Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΝΑ

Αυτός πρέπει να ήταν ένας ωραίος γάμος.

Το κορίτσι ρε φίλε ήταν υπέροχο, πολύ θα θελα να το είχα εγώ, με τα κατάμαυρα μαλλιά της το καθαρό βλέμμα, τα μάτια που λάμπανε, τους απαλούς ώμους, ήταν περίπτωση τώρα τι να λέμε.

Αλλά και το αγόρι ήταν όμορφο και δε μιλούσε πολύ κι αυτό της άρεσε, την τρέλαινε ήτανε τόσο διαφορετικοί, αυτός μετρημένος, αυτή διαχυτική, δε σταματούσε να μιλά όλη την ώρα δεξιά κι αριστερά , επικοινωνούσαν με νοήματα και με τα μάτια , δε χρειάζονταν να αγγίξει ο ένας τον άλλον, το ρεύμα περνούσε από τα σώματα τους μόλις πλησίαζαν λίγο ο ένας τον άλλον.

Αυτή βέβαια ήταν πιο ώριμη, όπως είναι πάντα οι γυναίκες και τον είχε κόψει κι είχε ρωτήσει και τη μάνα της, άλλα δεν ήτανε απ΄ αυτές που θα ενέδιδαν τόσο εύκολα, ούτε απ αυτές που θα έκαναν εύκολα βλακείες, τρεις φορές είχε στείλει πίσω την αντιπροσωπεία του μ όλα τα χρυσάφια και τ ασημικά τους , δε πήγαιναν στο διάβολο, αυτή ήξερε ότι ο πατέρας της δε θα της χάλαγε χατήρι, ότι πέθαινε γι αυτή, μπορούσε να το τρενάρει λίγο, άστο το παλικάρι να χτυπιέται, δε θα πάθει τίποτα.

Όμως καιγόταν μέσα της, ήθελε να τον ψάξει, να τον γνωρίσει μέχρι βαθιά κι ήξερε ότι θα της έπαιρνε χρόνια, αλλά μπορούσε να περιμένει, ήξερε ότι μπορούσε να τον ησυχάζει, να τον κάνει να λιώνει, μπορούσε να τον ανοίξει όταν έκλεινε σα στρείδι, καταλάβαινε από χιλιόμετρα πότε της έλεγε ψέμματα, θα ήταν καλός μαζί της, θα την πρόσεχε, θα την περίμενε όσο κι αν αργούσε, δε την κούραζε, δε την ταλαιπωρούσε, γι αυτήν ήτανε γεννημένος, όλα ήταν πιο εύκολα μαζί του, γελούσανε ασταμάτητα όταν βρίσκονταν, πάνω απ όλα θα γίνονταν καλός πατέρας, τον είχε κόψει αυτή.

Σ αυτόν θα έλεγε τα μυστικά της, μόνο καλά θα του έλεγε όσο γίνονταν, θα τον στήριζε ότι και να συνέβαινε, είχαν αρχίσει να κάνουν ήδη σχέδια, έβγαζε από μέσα του ότι καλό υπήρχε, φοβόταν και λίγο, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά , αλλά της άρεσε κι όλο αυτό, δε θα το έχανε με τίποτα, ήταν η ώρα να το κάνει, ήταν η στιγμή της, όλα έδειχναν τέλεια, όσο τέλεια μπορεί να είναι γιατί ποτέ δε ξέρεις.

Οι γυναίκες κουβαλούσαν γλυκίσματα και τάβλες και ταψιά με πίτες διάφορες, χέρια γυναικεία έπλαθαν ζύμες, βούτυρα και γιαούρτια και μυζήθρες κι αμπελόφυλλα, μυρωδικά και χόρτα αρωματικά έριχναν μέσα τους, φούρνοι είχαν πάρει φωτιά,ψάρια ψήνονταν πάνω σε σχάρες, φρούτα ξερά και φρέσκα, ρόδια και κεράσια σύκα και καρύδια και χουρμάδες, ορτύκια και περιστέρια, ελάφια και ζαρκάδια, τρούφες και μανιτάρια κι άλλα πολλά.

Ποτήρια και κούπες τσούγκριζαν, καράφες και γυάλινα δοχεία κι αμφορείς και πιθάρια με ζωγραφιές απάνω τους ξεθάβονταν από την άμμο κι ανέβαιναν από πηγάδια όπου είχαν θαφτεί για να μείνουν δροσερά, μέχρι και χιόνι είχανε κουβαλήσει από ένα βουνό για να το ανακατέψουν με το γλυκό πιοτό τους, κόσμος έρχονταν από δρόμους λιθόστρωτους, απ όλες τις κατευθύνσεις, πεζοί και καβαλαρέοι πλησίαζαν χτυπώντας τα σανδάλια τους προς το μέγαρο εκείνο με τις πέντε στοές να το περιβάλουν.

Καθώς ο ήλιος έδυε φλαμουριές ανθισμένες μοσχοβολούσαν τριγύρω με το τέλος της άνοιξης, λίγο μετά το Πάσχα, προτού αρχίσουν οι ζέστες, κληματαριές κι αναρριχώμενα σκαρφάλωναν στους εξώστες, δυόσμος και μέντα φυτεμένη στα παρτέρια, τοίχοι ασβεστωμένοι, γάτες κοιμόντουσαν μέσα σε γλάστρες, μπαλκόνια πλύνονταν, τραπέζια στρώνονταν, κορίτσια κουβαλούσαν τραπεζομάντιλα, φούρνοι έψηναν ψάρια και κυνήγια, ο οικοδεσπότης είχε ευθυμήσει, ανέκδοτα κι ιστορίες παλιές λέγανε οι παραμυθάδες, κάποιοι είχαν αρχίσει να μεθάνε ήδη.

Και τότε ξέμειναν από κρασί, ο αρχιοινοχόος που έστυβε τις κόκκινες και τις ροζέ και τις άσπρες ρώγες των σταφυλιών στη παλάμη του και δοκίμαζε κατόπι τις γεύσεις τους, είτε από την Καρχηδόνα έρχονταν, είτε απ τη Συρία και την Παλαιστίνη, τώρα δεν ήξερε τι να κάνει ο άνθρωπος, κάποιο λάθος είχε γίνει, γάμος δίχως κρασί δε γίνεται, όλα μπορούσαν να τιναχτούν στον αέρα.

Αλλά ρε φίλε ήταν ο Χριστός κάπου εκεί έτοιμος για όλα, σιγά μη το άφηνε να χαλάσει το γλέντι , καλά είμαστε σοβαροί τώρα , ''Γεμίστε με νερό ρε μάγκες τις υδρίες τις πέτρινες, τις πελώριες που είναι για να πλένονται οι καλεσμένοι!'' τους είπε κι ύστερα ψιθύρισε εκείνα τα λόγια που ήξερε κι αρχιοιονοχόος έπαθε πλάκα ρε φίλε, '' Δεν είστε με τα καλά σας, που στο δαίμονα το είχατε αυτό το πράγμα!!΄΄ φώναξε.

Κι ύστερα τα όργανα πήρανε μπρος κι άρχισαν ν αντιλαλούν μέχρι πέρα μακριά, σερβιτόροι έτρεχαν πανικόβλητοι, ο αρχιοινοχόος είχε αρχίσει να τρεκλίζει απ τις πολλές δοκιμές, αυτό το καινούριο το κρασί ήταν πολύ δυνατό ρε φίλε, που το είχανε βρει, το κορίτσι κάρφωνε το αγόρι το υπέροχο, μα αυτό ήξερε να συγκρατηθεί, δεν ήταν τυχαίο κι αυτό πως να το κάνουμε, ο οικοδεσπότης είχε ξεσαλώσει, ήταν ωραίος ο τύπος, αυτός πρέπει νάτανε ωραίος γάμος.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...