Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

BACK TO 505

I'm going back to 505,
If it's a 7 hour flight or a 45 minute drive,
In my imagination you're waiting lying on your side,
With your hands between your thighs…

Arctic Monkeyς 

''Έλα δω!'' του είπε, έπιασε τα χέρια του σφιχτά, ένιωσε τα δικά της, ήταν υπέροχα, ζεστά, άσπρα, διάφανα, καθαρά, ένα πράγμα απίστευτο ένιωθε τις αρθρώσεις των ποδιών του να κόβονται, ένα τρέμουλο που δεν μπορούσε να κοντρολάρει διαπερνούσε το σώμα του για πολύ ώρα.

Τον είχε αιφνιδιάσει, ένιωθε ότι ήταν θερμή απέναντι του όμως που να ξέρεις τι κλώθεται μες το μυαλό των γυναικών! Νόμιζε ότι της ήταν αδιάφορος, δε μπορούσε να καταλάβει, αυτή είχε μια αλαζονεία, ένα στυλ αυτάρεσκο και σνομπ τόση ώρα που του είχε σπάσει τα νεύρα, έκανε σα να ήταν η βασίλισσα της Αγγλίας, γελούσε, δε λογάριαζε τίποτα, όλη την ώρα έβγαζε ένα δαχτυλίδι απ τη τσέπη και το φορούσε στο δείκτη της, την παρακολουθούσε μα δε μπορούσε να καταλάβει τι σκέφτονταν, τι είχε μέσα της! Μπορεί και να του το κρατούσε γιατί όταν είχαν συναντηθεί πήγε να τον αγκαλιάσει έτσι αυθόρμητα κι αυτός την απόφυγε, έτσι ένιωσε εκείνη τη στιγμή, όχι ότι δεν ήθελε, καλά πλάκα κάνουμε τώρα, πέθαινε μέσα του, η καρδιά του χοροπηδούσε , ήθελε να κρατήσει για πάντα ο χρόνος που ήταν μαζί της!

Έκανε  σα παλαβός προηγουμένως είχε πάει  σ ένα ίντερνετ καφέ  να κάνει like σ εκείνη,  είδε ένα μήνυμα στον τοίχο της που έλεγε ''Αποφάσισα να κλείσω το λογαριασμό μου, αιτία είναι το άτομο μ αυτή τη διεύθυνση..... λυπάμαι που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι! ''Από περιέργεια πάτησε τη διεύθυνση που δίνονταν ''Ποιος ηλίθιος να ήταν άραγε;''   σκέφτηκε.  Η οθόνη άνοιξε και τότε απότομα εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του  το δικό του το προφίλ! Ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω απ τα πόδια, του φάνηκε τόσο κακό, τόσο μοχθηρό, τόσο κακόβουλο, δε μπορούσε να το πιστέψει! Τη πήρε τηλέφωνο όμως αυτή δεν απαντούσε, ξαναπήρε, πάλι τίποτα, δεν ήξερε τι να κάνει, σηκώθηκε, ήταν έτοιμος να κλάψει, δίπλα του ένας τύπος γηραλέος κάπως που έπαιζε φρουτάκια όλο το εικοσιτετράωρο τινάχτηκε, '' Είσαι καλά φιλαράκι, χρειάζεσαι τίποτα!''  Τον παρηγόρησε, τον καλμάρισε,   δεν είχαν μιλήσει ποτέ μέχρι τότε, είδανε μαζί το μήνυμα,  μια πλάκα ήταν τελικά κακόγουστη, ο γηραλέος τύπος τον βάρεσε στη πλάτη '' Έλα μη σκας, ηρέμησε!'' χαλάρωσε κάπως όμως σκέφτηκε ότι παραείχε γίνει ευαίσθητος κι ευάλωτος!

Έπρεπε να ηρεμήσει, δε μπορούσε να αφομοιώσει ότι συνέβαινε, τα βράδια ήθελε να κλείσει τα μάτια, να κοιμηθεί, να μη σκέφτεται, στη τηλεόραση  μια ταινία, ένα αεροπλάνο   πετούσε κάπου ψηλά μες τα σύννεφα, νύχτα, επιβάτες αμέριμνοι, μια  κοπέλα μελαχρινή είχε γείρει στο  κάθισμα της,  κάτι κακό προμηνύονταν δε μπορούσε να καταλάβει τι γίνονταν, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί καθόλου!

Ήθελε να τη δει εκείνη τη μέρα,  στο δρόμο από μια χαραμάδα έτρεχε το νερό μιας υδρορροής, μια γάτα με μια κορδέλα άσπρη στο λαιμό έβγαινε ανάμεσα απ τα κάγκελα ενός παράθυρου υπόγειου, στη στέγη μιας πολυκατοικίας δυο κοτσύφια πετούσαν ανάμεσα στους αστραφτερούς ηλιακούς θερμοσίφωνες! Βιάζονταν, καίγονταν, από μια δουλειά τον είχαν σουτάρει, η αφεντικίνα του,  μια βλαμμένη,  αφού του ζήτησε να τις δανείσει δυο χιλιάδες ευρώ λες και γνωρίζονταν διακόσια χρόνια τώρα, λε κι αυτός ήταν καμιά τράπεζα, τελικά   τον σούταρε με ευγένεια υποτίθεται, ήθελε να τη βρίσει μα σκέφτηκε ότι δεν άξιζε τον κόπο να χαλαστεί για ένα τσόκαρο! Βιάζονταν, ένα ταξί είχε πάρει και να δεις που έπεσε σ έναν γνωστό του ταξιτζή, έναν ηλίθιο, δεν ήθελε με τίποτα να τον δει εκείνη την ώρα, άκου τύχη ρε φίλε, άμα δε σε θέλει! Ο ταξιτζής πάλι χάρηκε, ήθελε να μάθει όλα τα νέα, όμως αυτός δεν είχε καμιά όρεξη. Είχε μποτιλιάρισμα, ο ταξιτζής έλεγε όλο χαζά, όλο βλακείες, μα τι βλάκας , τον πήγαινε από κάτι στενά γεμάτα ομίχλη και υγρασία, είχε σκάσει, τελικά κατέβηκε λίγο πριν από κει που ήθελε κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα γίνονταν, έψαχνε να βρει το μέρος όπου θα συναντιόταν, πήρε ένα ασανσέρ, κάποιος ήταν εκεί μέσα και παραμιλούσε μοναχός του καθώς το μεταλλικό κλουβί κατέβαινε, σκάλες, διάδρομοι, βγήκε κάπου, ένα γκαράζ υπόγειο, μια τουαλέτα βρώμικη, στους τοίχους αυτοκόλλητα χρωματιστά, σκισμένα, συνθήματα, βρισιές, αμάξια ανέβαιναν και κατέβαιναν από μια ράμπα παραλίγο να τον τσαλαπατήσουν , είδε κι έπαθε να βρει την έξοδο…

Στο κέντρο είχε πλακώσει κόσμος πολύς, δε μπορούσες να περάσεις από το ζωντανό φράγμα των ανθρώπινων σωμάτων που πλημμύριζαν τον τόπο. Διάφοροι περνούσαν από δίπλα τους, στη θάλασσα,  τα φώτα της παραλίας έτρεμαν πάνω στην επιφάνεια του νερού, σκυλιά μικροσκοπικά έβγαζαν τα κεφάλια τους μέσα από τσάντες γυναικείες , η γάτα με την άσπρη κορδέλα στο λαιμό που είχε δει πρωτύτερα σέρνονταν κάτω απ τις καρέκλες.

Στη καφετέρια έκατσε με τους άλλους και την περίμενε , το μαγαζί ήταν μισοάδειο, ένα ζευγαράκι ήρθε κι έκατσε σε μια γωνία, ένας παππούς με μια πίπα ξύλινη έφευγε, τα κρυστάλλινα ποτήρια αντανακλούσαν το φως των λαμπτήρων, ένα ζευγαράκι φιλιόταν άγαρμπα στα πίσω καθίσματα και του έρχονταν να ξεράσει, ένα μικρό ωραίο με φόρμες μαλακές που έμοιαζαν με πιτζάμες κι ένα σιδεράκι καρφωμένο πάνω απ τα χείλια της κάθονταν από δίπλα και τον κάρφωνε αγνοώντας έναν πιτσιρικά, εντελώς λούσερ μιλάμε, καλά τι ελεεινά που είναι τα παιδιά σ αυτή την ηλικία, σίγουρα τον είχε κουβαλήσει για να μη βγει μόνη της!
Ένα φιλαράκι στο οποίο είχε κάνει μια χάρη, όχι τίποτα σπουδαίο του είχε πάρει ένα δώρο για τα Χριστούγεννα.  Άνοιξε  τη χάρτινη σακούλα,  μια μαύρη μπλούζα Benneton ''Δεν ήταν ανάγκη!'' - ''Έλα είσαι καλό παλικάρι!'' είπε το φιλαράκι. Θα τόβαζε κι αυτό το φιλαράκι στο κλαμπ μαζί με μερικούς ακόμα,  κάποια άτομα σου ανοίγουν ορίζοντες απέραντους, αχανείς, μπορείς να δουλέψεις μ αυτούς,  μ άλλους πάλι το βλέπεις ότι δε μπορεί να συνεχίσεις όπως ήσουν, θέματα αναφύονται εκεί που δε το περίμενες  και σ εμποδίζουν να κοινωνήσεις μαζί τους. Τώρα ακριβώς όμως χρειάζονταν τους φίλους του, τώρα που δεν άντεχε, αν δεν τους ζητούσε βοήθεια τώρα πότε θα τόκανε! Ακόμα όμως κι η καλή παρέα του δεν τον βοηθούσε αυτή τη φορά, δεν τραβούσε, δεν ανέβαινε με τίποτα, ούτε με σφαίρες, δεν υπήρχε κέφι, είχε σκάσει, δεν ήξερε πώς να ζωηρέψει το πράγμα, χρειάζονταν μια εκτόνωση γρήγορη να στανιάρει να ισορροπήσει, μα τι είχαν πάθει όλοι, τι στο διάβολο συνέβαινε!

Σε λίγο ήρθε αυτή επιτέλους, κάθισε άνετη, έπιασε κουβέντα με τα κορίτσια, έλεγαν τα δικά τους φλυαρούσαν ατελείωτα. Προσπαθούσε να κάνει τον αδιάφορο αλλά δεν άντεχε να μη τη παρατηρεί, τα κορίτσια  λέγανε για τότε που έκαναν ενόργανη κι είχαν σώμα σα λάστιχο, μπορούσαν να διπλώνονται και να ελίσσονται και να στριφογυρνάνε σα φίδια! Λέγανε για αγώνες, κύπελλα, διαγωνισμούς, πρωταθλήματα , για παραστάσεις όπου ένιωθαν υπέροχα καθώς το ταλέντο τους ξεχείλιζε, δεν τα ένοιαζε ο κόσμος που έρχονταν, δεκάρα δεν δίνανε για το τι γίνονταν τριγύρω, καρφάκι δεν τους καίγονταν, ήταν απορροφημένα απ τις κινήσεις που έπρεπε να εκτελέσουν, τους ελιγμούς και τα σπασίματα και τις στροφές κι όλα εκείνα τα αλλόκοτα που είναι ικανό να κάνει το γυναικείο σώμα τα εκτελούσαν χαμένα σε μια έκσταση χορευτική! Είχαν σταματήσει το χορό τα κορίτσια, οι προπονήτριες τους τα έψαχναν, όμως το σώμα τους ήταν πάλι ευλύγιστο, μπορούσαν να το κάνουν ότι ήθελαν, λένε ότι αυτή η ικανότητα δε χάνεται, δε φεύγει ποτέ, άμα το έχεις κάνει για χρόνια αρχίζει να κυλά στο αίμα, μένει στη μνήμη των χεριών, των ποδιών, του κορμού κι όλων των μελών που συγκροτούν τον οργανισμό!

Τις άκουγε εκεί πέρα και δε μπορούσε να πάρει το μυαλό του απ αυτήν, μια εικόνα έρχονταν όλη την ώρα στη μνήμη του,  ένα τραπέζι στρωμένο, μια πόρτα, ένα κρύσταλλο , φως έμπαινε από κάπου, ένας μυστικός δείπνος κρεμασμένος. Μια άλλη εικόνα, ένα σχολείο, μια σημαία,  παιδιά τσίριζαν,  φώναζαν, ο ουρανός γκρίζος ,ψιχάλες έπεφταν, ένα δέντρο ,φύλλα πράσινα, και μια άλλη εικόνα, ένα κορίτσι  μελαχρινό γερμένο στο κάθισμα ενός αεροπλάνου  με τα χέρια διπλωμένα  ανάμεσα στους μηρούς κοιμόταν ανασαίνοντας ελαφρά  ....

Δεν ένιωθε καλά, μετά από μέρες υπερέντασης ένιωθε τα μέλη του να παραλύουν, ήταν καιρός άλλωστε, το σώμα θέλει το χρόνο του να ησυχάσει, δε μπορείς να το ταλαιπωρείς συνέχεια, ήξερε τι χρειαζόταν, έπρεπε να το αφήσει να ανακτήσει από μόνο του ενέργεια του, είχε μάθει πια πως λειτουργούσε , όλα ήταν θέμα χρόνου, υπομονής, σωστών χειρισμών, όπως σε όλα άλλωστε! Έπρεπε να περιμένει, να μη το ζορίσει, δεν έπρεπε να ανησυχεί  ήταν θέμα χρόνου να τον πιάσει εκείνη η υγιής αγχωτική διάθεση που τον κατέκλυζε και τον  ενεργοποιούσε.

Τα κορίτσια λέγανε τώρα μια ιστορία για τότε που έπαιζαν βόλεϊ στις παραλίες της Χαλκιδικής με τα γυμνά πόδια να βυθίζονται στην άμμο, ο ιδρώτας κυλούσε στα σώματα κάτω απ τον καυτό ήλιο. Γίνονταν κάποιο πρωτάθλημα , οι ομάδες ήταν μικτές, κάποιο αγόρι που έπαιζε μαζί τους μιλάμε ήταν φοβερός, μπορούσε να καρφώσει από κάθε γωνιά, απόκαθε σημέιο μιλάμε τρελός,  τους είχε διαλύσει όλους, δεν ήξεραν από που τους ερχότανε, τους είχε σκίσει, τους είχε πάρει το σκαλπ, ο τύπος ήταν περίπτωση! Αλλά κι ένα κορίτσι που έπαιζε στην ομάδα δε πήγαινε πίσω, έπιανε όλες τις μπαλιές, έπεφτε, κυλιόταν, σέρβιρε, απέκρουε, τα έδινε όλα, μιλάμε εκείνη η ομάδα πετούσε, έσκιζε, μονάχα στον τελικό δεν το πήρανε το κύπελλο γιατί έπρεπε να φύγουν, έφευγε το λεωφορείο τους δε προλάβαιναν, καλά όταν το άκουσε αυτός σάλταρε , τρελάθηκε, πετάχτηκε ''Είστε καλά, στον τελικό δε φεύγεις, ας παίρνατε ταξί, ας γυρνούσατε με τα πόδια, στο τελικό δε χάνεις , δε γίνεται, δε μπορεί, είναι κανόνας!''

Λέγανε και για εκδρομές τα κορίτσια, πολύ τους άρεσαν τα ταξίδια, είχαν πάει στη Κέρκυρα, το λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα τους είχε φανεί αηδιαστικό, ''Μα γιατί τα κρατάνε εκείνα τα  κόκκαλα! '' Κάτι σκευοφυλάκια ασημένια είχαν δει σε μια εκκλησιά , είχαν αρχίσει να μαυρίζουν, έτσι είναι λέει το ασήμι, θέλει γυάλισμα, με τα χρόνια χάνει τη λάμψη του. Ένα μνημόσυνο γίνονταν σ εκείνη την εκκλησιά, πιάτα με κόλλυβα, σταυροί φτιαγμένοι με κανέλα, χαρτάκια, ονόματα γραμμένα με στυλό, ‘’Κώστας, Αλεξία, Χριστόφορος’’ είχαν δει κι ένα άλλο που είχε παραπέσει, το άνοιξαν είχαν διαβάσει δίπλα από κάποιο όνομα ‘’Να γίνει παρακαλώ θερμή μνημόνευση, βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο!’’

Αυτή ένιωθε νευρική, ανήσυχη, έδειχνε σα να βαριόταν, ένιωθε ότι την έχανε, είχε δώσει τον καλύτερο εαυτό του όμως οι γυναίκες ποτέ δεν είναι απόλυτα ευχαριστημένες, πάντα θέλουν κάτι παραπάνω, μπορούν να σε τρελάνουν άμα δεν πατάς καλά, όμως δεν είχε πει ούτε μια βλακεία όση ώρα ήταν μαζί της, ήταν φανερό ότι μπορούσε να μιλήσει για ένα κάρο πράγματα ενδιαφέροντα όμως πάλι δεν ήταν σίγουρος αν της άρεσε!

Σηκώθηκαν να φύγουν, αυτή για κάποιο λόγο καθυστερούσε στην καρέκλα της ενώ τόση ώρα δε κάθονταν στ αυγά της! Πήγαν κατά την έξοδο και περίμεναν κάποιον απ τη παρέα, αυτός πέταξε κάτι στο στυλ ότι τα κορίτσια δε θα μπορούσαν να κάνουν ότι έκαναν, για παράδειγμα αν ήταν τόσο καλές όσο λέγανε θα μπορούσαν να κάνουν σπαγκάτο εκεί επί τόπου στη μέση του δρόμου; Αυτή άναψε, κοκκίνισε, έμοιαζε έτσι πιο όμορφη από ποτέ, ήταν από κείνες τις στιγμές που ευλογείς το θεό γιατί έπλασε τις γυναίκες!  Γύρισε και τον κοίταξε  έντονα, μες τα μάτια   '' Θες να το κάνω, θες να το κάνω τώρα,  εδώ ! είπε κι έπιασε τα χέρια του ''Έλα δω,  πιάσε με καλά!'' Δε καταλάβαινε τι γίνονταν μόνο ένιωθε τα χέρια της μες τα δικά του, ήταν ένα αίσθημα μεθυστικό και κει ρε φίλε έγινε κάτι μαγικό.

Με μια κίνηση τσάκισε το σώμα της κι απλώθηκε στο τσιμέντο σα να κόπηκε στα δύο,    σα να σχίστηκε στη μέση, έσπασε,  έγλειψε το τσιμέντο με το κάτω μέρος των μηρών της κι ύστερα τραβώντας ελαφρά σηκώθηκε ξανά σαν ελατήριο, σαν αίλουρος,  σαν  πάνθηρας!

Τον κοίταζε θριαμβευτικά , αυτός είχε μείνει κόκκαλο, δεν το πίστευε, έγινε τόσο γρήγορα, είχε μείνει άγαλμα, ένιωσε απότομα τα πόδια του να τρέμουν απ τα γόνατα και κάτω, οι αρθρώσεις του σα να παρέλυαν,  σα να διαλύονταν και να αποσυνθέτονταν,  κατά το αεροδρόμιο  ένα αεροπλάνο κατέβαινε μες την ομίχλη  με αναμμένα τα μπλε φώτα του έκλεισε τα μάτια   και είδε χιλιάδες κύκλους σ ένα χρώμα αστραφτερό γαλάζιο να αναβοσβήνουν σα να υπήρχε μες το μυαλό του ένα σύμπαν ολόκληρο που λαμπύριζε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...