Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΑΥΤΗ ΜΟΝΑΧΑ

Ούτε κατάλαβα πως έγινε, υποτίθεται ότι πρόσεχα αλλά τη τύφλα μου δεν έβλεπα, έπεσα σα βλάκας, οι φίλες μου γελούσαν, εντάξει κορίτσια γελάστε όσο θέλετε, αλλά φίλε δεν άντεχα, δε μπορούσα, όλα μαζί πέσανε, δε γίνονταν.

Δεν άντεχα, τα είχαμε πει, δεν ερωτευόμαστε αν δεν είμαστε σίγουροι τι παίζει απ την άλλη μεριά, φυλάμε τα νώτα μας, δεν αφήνουμε να μας κατακλύσει αυτό το πράγμα, κρατάμε άμυνα, ναι καλά, άμα αρχίσεις να το σκέφτεσαι συνέχεια άντε γεια, στο τέλος χάνεις τη μπάλα!

Και την έχασα, όμως με είχαν σαπίσει, έτρεχα σα παλαβός, έπρεπε να φτιάξω εργασίες για θέματα που δε σκάμπαζα ''Ανάλυση συμπεριφορών στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλον!'' άκου τώρα. Σ ένα σπίτι έγραφα κι έσβηνα, πάλευα ανάμεσα σε σημειώσεις, έπρεπε να βγουν δυο χιλιάδες καταραμένες λέξεις με κάποιο τρόπο, δυο χιλιάδες λέξεις σε μια γλώσσα ξένη, όμως κάπου έπρεπε να κατευθύνω τη σκέψη μου επειγόντως , γιατί θα σαλτάριζα αν δε την έβλεπα εκείνη τη μέρα! Από το παράθυρο ενός μπαλκονιού κοίταζα έξω τη θάλασσα, τα σπίτια, κοράκια έκαναν ακροβατικά ανάμεσα σε γραμμές που χάραζαν τ αεροπλάνα κόντρα στο ηλιοβασίλεμα ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας. Έπρεπε να βγουν δυο χιλιάδες λέξεις, ο μικρός δε μπορούσε να γράψει τίποτα ρε φίλε σα να ήταν αυτιστικός, δε δούλευε το μυαλό του, δεν είχε φαντασία, δεν είχε θηλυκό μυαλό που γεννάει, κάτι δεν είχε πάντως, όταν το είδε έπαθε πλάκα, ''Πως τόκανες;'.

Δε μπορούσα, με τα παιδιά σε μια παρέα συζητούσαμε, για τον άλλο κόσμο λέγαμε, για τον παράδεισο και για την κόλαση. '' Πως τη φαντάζεσαι εσύ;'' ρώτησα τον πονεμένο φίλο μου, ''Μη περιμένεις να συναντήσεις καζάνια και φλόγες, κόλαση είναι να είσαι στους αιώνες των αιώνων μοναχός, να μη βρίσκει πουθενά γαλήνη η ψυχή σου καθώς θα περιπλανιέται αέναα και στο διηνεκές στις αβύσσους και στα τάρταρα! '' δε λέει. ''Στο παράδεισο απ την άλλη θα ευφραίνεσαι για πάντα στην αγκαλιά του θεού!'' ρε φίλε εκεί θέλω κι εγώ ! Τον ρώτησα αν ελπίζει να συναντήσει στον παράδεισο κανέναν δικό του, ''Το μπαμπά μου αποκλείεται τέτοιος που ήτανε, έτσι όπως έπινε, τη μάνα μου ίσως, αυτή ήταν καλή !''. Με ρώτησε γιατί δεν εξομολογούμαι, και πώς να πω ρε φίλε ότι δεν είμαι σίγουρος για το αν υπάρχει ο θεός! Λέει ο φίλος ο πονεμένος ότι όλα είναι ανθρώπινα, κι οι αμφιβολίες είναι μες το πρόγραμμα απλά πρέπει να μετανιώσεις και να συγχωρέσεις και να αγαπήσεις! Όμως ρε φίλε εμείς κακία δε κρατάμε, δε μπορούμε να κρατήσουμε, δε ξέρουμε πως γίνεται αυτό! Εμείς αγαπάμε όλο τον κόσμο, από αγάπη άλλο τίποτα ειδικά τώρα, κι αν αγαπάς τον πλησίον σου λέει σώζεσαι, οκ λοιπόν, εμείς που αγαπάμε πρέπει να σωθούμε, τώρα αν τυχαίνει να αγαπάμε όμορφες συνήθως τι φταίμε ρε φίλε όχι πες μου ! Όσο για τους άλλους, τους αντιπαθητικούς τους οποίους λένε ότι κι αυτούς πρέπει να τους να αγαπήσουμε να μου επιτρέψουν κι άλλωστε κι ο θεός ο ίδιος δεν μπορεί να τους συγχωρέσει όλους, κάποιοι είναι καταδικασμένοι έτσι δεν είναι, κάποιοι είναι χαμένοι από χέρι, κάποιοι δε τη γλυτώνουν τη κόλαση πως λοιπόν ζητά από μας να είμαστε τόσο μεγαλόψυχοι;

Δε μπορούσα ,δεν άντεχα, δε γινόταν, έπρεπε, δε μπορείς να πας κόντρα στο φτωχό τον εαυτό σου, δε μπορείς να του ζητάς πράγματα που δεν αντέχει, εδώ δεν έχεις να κάνεις με θεωρίες!

Το πρωί τα μικρά έφευγαν για τα σχολείο φορώντας σκουφάκια πολύχρωμα, άνθρωποι αγουροξυπνημένοι έβγαιναν από πολυκατοικίες κρατώντας θερμός με καφέ ζεστό. Στο δρόμο οι ποδηλάτες έστρεφαν πίσω το βλέμμα καθώς έγερναν για να στρίψουν, όλοι οι οδηγοί περνούσαν με κόκκινο, στις αυλακιές που σχηματίζονταν από τα χιλιάδες λάστιχα μπορούσες να τσακιστείς και να σκοτωθείς, ένα αμάξι με τσαλακωμένη μούρη είχα δει να περνά, μια λάμψη μεταλλική με ζάλισε, κάποιος ανέβαζε μια πλατφόρμα μ ένα τηλεχειριστήριο, η θάλασσα χρύσιζε κάπου στη παραλία ανάμεσα στα δέντρα. Στις στάσεις γυναίκες στέκονταν με το ένα γόνατο λυγισμένο, μια γιαγιά έβγαζε μια οσμή σα να είχε βγει μόλις απ το μικροβιολογικό εργαστήριο, στα ραντάρ τα λεωφορεία είχαν κολλήσει, δεν έλεγαν να εμφανιστούν, είχα σκάσει! Μια ξανθιά χτυπούσε το τζάμι ενός αστικού που έφευγε με το δαχτυλίδι που είχε περασμένο στο δάχτυλο της, ο οδηγός δεν έδινε σημασία, αυτή τον έβριζε…. Στα σούπερ μάρκετ γριές άνοιγαν τις τσάντες τους, καλά εκεί μ έχουν χάσει, βδομάδες έχω να πάω, οι κοπέλες που δουλεύουν εκεί με βλέπουν και τρομάζουν ! Στα ταμεία κόσμος με καροτσάκια και σακούλες, πορτοφόλια άνοιγαν χαρτονομίσματα, φωτογραφίες, κάρτες, σακούλες, καρότσια.

 Σ ένα ιντερνέτ καφέ άδειασα κατά λάθος όλα τα ψιλά που είχα στη τσέπη, το πάτωμα γέμισε κέρματα, ένας πιτσιρικάς μου τα έδειχνε όπως ρολάριζαν κάτω απ τις καρέκλες. Κάθισα εκεί πέρα, στη τηλεόραση αθλητικά, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, ντοκιμαντέρ, τοπία χιονισμένα, ένα κορίτσι μου είχε φέρει μια σοκολάτα καυτή κι ένα ποτήρι γεμάτο παγάκια, της ζήτησα να τα βγάλει, την έβλεπα που τα άδειαζε στο νεροχύτη, μου ζήτησε συγγνώμη, δεν ήταν ανάγκη αλλά ήταν όμορφο!

Τη πάτησα εντάξει, άντε να εξηγήσεις τώρα, αλλά είχα βαρεθεί, κάτι έπρεπε να κάνω, οι γιορτές πλησίαζαν, δεν άντεχα ξανά τα ίδια , έπρεπε κάτι διαφορετικό να γίνει! Με τα παιδιά σκοτωνόμασταν για τα θεολογικά, που έχω μπλέξει, δε θέλουν συμπροσευχή με τον πάπα , με τους καθολικούς, με τους προτεστάντες, με τους μουσουλμάνους, με τους Κινέζους, με κανένα! Κανένας δε με υποστήριζε, είχα λυσσάξει, είχα νεύρα δε ξέρω από που, φαίνεται ότι όταν ερωτεύεσαι γίνεσαι πιο ευερέθιστος. Όμως τι να τους πεις, ναι παιδιά, όπως θέλετε, καθίστε στ αυγά σας όσο ο κόσμος τη ψάχνει με τη γιόγκα και με τα βουδιστικά τα κόλπα τα καινούρια, τις τάντρες, τα άβαταρ και τις φιλοσοφίες τις μυστήριες, εσείς στο κόσμο σας, κρατήστε τη καθαρότητα σας , χαιρετίσματα!

Στη καμάρα λαμπάκια αναβόσβηναν στα γύρω καταστήματα, φοιτητές μαζεύονταν το σούρουπο, σκουπίδια παντού σκορπισμένα. Στα Μικέλ τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν με κανάτες γεμάτες νερό, θερμοπομποί περνούσαν απ το πλάι κι από πάνω, γύρω πλαίσια γυάλινα, στα τραπέζια καλαμάκια άδειαζαν ποτήρια με καφέδες και πιοτά. Στη βιβλιοθήκη ένας γέρος διάβαζε ένα λεξικό με όρους μυστήριους, μ ένα μολυβάκι κρατούσε σημειώσεις, όταν έφυγε το άνοιξα, δε καταλάβαινα και πολλά, φωνές ακούστηκαν, ένας ψυχοπαθής έκανε επίθεση στους υπάλληλους, όλοι τα έχουν με το δημόσιο, όλοι θέλουν να τα φορτώσουν κάπου, όλοι έχουν τρελαθεί, έπρεπε να το υπερασπιστώ το παιδί που δούλευε εκεί, τον ήξερα, ''Μίλα του καλύτερα!'' του είπα του άλλου του ηλίθιου!

Απεργία είχαν όλα τα μέσα, έπρεπε να πάω με τα πόδια, ένα ψιλόβροχο έβλεπες να πέφτει λοξά μπροστά στα φανάρια των αυτοκινήτων καθώς τα φώτα τους έφτιαχναν μια καμπύλη στα κοιλώματα του δρόμου έξω απ τη Νεάπολη. Ένα ρέμα, κάτι κορμοί δέντρων, έλατα πουλούσαν κάτω από μια γέφυρα, σ ένα θερμοκήπιο γλάστρες με λουλούδια βρεγμένα. Στο σπίτι του ο Άγγελος που μαθαίνει αγγλικά μήπως και συνεννοηθεί με τους λεφτάδες τους Ρώσους το καλοκαίρι στη Χαλκιδική και τους πουλήσει κάνα σπίτι μου έλεγε για το αμπέλι του, πρέπει λέει να ρίξει χαλκό στις ρίζες των κούρβουλων, ένα τσίπουρο καλό έβγαλε, του χρόνου θα φτιάξει κρασί κόκκινο, διαβάζει βιβλία σχετικά, τον έχει πιάσει μια μανία με τα κρασιά! Μια φέτα μου έβγαλε κασέρι τρικαλινό κι ένα ψωμί απίστευτο που φτιάχνει ένας φούρνος στα Μουδανιά, όσο περνούν οι μέρες λέει περισσότερο νοστιμίζει, μια ουρά τεράστια γίνεται κατά κει συνέχεια, ο φούρναρης βγάζει τ άντερα του!

Ξέρω τι με περιμένει, σύνδρομο στέρησης, μελαγχολίες, αϋπνίες, πείνες, τα φαγητά χάνουν τη γεύση τους, ανεβοκατεβάσματα ψυχολογικά, τα γνωστά, δε μπορούσα όμως, δε γίνονταν!

 Στο σπίτι έπεφτα για ύπνο μόλις γυρνούσα απ τη δουλειά, ούτε σόμπα ούτε τίποτα, κάνεις κι οικονομία έτσι άσε που είσαι ζεστός απ το τρέξιμο! Στη τηλεόραση ήθελα όλα να τα δω, καμιά φορά με πιάνει ένα σύνδρομο στέρησης! Κοριτσάκια τραγουδούσαν και σούρχονταν να βάλεις τα κλάματα, χορεύτριες λικνίζονταν πάνω στ ατέλειωτα γυαλιστερά τους πόδια, στο κανάλι της βουλής είχε πάρει το μάτι μου και το Μάκη μετά το ευρωπαϊκό βραβείο του, πόσο καιρό έχω να τον δω, και να δεις που τη Δευτέρα έρχεται Σαλονίκη, τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο! Πάντως ήταν και στη τηλεόραση όπως τον θυμόμουν μόνο που τώρα δε μπορούσα να του πω ''Έλα ρε Μάκη πως πάει ! Και μια ταινία καλή επιτέλους έδειξε με κάποιον που έβλεπε το μέλλον, τρελαίνομαι για κάτι τέτοια, ο τύπος έφτιαχνε σενάρια εικονικά για τις μελλοντικές του κινήσεις, δοκίμαζε και διάλεγε το καλύτερο σενάριο για να ρίξει εκείνη τη γλυκιά κοπέλα , ναι καλά αν ήταν έτσι ήταν πολύ εύκολα !

Πόσο καθαρό ήταν το πρόσωπο της, πόσο άσπρο ήταν το δέρμα της, τα δάχτυλα της υπέροχα, τα χείλια της έμοιαζαν κοραλλένια μες το κρύο, αυτήν ήθελα,  αυτή  μονάχα ! Το ήξερα ότι παρατηρούσε το βλέμμα μου, την έβλεπα με την άκρη του ματιού μου, είχε εκείνη την έκφραση την έκπληκτη, τα μάτια της άλλαζαν ένα εκατομμύριο αποχρώσεις το δευτερόλεπτο ! Δεν άντεχα, δε γίνονταν ρε φίλε συγνώμη, μπορείς να γελάσεις κι εσύ, το παραδέχομαι! Κανονικά πρέπει να μη βιαστείς, να περιμένεις το κατάλληλο timing, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα, αλλά που να το βρεις αυτό, δεν υπάρχουν συνθήκες και καταστάσεις ιδανικές, ποιος τα κανονίζει όλα να συμβούν έτσι άναρχα, όποτε ναναι...

Ξέρω τι με περιμένει, δε μπορείς να σκεφτείς καθαρά, να ζυγίσεις όπως θέλεις τα πράγματα, είναι σα να παλεύεις με το ένα χέρι δεμένο στη πλάτη, όμως όσο μπορείς πρέπει να αντέξεις και να το χαρείς, όσο η καρδιά είναι ζεστή και το μυαλό θολωμένο, φοβάμαι λίγο, δε μ αρέσει να χάνω τον έλεγχο, έτσι όμως είναι αυτά, δε τα διαλέγεις...

Ούτε κατάλαβα πω έγινε, είναι κι οι γιορτές που έρχονται, η ατμόσφαιρα όσο πάει και γίνεται πιο γλυκιά. Σ' ένα σπίτι με βάλανε να διαβάσω όλα τα παιδιά για το σχολείο, να τα προετοιμάσω, η μάνα τους λείπει στη δουλειά όλη μέρα, ήμουν μονάχος εκεί, ρούχα πεταμένα παντού. Καθόμουν εκεί και πάλευα με τους τρεις νόμους του Νεύτωνα, τον κύκλο του αζώτου και του άνθρακα, τις ατέλειωτες θεολογίες των θρησκευτικών, τον Τεύκρο που πήγε να συναντήσει την Ελένη κάπου στην Κύπρο, τα παιδιά παπαγάλιζαν το μάθημα τους όπως τα μαθαίνουν. Μου έλεγαν ότι στη τάξη τους το έχουν ένα αγόρι που δε βγάζει ποτέ τη κουκούλα του, δε μπορείς να δεις το πρόσωπο του, το φοβούνται, τι γίνεται σ αυτά τα σχολειά πως δεν έμπλεξα, όμως πάλι κάτι πρέπει να κάνεις έτσι δεν είναι, δε μπορείς να αφήσεις αυτά τα παιδιά μονάχα τους!

Έπειτα έπρεπε να προετοιμάσω το άλλο το παιδί που έδινε το proficiency , τα τελευταία μαθήματα είναι ζόρικα, δε πρέπει να κάνεις λάθος, πρέπει να είναι καθαρό το μυαλό σου αν χρειαστεί να διακρίνεις και να διορθώσεις κάτι. Ήμουν ζαλισμένος, παραλίγο να το χάσω, να πέσει η ψυχολογία του, όλο το θέμα είναι εκεί πέρα να κρατήσεις το ηθικό του ψηλά, αν κάτι δε πάει καλά να μη το καταλάβει, δε χρειάζεται, δεν είναι ανάγκη, έπρεπε να του πω ότι ήταν σωστές οι λανθασμένες απαντήσεις που μου έδινε, μια, δυο, τρεις φορές μέχρι να το πιστέψει μέχρι να βρει ρυθμό, μέχρι να πάρει τ απάνω του!

Ένα κοριτσάκι πηγαινοέρχονταν και με κοίταζε με τα τεράστια μάτια του, δε με φοβόταν καθόλου, έμοιαζε με κούκλα ζωντανή που μιλούσε, ερχόταν κοντά μου, έδειχνε το ένα δοντάκι του που κουνιόταν κι ήταν έτοιμο να πέσει , είχε γκρεμιστεί μια νύχτα από τη κουκέτα του και χτύπησε το μάτι του, παραλίγο να το χάσει, το είχαν τρέξει στο νοσοκομείο, ακόμα φαίνονταν η μελανιά. Βλέπει λέει όνειρα, το Χριστό ολόσωμο, τη παναγία, διαβόλους , αγγέλους, οράματα, τη νύχτα η μάνα του κοιμάται στο προσκεφάλι του πάντα γιατί έχει προβλήματα αναπνευστικά, κόβεται η αναπνοή του, σταματά ν αναπνέει, πνίγεται, δε μπορούσα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...