Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

ΩΣΕΙ ΟΡΑΣΙΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ

Στο Φώτη

Δεν είχα δει  ποτέ μου κάποιον  να σκέφτεται  έτσι,   είχε ένα δικό του τρόπο, λειτουργούσε με συνειρμούς παράξενους, δεν πήγαινε λογικά απ  το ένα συμπέρασμα στο άλλο παρά έφτιαχνε συνδυασμούς περίεργους στη σκέψη του σα να πηδούσε ενδιάμεσα στάδια  κι εμπόδια ψάχνοντας για τη λύση σ αυτό που τον απασχολούσε παρακάμπτοντας στάδια ενδιάμεσα,   στοχεύοντας   κατευθείαν στη καρδιά!

Εκεί που εσύ θα χρειαζόσουν δέκα βήματα αυτός ήθελε δύο, τρία, μη σου πω ένα μονάχα,  ήταν τρομερό,  ώρες ώρες του έρχονταν  κάτι ιδέες κουφές  πούλεγες ‘’Καλά πως δεν το είχα σκεφτεί τόση ώρα!  Έμοιαζε να μη σταματά πουθενά, δε δέχονταν  καμιά αυθεντία  αν δεν τον  ικανοποιούσε , τίποτα δεν ήταν   δεδομένο. Δε μπορούσες  ποτέ να ξέρεις τι έχει στο πολύστροφο μυαλό του,  όλοι περιμέναμε να πει τα τρελά του, μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα από ένα πλήθος άχρηστων λεπτομερειών και πληροφοριών αυτό που είχε πραγματική σημασία,  όταν τον απασχολούσε κάτι το γυρόφερνε απ όλες τις μεριές σα να είχε υπόσταση υλική,  το γύριζε ξανά και ξανά  και ξανά ώσπου  να βρει το αδύνατο σημείο, τη χαραμάδα εκείνη  που θα του επέτρεπε να διεισδύσει στον πυρήνα  και να  το κάνει  χιλιάδες,   εκατομμύρια,  δισεκατομμύρια  κομματάκια!

Σ ένα μέρος που έμοιαζε με κουζίνα ήμασταν και τον ακούγαμε, θα έλεγες ότι δεν έκανε για παρέα, έλεγε τα δικά του σα να ήταν η δική του άποψη η σωστή και πάει τέλειωσε, έπρεπε να το δεχτείς,  σα να το είχε ψάξει τόσο πολύ που δεν υπήρχε περίπτωση ν αμφιβάλεις.    Μετά σώπαινε κι ύστερα πάλι σα να   ξυπνούσε,   έπιανε ξανά το νήμα   κι έλεγε φωναχτά τις σκέψεις του ξεκινώντας  από κει που είχε τελειώσει ή από κάπου αλλού που δεν το περίμενες ,  όπως του έρχονταν,  όπως νόμιζε.    Εμείς ακούγαμε και χαζεύαμε  τα  αντικείμενα γύρω ,  μια φρουτιέρα  με λωτούς  κίτρινους,  μήλα,  ρόδια,   μπουκαλάκια  με  φυλλαράκια χαραγμένα στο γυαλί τους για το  λάδι και το  ξύδι,  χαρτοπετσέτες,  ντουλάπια,   χερούλια, ζάχαρη σε κρυστάλλους,  αλάτι κόκκινο ορυκτό.  Ένα κάρο βαζάκια είχε εκεί  πέρα,  μπορούσε να  τ ανοίξεις   και να τα μυρίσεις , είχαν κάτι τσάγια περίεργα,  σπόρους αγριοτριανταφυλλιάς  ανάκατους  με σταφίδες, άλλο είχε  ένα άρωμα σα  βανίλια που σούρχονταν να το καταπιείς  όπως ήτανε, χαμομήλια και φλαμούρια, τσάγια μαύρα κι  εξωτικά,  αλατιέρες, καρέκλες, μεταλλικές  και φυτά διάφορα, μια αρμαθιά από πιπεριές κόκκινες κρέμονταν από κάπου,    άσπροι  κύκλοι   χαραγμένοι  πάνω στα μάτια  ενός φούρνου,  πλακάκια σε χρώματα  έξοχα,  κόκκινα,  κίτρινα, καφετιά,   γαλαζωπά,  καλά εκείνη η  κουζίνα ήταν άλλο πράγμα!

Κάποιος απ τη Χαλάστρα ήταν μαζί μας,  έλεγε ότι  φέτος    εμφανίστηκε  κατά κει ένας Τούρκος  και ζήτησε μια τεράστια ποσότητα από ρύζι, υπάρχει ζήτηση φαίνεται,   κάπου  δε  μάζεψαν τίποτα γιατί έπεσαν βροχές λιμοί,  καταποντισμοί,   στην Ινδία,   στην Αίγυπτο  θα σε γελάσω.  Οι δικοί μας  λέει    πρόλαβαν  και μάζεψαν  το ρύζι πριν τις βροχές,  τόστειλαν  στους φούρνους που έχουν κατά κει  να στεγνώσει,   είναι   ευχαριστημένοι.  Καλά φέτος έχει σαπίσει το σύμπαν,  τα σταφύλια βγήκαν χάλια,  θέλουν ξέρα  τ αμπέλια, οι ελιές πάλι έπεσαν κάτω απ τους  αέρηδες,   εδώ όμως  είναι Μεσόγειος ρε φίλε,  το κλίμα πρέπει νάναι ξερό όχι βάλτος!   Αυτός απ τη Χαλάστρα πάντως ήταν ευχαριστημένος αλλά είχε  πιαστεί, τον έχει πεθάνει η μέση του,  μια μέρα  στο χωράφι του  είδε ένα βουναλάκι από χώμα, σήκωσε τη τσάπα να τσακίσει   τον τυφλοπόντικα που σάλευε από κάτω όμως έμεινε στον τόπο απ την απότομη κίνηση, μια βδομάδα έμεινε στο κρεβάτι.

 Ένα βουητό ακούγονταν στο μαγαζί, από δίπλα   τρώγανε φαγιά    μαγειρευτά  και σούπες,   χαλβά  είχαν   για επιδόρπιο.   Καθόμασταν   εκεί πέρα   αντικριστά  τσιμπολογώντας  κρέατα ανάμεσα σε φέτες κρεμμυδιού και ντομάτας. Πιο πέρα στα φαστφουντάδικα οι  μηχανές  έβγαζαν  θορύβους παράξενους, μοχλοί ανεβοκατέβαιναν,  κορίτσια στέκονταν   όρθια  φτιάχνοντας  καφέ, ποδιές μαύρες φορούσαν, κάθε τόσο  έστρεφαν τη ράχη τους να δουν τι  γίνεται.  Πίσω από τ αυτί τους μπορούσες να δεις τατουάζ με γράμματα κινέζικα,  έκοβαν ρόδια στη μέση και τάβαζαν σ'  ένα μηχάνημα, ύστερα  κατέβαζαν  ένα μοχλό κι έβγαζαν ένα χυμό  σαν αίμα κόκκινο!

''Δεν υπάρχει ένας δρόμος  μοναδικός γι  αυτό που ζητάς . ’’   έλεγε αυτός με τις τρελές ιδέες, ‘’ Δε μπορείς να βάζεις φράχτες,  δεν υπάρχει ένας τρόπος,  μια μέθοδος μόνο όπως λένε κάποιοι. Δε μπορείς να είσαι άκαμπτος, να βάζεις  νόρμες απαράβατες, δε μπορείς ν ανοίξεις το κεφάλι του  καθενός  και να του βάλεις μέσα ότι θες,  δε γίνεται να είσαι απόλυτος,  σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμα είναι που μετράει !  Άλλος μαθαίνει  στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο με γεια του με χαρά του,  γι αυτόν είναι πιο εύκολα , έχει υπομονή αντέχει την επανάληψη,  δε χρειάζεται  να το ζορίσει!    Άλλος όμως  είναι  φύση ανήσυχη,  θέλει  να το βασανίσει,  να το παιδέψει,  πως μπορεί να του απαγορέψεις  κάτι τέτοιο!    Θέλει να δοκιμάσει μόνος του,  άστον λοιπόν  ήσυχο, αφού βλέπεις  ότι  καίγεται δώστου κάποια ενθάρρυνση!  Όλο το θέμα είναι να μη χάσει το ενδιαφέρον του, να μη ξεχάσει αυτό που τον τράβηξε στην αρχή,  να το κρατήσει ζωντανό,  να μη βαρεθεί, να εξελίσσεται,   να μη κολλήσει με κανένα τρόπο!   Σ άλλον αρέσουν σκέψεις αφηρημένες, ιδέες και θεωρίες,  γι  αυτόν πάλι τα πράγματα  είναι  εύκολα, τον βλέπεις και τον ζηλεύεις,   θα  κοπιάσει αλλά θα περπατά σ ένα δρόμο ανοιχτό , είναι τυχερός κατά κάποιο τρόπο.  Άλλος όμως  είναι πιο πρακτικός, δε μπορεί να συλλάβει τις αφηρημένες γενικότητες,   θέλει  στοιχεία απτά, θέλει αποδείξεις λογικές απ αυτά που βλέπει κάθε μέρα ! Άλλος πάλι  είναι  φύση καλλιτεχνική, θέλει να βρει αυτό που ψάχνει  μέσα απ τη μουσική,  τα ποιήματα,   τα κείμενα, τις λέξεις , έχει φαντασία μεγάλη βλέπει πράγματα που δεν μπορούν να δουν άλλοι ...''         

 Ο   αγρότης     τέντωσε αργά τη πονεμένη μέση του.    Άλλες χρονιές  θα πήγαινε για κυνήγι τέτοιο καιρό καθώς  οι πάπιες με τους πρασινωπούς στιλπνούς λαιμούς κατέβαιναν κατά το Δέλτα του Αξιού.   Τώρα έχει απαγορευτεί  το κυνήγι  αφού  τα ρήμαξαν, τα σκότωσαν όλα,  δεν άφησαν ούτε πετούμενο!  Στο Δέλτα , στις  εκβολές ,   φυσούσε βαρδάρης από ψηλά απ το βορρά ,  πάγωνε ολόκληρος  βλέποντας τα πουλιά να πετούν με φόρα κατά πάνω του, σήκωνε τη καραμπίνα όμως  ούτε που προλάβαινε να πυροβολήσει μόνο   έβλεπε  ψηλά τις άσπρες χήνες  και τους πελώριους γερανούς να φεύγουν γρήγορα, κάποτε   χτύπησε έναν  απ αυτούς , έναν   λευκό, υπέροχο, τον ξάπλωσε κάτω,  όταν τον είδε από κοντά τον λυπήθηκε.  Είχε ένα τουφέκι  ρώσικο με σχέδια σκαλιστά στα μεταλλικά  κομμάτια του, σχέδια    λεπτά σαν αραβουργήματα, πολλά χρόνια το κουβαλούσε μαζί του, τώρα πια πιο πολύ το   είχε  για τους κλέφτες. Μας το είχε δείξει μια φορά,  το είχα  κρατήσει    στα χέρια  μου, ήταν ελαφρύ,  ωραίο στην αίσθηση.  Κανονικά τα μισώ τα όπλα αλλά εκείνο είχε κάτι το καλλιτεχνικό με τον ξύλινο υποκόπανο   του κι όλα τα τερτίπια του. Ήταν  ευθύβολο, ο αγρότης  είχε χτυπήσει  μ αυτό λαγούς,   μπεκάτσες,   πέρδικες, τσίχλες,  φάσες, ορτύκια, κοτσύφια,  ότι μπορείς να φανταστείς! 

Ένας  τελειωμένος γυρνούσε ανάμεσα στα τραπέζια,  ήρθε κοντά μας,  ‘’Δώστε  κάτι να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα,  το  ένα πνευμόνι  μου είναι   σμπαραλιασμένο όμως δε μπορώ να το κόψω !’’  ο  αγρότης    τον λυπήθηκε,  έβγαλε μερικά κέρματα στο τραπέζι, ο άλλος τα πήρε φοβισμένα σα να μην ήταν σίγουρος ''Τι του δίνεις ρε ;’’    του είπαμε    ''Άμα  κάποιος θέλει να πεθάνει δε μπορείς να  κάνεις τίποτα!'' 

 Του άρεσε  του αγρότη το κυνήγι,  το μόνο που   δεν άντεχε    ήταν   το    καρτέρι του   αγριογούρουνου    ''Είναι   ότι  πιο βαρετό!’’ έλεγε ‘’  Στέκεσαι  σα βλάκας μες τη παγωνιά περιμένοντας να εμφανιστεί το  ζώο   μέσα  απ'  τα  λαγκάδια.  Μια φορά…’’ συνέχισε   ‘’…ήμασταν  σ  ένα  φαράγγι ,  ένα ποτάμι απλώνονταν μπροστά, καλάμια και λάσπη  παντού,    σε κάποιο σημείο τα νερά σα να καταπίνονταν από ένα βάραθρο  για να βγουν  πιο πέρα! Καθόμαστε λοιπόν  εκεί στην ερημιά πάνω  στο χορτάρι το χειμωνιάτικο σκαλίζοντας τα κάρβουνα από μια φωτιά  που είχαμε  ανάψει . Κι άλλοι  κυνηγοί προτού από μας πρέπει να πέρασαν από κει κι είχαν αφήσει αποκαΐδια και  πέτρες μαυρισμένες απ τις φλόγες.  Έπαιζα  με το σκύλο που είχαμε  μαζί  μας,  έναν   χοντροκέφαλο που τον είχαμε  μαζέψει απ το δρόμο,  από κάποια μαντριά θα την είχε κοπανήσει.   Δε μπορούσε να κυνηγήσει, γι αυτή τη δουλειά είχαμε  τα  κοκαλιάρικα  κυνηγόσκυλα  που δεν έχαναν    μυρουδιά,    το τσομπανόσκυλο  δε μπορούσε να   βρει ούτε την ουρά του! Τον παίρναμε  μαζί  για χαβαλέ πιο πολύ,   δεν υπήρχε περίπτωση να μη δαγκώσει  όποιον δεν ήξερε , δε μπορούσες να τον εμπιστευτείς κι  όταν σήκωνε το κεφάλι να ουρλιάξει σου σηκώνονταν η τρίχα! Όταν  κοιμότανε έβλεπες να τρέμει το κάτω χείλος του σα να έβλεπε  όνειρο αλλόκοτο,  ξυπνούσε πανικόβλητος    κι έγλειφε  τις  πληγές του ,  πρέπει να τον είχαν δαγκώσει  ή τον  έδειραν   άσχημα, άμα χάιδευες  το σβέρκο του μπορούσες να  νιώσεις μια   πληγή πολύ βαθιά που έκλεισε μονάχη της!  Καθόμασταν εκεί πέρα με  τα σκυλιά,   πουλιά  μικρούτσικα  τσιμπολογούσαν   κούμαρα  κόκκινα, κάποιος έτρωγε μούρα φθινοπωρινά,  μανιτάρια φύτρωναν , άμα τα βάλεις στη φωτιά με λίγο  αλατάκι δε θέλουν τίποτα άλλο   εκτός από λίγο  τσίπουρο όμως  είχαμε ακούσει  για κάμποσους που πήγαν αδιάβαστοι από δαύτα !''

 Δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστούν  γουρούνια,   τραβήξαμε για   ένα  παλιό  μοναστήρι   που  υπήρχε κατά κει,  μπήκαμε μέσα κάνοντας το σταυρό μας. Το ξέραμε το μέρος  είχαμε ξαναπάει, όλοι σ εκείνα τα μέρη έλεγαν για τον  ασκητή που ζούσε κατά κει,  έναν ξερακιανό λιπόσαρκο. Ζούσε σε   μια κατακόμβη, σ  έναν    λαβύρινθο από στοές και τούνελ  σκοτεινά,  επιγραφές αρχαίες υπήρχαν, από μια τρύπα έμπαινε λίγο φως,  ένα σιντριβάνι που μπορεί να ήταν κολυμβήθρα κάποτε, νομίσματα  σκόρπια  σκουριασμένα  στον πάτο του κι  άλλα    γυάλιζαν στις ακτίνες   που περνούσαν τα ντουβάρια.    Εικόνες χτυπημένες , οι Τούρκοι λέει όταν ήρθαν κατά δω τα ρήμαξαν όλα, χτυπούσαν με τα σφυριά στα πρόσωπα των αγίων και της Παναγίας, δε θέλουν λέει να βλέπουν πρόσωπα ούτε εικόνες  ; Έλεγαν για τον γέρο καλόγερο   ότι έβλεπε αγγέλους να κατεβαίνουν  γύρω απ την αγία τράπεζα όποτε ετοιμάζονταν η θεία   κοινωνία, όταν έβγαινε έξω  το δισκοπότηρο  αισθάνονταν ένα θρόισμα,  ένιωθε να τον αγγίζουν με τα φτερά τους σα να τον χάιδευαν, μια φορά του φάνηκε ότι είδε δυο  χερουβείμ  να σκεπάζουν το πρόσωπο με τις φτερούγες τους για να μη δουν το φοβερό μυστήριο, τον είχαν ακούσει να παραμιλά, ένα κομμάτι απ τη βίβλο ήταν το αγαπημένο του ''...και το σώμα αυτού ωσεί θαρσίς,  και το πρόσωπον αυτού ωσεί όρασις αστραπής!’’

Ήθελε να συνεχίσει την ιστορία του ο αγρότης  όμως ο άλλος που έκανε  άλματα στη σκέψη σα να ξύπνησε απ το λήθαργο του ‘’ Βλέπεις…’’  πετάχτηκε  ‘’Ο καλόγερος  έβλεπε οράματα, αυτός ήταν ο δρόμος του να προσεγγίσει αυτό που έψαχνε, το ένστικτο, η διαίσθηση, η παραισθησία, η φαντασία,  η  ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του. Έτσι είναι, καθένας βρίσκει αυτό που θέλει με τον τρόπο του, είτε  είναι ο θεός,  είτε  μια επιθυμία,  ένας στόχος, ένα όνειρο,  κάτι που σε γεμίζει,  σε κάνει να νιώθεις ότι άξιζε που έζησες!’’  

‘’Και πως ξέρεις ότι αυτό που βρήκες είναι αληθινά  αυτό που έψαχνες;’’ ρώτησε ο αγρότης που ήθελε να συνεχίσει την ιστορία αλλά  είχε αποδεχτεί ότι ο άλλος μπορούσε να τον διακόπτει. ‘’Πως γίνεται να το ξέρεις,  άλλος μπορεί να ψάχνει  για γυναίκες,   για λεφτά,  μπορεί να θέλει να κερδίζει στα χαρτιά, στο καζίνο,  πως ξέρεις  ότι είχες θέσει το σωστό στόχο κι ότι τον έχεις εκπληρώσει;’’

‘’ Α…’’ απάντησε ο άλλος, ‘’…αυτό είναι εύκολο, το καταλαβαίνεις βαθιά μέσα σου,  είναι ένα αίσθημα βαθύ, μια ευεξία, μια αγαλλίαση, μια χαρά όπως όταν ήσουν παιδί,  όπως όταν είσαι ερωτευμένος ένα πράγμα,  μια καθαρότητα νιώθεις μέσα σου, όλους τους αγαπάς!’

Σωπάσαμε όλοι για μια στιγμή κι ο αγρότης σα να έμεινε ικανοποιημένος και δεν τον πείραζε που τον κόψανε στο καλύτερο. Μια κοπέλα όμορφη με μια ζακέτα βυσσινιά που της πήγαινε πολύ πέρασε,    ένα τζιν   σκισμένο στα γόνατα που εξείχαν κάπως και μπορούσες να δεις τη σάρκα    φορούσε, είχε κάτι χέρια ολόασπρα,  ένα δέρμα τρυφερό,  απίστευτο ,   κάτι νύχια κατακόκκινα,  τα μαλλιά της γυάλιζαν απόκοσμα,  τι θαύμα ήταν κι εκείνο,  όλοι γυρίσαμε να  τη δούμε ακόμα κι αυτός με τη σκέψη που έκανε  άλματα... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...