Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΥΠΕΛΛΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Στο Καπάνι  γίνονταν κόλαση, όλη η πόλη πρέπει να είχε μαζευτεί εκεί κάτω, κρέατα ψήνονταν σε σχάρες απέραντες, μα πόσο κρέας τρώνε οι άνθρωποι αυτές τις μέρες, ήχοι από νταούλια και πίπιζες ανακατεύονταν με θορύβους ηλεκτρονικούς από μεγάφωνα και μικρόφωνα, μπερδεύονταν, ένα κουβάρι γίνονταν , γύφτοι περνούσαν ανάμεσα στο πλήθος σα δαίμονες κρατώντας τουμπερλέκια, κάποιος έπινε από ένα μπουκάλι καθισμένος στη κορυφή μιας ντάνας από καρέκλες πλαστικές!
 

Μου τηλεφώνησαν  ότι ο φίλος μου που έχει μαγαζί εκεί πέρα δεν ήταν καλά, είχε  πονοκεφάλους  τρομερούς σα να τον μάτιασαν όλες οι μάγισσες της ανατολής και της δύσης μαζεμένες , τον βρήκα στο μαγαζί να μη ξέρει τι του γίνεται,   όλοι οι πεινασμένοι του κόσμου είχαν πλακώσει, τον είχαν περικυκλώσει, είχαν πέσει απάνω του, τον είχαν σκεπάσει, τον είχαν πνίξει, αν μπορούσαν θα έτρωγαν όλο το μαγαζί του κι αυτόν μαζί!

 ''Έλα γρήγορα!'' μου φώναξε ''Πλύνε κάνα ποτήρι, καμιά πιατέλα, κάνα πιρουνάκι, κόψε καμιά ντομάτα, σώσε με !’’

Μπήκα μέσα, στο νεροχύτη ένα  χάος, προσπάθησα να  βρω καμιά άκρη αλλά δεν είχα σκοπό να περάσω όλη την ώρα μου  πλένοντας πιάτα, βγήκα έξω να δω τι γίνεται, ένα κορίτσι ωραίο, ένα φιλαράκι της μιλούσε ήδη,  όμως αυτά που λέγανε ήταν όλο βλακείες, όλα χαζά,  δε μπορώ, δεν αντέχω, μπορεί να είναι θεά όμως άμα η κουβέντα της είναι μάπα δε μπορώ, σηκώθηκα κι έφυγα γρήγορα...

Ένα ζευγάρι  κάθονταν πιο πέρα , η γυναίκα  μ ένα πρόσωπο καθαρό,  μελαγχολικό κάπως,  , αυτοί μάλιστα, είχαν καλή κουβέντα, κάθισα μαζί τους, με κέρασαν κάτι, ένα πιάτο, ένα ποτήρι '' Μη τρως με τα χέρια, μη τρως γρήγορα, δε θα στο πάρει κανένας !'' μου είπε η γυναίκα που ήταν πρώην στρατιωτικός ''Συγνώμη!'' είπα.

 Άρχισαν να λένε για τον Παίσιο, και σ αυτόν είχε πει τα ίδια η γυναίκα, ‘’Πάτερ έχεις πλύνει τα χέρια σου’’ -  ‘’ Αμάν ρε παιδί μου  με σένα!’’  είχε αναστενάξει  ο καλόγερος . Καλά δε καταλάβαινε τίποτα αυτή, ήταν γνωστή, τα είχε πει και στον Σκαρμούτσο που είχε έρθει να μαγειρέψει στην ΙΚΕΑ, είχε κάνει το λάθος και την είχε φωνάξει '' Έλα δω εσύ που χαμογελάς!'' που νάξερε τι τον περίμενε ''Πως γίνεται να μη πλένεις τα χέρια σου, να γλείφεις τα δάχτυλα σου, τάχεις πλύνει αυτά τα σκεύη που είναι καινούρια,  ποιος νομίζεις ότι είσαι !''

 Και στο δεσπότη τα είχε πει, του είχε βάλει τις φωνές απ το γυναικωνίτη όταν είχαν μαζευτεί πάνω απ την  κάρα κάποιου αγίου ''Καλά περιμένετε να αναβλύσει μύρο απ τον άγιο  που έχετε συγκεντρωθεί όλα τα κοράκια από πάνω του!'' Και σ ένα στρατηγό τα είχε ρίξει ''Πως είσαι έτσι σα κλόουν με τόσα παράσημα!'' καλά πολύ τρελή μιλάμε! ‘’Σου άρεσε ο στρατός;’’ με ρώτησε ‘’Όχι τον μίσησα, ότι χειρότερο ήτανε,  όταν μου δίνουν διαταγές αυθαίρετες  μπλοκάρω, δε δουλεύει τίποτα, σταματούν όλα,   πρέπει να μου εξηγήσεις για ν απεγκλωβιστώ και μισώ  και τα καταραμένα τα  όπλα!’’ – ‘’ Έλα ρε δεν είναι τίποτα,  εγώ έχω ρίξει με J3 πολλές φορές,  κατευθείαν  κέντρο !’’.

 Λέγανε για ένα παπά που έκανε εξορκισμούς κάπου στη Ξάνθη, πολύ μούτρο λέει είχε αποδειχτεί , οι δυο του γιοι του δούλευαν στο καζίνο,  δεν είχαν καλό τέλος όλοι τους. Λέγανε και  για τις προφητείες  του Παίσιου, για συνωμοσίες διεθνείς που απεργάζονται οργανώσεις μυστικές   που  μας παρακολουθούν όλη την ώρα από τους δορυφόρους τους ψηλά πάνω απ τη γη,   και θέλουν το κακό μας, θέλουν να μας εξολοθρεύσουν,  να μας σβήσουν απ το χάρτη, για τη σφραγίδα του αντίχριστου λέγανε , για το σφράγισμα, για την τελική κρίση και για το τέλος του κόσμου!

Καλά εγώ δε πιστεύω τίποτα απ αυτά, δε δίνω δυάρα, σιγά τώρα, καλά τα θεωρώ αηδίες, μα πολύ χαζά μιλάμε, ότι θα κατέβουν   οι Ρώσοι να μας σώσουν κι άλλα τέτοια ,  καλά αυτόν  το Πούτιν ποτέ δεν τον εμπιστεύτηκα, μα τι γκαγκεμπίτης, ποτέ δε μ έπεισε, πήγε και  ρήμαξε την Ουκρανία έτσι για πλάκα,  πως γίνεται να μη το βλέπουν, τι κάθαρμα ! Και σου τα λένε  όλα αυτά άνθρωποι διαβασμένοι, μορφωμένοι, άνθρωποι  που έχουν τελειώσει σαράντα πανεπιστήμια του εσωτερικού και του εξωτερικού,  πως γίνεται να μη σκέφτονται ορθολογικά,  να πιστεύουν ότι παλαβομάρα νάναι ;

Και τον Παίσιο   τον έχουν θεοποιήσει,  προσωπικά ποτέ δε συνάντησα έναν άνθρωπο που να με πείσει ότι έχει αυτό το εξαιρετικό χάρισμα, αυτή την αύρα τη μαγική που λένε.  Ούτε στις μεγαλοφυΐες πιστεύω,  όλοι λίγο πολύ είναι άνθρωποι σαν  εμάς  με τις αδυναμίες τους, όμως όλοι ψάχνουν  έναν  σωτήρα,  όλοι θέλουν έναν καθοδηγητή φωτισμένο ,  φαίνεται ότι οι άνθρωποι τους   χρειάζονται,  κι αν δεν υπάρχουν τους φτιάχνουν,  τους κατασκευάζουν,  τους επινοούν, όλοι έχουν μανία με σχέδια   μεγαλεπήβολα,  οράματα εντυπωσιακά και φανταχτερά, σωτήρες, θεούς,   αρχηγούς,  ηγέτες που θέλουν να κυβερνήσουν,  να καθοδηγήσουν,  να μας σώσουν,  οι άνθρωποι έχουν καταμπερδευτεί,  έχουν τρελαθεί εντελώς,  με τόσες επιρροές παλαβές από παντού να τους χτυπούν ανελέητα δεν είναι ν απορείς!

 Όλοι  έχουν πια την πολυτέλεια να σκέφτονται, να ονειρεύονται ότι παλαβό υπάρχει,  να πλήττουν, να βαριούνται, να στενοχωριούνται, ν αυτοκτονούν!  Κάποτε δεν ήταν έτσι,  έσκυβαν απλά  το κεφάλι κι έκαναν το καθήκον τους, αυτό  ακριβώς ίσως  λείπει,  άνθρωποι του καθήκοντος που κάνουν απλά τη δουλειά τους δίχως να κοιτάζουν τι θ’  αρπάξουν  από δω κι από κει, δίχως υστεροβουλία, αυτοί  στην ουσία κρατούν τη κοινωνία, μεγαλώνουν  παιδιά, τελειώνουν δουλειές  κοιτάζουν τους γέρους γονείς τους,  πεθαίνουν ήσυχοι δίχως να ενοχλήσουν κανέναν, απλά πράγματα!

 Κάποτε υπήρχε και  κάποια συνοχή, ένα πνεύμα ομαδικό,  τώρα πολλοί περνούν μόνοι τους αυτές τις μέρες,   γονείς δε θέλουν  παιδιά, δε θέλουν εγγόνια,  δε θέλουν φασαρίες, τα παιδιά  πάλι στέλνουν  τους γέρους  γονείς  στα γηροκομεία, μακριά απ  το σπίτι, ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους κι άγνωστους ….

 Πολλοί  φαίνεται ότι περνούν μόνοι τους αυτές τις μέρες και δε τους ενοχλεί πια, τόχουν συνηθίσει, θεωρείται αυτονόητο, όσοι μπορούν φεύγουν για τις πατρίδες τους, οι ομάδες αποσυντίθενται, αποσυναρμολογούνται, ο κόσμος διαλύεται, κατακερματίζεται, υποθέσεις εκκρεμείς, δουλειές, μισοτελειωμένες, έρωτες απελπισμένοι, μετέωροι, κρεμασμένοι  στον αέρα, από μια κλωστή κρέμονται όλα πριν βυθιστούν στο χάος, λάθη όσα η άμμος της θάλασσας, τα γραφεία κηδειών διανυκτερεύουν πάντοτε, οι άνθρωποι συνεχίζουν να πεθαίνουν, φαίνεται ζόρικο αλλά  όμως μέσα σ όλο αυτό  κάπως  πρέπει να συνεχίσεις...

 Όπως τελειώνει  κι αυτός ο χρόνος  μετράς τι έμεινε, δυο τρεις φίλοι καλοί ίσως, μετράς  τι άξιζε, που κέρδισες, τι έχασες,  τι έκανες,  τι πέτυχες , πως δικαιολόγησες τα δευτερόλεπτα της ύπαρξης που σου δόθηκαν στην αιωνιότητα, πόσες καλές πράξεις έκανες, πόσους άφησες πίσω σου, πόσους έχασες,  έκανες κάνα φίλο καινούριο που θα μείνει;

  Mια σειρήνα   άρχισε να ουρλιάζει, γάτες έτρεχαν να διασχίσουν το οδόστρωμα, κάποιος είχε ξηλώσει τις κόκκινες κορδέλες της αστυνομίας και τ\ αμάξια έμπαιναν σε αδιέξοδο, ένας χοντρός κορνάριζε βλέποντας μια γυναίκα που δε μπορούσε να παρκάρει, για κάποιο λόγο οι άνδρες δαιμονίζονται, αφηνιάζουν, τρελαίνονται όταν βλέπουν τις γυναίκες να τα χάνουν, θέλουν να τις φάνε! Μια φασαρία κάπου ξέσπασε, κάτι αλήτες έριχναν βαρελότα  που κροτάλιζαν εφιαλτικά και γελούσαν, ο κόσμος τρόμαζε, μια φασαρία ξέσπασε,  δυο περιπολικά εμφανίστηκαν  με τα γαλάζια λαμπερά  φώτα τους ν αναβοσβήνουν μανιασμένα.

Δε θα άντεχα για πολύ εκεί πέρα, χρειαζόμουν ξεκούραση, το πρωί  έφευγα για την επαρχία, όπως περνούσα απ  το δικαστικό μέγαρο τα φώτα όλα αναμμένα, οι δικαστές  ετοιμάζονται ν απονείμουν δικαιοσύνη αλίμονο μας! Στη  διαδρομή  ένα τοπίο που δεν υπάρχει,  ένας οδηγός νυσταγμένος, νύχτα ακόμα ήτανε,  με πήρε ο ύπνος, όνειρα ένα κορίτσι στα πόδια μου  με λυτά  μαλλιά μου χαμογελούσε,  ένα πουλόβερ γαλάζιο, ένα φανελάκι άσπρο από κάτω,  το σπίτι μας στο χωριό, μια γάτα  κουλουριασμένη στα άχυρα στο στάβλο, ένας λάκκος στη μέση του χωραφιού μας  όπου βάζαμε το καπνό να μαλακώσει,  κρύο, αέρας, σκοτάδι, μια σκάλα ξύλινη έπρεπε να κατέβουμε…

 Στις εξήμισι περίπου  μια γραμμή ρόδινη, υπέροχη, χαράχτηκε κατά την ανατολή πέρα ως πέρα,το λάστιχο ενός  αυτοκινήτου  μπροστά παλαντζάριζε επικίνδυνα καθώς το λεωφορείο μας κατάπινε αχόρταγα τις άσπρες λωρίδες τις ζωγραφισμένες πάνω  στην άσφαλτο, στις εκβολές ενός ρέματος γλάροι είχαν μαζευτεί σα να κουβεντιάζανε,  ομίχλη έτρεχε στους οργωμένους λόφους, ο ήλιος βγήκε πάνω στο βαθουλωτό σα κύπελλο σκάφος του κατά πως λέγαν οι αρχαίοι  με τις αχτίνες του να φτιάχνουν ένα χαλί χρυσαφένιο πάνω στην επιφάνεια του νερού.

Με μια γυναίκα ήμουν  στην επαρχία εκεί πέρα, είχαμε πάει σ ένα μαγαζί με μωρουδιακά, περίμενε παιδί κι ετοιμάζονταν , για κάποιο λόγο ήθελε τη γνώμη μου  για κείνα τα μικρούτσικα ρουχαλάκια, τα κορμάκια και τ άλλα τα μυστήρια που τυλίγουν τα μικροσκοπικά σωματάκια  και  κανονικά πρέπει να έχουν εκείνη τη χαρακτηριστική μυρουδιά από γάλα που βγάζουν τα μωρά.  Δε τα ξέρω  όλα αυτά αλλά ότι έχει σχέση με τις γυναίκες και με τον μυστικό τους κόσμο μ εξιτάρει, γύριζα εκεί μέσα και σκεφτόμουν το άλλο το κάθαρμα που είχα ακούσει το άλλο πρωινό στην εκκλησία, αυτόν που έσφαξε όχι ένα, όχι δύο μα δεκατέσσερις χιλιάδες μικρά αν έχεις το θεός σου,  έτσι, δίχως λόγο σοβαρό, μα τι χασάπακλας, !

‘’Να έρθεις καμιά φορά  στο σπίτι μας!’’   είπε η γυναίκα που δε  μασούσε πιάνοντας μια πατάτα με το πιρουνάκι της  ’’ …  δε μπορείς  να φανταστείς  πόσο ωραίο είναι,  έχουν  έρθει  απ το περιοδικό,  τις ΕΙΚΟΝΕΣ και το φωτογράφισαν !’’

 Το σπίτι ήταν το μόνο που  είχε απομείνει από μια πατρική περιουσία τεράστια, ο πατέρας της ήταν διευθυντής  κάπου   όμως όλα του τα υπάρχοντα  τα είχαν φάει τα αδέλφια της! Από μικρή  ήταν κάτι   σα  τη σταχτοπούτα, επειδή από τότε δε μασούσε  τ΄ αδέρφια της  το κρατούσαν,  δε την ήθελαν, την είχαν στη πείνα,   του κλώτσου και του μπάτσου ’’ Αφού είναι τόσο έξυπνη  άστην να πήξει καλά για να στρώσει,  να μάθει να μην ανοίγει πολύ το στόμα της,   να μη κάνει την έξυπνη  να μη φυτρώνει εκεί που δε τη σπέρνουν  άστην στη πίεση να στανιάρει λίγο να στρώσει!’’ Αυτοί έτρωγαν τα καλύτερα και γι αυτήν άφηναν τ αποφάγια,  αργότερα της  τ’  άρπαξαν  όλα, έβαλαν χέρι στην πατρική περιουσία, ψώνιζαν , έκαναν ταξιδάκια,  κρουαζιέρες όπου μπορείς να φανταστείς, αγόραζαν ότι τραβούσε η ψυχούλα τους,  αυτή στη δίαιτα μόνιμα! Φαίνεται όμως ότι τελικά της  έκανε καλό,  τη σκληραγώγησε,  έμαθε να ζει με λίγα,  να είναι αυτάρκης και λίγο  χοντρόπετση. Το χειρότερο  όμως ήταν μια πρωτοχρονιά που είχαν βγει όλοι και την άφησαν μοναχή στο σπίτι να παλεύει με τα ντουβάρια, της είχε μείνει εκείνη η πρωτοχρονιά και πάντα εκείνο το ψυχοπλάκωμα έβγαινε τούτες τις μέρες….

 Αγαπούσε τον πατέρα  της που πέθανε νέος, τη ρώτησα αν περιμένει να τον ξαναδεί στον άλλο κόσμο  ’’ Βέβαια!’’ –‘’  Πιστεύεις ότι θα πας στο παράδεισο;’’  -  ‘’ Γιατί να μη πάω,  δε κάνω κακό, καλές πράξεις μονάχα, δεν πειράζω κανέναν που δεν πρέπει, μ έχουν αδικήσει, μ έχουν σκίσει και τους συγχώρεσα, πιστεύω ότι θα το δει ο θεός ,θα με καταλάβει,  εκεί  όλα θα είναι όμορφα,  θα βρω το πατέρα μου εκεί πέρα, θα είναι νέος,  όμορφος όπως τον θυμάμαι, όλοι θα είναι όμορφοι εκεί πάνω τότε!’’

Ένας σκύλος πέρασε τρέχοντας σα σαλεμένος μέσα στον πανικό, σε μια στιγμή φρενάρισε, κοίταξε γύρω του   αλαφιασμένος,  μετά άρχισε να τρέχει ξανά σα παλαβός  και τελικά χάθηκε σε μια στροφή στο βάθος.

Στα μαγαζιά κοπέλες απαστράπτουσες κινούνταν  ανάμεσα σε κουτιά κι αντικείμενα αστραφτερά,  κοσμήματα φανταχτερά,  πετράδια σκαλιστά. Στα ίντερνετ καφέ άστεγοι κοιμόταν πάνω στα πληκτρολόγια κι άλλοι σημείωναν τηλέφωνα από γυναίκες γυμνές, στις τράπεζες οι υπάλληλοι χτυπούσαν τα μηχανάκια τους,   μετρούσαν τόκους, κέρδη,  επιτόκια, κεφάλαια, στα εμπορικά σκάλες μεταλλικές, οδοντωτές, τρομαχτικές ανεβοκατέβαιναν,

Στις οθόνες των τηλεοράσεων σκιέρ ιπτάμενοι απογειώνονταν στα χιόνια πάνω στις σανίδες τους, κήτη έβγαζαν τις ουρές τους πάνω από τα νερά των ωκεανών, πιτσιρικάδες έσπαζαν τα κορμιά τους στα τσιμέντα εκτελώντας χορευτικά αεροπλανικά, αμάξια περνούσαν σε μια ροή αέναη κάτω από πολυκατοικίες πανύψηλες, φωτισμένες! Στις ειδήσεις ο κόσμος σ αναβρασμό πάντοτε,  μαύροι κι άσπροι ξεσηκώνονται απανταχού της γης, καράβια  καίγονται μες τα κύματα  στη Μεσόγειο, άνθρωποι καταποντίζονται πνίγονται,   ψύχη πολικά κατεβαίνουν απ τη Σιβηρία παγώνοντας ότι βρουν στο διάβα τους,  διαστημόπλοια εξαερώνονται στο σύμπαν,  αεροπλάνα εξαφανίζονται στον Ινδικό και κανένας δε τα βρίσκει ποτέ!

Το ζευγάρι σηκώθηκε αργά αργά, ο κόσμος είχε αρχίσει ν αραιώνει, σηκώθηκα κι εγώ,   στον ουρανό  βεγγαλικά φάνηκαν ν ανάβουν και ν απογειώνονται κάθετα  σα να ήθελαν  να  τρυπήσουν τον ουράνιο θόλο, ψηλά, πάνω απ τα κτήρια φάνηκε μια σκιά σαν ένα τέρας να σήκωνε απειλητικά τη ράχη του όπως  στις ταινίες κατοπτεύοντας τη πόλη τριγύρω, φεύγοντας  είδα το   κορίτσι  που  δε μ άρεσε νωρίτερα   να γράφει στο κινητό του ''.. τον θέλω πολύ θεέ μου, μ αγαπά  όμως  άραγε; 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...