Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

ΜΠΙΚΟΒΙΚ



‘’Δεν μπορούσα να έρθω στην Ελλάδα, άμα κατέβαινα  έπρεπε να σκοτώσω τον Αλευρά,  αυτόν που είχατε για πρόεδρο της βουλής!'' είπε ο τύπος κι όλοι γυρίσαμε να  δούμε.

 '' Αυτός που είχατε για πρόεδρο στη βουλή ήταν διοικητής του αδερφού μου στο Μπίκοβικ, στο τέλος του εμφυλίου,  ο αδερφός μου έπρεπε να τον καλύψει για να το σκάσει κατά την Αλβανία, μαζί του ήτανε ο πατέρας του Κόκκαλη, ο γιατρός, κι ο πατέρας του Σημίτη, γίνονταν τότε οι τελευταίες μάχες του εμφυλίου. Δεν ήταν αντάρτης ο αδερφός μου , είχε υπηρετήσει ήδη δυο φορές, δεν είχε πάρει ανάσα, τον κάλεσαν ξανά, βαρέθηκε, δε πήγε, τον κήρυξαν λιποτάκτη, αν τον έπιαναν μπορεί και να τον εκτελούσαν επί τόπου, έτσι ήταν τότε. Πήγε με τους αντάρτες τον έβαλαν να καλύπτει όλους τους μεγάλους και τον αρχηγό, το Μάρκο Βαφειάδη, αυτοί φύγανε τρέχοντας από ένα μονοπάτι στενό πάνω από μια χαράδρα που λέγεται’’ Χάρος’’, ο αδερφός μου τους κάλυπτε πυροβολώντας αλλά μετά δεν γύρισαν να ρίξουν ούτε μια σφαίρα, τον άφησαν εκεί πάνω,  τη κοπάνισαν όλοι, τελικά σκοτώθηκε απ το εθνικό στρατό !''

Όλοι είχαμε στριμωχτεί στο στενό μαγαζί , βοριάς φυσούσε απ τις χαραμάδες, κρύο είχε βγάλει. Δε τα ξέρω καλά τα μέρη εκείνα για τα οποία μιλούσε ο άλλος,  Δυτική Μακεδονία,  Ήπειρος, μερικές φορές έχω πάει μόνο μάρτυρας σε κάτι δικαστήρια, σχηματίζεις μια γνώμη αλλά δε μπορείς να ξέρεις τι παίζει σε βάθος άμα δε ζήσεις σ ένα μέρος . Εκκλησιές πολλές λέει έχει, οι πιο περίφημες είναι εκεί και στη Σιάτιστα, ιδέα δεν είχα για όλα αυτά! Η Πίνδος είναι πίσω τους,  κόβει την επικοινωνία κατά τα Γιάννενα των μαστόρων του ασημιού και της λίμνης που σκορπά παντού ομίχλη κι υγρασία, περάσματα ορεινά,  μονοπάτια απόκρημνα, Βλάχοι και Σαρακατσάνοι, νομάδες και φύλλα ντόπια κατοικούσαν από παλιά..

Όπως γίνεται στα μικρά μαγαζιά γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας  αλλά τον τύπο που φώναζε δεν τον είχα ξαναδεί, ήταν πάνω από εβδομήντα σίγουρα.Έδειχνε γερός μιλούσε με μια προφορά σπασμένη, πρόσεξα ότι είχε τρία δάχτυλα μόνο και τον αντίχειρα, κάπου θα του έφυγε το τέταρτο. Είχε περάσει όλη τη ζωή του στο παραπέτασμα, τον πήρε η μπάλα και δε μπορούσε να γυρίσει, κατέληξε στη Βουλγαρία, ύστερα από  πολλά  έγινε οδηγός του  ίδιου του προέδρου του Τοντόρ Ζίβκοφ!  Όλα αυτά τα χρόνια είχε γυρίσει   τα Βαλκάνια, ταξίδεψε στο Δούναβη με ποταμόπλοιο ξεκινώντας απ τις εκβολές  στη Μαύρη Θάλασσα, δάση βαθυπράσινα, βλάστηση οργιαστική στις δυο όχθες, μια διαδρομή να σου φύγει το μυαλό! Στη Σερβία κοπέλες πανύψηλες,  η πιο κοντή ένα κι εβδομήντα, κτίρια κατεστραμμένα, τάχουν αφήσει όπως ήταν,  τους θυμίζουν τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ.  Στη Βουλγαρία ήσυχος  κόσμος, στα Σκόπια ότι να ναι, δε ξέρουν που πατούν και που βρίσκονται, ποιος τόφτιαξε αυτό το κράτος! Στην Αλβανία παλαβοί μεγαλοιδεάτες , μαφιόζοι  πρώην μπασκετμπολίστες που έγιναν πρωθυπουργοί, ‘’ Άμα βρεθεί κάνας Μεγαλέξανδρος στην Αμφίπολη όλοι θα το βουλώσουν!’’  είπε.

Σ ένα πάρκο ξεχασμένο κι απ το θεό  απέναντι μας  ένα τριαντάφυλλο άλικο άνθιζε μοναχό του, περικοκλάδες αναρριχώμενες κρέμονταν από λεύκες ψηλές, μια εκκλησιά πνιγμένη από ροδιές με φύλλα κιτρινισμένα. Πάει το καλοκαιράκι και το φθινόπωρο πέρασε , Χριστούγεννα πλησιάζουν ,η σαρακοστή  άρχισε, στις εκκλησιές ουρές για να ξομολογηθούν, να πάρουν μύρο απ τα λείψανα των αγίων, ένας γύφτος  έκλεψε το κινητό του παπά Γιώργη, μια άλλη που έπαιρνε ένα κάρο χάπια τον ρώτησε πότε είναι η επόμενη συνεδρία, όλοι έχουν σαλτάρει, οι γυναίκες περισσότερο!

 Κρύο έπιασε, οι νύχτες μεγαλώνουν ολοένα, το βράδυ πέφτω ξερός, το ράδιο ανοιχτό, καμιά φορά  λόγια ελληνικά ξεχωρίζουν  μέσα σε μια θάλασσα από τραγούδια ξένα. Τα ξημερώματα η Χρύσα απ το σαν Φρανσίσκο με ξυπνά , έχει λέει μποτιλιάρισμα δαιμονισμένο κατά κει κι έχει σκάσει, θέλει με κάποιον να μιλήσει μέχρι να φτάσει σπίτι , της λέω να ηρεμήσει. Τώρα λέει αρχίζει να μπαίνει το φθινόπωρο, έκανε ζέστη ως πρόσφατα, σταματά σ ένα μαγαζί με κοτόπουλα να πάρει κάτι για να φάει, φωνές παιδικές  στο ακουστικό’’ Άμα θες κλείσε τώρα , έφτασα σπίτι, είμαι κομπλέ, φιλιά !’’
 

''Και τώρα άμα πας  οι χαράδρες μυρίζουν μπαρούτι!'' ξανάρχισε ο τριδάκτυλος . '' Δε μπορείς να φανταστείς πόσες βόμβες ρίξανε, εκεί δοκίμασαν πρώτη φορά και τις εμπρηστικές, τις Ναπάλμ, εκεί κι όχι στο Βιετνάμ τις έριξαν πρώτη φορά ! Πρέπει να ρθείτε  να σας τα δείξω όλα, θα πάμε και στη πόλη,  για μένα η Καστοριά είναι η ωραιότερη πόλη της Ελλάδας! Κάποτε ήταν τόπος εξορίας των ανεπιθύμητων που ήθελαν να τους διαβολοστείλουν οι βασιλιάδες του Βυζαντίου,  πάντα είχε τη φήμη ότι κάνει τα καλύτερα γουναρικά, άμα δεις τις στολές των αυτοκρατόρων έχουν ένα κομμάτι γούνα στο πέτο τους, εδώ φτιάχνονταν!

 Όταν γύρισα προτού δεκαπέντε χρόνια  τίποτα δεν ήταν όπως το θυμόμουν, μονάχα τα βουνά έστεκαν όπως παλιά ! Τώρα τα πράγματα άλλαξαν, έκανε τόσο κρύο κάποτε που μπορούσες  να σκάψεις με τον κασμά όσο ήθελες το χοντρό πάγο πάνω απ τη λίμνη! Όταν γύρισα πήγα κατευθείαν στο μνήμα του παππού, τον αγαπούσα  πολύ .  Όλη μέρα που τον έχανες που τον έβρισκες στο αμπέλι ήτανε, μια έκταση μεγάλη, κάπου δώδεκα στρέμματα σε μια κατηφοριά του βουνού, δεν ξεκολλούσε από κει χειμώνα καλοκαίρι , ένα κρασί απίθανο έφτιαχνε, δεν υπήρχε ούτε υπάρχει τέτοιο πράγμα, σε κάτι νταμιτζάνες γυάλινες μ ένα κάλυμμα ψάθινο το φύλαγε, ένα ποτηράκι να έπινες σου κόβονταν τα γόνατα και των χεριών οι αρθρώσεις! Όταν γέρασε το άφησε στον πατέρα μου,  αυτός το  χάλασε, έβγαλε τα παλιά κούρβουλα,  έβαλε ρίζες καινούριες , χάθηκαν οι παλιές ντόπιες ποικιλίες, χάθηκαν εκείνες οι γεύσεις που είχαν ραφιναριστεί μέσα στους αιώνες και μπορούσες να τις νιώσεις στα πατητήρια και στα καζάνια όπου οι σταγόνες του αλκοόλ έπεφταν αργά μες τα μεταλλικά δοχεία που άχνιζαν….’’

Από ένα κανάτι μπρούτζινο κοκκινωπό γέμισε το μικρό ποτήρι του μ ένα κρασί κόκκινο, έβαλε και σε μένα. Κανονικά δε πίνω αλλά αυτό είχε ένα χρώμα βαθύ, όμορφο, μου έβαζε συνέχεια, τελικά με ζάλισε. Τον άκουγα θολωμένος να λέει πως το καλό κρασί χρειάζεται χώματα αμμουδερά, να μη κρατούν πολύ υγρασία, το ξερό χώμα είναι που δίνει τη γεύση, δε πρέπει να είναι ούτε λασπώδες, ούτε αργιλικό, τα καλύτερα αμπέλια φυτεύονται σε χωράφια κατηφορικά που δε συγκρατούν πολύ νερό,  έλεγε και για τον καιρό που έπρεπε να σηκωθεί τη νύχτα για να πει τα κάλαντα μες τα μαύρα σκοτάδια, όταν έφεγγε πια κανένας δεν τους άνοιγε, είχε τελειώσει το πανηγύρι…

Έξω από τις γυάλινες πόρτες όλα ένα συνοθύλευμα γίνονταν, ένα μωσαϊκό από κινήσεις και χρώματα που σχηματοποιούνταν και διαλύονταν αέναα . Στα ανθοπωλεία λουλούδια και φύλλα πράσινα ανάκατα, στα μαγαζιά με τα ηλεκτρικά τηλεοράσεις σβησμένες, τράπεζες με τα στόρια κατεβασμένα, στα εμπορικά αφίσες γιγάντιες μοντέλων που πόζαραν με άνεση θυμίζοντας αγάλματα αρχαία. Στα διαμερίσματα  σκιές φαίνονταν να σέρνονται στα σκοτεινά δωμάτια ανάμεσα σε καρέκλες και τραπέζια, στους μεγάλους δρόμους  σειρές από φώτα, μέσα στ΄ αμάξια ζευγάρια έψαχναν να βρουν που βρίσκονται ψηλαφώντας  JPS, ένα ποτάμι αυτοκινήτων κυλούσε προς την έξοδο της πόλης , αεροπλάνα κατέβαιναν αναβοσβήνοντας τα γαλαζωπά φωτάκια τους, μερικά πετούσαν τόσο χαμηλά που μπορούσες να διαβάσεις τα γράμματα  που ήταν ζωγραφισμένα στα πτερύγια τους...

Πέρασε και το φθινόπωρο,  χειμώνας πια,  κόσμος τυλιγμένος στα παλτά του περνά, γάτες κοιμούνται σε σωρούς από φύλλα που στοίβαξε  ο άνεμος προσπαθώντας να βρουν λίγη ζέστη. Στα αστικά άνθρωποι όλων των ειδών κι όλων των φύλλων στριμωγμένοι, αρσενικά και θηλυκά ανάκατα, μερικοί θυμίζουν λύκους, άλλοι αλεπούδες ,  άλλοι ζώα πιο όμορφα.   Στις τσάντες των γυναικών σάντουιτς τυλιγμένα σ αλουμινόχαρτο, μπουκαλάκια νερού, μπανάνες και πορτοκάλια,  ήθελα ένα από αυτά, πρέπει να μου έλειπε  βιταμίνη C, ήμουν άρρωστος μάλλον.  Μια ραφή κάθετη στο σβέρκο κάποιου,   γύρω μου  δάχτυλα σέρνονταν πάνω σε οθόνες κινητών, δαχτυλίδια και βραχιόλια, κορδόνια άσπρα και γαλάζια , τακούνια και γόβες κι άλλα πατούμενα επίπεδα, φορέματα σε χρώματα βεραμάν κι άλλα που φέρνουν σε φλούδα χλωρού αμύγδαλου, δυο φλέβες γαλάζιες σάλευαν στη  πάνω μεριά μιας παλάμης, μια ξανθιά με παντελόνι πέτσινο, εφαρμοστό μου χαμογελούσε, τραβούσε τα μαλλιά της στο πλάι όλη την ώρα, ένα μέικ  απαλό περασμένο στα μάγουλα της , ένα ρολόι μεταλλικό φορούσε,  μ άρεσε πολύ …

Στο μικρό  μαγαζί είχαμε μείνει λίγα άτομα πια, κανονικά θα έπρεπε να κοιμάμαι εκείνη την ώρα , ρωτούσα διάφορα τον Καστοριανό που είχε γεράσει στο παραπέτασμα , όταν ο άλλος σου ανοίγεται μπορείς να προχωρήσεις άνετα, δε σε ζορίζει, η κουβέντα κυλά όπως πρέπει, άμα αρχίζει να κρύβει πράγματα συνήθως είναι σημάδι ότι πρέπει να φυλάγεσαι, κάτι κρύβει και καλύτερα να μη το ψάξεις, κάποιος έλεγε για τη Κέρκυρα, είχε πάει διακοπές τον Αύγουστο όλοι τους κερνούσαν λεμοντσέλο , το Μέτσοβο όπου είχε σταματήσει πολύ χάλια του φάνηκε!

 Πότε πέρασε το καλοκαίρι  τότε που ήμασταν Χαλκιδική, στο λεωφορείο, στις μπροστινές θέσεις, τουρίστριες ξανθιές, φακίδες διάφανες κάτω απ τα μάτια τους, γυαλιά και λαμαρίνες, μπιτόνια πλαστικά πεταμένα στις άκρες του δρόμου, σταροχώραφα αλωνισμένα, πως περνά ο καιρός ! Για το σεξ μετά πιάσαμε κουβέντα, καλά αυτοί δεν έχουν ιδέα, δεν τους βλέπω να ξέρουν τη τύφλα τους, πολύ γέλιο, όχι ότι είμαι ειδικός αλλά αυτοί ρε φίλε δε ξέρουν που πάν τα τέσσερα και να σκεφτείς ότι μερικοί είναι παντρεμένοι! Ένας πιτσιρικάς από ένα χωριό που ήταν μαζί μας δεν  τόχει κάνει ποτέ , σ ένα ίντερνετ καφέ όπου μπήκε έπαθε πλάκα, γέροι έβλεπαν πορνό χωρίς να ντρέπονται. '' Μια αηδία ήτανε, πήγα σπίτι να πλυθώ, ένιωθα βρώμικος μου πήρε δυο μέρες να συνέλθω, δε  θέλω  ούτε να το δοκιμάσω!' Μια μελαχρινή με καλτσόν σκισμένο που δε την είχα προσέξει έμοιαζε να παραμιλά, ξαφνικά με κάρφωσε ‘’Τον άκουσες το πιτσιρικά, μη με κοιτάς έτσι, όλοι οι άντρες ίδιοι είστε!''

Τα ποτήρια μας είχαν αδειάσει,  οι άλλοι είχαν όρεξη,  γύρευαν κι άλλο κρασί. Στη πλατεία  δίπλα μας,  κυκλάμινα ροζ, μια αλάνα γεμάτη λίμνες λάσπης απ τις νεροποντές που μας έχουν σαπίσει. Σ ένα ρετιρέ κάπου εδώ είχα ένα ιδιαίτερο κάποτε, μαρούλια πράσινα είχαν φυτέψει μέσα σε παρτέρια στο μπαλκόνι, κρεμμυδάκια κι άλλα χορταρικά μουσκεμένα απ τις νεροποντές,  πάνω σ΄ ένα τραπέζι φρουτιέρες υπήρχαν γεμάτες ξινόμηλα, φιρίκια, λωτούς κίτρινους, ντομάτες μούσμουλα χειμωνιάτικα, κολοκύθες σ ένα χρώμα απροσδιόριστο μεταξύ πορτοκαλί και κόκκινου. Σιλουέτες βουνών διακρίνονταν  στο βάθος ανάμεσα στις κεραίες, στα γειτονικά μπαλκόνια ρούχα απλωμένα σε σκοινιά κάτω από τέντες, κλουβιά με σκύλους που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, πουλιά φτεροκοπούσαν φυλακισμένα. Μια βροχή γερή είχα φάει κατά δω, ο αέρας  είχε διαλύσει την ομπρέλα μου, έχασα το δρόμο, ιδέα δεν είχα που πήγαινα , μέχρι να φτάσω στη στάση ήμουν μούσκεμα, νύχτα ήτανε ...

Ένας ήχος από γυαλιά που γίνονται θρύψαλα με ξύπνησε,  η γυναίκα που είχε καεί απ τους άντρες  γονάτισε να τα μαζέψει.   Ο τύπος με τα τρία δάχτυλα  ήθελε να πει κάτι ακόμα:  ‘’Όταν σκοτώθηκε ο αδερφός μου μια σταλιά ήμουνα, την άλλη μέρα  πήγα να τον βρω, τρία μερόνυχτα έμεινα εκεί πάνω  τελικά τον βρήκα, είχε πέσει   στο ρέμα που το λένε ''Χάρος'', μπορεί να δοκίμασε να δρασκελίσει το βάραθρο και να γκρεμίστηκε,   εκείνη η θέση λέγεται τώρα  ‘’Σκοτωμένος!’’ Τον σκέπασα μ ότι βρήκα,  κάτι κοτρόνες , δυο τρεις   πλάκες, οβίδες έπεφταν ακόμα από παντού, σκόνη, φασαρία, κόλαση, ένα πουλάκι τραγουδούσε μες το χαλασμό, ύστερα βγήκα σε μια κατηφόρα, είδα μια τελευταία φορά  τη λίμνη πίσω,  μετά πέρασα τα σύνορα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...