Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ΝΤΑΝΙΕΛΑ

Κανονικά δεν περιμέναμε να βγει ποτέ,   όταν  μέθυσε και  πυροβόλησε  εκείνον τον αστυνομικό είχε υπογράψει τη καταδίκη του.  Ήταν  όμως υποδειγματικός κρατούμενος, στους φρουρούς έκανε εντύπωση η ευγένεια  κι οι τρόποι του,  ο άνθρωπος είχε γυρίσει όλη την Ευρώπη  με τη μοτοσυκλέτα  πριν καταλήξει εκεί.  Μεγαλόσωμος, αθλητικός, γυμνάζονταν συνέχεια, πάντα είχε ψώνιο με τη διατροφή του,  μπορούσε να επιβάλλεται εκεί μέσα. Πολλοί  δεν τον χώνευαν, δυο  Αλβανοί είχαν επιχειρήσει να τον μαχαιρώσουν μ ένα όπλο αυτοσχέδιο ,  τη γλύτωσε, μετά  από χρόνια  ζήτησε   και τον έβαλαν  να φυλά πρόβατα σ ένα υποστατικό,  το  βράδυ  γυρνούσε  στο κελί του.

Θα πρέπει να είχε περάσει μια δεκαετία από τότε που  είχα δει τον Λ στο  δικαστήριο,   κατέβαινε  τα σκαλιά, γύρω  φρουροί,   στα χέρια  χειροπέδες,  τον πηγαίνανε στη κλούβα,  πρόλαβε να μου πει μερικά λόγια για το πως τον πιάσανε,  ήταν τόσο έξαλλος που έπεσαν πέντε αστυνομικοί και τον χτυπούσαν,   σήκωνε  βάρη τότε, γυμνάζονταν   έπαιρνε και κάτι ουσίες.  Τώρα είχε  φτιάξει  μια γενειάδα τεράστια , πιο γεμάτο τον θυμόμουν, είχε αλλάξει, να του είχε φύγει εκείνη η ορμή που θυμόμουν,  κι αυτό δεν ήταν κακό απαραίτητα.  Έμοιαζε να μετρά κάθε του κουβέντα έδειχνε πιο σοβαρός.   Ήταν καλά  στη Κρήτη, το κλίμα θαυμάσιο, ξερό,  κάθε πρωί χάζευε μια φωλιά πλατάνων μέσα σ ένα δάσος από αγριελιές,  ένας  καταρράκτης  έριχνε τα νερά του ψηλά  πάνω σε κάτι βράχια άσπρα, ένα κοπάδι γλάρων πετούσε  πάνω από ένα σωρό σκουπιδιών, αμάξια  έτρεχαν  ανάμεσα σε δεντροστοιχίες, η  θάλασσα  πέρα  άλλαζε όψη κάθε στιγμή. Στο βάθος  η σκεπή  από σχιστόλιθο μιας εκκλησίας,  δυο κυπαρίσσια σε κάθε μεριά του νάρθηκα, ένα λατομείο με λευκά κομμάτια ασβεστόλιθου, φυτά αναρριχώμενα με φύλλα σε χρώματα φθινοπωρινά  σκαρφάλωναν  σε φράχτες, σμήνη πουλιών πετούσαν κατά το νοτιά, κατά την Αφρική  αεροπλάνα  χάραζαν  γραμμές λοξές και τεμνόμενες, ο ορίζοντας γύρω  έμοιαζε να παίρνει φωτιά στο κρύο ηλιοβασίλεμα.   Όλα αυτά θα μπορούσε να τα χαρεί ξανά όταν έφευγε από κει,  οι αρμόδιοι  τον εκτιμούσαν , ο εισαγγελέας υπόγραψε την άδεια του,  υπολόγιζε  να βγει την άνοιξη.

Με είχε ειδοποιήσει να τον βρω   στη πόλη  όπου ζούσαν   τα ξαδέρφια του,  είχε πάρει  τη  πρώτη άδεια  απ τις φυλακές των Χανίων.  Όλο κρέας και φρούτα έτρωγε όσο ήταν έξω, του έλειψαν.  Ήταν καλοφαγάς, ένα κεφαλάκι  είχε φτιάξει  στο φούρνο, τρεις ώρες τόψηνε σε σιγανή φωτιά μέχρι που έγινε λουκούμι, δεν   έτρωγε ποτέ  μύδια ‘’Πως μπορείς να τρως κάτι που είναι κολλημένο σε μια πέτρα όλη του  τη ζωή;''  Ήθελε  να πάω να καταθέσω μάρτυρας στο δικαστήριο που  είχε,  ''Δε θα σ αφήσω έτσι!'' μούπε.

 Είχε περάσει καιρός από τότε που είχα ξαναβρεθεί   σ αυτή τη πόλη,  συνήθως ερχόμουν     όποτε  ήθελα  μια δόση υπαίθρου να στανιάρω, να πάρω τ απάνω μου,   μια γεύση από  επαρχία, μια δόση από  χώμα και πέτρες. Κάτι είχα πάθει, κάτι  μου συνέβαινε,  δε μπορούσα να συντονιστώ μ ότι γίνονταν  εκεί έξω, δε μπορούσα να παρακολουθήσω τα πολιτικά, τα αθλητικά, τα διεθνή, η μάνα μου με πήρε ένα βράδυ, κατευθείαν στο κακό το μυαλό τρέχει, ξέρω ότι κοιμάται κι αυτή νωρίς, τρόμαξα, ευτυχώς δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Το κινητό χτυπούσε συνέχεια, κοπέλες από εταιρείες κινητών με ζάλιζαν όλη την ώρα, δε σ αφήνουν ήσυχο, τι έχουν πάθει, τι θέλουν; Λογαριασμοί  έληγαν συνέχεια κι   έτρεχα να τους πληρώσω, υποθέσεις  έπρεπε να διευθετηθούν, φίλοι γιορτάζανε  και δεν έπρεπε να τους ξεχάσω, δε μπορούσα να συντονιστώ,   κανονικά μετά από λίγο καιρό όλα παίρνουν το δρόμο τους όμως αυτή τη φορά έδειχνε ότι θα τραβούσε το πράγμα.

Με είχαν σουτάρει ακόμα μια φορά από μια δουλειά, είναι λίγο σκληρό όσο κι αν έχεις συνηθίσει.  Έπρεπε να το περιμένω, το βλέμμα τους παραήταν ζηλόφθονο, υποτίθεται ότι έχω μάθει να διαβάζω βλέμματα κι αντιδράσεις όμως ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος κι ούτε μπορείς να σταματήσεις να είσαι καλοπροαίρετος πάλι όμως πρέπει να είσαι καχύποπτος έστω και λίγο. Έτσι είναι οι πλούσιοι κι οι υλιστές, έχουν τρελαθεί , έχουν σαλτάρει, είναι για κλάματα, είναι να τους λυπάσαι! Δεν αντέχουν να χάσουν τα καταραμένα τα κοτεράκια , τα εξοχικά και τις μερσεντές τους! Πρέπει  να είναι πολύ σπαστικό γι αυτούς, δίχως αυτά δε μπορούν, τους είναι αδύνατο ν αλλάξουν, να προσαρμοστούν, να μάθουν να λειτουργούν διαφορετικά, να μεταβάλουν τον τρόπο σκέψης τους! Δε μπορούν να το χωνέψουν, δε μπορούν να δεχτούν ότι εσύ μπορεί να είσαι χαρούμενος και να γελάς όλη την ώρα δίχως όλες αυτές τις σαβούρες ! Λες κι εσύ δεν έχεις άγχος, λες κι όλα τα δικά σου είναι εντάξει, λες κι εσύ ζεις σαν τα πετεινά του ουρανού χωρίς να νοιάζεσαι τι θα σου ξημερώσει κάθε μέρα. Και γιατί πρέπει να στενοχωρηθείς γι αυτούς, δε πάνε στο διάβολο,  άλλωστε καθένας βρίσκει τη θέση που του ταιριάζει καλύτερα σ αυτόν τον κόσμο! Το μόνο που θα μου έλειπε πάντως ήταν εκείνο το κοριτσάκι που μου έλεγε στο ιδιαίτερο  ΄΄ Μη πείτε στη μαμά μου ότι πίνω καπουτσίνο όταν βγαίνουμε με τις φίλες μου, σοβαρά έχετε Facebook, γιατί έχετε τόσο παλιό κινητό, πως αντέχετε, πως είναι η φίλη σας, καμιά ξανθιά με γαλάζια μάτια ; ‘’
 

 Ήταν κι οι  αργίες που  μου   έσπασαν τα  νεύρα,  σε  βγάζουν  απ το ρυθμό , παλεύεις  να λειτουργήσεις  θετικά, η νύχτα μεγαλώνει συνέχεια.  Άλλαξε κι η ώρα, κοιμόμουν  νωρίς, ξυπνούσα  νύχτα μες τα χαράματα, στο αστικό πρόσωπα βλοσυρά ανθρώπων που έπρεπε να  σηκωθούν  ώρες άγριες, μια  μεσόκοπη  έγερνε το κεφάλι στο τζάμι θλιμμένη , τι να σκέφτονταν άραγε. Στα ίντερνετ καφέ καρέκλες άδειες, μηχανήματα αυτόματα με κρουασάν κι αναψυκτικά αναβόσβηναν τα λαμπάκια τους, οθόνες έδειχναν σκηνές,  τοπία φανταστικά, λεωφόρους επαρχιακές που περνούσαν από χωριά και πολιτείες, σκηνές βίας, τύποι βαρεμένοι  έβγαζαν  τα μάτια τους εκεί μέσα. Στα στενά αμάξια με τζάμια σμπαραλιασμένα από  κάποιο τρακάρισμα, στους διαδρόμους των σφαλιστών σούπερ μάρκετ ράφια φωτισμένα, μια γυναίκα έκλεβε χρυσάνθεμα από ένα πάρκο του δήμου, γάτες  έτρεχαν  πανικόβλητες να κρυφτούν,  άνθρωποι    σε οχήματα δεμένοι στις ζωνούλες τους με μια ψευδαίσθηση ασφάλειας εκτεθειμένοι στις δυνάμεις της φυσικής και της αδράνειας που μπορούν να σε σκοτώσουν ανά  πάσα στιγμή...

Καθόμασταν  στα ψηλά σκαμπό   ενός  μαγαζιού και τα λέγαμε με τον Λ μ
ου είπε και  για τον άλλον  που είναι στις φυλακές της Λάρισας, έπηξε όλο το καλοκαίρι στην  κολασμένη  ζέστη  του κάμπου, δε πρόκειται να βγει αυτός.  Οι δεσμοφύλακες σκληροί κατά κει,  διώχνουν  άγαρμπα τις μανάδες που πάνε να δουν τα παιδιά τους γιατί δεν έχουν κάποιο χαρτί μαζί τους,  είχα αρχίσει να  στενοχωριέμαι    όταν  απ το πουθενά  κάποιος   πήδηξε πίσω απ τον πάγκο, τράβηξε το συρτάρι  της ταμειακής κι άρχισε να το κραδαίνει πέρα δώθε! Χαρτονομίσματα ανέμιζαν στον αέρα, κέρματα κουδούνιζαν,  μια   χοντρή ξανθιά που ήταν  μαζί του  είχε γονατίσει απ τα γέλια,  ήταν μια σκηνή σουρεαλιστική!   Τον είχα προσέξει νωρίτερα τον τύπο, τα μάτια  του   γυάλιζαν τρελά  στο   τεράστιο τετράγωνο κεφάλι   του, ένα δόντι μοναχό έχασκε στο στόμα του, δεν είχα ξαναδεί φυσιογνωμία τόσο τερατόμορφη,  θύμιζε Φρανκενστάιν ! Ένας άνθρωπος με τέτοιο πρόσωπο είναι ικανός για οτιδήποτε,  μπορεί για το τίποτα να σου χώσει μια μπουνιά, να σου σπάσει τα μούτρα, να σε κλωτσήσει όπου νάναι αν  κάνεις  το λάθος και τον κοιτάξεις κατευθείαν στα μάτια! .  Μια ξανθιά απαίσια , ηλίθια, τι μπάζο θεέ μου , ήταν μαζί   του  και τον σιγοντάριζε , ήταν από κείνες που θέλουν  να  δουν  όλα σμπαράλια   έτσι για  να σπάσουν   πλάκα!   Ο ιδιοκτήτης βγήκε  πανικόβλητος από  το βάθος όπου κάθονταν με μια παρέα  και μάζεψε τη μηχανή,  προσπαθούσε  να  τους   ηρεμήσει , αφού τους  είχε  αφήσει να οργιάσουν και να πιουν το καταπέτασμα ήθελα νάξερα τι περίμενε .

Και μέσα σ΄  όλα αυτά έσκασε μύτη  σα φάντης  κατά τα μεσάνυχτα κι η Ντανιέλα,  τι όνομα κι αυτό! Δεν  είχα ξανασυναντήσει κάποια που να τη λένε έτσι,  της   έδινε έναν αέρα.  Ολόκληρη φασαρία λέει είχε γίνει όταν πήγαν να τη βαφτίσουν, ο παπάς δε το δέχονταν με τίποτα, δεν είναι χριστιανικό, δεν είναι ορθόδοξο,  η μάνα της όμως δε χαμπαριαζε τίποτα!  Βλεπόμασταν πάντοτε  όποτε βρισκόμουν σ εκείνα τα μέρη, ως συνήθως  ταλαντεύτηκε μέχρι το τέλος , την είχα ειδοποιήσει από μέρες όμως  όλο τα μασούσε    αλλά φίλε  δεν θα ξανάλλαζα το πρόγραμμα μου για πάρτη της, όχι ξανά! Είχε διαβάσει  κάτι που είχα γράψει γι αυτήν,   πίστευα πως δεν θα το καταλάβαινε αλλά τόπιασε  φυσικά αμέσως.    Εσύ νομίζεις ότι τόγραψες σα μήνυμα στο μπουκάλι και το πέταξες  στη θάλασσα, όμως αυτό είναι εκεί και σε κυνηγά, δεν το είχα  δει   έτσι μέχρι τότε. Τα σπάσαμε, την έχασα  δε μπόρεσε να το ξεπεράσει, κόλλησε .  Δεν περίμενα να εμφανιστεί αλλά  ήθελε να  τσεκάρει βλέπεις σε τι κατάσταση είμαι.   Χαμογελούσε  δείχνοντας τα κάτασπρα δόντια της, εκείνο το χαμόγελο    έδειχνε  τόσο ειλικρινές όμως δεν ήταν. Είχε το γνωστό μυστήριο ύφος που  αποδείχτηκε ότι δεν έκρυβε και τίποτα από κάτω του, ένα δερμάτινο σε χρώμα κόκκινο γλυκό φορούσε, μικρά στεφάνια μεταλλικά ήταν περασμένα στον αντίχειρα και στον δείκτη της, όλα τα νύχια βαμμένα σ ένα κόκκινο βαθύ εκτός απ το μεσαίο που ήταν στο χρώμα του χρυσαφιού, ένα βραχιόλι με δυο σειρές διαμαντάκια περασμένο στον καρπό της.  Όπως  στρέφονταν   μπορούσα να δω το προφίλ της , σκεφτόμουν ότι δεν ήταν το ίδιο όμορφη σ αυτή τη στάση,  απέφευγε να γυρίσει, είχε βρει μια θέση που πραγματικά της πήγαινε, θα πρέπει να το είχε δουλέψει πολύ! Τα μάτια  της  πάντως  είχαν μια ζεστασιά, τα μαλλιά της φρεσκολουσμένα μοσχοβολούσανε,  όμως  εκείνον το χαλκά που  περνούσε  απ το στόμα κι έβγαινε μπροστά στα  χείλια της τι τον ήθελε…

Είχε μια τάση  αυτοκαταστροφική πάντα,  μια ροπή απαισιόδοξη,  μελαγχολική,  σα να επιθυμούσε τις απογοητεύσεις,  τις αποτυχίες κι ότι αρνητικό. Οι ψυχολόγοι πρέπει να τόχουν μελετήσει περισσότερο, λένε ότι ο πόνος σε κάνει καλύτερο σε σμιλεύει μ ένα τρόπο, όσο κι αν φαίνεται τρελό ο άνθρωπος που δεν έχει πονέσει έχει κάποιο πρόβλημα λένε, εγώ δε το καταλαβαίνω, γιατί να θέλεις να πονέσεις και να υποφέρεις , λίγο μαζοχιστικό ακούγεται,  δε ξέρω . Πολλές  γυναίκες πάντως   είναι μυστήριες, θέλουν αίσθημα μ οποιονδήποτε τρόπο , όχι κάτι χυδαίο η φτηνό αλλά   οτιδήποτε μπορεί ν απελευθερώσει τους αδένες που εκλύουν εκείνη την ουσία την υπέροχη που σε γεμίζει , δίνει ένα χρώμα πιο σκούρο ή πιο φωτεινό αλλά ένα χρώμα τέλος πάντων,  που σε βοηθάν ν αντέξεις την αβάσταχτη ρουτίνα της καθημερινότητας. Δε λειτουργούν λογικά και δε μπορείς να τις κατηγορήσεις, ακόμα κι όταν το παρακάνουν και το τραβούν  πολύ μακριά, όταν κατρακυλούν μέχρι βαθιά πολύ, όταν χάνουν τον έλεγχο, όταν θέλουν χρόνο απεριόριστο και  πρέπει τις περιμένεις,  να μη τις αφήνεις όταν γυρεύουν σοκολάτες και γλύκα σε ποσότητες άφθονες , να νιώθεις τύψεις όταν  σε πιο βαριές περιπτώσεις χρειάζονται φάρμακα ηρεμιστικά, χαλαρωτικά, αντικαταθλιπτικά…

Έτσι είναι οι γυναίκες, κι οι άντρες βέβαια  αλλά πιο πολύ οι γυναίκες, θέλουν συναίσθημα,  όσο περισσότερο τόσο καλύτερο.   Θα το ψάξουν σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ευκαιρία, μπορεί να είναι ένας έρωτας, μια απόρριψη,  μια ασθένεια, ένας θάνατος, οτιδήποτε τις διεγείρει,   μπορεί να φαίνεται νοσηρό μα έχει την εξήγηση του. Ίσως ήμουν σκληρός μαζί της,  τελικά γιατί να χαλιέσαι,  ο άλλος έτσι θέλει να τραβήξει τη  πορεία  του,  ποιος είσαι εσύ που θα  πεις τι είναι σωστό,  μπορεί να θέλει να ζήσει μια ζωούλα ήρεμη, να κάνει  μια τρέλα,  μια βλακεία,  να μη κάνει τίποτα,  δεν μπορείς να του το απαγορέψεις, το μέλλον θα δείξει ποιος  είχε δίκιο,  εσύ    απλά  μένεις  μαζί του ή  ψάχνεις κάτι άλλο,  τόσο απλό!  

 Ο ιδιοκτήτης άρχισε  να κατεβάζει τις ασφάλειες, έγινε σκοτάδι, μια δίψα ένιωθα,   στο αυτί μου  ακούστηκε η τραγουδιστή φωνή της Ντανιέλας '' Μπορείς να κοιμηθείς σπίτι μου αλλά μη φας το κοτόπουλο που έχω στο ψυγείο!  Όπως φεύγαμε  ο  Φρανκεστάιν που τόση ώρα κάρφωνε με το παλαβό βλέμμα του τον   Λ έκανε  μια κίνηση,   ο γενειοφόρος  τον κοίταξε από ψηλά,  του έριχνε ένα κεφάλι, όπως στεκόμουν από πίσω του δε μπορούσα να δω τι γίνονταν,  οι πλάτες του ήταν τεράστιες.  Υπήρχε ένταση στον αέρα, περίμενες ότι κάτι κακό θα συνέβαινε,  ''Τώρα θα γίνει κόλαση!''  σκέφτηκα. Για μια στιγμή  στάθηκαν αντίκρστά  σα να αναμετρούνταν όπως γίνεται  στα έργα,  έπειτα ο άλλος παραμέρισε και  βγήκαμε έξω, ένα αεράκι φυσούσε, διψούσα ...



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...