχάκι έπρεπε ν’ αλλαχτεί, τέλειωσε γρήγορα ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω. Εκείνο που του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ήταν ένα μωρό που είχαν στο διαμέρισμα, ένα μικρούτσικο μελαχρινό τυλιγμένο σ’ ένα σεντόνι που έσφιγγε τις γροθίτσες του, ήθελε να ρωτήσει για τον πατέρα όμως δίσταζε και είπε μόνο «έχετε αποφασίσει για το όνομα του;» - «ναι» είπε η πιο μεγάλη από τις αδελφές, « θα το πούμε Δανιήλ!» παράξενο όνομα σκέφτηκε αλλά δίστασε να το πει φωναχτά, χάζευε μονάχα την πιο μικρή που πρέπει να ήταν η μητέρα του μωρού, φαινόταν να το αγαπά πολύ, το κρατούσε τρυφερά και το φιλούσε όλη την ώρα κι εκείνο την κοιτούσε με τα μικρά μάτια του κι ήταν σα να γελούσε, «σου μοιάζει πολύ!» της είπε ...

Σο βάθος του ορίζοντα, εκεί κατά τη δύση, ο ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα κόκκινο, σημάδι ότι ο καιρός θα άλλαζε, καρφωμένος στα σκόρπια σύννεφα προσπαθούσε ν’ αδειάσει ξανά το μυαλό του από κάθε σκέψη όταν το τηλέφωνο που είχε βρει χτύπησε πάλι κι η φωνή είπε τα ίδια λόγια: « έλα γρήγορα εκείνος είναι εδώ πάλι!» αυτή τη φορά θα ορκίζονταν ότι την ήξερε εκείνη τη φωνή, την άκουγε κάπου, μα ναι, έμοιαζε με τη φωνή μιας από κείνες τις φοιτήτριες με το μωρό, όμως πάλι πως γίνονταν να είχε αφήσει το κινητό της κάτω από το παγκάκι του, πως ήξερε ότι εκείνος διάλεγε πάντα το ίδιο μέρος για να καθίσει, πως το είχε κανονίσει, έμοιαζε πολύ σατανικό, μόνο στα έργα γίνονται αυτά. Τώρα πια οι σκέψεις είχαν κατακλύσει τον εγκέφαλο του, αδυνατούσε να βρει μια εξήγηση για κι ύστερα ήταν η ώρα να γυρίσει πίσω προτού η θερμοκρασία αρχίσει να ανεβαίνει, έχωσε το ξένο κινητό στην τσέπη και σηκώθηκε βιαστικά.

Στην επιστροφή έπαιρνε πάντα λεωφορείο επειδή βαριόταν τη διαδρομή, είχε φέξει πια κι έρχονταν στην επιφάνεια η ασχήμια της πόλης που κρύβονταν στο σκοτάδι. Φτάνοντας στο σπίτι δοκίμασε το κλειδί που απέξω άνοιγε κανονικά, έριξε μια ματιά στους λογαριασμούς που ξεχείλιζαν τα γραμματοκιβώτια και μετά κάλεσε το ασανσέρ, είχε αποφασίσει να ρωτήσει τις γειτόνισσες του για το κινητό, ήξερε ότι ξυπνούσαν νωρίς να ταΐσουν το μωρό οπότε δεν θα τις ενοχλούσε. Πάτησε το νούμερο του ορόφου τους κι άκουσε τα συρματόσκοινα να τεντώνονται όπως σήκωναν ψηλά το κουβούκλιο, θα πρέπει να είχε περάσει ένα -δυο ορόφους όταν απότομα το ασανσέρ σταμάτησε και τα φώτα έσβησαν, αμέσως ένιωσε όλο του το σώμα να γίνεται μούσκεμα κι έβγαλε τη μπλούζα του.

Αυτός ήταν ο μόνιμος εφιάλτης του, να κλειστεί στο ασανσέρ σε μια ώρα δύσκολη, ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε, η καρδιά του άρχισε να χτυπά και το μυαλό του δούλευε γρήγορα, γιατί άραγε είχε κοπεί το ρεύμα, το πιο πιθανό ήταν ότι το δίκτυο είχε παραφορτωθεί όλο το διάστημα καθώς όλοι έκαιγαν τα κλιματιστικά τους μέρα νύχτα προσπαθώντας να ζήσουν σαν τα ποντίκια κλεισμένοι στα διαμερίσματα τους. Δεν ένιωθε κάποιου είδους πανικό κι αυτό ήταν καλό, είχε ακούσει για ανθρώπους που έμπαιναν σ’ εκείνον τον καταραμένο θάλαμο του αξονικού τομογράφου και τους έπιανε κλειστοφοβία, έβαζαν τις φωνές και τους έβγαζαν αμέσως έξω όμως αυτός παρόλο που είχε αγχωθεί δεν ένιωθε φόβο, με κάποιον τρόπο θα έβγαινε από κει μέσα ότι και να γίνονταν.

Άναψε το φακό του κινητού κι έψαξε για κάποιο τηλέφωνο του τεχνίτη που υπάρχει πάντα στους ανελκυστήρες, σε μια γωνία υπήρχε μια μεταλλική ταμπελίτσα και δοκίμασε να καλέσει το νούμερο όμως το κινητό του δεν είχε σήμα εκεί μέσα, αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Δεν μπορούσε να ειδοποιήσει ούτε τη γυναίκα του, ούτε κάποιον φίλο κι ούτε είχε όρεξη να βάλει τις φωνές πρωινιάτικα και να τους αναστατώσει όλους, τι στο δαίμονα θα έκανε, πόσες ώρες θα έμενε κλεισμένος εκεί μέσα; Κοίταξε πάλι το κινητό του και είδε ότι δεν ήταν εντελώς φορτισμένο, η ισχύς του ήταν κάπου στο 40% κι ήταν το μόνο του όπλο εκεί μέσα, κάποια στιγμή ασφαλώς θα άρχιζαν να τον ψάχνουν αν και γι αυτό δεν ήταν σίγουρος, όταν θα χρειάζονταν το ασανσέρ σίγουρα θα έβρισκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και θα επικοινωνούσαν μαζί του όμως πόση ώρα θα έπαιρνε αυτό, καλά αν του την έδινε θα έβαζε τις φωνές κι ότι ήθελε ας γίνονταν . Ένα άλλο πρόβλημα ήταν το νερό και η αφυδάτωση όπως έλεγαν στις ειδήσεις και στα ντοκιμαντέρ, μπορούσες να πάθεις ζημιά, αν είχε ένα μπουκάλι νερό θα ήταν μια παρηγοριά, πολλές φορές έπαιρνε μαζί του ένα μπουκαλάκι αλλά εκείνο το πρωί δεν ένιωθε καμιά ιδιαίτερη δίψα, καθώς η πολυκατοικία ήταν σχεδόν άδεια μπορεί να έμενε εκεί μέσα για ώρες.

Ανάσανε βαριά γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα και κάθισε στο πάτωμα του ασανσέρ δίχως να ξέρει τι να κάνει, η γάμπα του ακουμπούσε στο πάτωμα κι αισθάνθηκε κάτι να σαλεύει, ήταν το κινητό που είχε βρει, πως γινόταν να δουλεύει εκεί μέσα ενώ το δικό του ήταν μπλοκαρισμένο, το έβγαλε, το έφερε μπροστά στα μάτια και του φάνηκε ότι η οθόνη έμοιαζε να σαλεύει, ο άντρας στο πηγάδι σα να κινούνταν μπρος πίσω και τα λιοντάρια σα να έστεφαν ελαφρά το κεφάλι τους, την ίδια στιγμή τα φώτα άναψαν, το βελάκι στο καντράν έδειξε προς τα κάτω κι ο ανελκυστήρας κινήθηκε αυτόματα προς το ισόγειο, όταν έφτασε εκεί σταμάτησε και η πόρτα άνοιξε μόνη της, όλο αυτό δεν πρέπει να είχε κρατήσει περισσότερο από πέντε λεπτά όμως του είχε φανεί ολόκληρη αιωνιότητα, έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και βγήκε έξω.


 

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

ΦΩΤΟΣΠΑΘΑ

«Τον είδα να στέκεται εκεί πέρα ολόγυμνος με τα χέρια απλωμένα σα να ετοιμάζονταν να πετάξει, ειδοποίησα την αστυνομία που ήρθε σε λίγο και τον μάζεψε», τα κορίτσια που δούλευαν στο διπλανό γραφείο μιλούσαν σιγανά αλλά εκείνος μπορούσε να τις ακούσει, το ένα από αυτά έλεγε ότι το πρωί καθώς πάρκαρε το αμάξι του είχε δει έναν τύπο χωρίς ρούχα και είχε τρομάξει στην αρχή έπειτα όμως τον πλησίασε και του μίλησε αλλά εκείνος δεν κινήθηκε, στεκόταν εκεί ολόγυμνος, σίγουρα είχε θέμα ο τύπος αλλά η κοπέλα παρόλο που αιφνιδιάστηκε δε φαίνονταν να είχε ενοχληθεί, ψιθύριζε και χασκογελούσε λέγοντας ότι δεν ήταν και τόσο άσχημο θέαμα τελικά .

Σήκωσε λίγο το βλέμμα να δει αυτή που μιλούσε, ήταν καινούρια στη δουλειά και φαινόταν να βαριέται όμως την κρατούσαν επειδή ήταν η μόνη που ήξερε ένα δύσκολο πρόγραμμα, αυτός ήταν ο λόγος που δεν έφευγε. Εκείνη τη μέρα φορούσε μια χακί φαρδιά μπλούζα , ανοιχτή κάτω από τα μπράτσα και μπορούσες να δεις τον μαύρο ενισχυμένο στηθόδεσμο που τύλιγε το σώμα της, είχε δει κι άλλα κορίτσια να φορούν τέτοιες μπλούζες, φαίνεται ότι ήταν κάποια μόδα.

Έσκυψε πάλι στα χαρτιά του κι άρχισε να σημειώνει ενώ φαντάζονταν την εικόνα του άντρα χωρίς ρούχα, τον τελευταίο καιρό πλήθαιναν τα παράξενα που συνέβαιναν στην πόλη όμως το μυαλό του ήταν αλλού τώρα. Tον τελευταίο καιρό τα πράγματα είχαν δυσκολέψει στην εταιρεία κι είχε αγχωθεί πολύ, έπρεπε να βρει για ποιο λόγο οι πωλήσεις έπεφταν, ήταν σίγουρο ότι αρκετοί εκεί μέσα λούφαραν όμως ο αλγόριθμος που έλεγχε την απόδοση τους δεν τον βοηθούσε, δεν  μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, είχαν βρει σίγουρα κάποια τρύπα στο σύστημα και πληρώνονταν χωρίς να κάνουν τίποτα αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει, έπρεπε να πιάσει όλα τα αρχεία και τις αξιολογήσεις για να βρει τι πήγαινε στραβά κι αυτή η έρευνα του έτρωγε πολλές ώρες κάθε μέρα.

Ευτυχώς ο καιρός είχε δροσίσει εξαιτίας των βροχών, εκείνες οι βροχές κυριολεκτικά τον είχαν σώσει, ήταν η καλύτερη ανακούφιση για το άγχος που τον είχε πιάσει, όταν τον κυρίευε η ένταση είχε θέμα , όταν ξεκινούσε εκείνο το πράγμα δεν μπορούσε να ησυχάσει, καμιά φορά μπορεί να πήγαινε και για ένα μήνα ολόκληρο κι αν έκανε και ζέστη ήταν αφόρητο, δεν ήξερε τι να κάνει, όμως τώρα με τις βροχές που κρύωναν την ατμόσφαιρα οι μέρες περνούσαν μια χαρά, μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, μονάχα τις νύχτες δεν τον έπιανε ύπνος από την υπερένταση. Καθώς ο κύκλος εργασιών μειώνονταν ένιωθε ότι το μέλλον του δεν ήταν σίγουρο αν και ήταν από τους πιο παλιούς εκεί μέσα. Είχε στείλει βιογραφικά και κάνα δυο εταιρίες έδειξαν ενδιαφέρον, μια απ’ αυτές μάλιστα που ήταν κι ανταγωνίστρια και τους είχε φάει πολλούς πελάτες- έδειχνε πολύ δυνατή-  και του είχε ζητήσει να απαντήσει γρήγορα όμως εκείνος το είχε αφήσει, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να φύγει…

Είχε κλείσει μια δεκαετία εκεί πέρα, ήταν από τους πρώτους που είχαν στήσει τα μαγαζιά και τα γραφεία , κανονικά θα ήταν προϊστάμενος όμως ο κουμπάρος του ιδιοκτήτη, ένας γλοιώδης χοντρός με άσπρα μαλλιά, εμφανίστηκε από το πουθενά και τα είχε κάνει μαντάρα όλα . Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι θα σκοτώνονταν, ο άλλος ήταν ένα άχρηστο κοπρόσκυλο που ήξερε μόνο να δίνει διαταγές και να φορά φανταχτερά κουστούμια ενώ εκείνος ξημεροβραδιάζονταν μελετώντας στοιχεία, ψάχνοντας λύσεις,  εξετάζοντας σχεδιαγράμματα, παλεύοντας με τους καταραμένους αλγόριθμους την ώρα που τα αφεντικά βρίσκονταν στον κόσμο τους.

Αν δεν είχε αλλάξει η ατμόσφαιρα θα ζητούσε άδεια, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αντέξει τόση πίεση όμως τώρα ένιωθε ωραία, κάθε απόγευμα που άνοιγαν οι καταρράκτες του ουρανού ποτάμια κατέβαιναν από τις συνοικίες που βρίσκονταν στο πιο ψηλό μέρος της πόλης και ήταν αδύνατο να περάσεις το δρόμο, χείμαρροι ορμητικοί σχηματίζονταν ξαφνικά κουβαλώντας ογκώδη αντικείμενα, κάδους ολόκληρους κι ότι μπορείς να φανταστείς, μια φορά είχε δει έναν τεράστιο καναπέ να επιπλέει σε μια λίμνη νερού κάπου κοντά στην παραλία. Η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε, η ατμόσφαιρα καθάριζε κι οι σιλουέτες των πλοίων διαγράφονταν καθαρά στον ορίζοντα, η πόλη γινόταν πιο όμορφη, οι βροχές φούντωναν το πράσινο μέσα στα στενά και στα πάρκα κρύβοντας την ασχήμια κι όλο εκείνο το γκρίζο χρώμα που έβλεπες γύρω σου κάθε μέρα και σου μαύριζε την ψυχή…

Όταν άνοιξε τον υπολογιστή να δει τις αξιολογήσεις και τις αποδόσεις το πρώτο όνομα που βγήκε ήταν εκείνης της κοπέλας με τον ενισχυμένο στηθόδεσμο, τα σχόλια για την επίδοση της ήταν πολύ χάλια, κάποιος την είχε δει να παίζει παιχνίδια στο κινητό την ώρα της δουλειάς, σίγουρα δε θα έμενε για πολύ εκεί πέρα. Άνοιξε για λίγο τα προσωπικά του μηνύματα «Περιμένουμε την απάντηση σας μέχρι τις 20 Ιουνίου» έλεγε το μήνυμα από κείνη την εταιρία που τον ζητούσε, είδε το ημερολόγιο, ο μήνας είχε φτάσει ακριβώς στην εικοστή του μέρα, διάβολε είχε καθυστερήσει, σκέφτηκε να τους γράψει όμως δίσταζε, «άσε δεν απαντώ» είπε μέσα του όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκε η χαμογελώντας εκείνη η κοπέλα λέγαμε,  «σας θέλει ο διευθυντής» του είπε τραγουδιστά κι όπως έφευγε πέταξε πάνω στο γραφεία του ένα χαρτάκι διπλωμένο εκείνος το πήρε και διάβασε: «σας στέλνουν στο λογιστήριο, το άκουσα να το συζητούν όταν πήγα τους καφέδες», του κόπηκαν τα πόδια, « πόσο ηλίθιος είμαι!» φώναξε τόσο δυνατά που από το διπλανό γραφείο γύρισαν να δουν τι συμβαίνει. Τους είχε εμπιστευτεί και τον είχαν πουλήσει, ήθελε όπως ήταν να τρέξει στο γραφείο του διευθυντή που δεν είχε δουλέψει ποτέ πραγματικά στη ζωή του και να του χώσει μια μπουνιά στα μούτρα, έπρεπε να ξεσπάσει οπωσδήποτε κάπου, έπρεπε να βρει μια λύση, να αντιδράσει, δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι όμως η μόνη επιλογή του ήταν να απαντήσει στην άλλη εταιρεία, είχε καθυστερήσει πολύ όμως δεν έχανε και τίποτα, πήγε στον υπολογιστή και τους έγραψε ότι δεχόταν την προσφορά τους.

«Θέλω να πας στο λογιστήριο για κάποιο διάστημα μήπως συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα, ο μισθός σου δε θα μειωθεί φυσικά» του πέταξε δήθεν αδιάφορα ο διευθυντής που μασουλούσε μια τυρόπιτα και τον κοίταζε μες τα μάτια για να δει τις αντιδράσεις του, ένιωσε το αίμα απ’ όλο το σώμα του να μαζεύεται στο κεφάλι ενώ ταυτόχρονα τον κυρίευσε μια απογοήτευση φοβερή, αν ήταν μόνος του σίγουρα θα έκλαιγε, αυτό το είδε αμέσως ο άλλος και τα μάτια του γυάλισαν όμως δεν μπορούσε να το κρύψει. Είχε δουλέψει εκεί πέρα τόσα χρόνια, είχε δώσει τη ψυχή του, μαζί με τον ιδιοκτήτη τα είχαν στήσει όλα από την αρχή και με πολύ δουλειά είχε ανέβει στην ιεραρχία, αισθανόταν ότι είχε λόγο, ότι τον άκουγαν, ότι ανήκε στη διοίκηση, αλλά αποδείχτηκε ότι τον είχαν γραμμένο παίζοντας παιχνίδια την ώρα που η εταιρεία κατέρρεε. Ο χοντρός στέκονταν αντίκρυ του ικανοποιημένος καθώς χαλάρωνε τη γραβάτα του, τον είχε μειώσει, είχε δείξει ότι εκείνος έκανε κουμάντο εκεί πέρα, δεν τον έστελνε τυχαία στο λογιστήριο, ήταν η πιο βαρετή δουλειά, ένα σκέτο χαμαλίκι,  να υπολογίζεις όλη την ώρα μισθούς,  επιδόματα, κρατήσεις, δεν υπήρχε τίποτα πιο αηδιαστικό.

Πήγε να πει κάτι όμως ο άλλος τον διέκοψε απότομα, «περίμενε μια στιγμή» του είπε σηκώνοντας το τηλέφωνο που χτυπούσε κι εκείνος ενστικτωδώς κοίταξε στο κινητό όπου υπήρχε ένα μέιλ, η άλλη εταιρία του είχε απαντήσει αμέσως, πότε είχαν προλάβει ρε φίλε να δουν ότι ενδιαφέρονταν, τον ήθελαν λοιπόν πολύ!

Ξαφνικά το μυαλό του άρχισε να παίρνει χιλιάδες στροφές σα να είχε πατηθεί ένα αόρατο γκάζι, ο άλλος είχε τελειώσει τη συνομιλία και στράφηκε προς το μέρος του «τα παιδιά στο λογιστήριο θα σ’ ενημερώσουν, ότι βοήθεια χρειαστείς μου λες» - «Ρε άχρηστε!» ξέσπασε και τα λόγια έβγαιναν από το στόμα του πολύ γρήγορα «από τότε που ήρθες εδώ πέρα όλα πάνε κατά διαόλου, δεν έχεις ιδέα από επιχειρήσεις, δεν καταλαβαίνεις την τύφλα σου από δουλειές, δεν μπορείς να διαβάσεις ένα στατιστικό της πλάκας και μου το παίζεις διευθυντής, νομίζεις ότι είναι τόσο απλό να κρατήσεις δέκα μαγαζιά κι εκατό υπαλλήλους, νομίζεις ότι είναι τόσο εύκολο να διατηρήσεις την πελατεία, να κρατήσεις ψηλά την ποιότητα, να πολεμήσεις τους ανταγωνιστές, να παλέψεις με το κράτος που σε περιμένει κάθε στιγμή στη γωνία, δεν έχεις ιδέα, δε σε κόβει, δεν κάνεις, δεν το χεις, εγώ φεύγω, να βρεις άλλον για το λογιστήριο σου!» του είπε και βγήκε από την αίθουσα έξαλλος μα ευχαριστημένος.

Μάζευε τα πράγματα στο γραφείο του όταν ήρθε ο ιδιοκτήτης, το μεγάλο αφεντικό που τον ήξερε από παλιά, όπως τον είδε να μπαίνει του φάνηκε ότι ξαφνικά ο άλλος είχε κοντύνει κι αυτός τον κοίταζε από ψηλά, «σε παρακαλώ μη φύγεις, σε θέλουμε, δε μπορείς να πας στους άλλους» του είπε κι εκείνος έμεινε κάγκελο, πως το είχαν μάθει, πότε είχε προλάβει να κυκλοφορήσει, τι είχε συμβεί, σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα του είπε: « πολύ αργά, έπρεπε να είχες έρθει νωρίτερα, μ’ άφησες εντελώς απροστάτευτο, λυπάμαι».

Τώρα έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, τηλεφώνησε στην άλλη εταιρία και κανόνισε ραντεβού την ίδια μέρα, προτού φύγει άνοιξε τον φάκελο με τις αξιολογήσεις κι έγραψε κάτω απ’ το όνομα εκείνης της κοπέλας που τον είχε σώσει: « Δεν είναι τέλεια όμως μαθαίνει γρήγορα, με λίγη βοήθεια μπορεί να εξελιχτεί όσο δε φανταζόμαστε». Στην έξοδο του καταστήματος σταμάτησε απότομα από ένα τρομερό μπουμπουνητό, έναν κρότο μεταλλικό σα να είχε κομματιαστεί με πάταγο το καπάκι του ουράνιου θόλου, « έμαθα ότι φεύγετε» ακούστηκε η τραγουδιστή φωνή της κοπέλας με το ενισχυμένο σουτιέν, έκανε διάλειμμα και πήγαινε να τσιμπήσει κανένα σάντουιτς από ένα διπλανό μαγαζί, «μ’ έσωσες σήμερα,  ευχαριστώ, θες να σε κεράσω κάτι;» « αμέ!». Κάθισαν σ' ένα καφενείο κάπου κοντά στη θάλασσα, τα κορίτσια πίσω από τον πάγκο ανεβοκατέβαζαν κι ανοιγόκλειναν τις συσκευές, στον αέρα ακούγονταν μουσικές μελαγχολικές, στα παγκάκια εκεί μπροστά στην προκυμαία, οι πιτσιρικάδες έπαιζαν με τα κινητά τους κι άλλοι έβγαζαν φωτογραφίες τα βουνά απέναντι.

«Ξέρετε…» είπε το κορίτσι πίνοντας ένα εσπρεσάκι, « ...σκέφτομαι ότι άμα συνεχίσει να βρέχει έτσι για μεγάλο διάστημα θα πρασινίσει όλη η πόλη, στο στενό που μένω δεν μπορείς να περάσεις, δε βλέπεις το δρόμο μπροστά σου, άμα πάει έτσι όλο το μέρος θα μπορούσε να μετατραπεί σε ζούγκλα, τα φυτά θα μπορούσαν να κατακλύσουν το χώρο, να καταπιούν το τσιμέντο, ν’ αλλάξουν το τοπίο, δε θα ήταν ωραίο;» Έφερε στο μυαλό του την εικόνα που περιέγραφε η κοπέλα και του φάνηκε ωραία πραγματικά, φυτά και δέντρα να ξεφυτρώνουν από παντού πνίγοντας τους τοίχους και την άσφαλτο, απλώνοντας τα κλαδιά τους πάνω από τα κτήρια, πνίγοντας τις καταραμένες κεραίες που φύτρωναν όπου έστεφες το βλέμμα, «ά, πολύ θα μ’ άρεσε!» συνέχισε το κορίτσι κι εκείνη τη στιγμή μια απότομη βροντή ακούστηκε και μια αστραπή σα γιγάντιο φωτόσπαθο έκοψε στα δυο τον ορίζοντα.


ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΕΛΑΦΙ

«Έ τραγουδιστή πες μας ένα σκοπό !» του φώναξαν κι εκείνος  αφού κούρδισε μια στιγμή το όργανο του, έναν ταμπουρά με χορδές από έντερα ζώου,...